15 January 2008

Στερνή μου γνώση...

Μια ειλικρινής ομολογία

Πού να το φανταζόμουν, ως πριν από τρεις μήνες μόλις, ότι το πρώτο άρθρο που θα 'γραφα, χωρίς να ανάβω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, θα ήταν κατά του... καπνίσματος. «Θα σε κάνω πρέσβη καλής θελήσεως στην αντικαπνιστική μου εκστρατεία», είπε ενθουσιωδώς, μόλις άκουσε ότι το 'κοψα το ρημάδι, ο υπουργός Υγείας Δημ. Αβραμόπουλος, από τους πρώτους που έσπευσαν να μου ευχηθούν «σιδερένιος» - στο «Ωνάσειο». «Ελάχιστοι αποφεύγουν τη γελοιοποίηση απ' όσους μιμούνται τον Παύλο της Ταρσού», του απάντησα.

Παθιασμένος καπνιστής και λάτρης του τσιγάρου, επί πενήντα συναπτά έτη, άντε τώρα να εμφανιζόμουν ξαφνικά σφοδρός πολέμιός του. Σκέτο ρεζιλίκι...

Στις παρέες προβοκάριζα τους επιθετικούς αντικαπνιστές με ύμνους για το κάπνισμα του Οσκαρ Ουάιλντ και του Μαρκ Τουέιν κι έβρισκα πολύ σέξι την τσιγαροβραχνάδα της Μελίνας και της Σιμόν Σινιορέ. Σε ποικίλες στάσεις, αλλά πάντοτε με το τσιγάρο
στο στόμα, καδραρισμένος, στο εξοχικό μου, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρντ - ο (δήθεν) «σκληρός άνδρας», με πρωταγωνιστή τον οποίο το Χόλιγουντ εξαφάνισε την προκατάληψη δεκαετιών ότι τάχα το τσιγάρο υποδηλώνει θηλυπρέπεια, σε αντίθεση με το ταμπάκο για μάσημα και το πούρο. Σε περίοπτη θέση καδραρισμένο, επίσης, το «πανθεσσαλικό» ημερολόγιο (Βόλος 1927) να αραδιάζει προκλητικά «ΤΑ ΚΑΛΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ»: Σκοτώνει την ανία· κατευνάζει τους καρδιακούς και τους ηθικούς πόνους· αναζωογονεί το πνεύμα· φέρει γαλήνη· και «είναι η ολιγώτερον δαπανηρά ποίησις του πτωχού»...

Απότομη και συντριπτική η απομυθοποίηση: Την τρίτη νύχτα μετά το χειρουργείο, μια μαρμαρυγή, παρά τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις των γιατρών, ένιωθα να με ωθεί και να με καθηλώνει στο μεταίχμιο της ανυπαρξίας. Σε ημιληθαργική κατάσταση, πάσχιζα μάταια όλη τη νύχτα να ξεκολλήσω από το απόλυτο μηδέν: Ένα ολοκληρωτικά γκρίζο νοητικό και συναισθηματικό κενό - πλήρης η αδυναμία μου να κουνηθώ, να σκεφτώ, να αισθανθώ. Βούλιαγμα μαυλιστικό στο πουθενά, χωρίς τέλος. Ο εφιάλτης του απόλυτου τίποτα.
Χάραμα πια με τράνταξε απαιτητικά η ζωή. Γελαστές, ξανθομάλλες, με ζήλο ζηλευτό για μια άχαρη δουλειά, εισέβαλαν στο δωμάτιο τιτιβίζοντας χαρωπά η Κατερίνα και η Πέρσα, χαριτωμένες νοσηλεύτριες σ' αυτό το σωτήριο ίδρυμα, όπου αφέθηκα με σιγουριά στα χέρια μικρών θεών και αγγέλων. «Αν θέλετε σας τραγουδάμε κιόλας, αν μας συνοδέψετε».
Ντράπηκα με την κατάντια μου. Αναρίθμητες στιγμές λυτρωτικής απόλαυσης μου πρόσφερε, επί δεκαετίες, ο «άγιος καπνός». Αλλά να, που το τίμημα είναι δυσανάλογα βαρύ.

Θύμωσα με την επιπόλαιη ανεμελιά, την εθελοτυφλία και την αδυναμία μου. Ούτε αδαής ούτε ανυποψίαστος ήμουν. Γνώριζα καλά τις δυο απλές αλήθειες: ότι οι επιπτώσεις από το κάπνισμα είναι ολέθριες για όλους ανεξαιρέτως. Και ότι αγρίως εξαρτησιογόνο, κόβεται από τη μια μέρα στην άλλη, όταν σου βάζουν οι γιατροί το μαχαίρι στον λαιμό. Αρειμάνιοι καπνιστές οι αγαπημένοι φίλοι (ο Δήμος, ο Δημήτρης, ο Στρατής, ο Αντώνης, ο Σωτήρης...) αλλά και ο πατέρας μου και τ' αδέλφια του, που έφυγαν πρόωρα. Αναγκάστηκαν να κόψουν το κάπνισμα, όταν πια ήταν πολύ αργά κι ανώφελο. Και τραγικό. Αφού, ανήμποροι πια, ανακάλυπταν πόσες άλλες απολαύσεις, με πρώτη την ίδια τη ζωή, είχαν θυσιάσει για την απόλαυση του καπνού. Ασύμφορη τράμπα...