Showing posts with label φυσιοκρατία-αθεΐα-αγνωστικισμός. Show all posts
Showing posts with label φυσιοκρατία-αθεΐα-αγνωστικισμός. Show all posts

24 August 2024

Ο συµπαντικός ετεροµορφισµός κι εµείς

 Η Καθημερινή, 2 Jun 2024

του ομότιμου καθηγητή ΕΜΠ, Θ. Π. ΤΑΣΙΟΥ

Η Ψυχολογία αναγνωρίζει την ασυγκράτητη παρόρµηση του Είναι, όταν φθάνει σε αδιέξοδο, να παράγει αυτοστιγµεί έναν Μύθο, προς «παρα-μυθίαν» του. Πρόκειται για µια σχεδόν ανενσυνείδητη δράση.

Ετσι και στον φόβο του θανάτου, το κάθε άτοµο ενδέχεται να παραγάγει παραµυθίες ποικίλες, όπως κυρίως το «άλλο» εκείνο εξωλογικό συστατικό του Είναι, που βαφτίσθηκε «ψυχή».

Ωστόσο, ένα σηµαντικό τµήµα των συνανθρώπων µας δεν ικανοποιείται µ’ αυτήν την παραµυθία. Αµφιβάλλουν τόσο πολύ, ώστε αναζητούν άλλης κατηγορίας «παραµυθίες», συµβατότερες ει δυνατόν µε τις απαιτήσεις του Λόγου. Η πιο ακραία είναι µια οιονεί παρηγοριά, την οποία δίνει η αξιοπρέπεια της στωικότητας – η καρτερική αταραξία µπροστά σε ένα αναπόφευκτο γεγονός.

Υπάρχει ωστόσο και µια άλλη (θα την έλεγα κάπως πλουσιότερη) κατηγορία στάσεων έναντι του θανάτου, που φιλοδοξούν να είναι και συµβατές µε την επιστήµη. Σ’ αυτήν την κατηγορία υπάγονται και τα ερωτήµατα των Τσαµ και Ουάιτσον, τα οποία µας πρόσφερε γενναιόδωρα ο κ. Ηλ. Μαγκλίνης στην «Καθηµερινή» (18.05.24): «Είναι πιθανή η ζωή µετά τον θάνατο, βάσει των νόµων του σύµπαντος;». Και απαντούν, εστιάζοντας «στην πληροφορία για το πώς είναι η διάταξη των σωµατιδίων µας, η οποία συνιστά την ύπαρξή µας – µια πληροφορία που δεν χάνεται όταν το σώµα µας πεθαίνει, αλλά παραµένει κωδικοποιηµένη στην κβαντική κατάσταση του σύµπαντος». Κι εγώ µεν δεν πείθοµαι για την επιστηµονικότητα αυτής της άποψης – ιδίως µετά την ανάγνωση του πρόσφατου βιβλίου του Στ. Τραχανά «Ο Κύκλος» (ΠΕΚ, 2024).

Ας µου επιτραπεί, όµως, να νοµίζω ότι η ύπαρξή µας δεν περιγράφεται µόνο µε τη διάταξη των σωµατιδίων µας, αλλά µε τα εξής τρία: α) Τα σωµατίδια αυτά καθαυτά, β) τη διάταξή τους και γ) τη λειτουργία τους. Η διάκριση αυτή µάλιστα συνεπάγεται µια σηµαντική διεύρυνση των µετά τον θάνατο συνεπειών. Πράγµατι, η αποσύνθεση των σωµατιδίων µου δεν συνιστά «φθορά»: Η τροφοδότηση των ζωντανών οργανισµών (µικροβίων και φυτών) είναι µια δίκαιη επιστροφή των χηµικών στοιχείων που είχα δανεισθεί απ’ τη φύση, τρεφόµενος µε τα θανατικά προϊόντα φυτών και ζώων. Γεγονός που είναι µια πρώτη φανέρωση του ευεργετικού προσώπου του θανάτου ως ανακυκλικού «Ετεροµορφιστή». Κι όσο εγώ τρεφόµουν µε τα θανατικά προϊόντα φυτών και ζώων, (θα έπρεπε να) ήµουν ευγνώµων προς το φαινόµενο του θανάτου· τώρα που συµµετέχω στο ίδιο καθολικό φαινόµενο, πώς γίνεται να ξεχάσω ότι τα (άλλωστε δανεικά) υλικά των σωµατιδίων µου επιβιώνουν πλέον σε ζωντανούς οργανισµούς! Είµαστε άραγε τόσο κακοµαθηµένοι, ώστε να µη µας συγκινεί αυτή η υπέροχη φυσική πραγµατικότητα;

Ας είµαστε, όµως, λίγο πιο ειλικρινείς: Ολα τούτα, για να έχουν ψυχολογικό αποτέλεσµα, απαιτούν µια πολύχρονη διανοητική παράδοση, που δεν την έχουµε. Εµάς, σήµερα, εκείνο που µάλλον µας πονάει, είναι ένα καίριο επακόλουθο της διακοπής µιας «λειτουργίας» των σωµατιδίων µας – και εννοώ την απώλεια της αυτοσυνειδησιακότητας. Εδώ, η πίστη στην έννοια µιας ειδικώς δηµιουργηµένης προσωπικώς για µένα «ψυχής» (προ της γεννήσεώς µου, όπως και µετά τον θάνατό µου) συνιστά µια τέλεια παραµυθίαν – είπαµε όµως να σχολιάσοµε τις θέσεις εκείνων που διατηρούν αµφιβολίες περί αυτής. Και αναζητούν απόψεις, ει δυνατόν, πιο συµβατές και µε την επιστήµη.

Λοιπόν, ως γνωστόν, ένα σηµαντικό φιλοσοφικό ρεύµα (κυρίως κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια), µε τη βοήθεια και των νευροεπιστηµών, καλλιεργεί την άποψη πως πιθανότατα το Εγώ δεν είναι «πράγµα», δεν δίδεται· αλλά δοµείται και αναδύεται σταδιακά κατά τη βρεφική ηλικία, και συντηρείται συνεχώς καθ’ όλον τον βίο, µε τις ίδιες σχέσεις: προς τον αντικειµενικό κόσµο, προς τα έµβια όντα και προς τα εσωτερικά χαράγµατα της βιολογικής µηχανής του σώµατος.

Αν η άποψη αυτή αληθεύει, τότε το Εγώ δεν συνιστά «ιδιοκτησία», αλλά ήταν µια υπερσυστηµική ιδιότητα, τεράστιας σηµασίας. Που προσφέρει το προνόµιο να βλέποµε βαθιά µέσα στο σύµπαν, αλλά που ενέχει ανάλογη αστάθεια, όση και οι χηµικές ενώσεις του σώµατος. Οπότε, αφού το Εγώ δεν είναι πράγµα «σταθερόν και ιδιόκτητον», θα είναι ηπιότερος κι ο πόνος της απώλειάς του. Μπορεί αυτός ο πόνος να αντισταθµίζεται πλήρως απ’ τη σεµνή αίσθηση συµµετοχής «µας» στον αέναο συµπαντικό ετεροµορφισµό, σε γιγαντιαίες χωρικές και χρονικές κλίµακες – που θα µπορούσαν να παραγάγουν ακόµη και µιαν αίσθηση ιερότητας: Εχετε σκεφθεί πόσο γρήγορα µια µαύρη τρύπα καταπίνει ολόκληρα ηλιακά συστήµατα και πόσο ενίοτε γεννάει νέα αστρικά πλήθη; Αν µη τι άλλο, η εστίαση της προσοχής µας στα συµπαντικά φαινόµενα µας προάγει σε µια σιωπηρή σεµνότητα και σε περιστολή της εγωιστικής απαίτησης για «προσωπική» εξαίρεση απ’ τους συµπαντικούς νόµους της ∆ηµιουργίας.

19 January 2022

Η περί Θεού διαμάχη

 Προβληματισμοί και διάλογοι με αφορμή δύο βιβλία

Το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα σε επιστήμη και θρησκεία γνώρισε πρόσφατη αναζωπύρωση, εξαιτίας της διεθνούς υγειονομικής κρίσης. Ο περιορισμός της λειτουργίας των ναών κατά την περίοδο του Πάσχα του 2021 προκάλεσε διαμάχες και πλήθος συζητήσεων ανάμεσα σε πιστούς και μη. Ποια η σχέση της επιστήμης με τη θρησκεία; Πρόκειται για δύο πλευρές του πολιτισμού που βρίσκονται σε ασυμφιλίωτη αντίθεση ή μήπως θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η μεταξύ τους αρμονική συνεργασία; Άραγε ο ορθολογισμός αποκλείει την ύπαρξη του Θεού; Καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και το φαινόμενο του αθεϊσμού. Αν και ο αθεϊσμός έχει αρκετές μορφές και αποχρώσεις, σήμερα ο αθεϊσμός είναι συνήθως υλιστικός και πολιτικά φιλελεύθερος (με την ευρεία έννοια).

Ρίτσαρντ Ντόκινς και ο Πίτερ Μπογκοσιάν.

Ο Ρίτσαρντ Ντόκινς είναι από εκείνες τις προσωπικότητες που δε χρειάζονται ειδικές συστάσεις. Ευρύτατα γνωστός από τη συγγραφική του εκλαΐκευση της Βιολογίας, τη θεωρία του περί μιμιδίων, αλλά και από τα δημοφιλή τηλεοπτικά debates όπου υπερασπίζεται παθιασμένα έναν μαχητικό αθεϊσμό απέναντι σε κάθε λογής συνομιλητές, έχει χαρακτηριστεί και ως «το ροντβάιλερ του Δαρβίνου». Όπως δηλώνει ο ίδιος, εγκατέλειψε την πίστη του στον Θεό σε ηλικία δεκαπέντε ετών, αφού ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη δαρβινική εξέλιξη των ειδών. Το πιο δημοφιλές και αμφιλεγόμενο βιβλίο του υπήρξε ίσως το Η περί Θεού αυταπάτη, που δημοσιεύτηκε το 2006 και από τότε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις.

Συνήθως, ο Ντόκινς συγκαταριθμείται με τους Ντάνιελ Ντένετ, Σαμ Χάρις και Κρίστοφερ Χίτσενς, ως οι «τέσσερεις καβαλάρηδες» ενός κινήματος με τη χαρακτηριστική ονομασία «Νέος Αθεϊσμός», το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως ως μια αντίδραση στην αναζωπύρωση των ακραίων εκφάνσεων θρησκευτικού λόγου στις Η.Π.Α., αλλά και στον φόβο που προκάλεσε η άνοδος του ριζοσπαστικού Ισλάμ και η 11η Σεπτεμβρίου στη Δύση γενικότερα. Βασική μέθοδός τους είναι η χρήση επιστημονικών δεδομένων για να δείξουν ότι η θρησκευτική πίστη είναι ασυμβίβαστη με τη γνώση, καθώς και η έμφασή τους στην απελευθέρωση της εκπαίδευσης από τη θρησκευτική κατήχηση, αναδιατυπώνοντας αρκετές γνωστές θέσεις των David Hume και Bertrand Russel. Το 2008 και 2009, η περίφημη διαφημιστική καμπάνια στη Βρετανία των «αθεϊστικών λεωφορείων» που ανέγραφαν τη φράση «Πιθανότατα δεν υπάρχει Θεός, σταμάτα λοιπόν να ανησυχείς και απόλαυσε τη ζωή σου», εμπνευσμένη από την κωμικό και δημοσιογράφο Ariane Sherine, έγινε και με έξοδα του ίδιου του Ντόκινς, προκαλώντας έντονες εντυπώσεις.



Το παρόν βιβλίο αποτελεί κατά βάση μια συνοπτική και γλαφυρή αναδιατύπωση ορισμένων θεμελιωδών θέσεων που έχει ήδη εκφράσει ο Ντόκινς σε προηγούμενα έργα του. Αρχικά, η θεματική του προχωράει από το ειδικό προς το γενικό: τα πρώτα κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην αναίρεση των ιερών κειμένων (ιδιαίτερα της Αγίας Γραφής), κατόπιν μεταβαίνει στην ηθική, για να τεθεί το ερώτημα του κατά πόσον θα έπρεπε αυτή να καθορίζεται από θρησκευτικές διδαχές, και έπειτα καταλήγει στο ερώτημα του πόσο πιθανή είναι έστω και η ύπαρξη ενός Θεού, ως αιτία του σύμπαντος. Ας σημειωθεί ότι στον αγγλοσαξονικό χώρο, η διαμάχη μεταξύ υποστηρικτών της εξέλιξης και δημιουργιστών παραμένει ισχυρή και ένας σημαντικός χώρος διαμάχης τους είναι η θεσμοθετημένη εκπαίδευση. Κι ενώ αρκετοί θρησκευόμενοι ανά τον κόσμο σήμερα αποδέχονται την εξέλιξη ως μια πραγματική φυσική διαδικασία, για τον Ντόκινς αυτή αποτελεί το ισχυρότερο και το πλέον πειστικό επιχείρημα ενάντια στην ιδέα του «σχεδιασμού», δηλαδή στην ιδέα της δημιουργίας του φυσικού κόσμου από ένα υπέρτατο ον.

Ο Ντόκινς φιλοσοφικά είναι ρεαλιστής, αφού πιστεύει στην αντικειμενική ύπαρξη αλήθειας και θεωρεί δεδομένη την πραγματικότητα των επιστημονικών νόμων του σύμπαντος, ανεξαρτήτως του ποιος τις αναγνωρίζει και τις κατανοεί. Επιστημολογικά, θεωρεί ότι ο «Θεός» αποτελεί αχρείαστη και παρωχημένη υπόθεση. Σε αντίθεση λοιπόν με τους υποστηρικτές των θρησκειών για ωφελιμιστικούς λόγους, ο Ντόκινς επιμένει στο ζήτημα της αλήθειας: αν μια θρησκεία είναι αληθής, τότε και μόνο τότε αξίζει να την κρατήσουμε. Πώς γνωρίζουμε, αναρωτιέται, ότι τα τέσσερα καθιερωμένα Ευαγγέλια είναι ορθά ενώ τα υπόλοιπα πενήντα (τα λεγόμενα «απόκρυφα», που δε γίνονται αποδεκτά από τις χριστιανικές εκκλησίες) ψευδή;

Σύμφωνα με τον Ντόκινς, τα Ευαγγέλια δεν είναι αξιόπιστα ως ιστορικά ντοκουμέντα, τόσο λόγω της απόστασης δεκαετιών από τα γεγονότα που υποτίθεται ότι αφηγούνται, όσο και της ευκολίας με βάση την οποία ξέρουμε σήμερα ότι μπορεί να διαδοθεί μια καλή ιστορία απλώς και μόνον επειδή είναι μια καλή ιστορία. Μάλιστα, οι ιστορίες που διαδίδονται προφορικά πέφτουν συχνά θύματα διαστρέβλωσης και διαδοχικών παραποιήσεων, ένα φαινόμενο που μας θυμίζει το παιδικό παιχνίδι του «χαλασμένου τηλεφώνου» (γνωστό στην αγγλική γλώσσα ως φαινόμενο των «κινέζικων ψιθύρων»).

Επίσης, ο Ντόκινς, με μια καυστική ειρωνεία a la Voltaire, αποδίδει στους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης προθέσεις μερικής διαστρέβλωσης των γεγονότων για χάρη της εκπλήρωσης των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης. Όπως εξηγεί, οι ισχυρισμοί περί θαυμάτων και επεμβάσεων του Θεού είναι γεγονότα εξωπραγματικά και ως τέτοια απαιτούν ισχυρότατα τεκμήρια για να γίνουν πιστευτά, τέτοια που εμείς προφανώς δε διαθέτουμε. Όσο για τις ιστορίες των Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, θεωρεί, δεν είναι τίποτα περισσότερο από εβραϊκοί μύθοι, όπως ακριβώς οι ιστορίες των ομηρικών ηρώων είναι ελληνικοί μύθοι.

Για τον Ντόκινς μάλιστα, δύσκολα θα αποδεχόταν κανείς σήμερα τη Βίβλο ανεπιφύλακτα. Αντίθετα, κατά κανόνα επιλέγονται κάποια αποσπάσματα από τους πιστούς και απορρίπτονται άλλα. Με ποιο κριτήριο συμβαίνει όμως αυτό; Ένα τέτοιο κριτήριο δε θα σήμαινε άραγε πως έχουμε ήδη έναν ηθικό οδηγό ανεξάρτητο από τη Βίβλο; Και όταν ερμηνεύονται κάποια περιστατικά της Βίβλου με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο, τι μας εμποδίζει από το να απορρίψουμε εντελώς το συγκεκριμένο ή και οποιοδήποτε άλλο ιερό βιβλίο; Ο Ντόκινς μεταχειρίζεται μάλιστα ένα προσφιλές παράδειγμά του, το οποίο οφείλει στον σημαντικό ανθρωπολόγο Sir David Attenborough: πρόκειται για τις περίφημες «λατρείες του φορτίου» (“cargo cults”), ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα περί του πώς ξεκινά να διαδίδεται μια θρησκεία ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι γνωστό ότι οι λατρείες του φορτίου σε περιοχές της Νέας Γουινέας και διαφόρων νησιών της Μελανησίας, γεννήθηκαν από φυλές ιθαγενών, όταν αυτές ήρθαν σε επαφή με αμερικανικά, ιαπωνικά, βρετανικά ή και αυστραλιανά στρατεύματα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε ακριβώς διαμορφώθηκε μια μεσσιανική λατρεία προς αυτά τα «περίεργα όντα» που τους έριχναν αγαθά από τον ουρανό (αεροπλάνα που έκαναν ανεφοδιασμό), θεωρώντας ότι ο αρχηγός τους, John Frum ή Tom Davie (αναλόγως της περιοχής των πιστευόντων) αποτελεί ένα είδος μεσσία. Επίσης, υπάρχει η φυλή Γιαόνανεν από το νησί Τάνα του Βανουάτου, που λατρεύει τον πρίγκιπα Φίλιππο ως θεό, ειδικά μετά την επίσκεψή του στο νησί, το 1974.

Ο Ντόκινς ερμηνεύει στη συνέχεια το θρησκευτικό φαινόμενο με βάση την εξέλιξη, καταφεύγοντας στην κοινωνιοβιολογία. Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιλογή μας να πιστεύουμε σε θεούς ή Θεό, είναι μια τάση του εγκεφάλου μας. Οι εικασίες εδώ βέβαια είναι πολλές: ενδεχομένως οι θρησκευτικοί μύθοι βοηθούν τα μέλη κάθε φυλής να συνδέονται μεταξύ τους, ίσως αποτελούν «παραπροϊόντα» στον αγώνα του κάθε ανθρώπου για επιβίωση, ή ίσως ήταν αναγκαία η πίστη σε αυτούς, για τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών φυλών. Εξίσου κοινωνιοβιολογική προσέγγιση υιοθετεί και όσον αφορά την ηθική. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η ίδια η φυσική επιλογή κατά κάποιον τρόπο «πιέζει» προς κοινωνικές μορφές αμοιβαίας συνεργασίας. Μάλιστα, παραθέτει το παράδειγμα των νυχτερίδων μιας σπηλιάς, που η μια δίνει στην άλλη αίμα για να μην πεθάνει από ασιτία, γνωρίζοντας πως έτσι εξασφαλίζει και τη δική της επιβίωση, σε μελλοντική περίπτωση κινδύνου.

Ο Ντόκινς επινοεί έναν φανταστικό φιλοσοφικό διάλογο ανάμεσα σε έναν «απολυταρχικό» και έναν «συνεπειοκράτη», όσον αφορά το ηθικό δίλημμα της άμβλωσης. Ο πρώτος πιστεύει σε κανόνες απόλυτους και απαραβίαστους, ανεξαρτήτως των συνθηκών, σε αντίθεση με τον δεύτερο που πρεσβεύει μια πιο ευέλικτη αντιμετώπιση των ηθικών διλημμάτων, θέτοντας ως βασικό κριτήριο τις συνέπειες μιας πράξης. Βέβαια, όταν φτάνουν στο ακραίο παράδειγμα του κανιβαλισμού, ο Ντόκινς ομολογεί πως είναι ένα πανάρχαιο ταμπού που είναι προς το συμφέρον μας να μην παραβιαστεί.

Μετά την επιχειρηματολογία του εναντίον των θρησκειών, ο Ντόκινς επιδίδεται σε μια περιγραφή της δαρβινικής θεωρίας της εξέλιξης, που θα μπορούσε επάξια να χαρακτηριστεί συναρπαστική. Μας εξηγεί το πώς οι πιο περίπλοκοι οργανισμοί προέκυψαν σταδιακά από απλούστερους, μέσα στο πέρασμα του χρόνου, και εξηγεί πως το περίφημο τελολογικό επιχείρημα του αιδεσιμότατου Πάλεϊ, υπέρ της ύπαρξης του Θεού, είναι εσφαλμένο. Σε τελική ανάλυση, η υπόθεση ενός «σχεδιαστή» του φυσικού σύμπαντος, χρήζει και εκείνη κάποιας εξήγησης. Αν δηλαδή οτιδήποτε περίπλοκο και πολυσύνθετο έκανε αργά και σταδιακά την εμφάνισή του στο σύμπαν, τότε το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τον Θεό, λέει χαρακτηριστικά.

Αν και διαπρύσιος κήρυκας του ορθού λόγου, ο Ντόκινς επιδρά στον αναγνώστη του και με διάφορα συναισθηματικά μέσα: η λεπτή ειρωνεία, οι γλαφυρές περιγραφές, το προκλητικό και πηγαίο χιούμορ, η ηθική αγανάκτηση ενάντια στα δόγματα και η ηρωική σκιαγράφηση των επιστημόνων σε αντιδιαστολή με τους πιστούς, αυτά δίνουν στο έργο του απήχηση σαφώς μεγαλύτερη από αυτή που θα κέρδιζε με μια αυστηρά λογική επιχειρηματολογία. Είναι βέβαια γεγονός ότι ο Ντόκινς έχει δεχτεί σφοδρή κριτική ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζει τον Θεό ή και το θρησκευτικό φαινόμενο μέσα στα έργα του, από συγγραφείς θρησκευόμενους (π.χ. Alister E. McGrath, David-Benltey Hart) αλλά και μη (π.χ. Ronald Dworkin, John N. Gray). Πάντως, το βιβλίο είναι οπωσδήποτε μια ενδιαφέρουσα πνευματική πρόκληση και σίγουρα θα προβληματίσει τους πάντες, πιστούς και μη. Και δεν είναι το μοναδικό.

Με το βιβλίο του Εγχειρίδιο αθεΐας, ο Αμερικανός καθηγητής Φιλοσοφίας Πίτερ Μπογκοσιάν, ευρύτερα γνωστός από μια φάρσα του που οδήγησε σε ακαδημαϊκό σκάνδαλο, φιλοδοξεί να προσφέρει ένα οπλοστάσιο λογικών επιχειρημάτων υπέρ του αθεϊσμού. Αυτό ο ίδιος το ονομάζει «επιστημολογία του δρόμου» και συνίσταται ουσιαστικά σε απόπειρες αντιπαράθεσης με θρησκευτικούς οπαδούς στον δρόμο, περίπου όπως ο αρχαίος φιλόσοφος Σωκράτης συζητούσε με περαστικούς Αθηναίους σχετικά με διάφορα ζητήματα, προκειμένου να τους δείξει πως στην πραγματικότητα δε γνωρίζουν όσα οι ίδιοι διατείνονται ότι γνωρίζουν. Είναι ένα έργο που ο Μάικλ Σέρμερ, επίσης γνωστός αθεϊστής, έχει παραβάλλει με το Η περί Θεού αυταπάτη του Ρίτσαρντ Ντόκινς, που αναφέρθηκε παραπάνω, ως απαραίτητη εργαλειοθήκη για κάθε επίδοξο αθεϊστή. Όπως δηλώνει ήδη στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας του: «Αυτό το βιβλίο θα σας διδάξει πώς να πείθετε μέσω της συζήτησης τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πίστη τους».

Σύμφωνα με τον Μπογκοσιάν, η επιστημολογία του δρόμου αποτελεί συνέχεια και παραπέρα εξέλιξη των στόχων που οι Νέοι Αθεϊστές έθεσαν αλλά τελικώς απέτυχαν να εφαρμόσουν στην πράξη. Οι επιστημολόγοι του δρόμου είναι, κατά τον Μπογκοσιάν, στρατιές ανθρώπων που αντιμετωπίζουν την προσωπική επικοινωνία με τους πιστούς ως «θεραπευτική παρέμβαση για την απελευθέρωση των τελευταίων από την πίστη τους». Είναι ενδιαφέρον ότι ο ίδιος προτιμά τον όρο «άθεος» από τον πιο ήπιο «αγνωστικιστής», με το σκεπτικό ότι επειδή κανένα επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης του Θεού εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν έχει αντέξει τον ορθολογικό έλεγχο, το να αυτοχαρακτηρίζεται κανείς αγνωστικιστής είναι μάλλον περιττό. Ένας ορισμός του αθεϊστή είναι, μας λέει, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν προσποιείται ότι γνωρίζει πράγματα που δε γνωρίζει, όσον αφορά τη δημιουργία του σύμπαντος.

Ο Μπογκοσιάν μας εξηγεί πως ο αθεϊσμός δεν αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας ενός αθεϊστή, διότι αυτός είναι σε θέση να τον αναιρέσει οποιαδήποτε στιγμή χρειαστεί, φτάνει να του παρουσιαστούν πειστικές αποδείξεις για τους ισχυρισμούς μιας θρησκείας. Δε θα πρέπει λοιπόν να εστιάζει κανείς την κριτική του στους θρησκευτικούς ισχυρισμούς καθαυτούς, όσο στην πίστη (αδικαιολόγητη πεποίθηση) που εκφράζουν οι θρησκευόμενοι γι’ αυτές. Μέχρι στιγμής, η πίστη στον Θεό είναι εξίσου αναπόδειχτη και εξίσου πιθανή, συμπληρώνει, με την πίστη στον Άι-Βασίλη. Πρόκειται για μια μη έγκυρη επιστημολογία. Η τακτική της επιστημολογίας του δρόμου (SE), που καθιερώνει εδώ ο Μπογκοσιάν έγινε στη συνέχεια δημοφιλής από τον Anthony Magnabosco, ο οποίος την εφαρμόζει σε ευρεία κλίμακα και δημοσιεύει βίντεο με τα αποτελέσματά του.

Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα οξύ και προκλητικό, ακόμη περισσότερο από αυτό του Ντόκινς και ο Μπογκοσιάν μοιάζει ακλόνητα πεπεισμένος για την ορθότητα και τους αγαθούς σκοπούς του αθεϊσμού, σε σημείο που προτείνει την ιδέα να συμπεριλαμβάνεται η θρησκευτική εμπειρία στο DSM (εγχειρίδιο που χρησιμοποιούν οι ψυχίατροι ανά τον κόσμο, για τον προσδιορισμό των διανοητικών ασθενειών και της συμπτωματολογίας τους). Επιπλέον, μοιάζει διατεθειμένος να αποδεχτεί ένα είδος διδασκαλίας σε μικρά παιδιά, όπου θα παρουσιάζονται οι διάφοροι πρωτοπόροι της επιστήμης ως υπερήρωες που θα μάχονται ενάντια στους θρησκευόμενους. Τέλος, ο Μπογκοσιάν επιτίθεται στον σύγχρονο, αριστερίζουσας απόχρωσης, πολιτισμικό σχετικισμό και την άνευ όρων αποδοχή της πολυπολιτισμικότητας, ως στάσης που διακινδυνεύει τους φιλελεύθερους θεσμούς της Δύσης, ιδίως μπροστά στο ριζοσπαστικό Ισλάμ. Μήπως όμως, προκειμένου να συναγωνιστεί τους φονταμενταλιστές, ο Νέος Αθεϊσμός καταλήγει να μιμείται τις μεθόδους τους; Ή μήπως η στάση του είναι απολύτως θεμιτή λόγω της ισχύος του ακραίου θρησκευτικού λόγου σήμερα; Η απάντηση επαφίεται στην κρίση του αναγνώστη.

27 August 2021

«Έωλο!»: Ο Δημήτρης Δημητριάδης κρίνει το νέο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Γρίφος θάνατος»

 του Δημήτρη Δημητριάδη, LIFO, 26/7/2021

«Ο κ. Χήστος Γιανναράς, με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος.»

Ο κ. Χρήστος Γιανναράς (Χ.Γ.) εξέδωσε πολύ πρόσφατα ένα βιβλίο του με τον τίτλο Γρίφος θάνατος, εκδ. Ίκαρος, 2021. Το παρακάτω κείμενο είναι μία δική μου ανάγνωση τού βιβλίου αυτού. Μπαίνω αμέσως στο θέμα.

1. Γιατί ο θάνατος είναι «γρίφος» για τον χριστιανό κ. Χ.Γ.; Γιατί να είναι «αίνιγμα» ο θάνατος για τον χριστιανισμό όταν σύνολο το δόγμα του στηρίζεται στην ανάσταση τού Κυρίου του ο οποίος «πάτησε τον θάνατο με θάνατο»; Αφού το χριστιανικό δόγμα απάντησε στον «γρίφο» τού θανάτου, λύνοντάς τον με την μετά θάνατον ζωή; Για τον χριστιανισμό, όπως και για κάθε χριστιανό, ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο από μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την περατότητα στην αθανασία.

Η καταγωγική καταστρατήγηση τού άκρως ανθρώπινου που είναι ο θάνατος, από την πλατωνική φιλοσοφία και τον κατ’ επέκτασή της χριστιανισμό, συνιστά το άκρον άωτον τής απαξίωσης τού ίδιου τού ανθρώπου – όχι μόνο ως πλάσματος τού Δημιουργού (αυτό κι αν αποτελεί σημείο καθοριστικής σημασίας για την ίδια την χριστιανική κοσμοαντίληψη) αλλά ως θνητού και αναπαραγωγικού όντος (η εκδίωξη από τον Παράδεισο που προσέδωσε στον άνθρωπο την θνητότητα και την σεξουαλικότητα).

Πλάτων: Λένε λοιπόν ότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι αθάνατη και για ορισμένο χρόνο αυτή φτάνει σε ένα τέλος –αυτό το ονομάζουν θάνατο– και σε ορισμένο πάλι χρόνο αυτή γεννιέται και δεν χάνεται ποτέ. Μένων, 81b.

Γιανναράς: Για τούς έμπειρους τού εκκλησιαστικού γεγονότος, ο θάνατος τού σώματος είναι η απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση, τις χαρές και τις δυσκολίες τής επί γης συμβίωσης. Αυτός ο μεταθανάτιος τρόπος ύπαρξης δεν μπορεί να σημανθεί με τα σημαίνοντα τής γλώσσας που υπηρετεί την επικοινωνία στον παρόντα επίγειο βίο. Γρίφος θάνατος, σελ. 61.

Μάξιμος ο Ομολογητής (τον παραθέτει ο κ. Χ.Γ.): Καμία φαντασία δεν μπορεί να εντοπίσει τον Θεό. επειδή απλούστατα ο Θεός υπερβαίνει και την ύπαρξη και ό,τι μπορούμε να νοήσουμε ως ύπαρξη. (…) Διότι ο Θεός δεν είναι «κάπου» [σε αισθητό τόπο], αλλά πέρα από κάθε πεδίο αισθητού τόπου, όπου [σε απόλυτη ελευθερία από χωρικές διαστάσεις/αποστάσεις] θα πραγματώσει-συγκροτήσει/συστήσει ο Θεός την ακεραιότητα τού υπάρχειν. (…) Όμως ο Θεός ούτε σε κάποιον τρόπο ύπαρξης πειθαρχεί (τρόπο ευρύτερο τής δικής του ύπαρξης) ούτε υπάρχει με τον τρόπο των υπαρκτών. Προφανώς ξεπερνάει κάθε δυνατότητα γνώσης.

Έχουμε λοιπόν και λέμε: από την μια υπάρχει, υπογραμμισμένος, τρόπος ύπαρξης τού Θεού, από την άλλη, δεν τον συλλαμβάνει η γλώσσα, άρα ούτε η νόηση. Δεν γίνεται νοητός ούτε ως νοητός. Εντούτοις συνιστά μία άλλη ζωή, τι ζωή όμως είναι αυτή αν δεν είναι όντως υπαρκτή ζωή; (Ας μη αντιπαρατάξει ο κ. Χ.Γ. στο σημείο αυτό ότι πρόκειται για την πνευματικότητα ή για κάτι παρόμοιο, διότι στην «σύλληψη» αυτή η πρώτη που κατατροπώνεται είναι η πνευματικότητα, κι όταν λέμε «πνευματικότητα» εννοούμε «στοχαστικότητα», ό,τι πιο αντίθετο από το πνεύμα τού Χριστιανισμού). 

Μερικές σελίδες πιο πάνω, ο κ. Χ.Γ. γράφει: Αν η λέξη θάνατος παραπέμπει σε οδύνη, πόνο, ανυπόφορη στέρηση, είναι γιατί καταργεί-μηδενίζει την ανθρώπινη παρουσία: την υπαρκτική ψυχοσωματική μοναδικότητα (ετερότητα) που τη γνωρίζουμε από την εμπειρία άμεσης σχέσης. ο. π. σελ. 18.

Λίγο πιο πριν: Οι πληροφορίες των αισθήσεων και η κατανόησή τους με βεβαιώνουν για τις συνέπειες τού θανάτου: στην κατάσταση τού θανάτου η ύπαρξη αδρανεί, δεν ενεργείται, το υπαρκτικό γίγνεσθαι διακόπτεται, έχει τελειώσει, το κορμί που πραγματώνει (κάνει γεγονός) την ύπαρξη σήπεται, διαλύεται, χάνεται. Ο πρώην έναντι άλλος, νεκρός, δεν είναι πια μια ενεργούμενη ετερότητα, είναι ό,τι και μία πέτρα, μια ποσότητα χώμα. Δεν κινείται, δεν αισθάνεται, δεν αναπνέει, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν σκέπτεται – δεν λειτουργεί καμία από τις λειτουργίες που τον καθιστούσαν υπαρκτό. ο.π. σελ. 14.

Αυτή η «πραγματολογική» περιγραφή τού ανθρώπινου τέλους, επιτρέπει στον κ. Χ.Γ. να διατηρεί ακόμα την πίστη του στην υπέρβασή του, λες και η περιγραφή του αφορά μία κατάσταση που όντως επιτρέπει την αποκατάστασή της. Πόσο ικανή μπορεί να είναι η νόηση ώστε να καταργήσει την αδήριτη πραγματικότητα ενός φυσικού γεγονότος;  

Γίνεται σαφές ότι αυτό που περιγράφεται από τον κ. Χ.Γ., το «πάτησε» ο αναστάς Χριστός. Η εν λόγω ανάσταση τίθεται στην Α΄ προς Κορινθίους, 15, 12-15 ως εξής: Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσιν εν υμίν τινές ότι αναστάς εκ νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ου εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.

Αυτό δηλώνει ότι μόνον η πίστη κάνει υπαρκτή την ανάσταση, η πίστη όμως δεν είναι ποτέ αξιόπιστη εκτός κι αν αποδειχθεί αυτό στο οποίο πιστεύει κανείς. Η πίστη στην ανάσταση τού Χριστού ποτέ δεν αποδείχθηκε – η μόνη απόδειξη είναι η αναμενόμενη Δευτέρα Παρουσία τού αναστάντος, η οποία αναμένεται εσαεί. Άρα, κενόν το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.

Ποτέ δεν έπαψε, ούτε θα πάψει να πεθαίνει ο άνθρωπος. Αν έπαυε, δεν θα ήταν άνθρωπος. Με την έννοια αυτή, ο τίτλος «Γρίφος θάνατος» καταργεί, ακυρώνει, ευθέως ολόκληρο το βιβλίο, διότι ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί κατάργηση, ακύρωση τού τίτλου του. 

2. Ο χριστιανισμός, μαζί με τον πλατωνισμό, είναι η πιο τερατώδης παρανόηση τού ανθρώπου, η οποία οδήγησε και στην ευτελέστερη χειραγώγησή του. 

3. Μαζί με την ανάσταση, μία άλλη έννοια, η αγάπη, αποτελεί τον δεύτερο μέγα πυλώνα τού χριστιανικού δόγματος.

Το να παραινείς «αγαπάτε», το να προστάζεις «αγάπα», αναιρεί την ουσία αυτού τού ρήματος/αισθήματος. Ποτέ η αγάπη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο προτροπής, ποτέ η αγάπη δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζεται, δεν διατάσσεται, έστω καλοπροαίρετα. Η αγάπη είναι πάντα κίνηση αυτεξούσια, διάθεση αυθόρμητη, πέρα από θεωρίες, κηρύγματα, κατευθύνσεις, οδηγίες, κανόνες. Η αγάπη έχει, σύμφωνα με τον Πασκάλ, την λογική τής καρδιάς που δεν την έχει η λογική.

Αυτή ωστόσο η παρανόηση, δεν είναι παρά η μία πλευρά τής ολικής παρανόησης που αντικείμενό της είναι ο όλος άνθρωπος. Ο διαχωρισμός του στα δύο, σώμα και ψυχή, προκαθορίζει την καταστροφική συνέπεια/συνέχεια ενός δόγματος που καθιστά τον χριστιανισμό έναν αντί-ανθρωπισμό, και κατ’ επέκταση έναν μηδενισμό.

Όταν το χριστιανικό δόγμα διακηρύσσει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», ότι την αγάπη αυτή ο Θεός την δίνει, τίθεται ένα ερώτημα, αφελές ίσως εκ πρώτης όψεως: πώς την δίνει ο Θεός αυτή την αγάπη που είναι ο ίδιος; Διότι ή την δίνεις έμπρακτα ή δεν την δίνεις. Πώς ο Θεός δίνει έμπρακτα την αγάπη; 

Ας δεχτούμε ότι πράγματι δίνει έμπρακτα την αγάπη του, όπως δίνει έμπρακτα την βοήθειά του, την συμπόνια του, την παρηγοριά, την ευσπλαχνία του, κτλ. Όλα αυτά όμως αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αληθινής, ένσαρκης ύπαρξης. Είναι αποκλειστικώς ανθρώπινα. Μόνον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται έτσι, και συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αισθήματα και αισθήσεις. Μπορεί το μη-αισθητό να έχει αισθήματα και αισθήσεις;  Είδαμε προηγουμένως, με τα λόγια τού Μάξιμου και τού κ. Χ.Γ., ότι ο Θεός ούτε καν νοείται. Πώς ένα ούτε καν νοητό ον μπορεί να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά; 

Ανθρωπομορφισμός, φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως έχων ανθρώπινα χαρακτηριστικά, διαθέτει και όλα τα άλλα; Έχει σώμα; Είναι άνθρωπος ο Θεός; Είναι και θνητός; Διότι, δεν γίνεται να προσφέρει αγάπη, κτλ. και συγχρόνως να είναι μη υπαρκτός, να μην υπόκειται στον χρόνο, να είναι αθάνατος. Ένα από τα δύο.

Υπάρχει ο Θεός, όχι προκαθορισμένος να υπάρχει από αναγκαιότητα που προηγείται τής ύπαρξής του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα αγαπάει: επειδή ιδρυτικό τού υπάρχειν γεγονός είναι η τριαδικότητά του – η αγαπητική ελευθερία είναι ανάρχως ιδρυτική (Αιτιώδης Αρχή) τού υπαρκτικού γεγονότος. «Ο Θεός αγάπη εστί». ο.π. σελ. 41.

4. Εδώ περνάμε στο ερεβώδες στάδιο μιάς διανοητικής σύλληψης που κυριάρχησε κατά τούς πρώτους αιώνες τού χριστιανισμού, με τις αλλεπάλληλες Συνόδους με τις οποίες, μέσα από αβυσσαλέες αλληλοεξοντώσεις, οι Πατέρες τής Εκκλησίας κωδικοποίησαν και επτασφράγισαν το χριστιανικό modus vivendi για τούς επόμενους αιώνες μέχρι σήμερα.

Ο Χρήστος Δ. Μεράντζας, στο βιβλίο του «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος» (εκδ. Σμίλη, 2011), γράφει: Μπορεί οι διωγμοί (των χριστιανών) να διαρθρώθηκαν γύρω από την αιματηρή εκμετάλλευση και απίσχναση τού χριστιανικού σώματος, χρησίμευσαν όμως στην Εκκλησία ως επικοινωνιακά εργαλεία στην προσπάθεια να καταστεί μια φαινομενικά παθητική πρακτική αντίστασης το μέσο ενός νέου μηχανισμού θρησκευτικής αυθεντίας, ο οποίος μετασχημάτισε τον ανθρώπινο πόνο σε εργαλείο αυτογνωσίας. Στη βάση τής κατασκευής τής συλλογικής χριστιανικής μνήμης βρισκόταν το σπαραγμένο και διαμελισμένο σώμα τού μάρτυρα ή, με τούς όρους τής ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας, το  απαξιωμένο σώμα ενός κοινωνικού απόβλητου, ιδωμένο στα ακρότατα όρια τής εκμηδένισης και εξουδετέρωσής του. Η χριστιανική μνήμη κλήθηκε να συντηρήσει την οδύνη τού βασανιζόμενου μάρτυρα σε μία εκ των υστέρων απόπειρα αποκατάστασης τής αλήθειας τής πίστης των βασανισθέντων. (…) Μέσα από τον βασανισμό τους οι χριστιανοί μάρτυρες αναδείχθηκαν σε σύμβολα τής νίκης τής πίστης, ενώ τα διαμελισμένα σώματά τους κατέστησαν τεκμήρια μιας νέας κατανόησης τής κοινωνικής πραγματικότητας, που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα φυσικά όρια τής ανθρώπινης ύπαρξης. (…) Όταν οι χριστιανοί μάρτυρες προσέφεραν οικειοθελώς τον εαυτό τους στους δημίους τους για θυσία, αναγνώριζαν με αυτόν τον τρόπο τη συμπόρευσή τους με τον θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος υπέστη πρώτος τον μαρτυρικό θάνατο θυσιαζόμενος για την σωτηρία τού ανθρώπινου γένους. (…) Η Εκκλησία, επιχειρώντας να συγκροτήσει την ταυτότητά της, προσέδωσε πολύ νωρίς στο μαρτύριο μία αυτοδίκαιη σωτηριολογική αξία που συνιστούσε ταυτόχρονα πηγή και απώτερο προορισμό της. Όπως συνέβη και στη συνέχεια με τις ασκητικές πρακτικές, με τις οποίες το συνδέει μια ισοδύναμη σχέση μετουσιωμένης ανδρείας, το μαρτύριο διάνοιξε τη δυνατότητα μιας μόνιμης και διαρκούς συνάντησης με τον θεό. Το σώμα τού μάρτυρα κατέστη σώμα τής αγιότητας, καθώς κάθε μέρος του λειτουργούσε ως υποκατάστατο τού θεού. (σελ. 273-277-278-284)  

Ο Μισέλ Φουκώ, από την δική του πλευρά, προσφέρει μία ολοκληρωμένη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε/χρησιμοποιήθηκε το σώμα κατά τούς πρώιμους αιώνες τού χριστιανισμού: Εντούτοις, τον 4ο αιώνα το ζήτημα τής παρθενίας εγγράφεται εντός ενός πλαισίου, πλαίσιο το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται να τροποποιήσει το ίδιο το ζήτημα: ανάπτυξη τής ασκητείας, οργάνωση τού μοναχισμού, εφαρμογή τεχνικών για τη διακυβέρνηση τού εαυτού και των άλλων, διευθέτηση τού πολύπλοκου καθεστώτος τής αλήθειας των ψυχών. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχηματικά αυτήν την τροποποίηση υπενθυμίζοντας ένα χωρίο από τον Γρηγόριο Νύσσης: «Ακριβώς όπως ορισμένες τέχνες, ανάμεσα σε άλλα επιτηδεύματα, έχουν επινοηθεί, για να εκτελέσουν σωστά κάθε ένα από τα επιδιωκόμενα καθήκοντα, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω την εντύπωση πως το επιτήδευμα τής παρθενίας είναι μία τέχνη και μία επισταμένη γνώση τής θείας ζωής» («το τής παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις τής θειοτέρας ζωής», Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, IV, 9). Η παρθενία, νοούμενη ήδη ως μία προνομιακή κατάσταση, φέρουσα το βάρος ιδιαίτερων πνευματικών αξιών και ικανή να καθιερώσει μία αμετάβλητη σχέση προς τον Θεό, προς την αθανασία, προς τις πραγματικότητες τού ουρανού, τείνει να καταστεί όχι μόνο ένας επιμελώς οργανωμένος τρόπος ζωής, αλλά ένας τύπος σχέσης προς τον ίδιο τον εαυτό, ο οποίος έχει τις διαδικασίες του, τις τεχνικές του, τα εργαλεία του. Από τον Τερτυλλιανό έως τον Μεθόδιο, είχαμε δει την παρθενία-εγκράτεια να καθίσταται μία θετική κατάσταση παρθενίας. Είναι αυτή η κατάσταση που πρόκειται να τύχει επεξεργασίας τον 4ο αιώνα ως «τέχνη τής παρθενίας». (Ιστορία τής σεξουαλικότητας, 4. Οι ομολογίες τής σάρκας, εκδ. Πλέθρον, 2019).   

Τα αποσπάσματα αυτά, καθιστούν έκτυπη την θέση που έχει το σώμα, δηλαδή η σάρκα, οι αισθήσεις, οι ορμές, η σεξουαλικότητα, μέσα στον χριστιανικό ανορθολογικό ορθολογισμό – ας καταφέρεται ο κ. Χ.Γ. εναντίον τού cogito και τού Διαφωτισμού: με το δικό τους παράφρον cogito οι Πατέρες τής Εκκλησίας οργάνωσαν την εκμηδενιστική διαχείριση τού σώματος, προκειμένου, μέσα από την εκμηδένισή του, ακόμα και εν ζωή, να προετοιμάσουν την ένωση τού ενσώματου/ασώματου ανθρώπου με τον Θεό, την θέωση, προλειαίνοντας το έδαφος για την μετά θάνατον.

Εδώ συνετελέστη το αδιανόητο: το μόνο που ενδιέφερε/πάθιαζε τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δεν ήταν άλλο από την απαρέγκλιτη τήρηση τού εκκλησιαστικού κανόνα, τον οποίο διακήρυσσαν/θεσμοθέτησαν στο όνομα τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Αυτή η κακουργηματική πράξη, που σημάδεψε είκοσι συναπτούς αιώνες, δεν υποχώρησε ούτε βέβαια ανεστάλη από την ολοκληρωτική αποτυχία/διάψευση που επισφράγισαν την εξαγγελθείσα σωτηρία. Ο Σωτήρ δεν έσωσε ούτε εαυτόν. Παραμένει άσωστος όπως κάθε άνθρωπος που καμία άνωθεν/έξωθεν δύναμη δεν δύναται να τον σώσει – τουλάχιστον όπως το εννοούν οι χριστιανοί. Η αποστολή τού Σωτήρος και το οριστικό τέλος της αποδείχθηκαν αμφότερα μάταια, η πρόθεσή του ανεδαφική,  ο στόχος του ανέφικτος. Η ανθρωπότητα συνεχίζει ακριβώς όπως και πριν, με τα δεινά και τα επιτεύγματά της, αμετακίνητη στη  θνητότητά της.

5. Ο κ. Χ.Γ. κάνει πολύ συχνές και περιπαθείς αναφορές στο έρωτα. Τι εννοεί με την λέξη αυτή; Μία λέξη/έννοια/κατάσταση που ο χριστιανισμός έχει εξοβελίσει ως θεμελιώδη συνισταμένη τού ανθρώπινου είναι, την έχει διαγράψει απ’ το λεξιλόγιό του, την έχει αφορίσει, κρατώντας μόνο την εκδοχή τού θείου έρωτα, άρα τού μη ανθρώπινου. Άρα, τι θέλει να μάς πει ο κ. Χ.Γ. μιλώντας για τον έρωτα; Τι είναι γι’ αυτόν ο ερωτισμός;

Όταν το σώμα έχει καταδικαστεί, όταν όσα είναι και φέρει έχουν περιέλθει στην διάσταση τού αποτροπιασμού, όταν η ανθρώπινη σάρκα, αδιάσπαστη από την σκέψη, την ψυχή, το πνεύμα, με τα οποία είναι ένα ο άνθρωπος,  αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σταδιακής και τελικής υπέρβασής του, πώς μπορεί ο έρωτας να βρει θέση μέσα στο αντί-ερωτικό σύμπαν τού χριστιανισμού;

Πώς μπορεί και μιλάει για έρωτα ο κ. Χ.Γ. – η περιγραφόμενη (σελ. 110) σκηνή μιάς εμφάνισης θηλυκού γένους η οποία προκαλεί κλονισμό σε κάποιον που την παρατηρεί, είναι τόσο συμβατικά κενή από κάθε ίχνος ερωτισμού ώστε θα ήταν καλύτερα για τον κ. Χ.Γ. να αναθεωρήσει την άποψή του για την σεξουαλική έξαψη – πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει για έρωτα ο κ. Χ.Γ. όταν η πίστη του στην Ορθοδοξία αποκλείει εκ των προτέρων και δια παντός οποιαδήποτε συσχέτιση μ’ αυτήν ανθρώπινη ορμή που η πολυπλοκότητά της και η ακρότατη συμπεριφορά της ήταν αυτές που κατατρόμαξαν τούς παρθένους ηγήτορες τού χριστιανισμού, ωθώντας τους στο να την αποκηρύξουν, να την κηρύξουν αναφανδόν εξοβελιστέα, προορισμένη μόνο για το πυρ το εξώτερο;   

Να αναφερθεί κανείς στην ανυπαρξία τής λέξης έρωτας στα Ευαγγέλια; Στην απερίφραστη στηλίτευσή της στις επιστολές τού Παύλου, όπου μπαίνουν τα θεμέλια του μετέπειτα διασυρμού όλων των κάθε μορφής ορμών τού ανθρώπινου όντος; Στο ποια υπήρξε (υπήρξε;) η σεξουαλικότητα τού Ιησού, των Αποστόλων, των Ιεραρχών, και πλήθους άλλων – ο Ωριγένης αυτοευνουχίστηκε; Μήπως ο σαρκικός έρωτας για τούς χριστιανούς είναι ένας ευνουχισμός; 

Όπως ακριβώς με τον θάνατο, ο έρωτας είναι στόχος κατατρόπωσής του από τον χριστιανισμό, προκειμένου, με την διατεταγμένη εκμηδένισή του, να προετοιμάσει την μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον μη αισθητό, από το ένυλο στο άυλο, από την σάρκα στο πνεύμα, από την γη στον ουρανό.

6. Μπορεί να υπάρξει ριζικότερη διαγραφή ενός πλάσματος που, στο κάτω κάτω, σύμφωνα με την θεμελιώδη πηγή των χριστιανών, ο Θεός τους τον δημιούργησε; Αναιρούν την ίδια την πράξη τού Δημιουργού τους; Αρνούνται στον Δημιουργό τους το ίδιο το έργο του. Όπως και έχουν επινοήσει απειρία επιχειρημάτων/εκδοχών για να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα τού Θεού τους μπαίνοντας οι ίδιοι στην θέση του, γινόμενοι φερέφωνά του, εκπρόσωποί του – πώς αλλιώς θα γίνονταν το άφωνο και το απρόσωπο ακουστά και ορατά. Μιλούν πάντα εξ ονόματός του, διότι ο Θεός τους, ως δικό τους δημιούργημα, δεν έχει δική του φωνή, είναι ανύπαρκτος χωρίς την δική τους διαμεσολαβητική ύπαρξη. Εν ονόματι ενός κατασκευασμένου εκ τού μηδενός Θεού, ανέλαβαν να χειραγωγήσουν τον άνθρωπο, να τον καταλήξουν στην οριακή άκρη τής απόλυτης υποταγής του σε αμιγώς ανθρώπινες εμμονές/διαστροφές, με τις οποίες οι ίδιοι οι χριστιανοί δημιούργησαν έναν κατά την άποψή τους άνθρωπο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντί-άνθρωπος, ένας μη-άνθρωπος.

Αυτό είναι το μέγιστο έργο τού χριστιανισμού: ένας μηδενισμός. Στην καρδιά τού χριστιανισμού κείται ένα μηδέν, το μηδέν αυτό είναι ο άνθρωπος όπως οι Λένιν τού χριστιανισμού τον θέλησαν/διέπλασαν, απαλλαγμένο/αποστερημένο από την γήινη ζωή προκειμένου να κερδίσει την ουράνια.

Αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα δεν άγγιξε ποτέ την ευαισθησία τού κ. Χ.Γ.; Δεν τον κλόνισε ποτέ κάποια αμφιβολία; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η υποψία μήπως πίστεψε σε ένα αποτρόπαιο λάθος; Στην χειρότερη εκδοχή δίωξης/περιφρόνησης/υποτίμησης τού όντως όντος που λέγεται άνθρωπος; Σε τι συνίσταται ο στοχασμός τού κ. Χ.Γ. όταν θεμελιώνεται σε μία κοσμοθεωρία απάτης, σε μία θεολογία μισάνθρωπη, σε μία μεταφυσική τού τίποτα; Όταν υποστηρίζει με πλήθος βιβλίων του το εντελώς αντίθετο τής αδιάψευστης πραγματικότητας: την αθανασία, την αιωνιότητα, τού φθαρτού, θνητού ανθρώπου, δεν σκέφτηκε ποτέ αν όντως η εικόνα τού νεκρού μετά την εκταφή είναι η τελική για κάθε θνητό; Είδε ποτέ εμπράκτως την επιβεβαίωση τής πίστης του; Είχε ποτέ δια ζώσης την εμπειρική, όπως την λέει, σχέση με το ανύπαρκτο το οποίο θεωρεί ως Αιτιώδη Αρχή τού υπάρχειν; Διαψεύστηκε ποτέ μέσα του αυτό που γράφει: Η μόνη υπαρκτική «μετάλλαξη» που επιφέρει ο θάνατος στον άνθρωπο είναι η στέρηση τής δυνατότητας να προσθέσει επιπλέον εκφράσεις τής υπαρκτικής του ετερότητας-μοναδικότητας προσιτές στους ζώντες, τούς «παραλειπομένους» (σελ. 17); Ως «παραλειπόμενος» ο ίδιος έχει εισπράξει ποτέ αυτήν την διάψευση; 

Εδώ, πράγματι, το ανθρώπινο κυριολεκτικά συγκλονίζεται από την ολότμητη ψευδολογία που το πλήττει/προσβάλλει στην ουσία του. Διότι, εκ μέρους τού κ. Χ.Γ. και όλων των ομοθρήσκων του, δεν υπάρχει ούτε ψήγμα οίκτου, κατανόησης, συμπάθειας, ενδιαφέροντος, για τον άνθρωπο. Με την αλλόφρονα πίστη τους απαξιούν πρώτα τούς δικούς τους νεκρούς. Περιφρονούν το πρόσωπό τους, την σχέση που είχαν μαζί τους. Ακυρώνουν τούς ίδιους τούς προσφιλείς τους εφόσον θεωρούν τον θάνατο τού σώματός τους «απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης, διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση». 

Πιστεύει, πράγματι, ο κ. Χ.Γ. ότι σε μία «νέου τρόπου ύπαρξη» θα συναντηθεί/συνυπάρξει με τούς προσφιλείς νεκρούς του; Αν είναι έτσι, τότε, αντί να θρηνεί, θα πρέπει να αγάλλεται: σε μία άλλη ζωή, την οποία θεωρεί ως την μόνη αληθινή, θα αρχίζει να ζει με τούς προσφιλείς του απελευθερωμένος από τα γήινα δεσμά του, άρα ο θάνατός τους και ο δικός τους θα πρέπει να τού δίνουν χαρά, την μεγαλύτερη, αφού ο θάνατος είναι, κατ’ αυτόν, η βέβαια, αναμφισβήτητη μετάβαση σε μία βέβαιη, αναμφισβήτητη αιώνια ζωή. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, τόσο για τούς νεκρούς όσο και για τούς «παραλειπόμενους», η με τον θάνατο απαλλαγή από την φθορά, οδηγεί στην μετά τον θάνατο αφθαρσία. Η κηδεία θα έπρεπε να γιορτάζεται σαν γλέντι, τα δάκρυα λύπης να γίνουν δάκρυα χαράς, το αίσθημα τής απώλειας και το πένθος να αντικατασταθούν από υπόσχεση τής θείας χάριτος και τής υπερουράνιας σωτηρίας.

7. Πώς ένα τέτοιας ηλιθειογενούς εμβέλειας «σκεπτικό» διήρκεσε/άντεξε επί τόσους αιώνες; Μπορεί η τόσο μακρά διάρκεια να οφείλεται, και οφείλεται, φυσικά, στην αδυναμία τού ανθρώπου να αντέξει τα δεινά τής ζωής και την βεβαιότητα τού θανάτου, σ’ αυτό δεν μπορεί κανείς να αντιτάξει παρά μόνο σιωπή και κατανόηση. 

Πώς όμως στρατιές ιδιοφυών στοχαστών συνοδοιπόρησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με αυτήν την εξωφρενική, για σώφρονα άνθρωπο, διανοητική κατασκευή που η εξόφθαλμη αντίθεσή της με την στοιχειώδη νοημοσύνη είναι κραυγαλέα; Πώς δεν καταγγέλθηκε/στηλιτεύτηκε η εξαπάτηση αυτή στα θεμέλιά της; Πώς γίνεται και διέτρεξε αναρίθμητα πονήματα χωρίς να κλονιστεί, να καταρριφθεί; Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη τού 19ου αιώνα με τον Νίτσε, στα μέσα τού 20ου με τον Φουκώ και τον Πήτερ Μπράουν, για να ανασκαφούν αυτά τα θεμέλια, να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί κατασκευής τού τερατουργήματος, να εμφανιστεί το τέρας απογυμνωμένο από όλα τα μαλάματα τού εικονίσματός του.

8. Ο κ. Χ.Γ., με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος. Αυτή ακριβώς όμως η συνοπτική προσπάθεια μοιάζει με πράξη λήξεως, τελικού απολογισμού, οριστικής μαρτυρίας, αγγελτήριου θανάτου, επικήδειου για έναν καταρρακωμένο κατήγορο τού σώματος, γι’ αυτό το ίδιο το σώμα που τόσο ο ίδιος ο μάρτυς/απολογητής το λοιδόρησε, κι ας ήταν το δικό του.

Έτσι, όσο κι αν λέγονται στο βιβλίο αυτό πράγματα επί αιώνες χιλιοειπωμένα, άρα εξαντλημένα, είναι χρήσιμη/χρηστική η επαναφορά τους, για να μάς θυμίσουν επί λέξει τον δράστη τού κακουργήματος, αλλά και να μάς κάνουν να θυμηθούμε πόσο βαθιά ριζωμένα/ενσωματωμένα/εσωτερικευμένα στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι όλα αυτά που καταθέτει ο κ. Χ.Γ., πόσο τα ταμπού, οι συμβάσεις, οι προκαταλήψεις, τα ψεύδη, οι ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησε/εμφύτευσε ο χριστιανισμός, διαρκούν/ισχύουν ακόμα, συνεχίζουν να διαμορφώνουν νοοτροπίες/συμπεριφορές σε καθόλου μικρή κλίμακα διεθνώς. 

Έτσι, η υπερασπιστική πλευρά τού βιβλίου μετατρέπει την συνηγορία της, ουσιαστικά, σε δριμύ κατηγορητήριο κατά των δεδομένων τής χριστιανικής πίστεως διότι εκθέτει απροκάλυπτα  εν συνόψει την ίδια την ωμή αλήθεια της σε όλο το εκτρωματικό περιεχόμενό της. Η τεράστια σε βαθμό παραφροσύνης Βίβλος Γενέσεως τού ανθρώπου από τον χριστιανικό εσμό, εκτίθεται τελετουργικά και οριστικά, δείχνοντας το τέλος τού ιστορικού κύκλου της.

9. Η ουσία, είτε το θέλει ο κ. Χ.Γ. είτε όχι, παραμένει αναλλοίωτη διότι συνδεδεμένη, ούτως ή άλλως, με την ένσαρκη σύσταση τής ανθρώπινης υπαρκτότητας: αποτυγχάνει, όπως απέτυχε ο χριστιανισμός, να καταλύσει δογματικώς τις δύο κεντρικές και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της, την θνητότητα και την σεξουαλικότητα. Χωρίς αυτές, χωρίς την σταθερή, αμείωτη, καταστατική συνύπαρξή τους, δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Αυτές, και μόνον αυτές, θνητότητα και σεξουαλικότητα, τον κάνουν άνθρωπο τον άνθρωπο.  

Όλα τα άλλα εξεμέτρησαν προ πολλού το ζην. Καιρός πλέον τού θάψαι ο κ. Χ.Γ. και όλοι οι συνοδοιπόροι του τούς εαυτών νεκρούς.

Υ.Γ.

Το κείμενό μου άρχισε να γράφεται και ολοκληρώθηκε πριν από την δημοσίευση τού άρθρου τού κ. Χ.Γ. με συγγενές θέμα και τίτλο «Ελληνισμός χωρίς ταυτότητα» που δημοσιεύτηκε στο φύλλο τής Καθημερινής, 25.7.2021. Η ακροτελεύτια παράγραφος τού άρθρου είναι η εξής: Όταν λέμε «πολιτισμός» (τρόπος τού βίου, τρόπος τής συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) τής ύπαρξης και τής συνύπαρξης των ανθρώπων. Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Όταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι αλογία ενός μακάβριου «τυχηρού παιχνιδιού», διαμάχη άθλιων καναλιών και πανάθλιων κομμάτων, απανθρωπία κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων. 

Κάθε σχόλιο περιττό.

Δημήτρης Δημητριάδης / 22-24.7.2021



Για τον «γρίφο θάνατο»

του Χρήστου Γιανναρά, Καθημερινή, 8/8/2021

Ο,τι ονομάζουμε σήμερα «κοινωνικό» γεγονός, πραγματικότητα και τρόπο συνύπαρξης, συλλογικότητας των ανθρώπων, μοιάζει απήχημα της βιβλικής εικόνας του «Πύργου της Βαβέλ»: Υπάρχει ολοφάνερη μια σύγχυση γλωσσών, οι λέξεις και οι έννοιες δεν παραπέμπουν σε σημαινόμενα της κοινής – κοινωνούμενης εμπειρίας, απηχούν τη νοητική του καθενός ατομική επιλογή, μια εγωτική ή ομαδικών συμφερόντων προτίμηση. Ο καθένας ονομάζει «δημοκρατία» ή «φιλοπατρία» ή «πολιτισμό» ή «έρωτα» ή «Tέχνη» τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, ώστε αποκλείεται ο ρεαλισμός της συν-εννόησης, η κοινή παραδοχή σήμανσης του αληθινού – πραγματικού. Οι λέξεις παραπέμπουν σε τόσες ανόμοιες βεβαιότητες όσες και τα άτομα που διεκδικούν την «ορθή» 

Παραδείγματα ενδεικτικά σύγχυσης γλωσσών, ασυνεννοησίας τύπου Βαβέλ, προσφέρονται πάμπολλα κάθε μέρα. Η γλώσσα είναι αμπέλι ξέφραγο, κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τον δολοφόνο που έπνιξε την «αγαπημένη» του να μιλάει για το πόσο «ερωτευμένος» ήταν μαζί της και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει έναν «βιβλιοκριτικό» να λιβελογραφεί για βιβλίο, του οποίου τη γλώσσα (εκφραστική) ολοφάνερα δεν κατανοεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μύθος της Βαβέλ και η «σύγχυση γλωσσών» φωτίζουν εναργέστατα ένα καίριο ανθρωπολογικό πρόβλημα συχνό, δυστυχώς και επίκαιρο.

Σκεφθείτε π.χ. τι θα πει «σύγχυση γλωσσών» στο πεδίο του φιλοσοφικού – ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει – παρουσιάσει βιβλίο του Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και «λογική») του Καντ ή βιβλίο του Λακάν με τη γλώσσα του Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με «κανονιστικές αρχές» της εκφραστικής.

Πρόσφατο, ανάμεσα σε πολλά, παράδειγμα, το τεύχος 695 (23.7.2021) του περιοδικού, ελεύθερης διανομής, LIFO. Δημοσίευσε εκτενή κατάκριση του βιβλίου που εξέδωσα, στις αρχές του καλοκαιριού, στις εκδόσεις «Ικαρος», με τίτλο «Γρίφος θάνατος». Αυτουργός της βιβλιοκρισίας ο συγγραφέας και κριτικός Δ. Δημητριάδης. Η ανάγνωση του Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ώς το τέλος, κατά τη γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα – ως κρινομένου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών.

Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται), επειδή με συν-εκίνησε. Οχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ.Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση του ανοιχτού ερωτήματος της πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός–ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή του ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και της ψυχολογίας, ενώ το «σώμα» της κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»;

Τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται σήμερα, δεν μπορούν, γιατί δεν γεννιώνται, και δεν γεννιώνται, επειδή στον παγκοσμιοποιημένο «τρόπο» ή «πολιτισμό» της Νεωτερικότητας, μοιάζει να έχουν εξαλειφθεί οι εμπειρικές προϋποθέσεις τέτοιων ερωτημάτων. Θα έλεγα, με επικίνδυνη σχηματοποίηση, ότι ο σημερινός «πολιτισμός» μας ταυτίζει τη γνώση (οποιαδήποτε) με την ατομική κατανόηση, άλλοι πολιτισμοί άλλων εποχών (ο ελληνικός π.χ. αρχαίος και μεσαιωνικός) λογάριαζαν τη γνώση ως προϊόν της εμπειρίας των σχέσεων. Η κατανόηση είναι ατομικό κεκτημένο, εξουσιαστικό και εμπορεύσιμο, ενώ η σχέση είναι άθλημα που κερδίζεται ή χάνεται – συλλογικό («πολιτικόν») άθλημα, μήτρα που γεννάει την πόλιν και την εκκλησία.

Αυτός ο εγκλωβισμός της γνώσης στη μονοτροπία και στεγανότητα της κατανόησης μεταστοιχειώνει τον σύνολο βίο της συλλογικότητας, την οριστική της ταυτότητα: Δεν μιλάμε πια για «κοινωνία», μιλάμε για societas, δηλαδή «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι», όχι για κοινό άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, που θέλει τη ζωή να κοινωνείται, να «μετέχεται υπό πάντων ενικώς». Η κοινωνία γεννάει την πόλιν, την πολιτική, τον πολιτισμό, δηλαδή στόχους «ποιότητας» τού υπάρχειν, η societas παράγει νομικές συμβάσεις, κώδικες Δικαίου, χρησιμοθηρία που θωρακίζει το εγώ και νομιμοποιεί τις απαιτήσεις του, στο πλαίσιο της αγέλης.

Φυσικά και δεν έχει κανένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα η νομική κατασφάλιση ατομικών και συλλογικών συμβάσεων – αυτή είναι η τραγωδία της societas. Αλλά ταυτόχρονα μοιάζει πια χαμένη και κάθε «αίσθηση» (εμπειρική γνώση) του κοινού αθλήματος της κοινωνίας των σχέσεων (η γνώση του έρωτα, της πολιτικής, της λειτουργικής, αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, του σχολείου που παιδαγωγεί στη χαρά της φιλίας και της άμιλλας, όχι στον καταναγκασμό της χρησιμότητας). Έχει χαθεί η εκκλησιαστική ενορία, που μας μαθαίνει τη σχέση, όχι σαν ατομική κατασφάλιση εγωκεντρικής αξιομισθίας, αλλά σαν αιτία και στόχο υπαρκτικής πληρότητας. Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια της ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης.

Η αλογία του θυμού για τον «χριστιανισμό» που παρήγαγε ο «εξευρωπαϊσμός» μας των Ελλήνων, είναι δικαιολογημένη και φυσιολογική. Για να δούμε «με άλλο μάτι», εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση «Νεοέλληνες», τον γρίφο – θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T.S. Eliot.




Δημήτρης Δημητριάδης: Τα επίχειρα της αποτυχίας 

Η πνευματική ανεντιμότητα ενός νεκρόφιλου χριστιανού

Ανταπάντηση σε άρθρο του Χρήστου Γιανναρά που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή. Lifo, 23.8.2021

«Οι ελεγειακές ψυχές που διακαώς επιθυμούν εκείνο το παρελθόν (εννοεί τις μεσαιωνικές πολιτισμικές μορφές και αντιλήψεις), εάν υποχρεώνονταν να περάσουν σ’ αυτό μονάχα μία ώρα, θα ποθούσαν σφοδρά τον μοντέρνο αέρα»

— Jacob BurckhardtΟ πολιτισμός τής Αναγέννησης στην Ιταλία, μετ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Νεφέλη, 1997.


Ο κ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, με επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Η Καθημερινή τής 8.8.2021, απαντάει στο κείμενό μου που δημοσίευσα στην Lifo, στις 26.7.2021, με τίτλο … και άφες αυτούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς.

 

Τρόπος τού λέγειν «απαντάει». Όχι μόνο επί τής ουσίας δεν απαντάει, δεν απαντάει σε κανένα σημείο τού κειμένου μου. Οπότε, απαξιωτικό προς εμένα, καταδικαστικό προς τον ίδιο, το άρθρο αυτό δεν θα έχρηζε απαντήσεως. Απαντώ γιατί, όπως και με το προαναφερθέν κείμενό μου, παίρνω μόνο ως αφορμή την περίπτωση τού κ. Χ.Γ., θεωρώντας τον συνοπτικό δείγμα παρόμοιων περιπτώσεων, εντοπισμένων, εκτός των συμπαγών ειδικευμένων κύκλων, και σε ευρύτατη κλίμακα κατοίκων τής χώρας, εμφανώς ή αφανώς, δεδηλωμένα όχι, έμπρακτα ή όχι.

 

Αποκαλώντας με, λοιπόν, «αυτουργό τής βιβλιοκρισίας» - δεν ήταν βιβλιοκρισία το κείμενό μου, ήταν εμπεριστατωμένος αντίλογος, σημείο προς σημείο, τού βιβλίου του – πράγμα το οποίο δεν κάνει ο κ. Χ.Γ. με το άρθρο του, το προσπερνά φυγοδικώντας, παραθέτει κοινοτοπίες που και οι πιο ανεκτικοί, οι πιο υπομονετικοί αναγνώστες του και όχι μόνο, τίς έχουν προ πολλού ξεπεράσει και ξεράσει με απέραντη περιφρόνηση και ασυγκράτητη αηδία.

 


Το άρθρο, επομένως, τού κ. Χ.Γ. δεν είναι απάντηση εφόσον αγνοεί το ίδιο το περιεχόμενο τού εκτεταμένου κειμένου μου, παραβλέπει όλον τον προβληματισμό του, αυτομάτως μεταβαίνει στην δική του στερεότυπη, απομαγνητοφωνημένη, αντιγραμμένη εδώ και δεκαετίες παράθεση «θέσεων» που από μόνες τους συνιστούν εξ ιδίων κατατρόπωση όλου τού «στοχασμού» τού κ. Χ.Γ. 


Αντί να ασχοληθεί με την κατάθεση των τοποθετήσεών μου στα κρίσιμα ζητήματα που ολοσχερώς λανθασμένα έχει διαχειριστεί ο χριστιανισμός, αντί να ενσκήψει με σοβαρότητα/υπευθυνότητα, όπως αρμόζει σε στοιχειωδώς σοβαρό άνθρωπο, στα φλέγοντα/επείγοντα, κατά την γνώμη μου, προβλήματα που η πανδημία τα έχει εκτινάξει στα ύψη τής δεινής διάστασής τους, που η έντιμη/τολμηρή διαπραγμάτευσή τους εκκρεμεί εδώ και αιώνες, αντί λοιπόν ως σκεπτόμενος να αναλάβει το βάρος τού φορτίου που εκπροσωπεί με την ιδιότητα τού ορθόδοξου χριστιανού, βρίσκει δια τής πλαγίας οδού, δια τής δειλής λοξοδρόμησης, διέξοδο στην ευτελή/διάτρητη επίκληση τής «σύγχυσης των γλωσσών» (!), εννοώντας προφανώς ότι δεν τον έχω καταλάβει, ότι τον παρερμηνεύω, ότι μιλάμε διαφορετικές γλώσσες.

 

Και πολύ καλά τον έχω καταλάβει και δεν τον παρερμηνεύω καθόλου και την ίδια γλώσσα, εννοώ την ελληνική, μιλάμε. Καταφεύγει σ’ αυτή την μάταιη εξήγηση, σύμπτωμα προφανούς ανικανότητας να δώσει με ανδρεία μία ευθεία απόκριση, προκειμένου να συγκαλύψει την αμηχανία/ένδειά του να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες κρούσεις τού κειμένου μου που θέτει σε κοινή θέα την θεμελιώδη εξαπάτηση και την ολέθρια χρήση/κατάχρηση τού ανθρώπου απ’ τούς ομόθρησκούς του.

 

Έτσι, ο κ. Χ.Γ. στρίβει προς συνεχή/διάτρητα άλλοθι, τα οποία, εντέλει, αντί να υποστηρίξουν την πλευρά του, και μαζί εκείνη τού χριστιανισμού, στρέφονται εναντίον και των δύο, αποκαλύπτοντας την απόλυτη σαθρότητα τής επιχειρηματολογίας αμφοτέρων.


Στο κείμενό μου καταθέτω, με επιχειρήματα και παραπομπές, το πώς και γιατί ο χριστιανισμός απέτυχε σε όλα τα μέτωπα που ο ίδιος είχε ανοίξει, ότι αποδείχθηκε κακουργηματικός σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη φύση και την περίπλοκη σύστασή της.

 

Ο κ. Χ.Γ. με κατατάσσει σ’ εκείνους που έχουν ενστερνιστεί τον «εξευρωπαισμό», πάγιο και παγωμένο επιχείρημά του, και καταλήγει στο άρθρο του με την φράση: «Για να δούμε με ‘άλλο μάτι’, εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση ‘Νεοέλληνες’, τον γρίφο-θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T. S. Eliot” – το τελευταίο με δυτικού τύπου γραμματοσειρά!!

 

Γιατί δεν παραπέμπει στους Πατέρες τής Εκκλησίας; Δεν τον βοηθάει ως υπεράσπισή του η απέραντη γραμματεία των “ιερών κειμένων” που διατρέχουν την ιστορία τού χριστιανισμού εδώ και είκοσι αιώνες; Ζητά την βοήθεια μη Ελλήνων, ενός μάλιστα που ανήκει εξ ολοκλήρου στην απεχθή Δύση! Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, μόνο χριστιανός δεν είναι στα μυθιστορήματά του, όπου εκφράζεται ο πιο βαθύς εαυτός του. Ας τον ξαναδιαβάσει, τού συνιστώ, με «άλλα μάτια», ίσως τότε δει μέχρι ποιου σημείου ο μέγας Ρώσος καταλαμβάνεται από φόβο και τρόμο μπροστά στον ίλιγγο που τού προκαλεί ο άνθρωπος και, ως ιδιοφυής και ευσυνείδητος στοχαστής, δεν επιστρατεύει χριστιανικά τερτίπια για να τον απορρίψει, διότι απλώς δεν είναι κατειλημμένος ως καλλιτέχνης από το τού Ιησού/Παύλου δόγμα.  

 

Και ας αφήσει, τον συμβουλεύω, ήσυχους τούς Σολωμό, Σεφέρη, Ελύτη, τούς οποίους μηρυκάζει/επιστρατεύει ως αδιάσειστα τεκμήρια τής κάθε άλλο παρά δογματικής ποιητικής τους. Δεν είναι τού κόσμου του αυτοί, είναι τού ανθρώπου, θέλει δεν θέλει. Ας πάψει να τούς οικειοποιείται, να τούς εκμεταλλεύεται, εκτός κι αν πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να γίνει υποπόδιο στον άμβωνα τού θρησκευτικού του κηρύγματος. 

 

Με όλα αυτά που επικαλείται, για πολλονιοστή φορά, αναμασώντας πάλι και πάλι τα σχετικά με κοινωνία των σχέσεων, εκκλησιαστική ενορία, αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, αντιπαραθέτοντας την ‘τραγωδία τής societas’, καταλήγοντας με το «Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια τής ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης»,  ρωτώ τον κ. Χ.Γ..: γιατί οι χριστιανικές αρχές δεν άντεξαν στην επέλαση όλων αυτών τα οποία στηλιτεύει ως αίτια για τις «απώλειες»; Γιατί όλα αυτά για τα οποία πενθεί, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον εχθρό τους, την Δύση; Δύο χιλιάδες χρόνια ακαταμάχητης, πανίσχυρης, θεσμοθετημένης, κραταιάς Ορθοδοξίας, γιατί θρηνεί ο κ. Χ.Γ. για τον βιασμό της από την Εσπερία;

 

Η άποψη τού κ. Χ.Γ. για το κείμενό μου είναι ότι «Η ανάγνωση τού Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ως το τέλος, κατά την γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα ως κρινόμενου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών».

 

Πρώτα-πρώτα, για ποιον λόγο δημοσιεύει την γνώμη του από την στιγμή που την θεωρεί «δίχως εγκυρότητα ως κρινόμενου»; Έπειτα, γιατί αυτή η δήθεν ταπεινοφροσύνη, όταν σε προηγούμενη παράγραφό του δίνει ως παράδειγμα σύγχυσης γλωσσών το: «Σκεφτείτε π.χ. τι θα πει ‘σύγχυση γλωσσών’ στο πεδίο τού φιλοσοφικού-ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει–παρουσιάσει βιβλίο τού Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και ‘λογική’) τού Καντ ή βιβλίο τού Λακάν με την γλώσσα τού Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με ‘κανονιστικές αρχές’ τής εκφραστικής»


Μόνο Βαβέλ δεν συνιστά η παράθεση αυτών των ονομάτων η οποία δείχνει το πόσο αδιάβαστος/αστόχαστος είναι: κάλλιστα μπορεί να παρουσιαστεί βιβλίο τού Βιτγκενστάιν με την ορολογία τού Καντ, όσο για τον Λακάν, εδώ ο κ. Χ.Γ. απογυμνώνεται εντελώς διότι, όχι μόνο ο Λακάν έχει σταθερό σημείο αναφοράς του τον Χέγκελ, αλλά αποτελεί έναν από τούς φιλοσόφους που τον έθρεψαν ως ψυχαναλυτή, βλ. την παρακολούθησή του, στην δεκαετία τού ’30, των σεμιναρίων τού Alexandre Kojeve, τα οποία επίσης παρακολούθησαν άνθρωποι όπως ο Bataille, o Klossowski, o Queneau, κ. α. και τα οποία άλλαξαν ριζικά την πρόσληψη τού Hegel στην Γαλλία – έχει ακούσει κάτι από αυτά ο κ. Χ.Γ.;

 

Κύριο όμως είναι, το ξαναλέω, η πλήρης αγνόηση των θεμάτων που θίγει το κείμενό μου, με μία επιφυλλίδα εντάφιας κοπής, αγνόηση η οποία δηλώνει πασίδηλη, και άνανδρη, αποφυγή όχι μόνο να σχολιάσει αλλά, εννοείται, να αντικρούσει τα δικά μου επιχειρήματα. Το κείμενό μου, σε εννέα ενότητες, θίγει όλα τα ζητήματα που περιέχονται στο βιβλίο τού κ. Χ.Γ. Σε κανένα δεν αναφέρεται. Γενικολογεί με τον γνωστό καθηλωμένο/στείρο τρόπο του, δείχνοντας έτσι ότι δεν έχει πλέον παρά νεκρά επιχειρήματα, ότι είναι κενός από πειστικές απαντήσεις, εξαντλημένος νοητικά, αλλά και συναισθηματικά, γιατί δεν τον ενδιαφέρει τίποτα το ανθρώπινο, είναι ήδη πνευματικά αποθανών. 


Το βιβλίο τού κ. Χ.Γ. το εξέλαβα, όπως είπα, ως αφορμή. Δεν με ενδιαφέρει ο ίδιος. Είναι μία χαμένη περίπτωση μέσα στον κυκεώνα των σωρών από άπειρες άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Με ενδιαφέρει όμως, και πολύ μάλιστα, το τι εκπροσωπεί. Κι αυτό που εκπροσωπεί, είναι, όπως ξέρουμε, κάτι που, παρ’ όλη την δήμευση των ιδεολογικών υπαρχόντων του, διαθέτει ακόμα κύρος στα μυαλά πολλών ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος τής ενασχόλησής μου μ’ αυτά τα ζητήματα τα οποία, πλην των αμιγώς δογματικών, αφορούν τα κατ’ εξοχήν στοιχεία που συνιστούν, κατά την άποψή μου, θεμελιωδώς τον άνθρωπο: θνητότητα και σεξουαλικότητα.

 

Το μόνο που έχει να πει γι’ αυτά τα ζητήματα ο κ. Χ.Γ. είναι: «Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται, επειδή με συν-εκίνησε. Όχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ. Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση τού ανοικτού ερωτήματος τής πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός-ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή τού ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και τής ψυχολογίας, ενώ το ‘σώμα’ τής κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός ‘κόκκος σινάπεως’ και ‘ελάχιστη ζύμη’;».

 

Παρέθεσα ολόκληρη αυτή την παράγραφο, επειδή αναφέρεται ευθέως στο πρόσωπό μου, και γιατί περιέχει δύο τρία βασικά πράγματα που θέλω, κλείνοντας, να σχολιάσω.

 

Αποκαλεί «μηδενιστική» την «βιβλιοκρισία» μου. Στο κείμενό μου, αποκαλούσα μηδενισμό τον χριστιανισμό, εννοώντας ότι ο αληθινός αποδεδειγμένα μηδενισμός είναι ο χριστιανισμός εφόσον υπόσχεται/ευαγγελίζεται ένα μηδέν. Επειδή η λέξη μηδενισμός προσδίδει στον χριστιανισμό μία διάσταση φιλοσοφικής χροιάς, θα ήταν πολύ ευστοχότερο να τον αποκαλέσω τιποτισμό: το κατ’ εξοχήν δογματικό σύστημα που αναλώνεται, με αναρίθμητα διαστροφικά επιχειρήματα (δες από Ιωάννη Χρυσόστομο και Γρηγόριο Νύσσης μέχρι Τερτυλλιανό και Αυγουστίνο) στην ανάδειξη τού τίποτα σε τίποτα. Τι άλλο είναι η μετά θάνατον ζωή; Τι άλλο η αθανασία, η αιωνιότητα, η ανάσταση των νεκρών; Τι μεγαλύτερη απάτη/αυταπάτη/ανυπαρξία η Δευτέρα Παρουσία που ακόμα αναμένεται; Πώς ‘να μην τρέφει την οργή ο χριστιανισμός’ –φράση τού κ. Χ.Γ.-  όταν έχει ο ίδιος διαψεύσει/καταρρίψει το κορυφαίο, θεμελιώδες κήρυγμά του; Πώς να μην προκαλεί οργή όταν υποσχέθηκε την νίκη επί τού θανάτου κι ο θάνατος εξακολουθεί αήττητος να θερίζει; Όταν ο ίδιος ο Χριστός με το «τετέλεσται» ομολόγησε ο ίδιος, ως άνθρωπος, το οριστικό τέλος τής ζωής και φυσικά δεν επανήλθε απ’ αυτόν εφόσον ήταν άνθρωπος; Φυσικά, διότι ο χριστιανισμός είναι το εξόχως παρά φύσιν. Χριστιανισμός και Φύση: τα εκ θεμελίων αντίθετα, αλληλο-αναιρούμενα, τα αμοιβαίως και ριζικώς ασυμβίβαστα. 

 

Και, ναι, κ. Χ.Γ., αντιμάχομαι το βιβλίο σας, αλλά κάθε άλλο παρά με αφορισμούς μιλώ, όπως μού προσάψετε. Η λέξη αυτή σάς ανήκει αποκλειστικά, την έχετε αναγάγει σε υπέρτατη αξία σας, σε ένα από τα ειδεχθέστερα όπλα τής Εκκλησίας σας. Μη μιλάτε για αφορισμούς εσείς οι κατ’ εξοχήν διώκτες, οι ολετήρες των αντιπάλων σας, οι πρωτοπόροι τής τζιχάντ.

 

Κι ακόμα: γιατί άραγε, μετά από τόσους αιώνες χριστιανοσύνης, το εκκλησιαστικό γεγονός παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»; Δεν είμαστε πια στα πρώτα χρόνια τού χριστιανισμού, κ. Χ.Γ. Αυτός ‘ο κόκκος σινάπεως’ κι αυτή ‘η ελάχιστη ζύμη’, όπως γράφετε, κατακυρίευσαν την γη, έγιναν κράτος, αυτοκρατορική/θεολογική/εκκλησιαστική εξουσία, με άπειρα κέρδη, ανελέητη δογματική επιρροή, εκτενείς περιουσίες, τράπεζες, ιδιοκτησίες,  καταθέσεις, κρατικοδίαιτους υπαλλήλους, εκκλησιαστικούς ποιμένες που εξακολουθούν να βόσκουν ποίμνια, που τα βάζουν με κυβερνήσεις και τις γονατίζουν (βλ. πρόσφατες υποχωρήσεις τής σημερινής κυβέρνησης ενώπιον τής Ιεράς Συνόδου, κι ας μην αναφερθούμε στα γλειψίματα τής προηγούμενης «αριστερής»).

 

Ντραπείτε, επιτέλους, κ. Χ.Γ. Ομολογείστε το απόλυτο ηθικό φιάσκο τής εκκλησιαστικής παράταξής σας. Δείξτε, για μια έστω πρώτη και τελευταία φορά, ενσυναίσθηση. Προπαντός αντιληφθείτε το μέγεθος τού λάθους σας, την αδιέξοδη εμμονή σας σε τετελεσμένες καταστάσεις που τις δημιούργησαν ιστορικοί λόγοι – κοινότητες, ενορίες, κά. – και που δεν είναι δυνατόν να επανέλθουν διότι, απλώς, ναι, απλώς, εκείνοι οι ιστορικοί λόγοι δεν υπάρχουν πια ούτε και πρόκειται να επανακάμψουν. Δείτε το παρόν, την ιστορικότητά του, τις ανάγκες του. Μη παρελθοντολογείτε. Το παρελθόν είναι ανεπίστρεπτο. Καταλάβετέ το, επιτέλους. 


Και μη νομίζετε πως το δίκιο/η αλήθεια είναι με το μέρος σας, ότι αυτά για τα οποία κόπτεστε, υπάρχει περίπτωση να αναβιώσουν. Εκείνη η ομορφιά, εκείνος ο πλούτος, εκείνες οι σχέσεις, είναι ο μόνος χαμένος Παράδεισος, και είναι χαμένος, ήταν όμως όντως Παράδεισος, ήταν όντως αυτό που πιστεύετε ότι ήταν; Μήπως δεν ήταν; Γιατί, όπως λέει ο Προύστ, όλοι οι Παράδεισοι είναι χαμένοι. Μήπως, προσθέτω, δεν έχουν υπάρξει ποτέ; Τι λέτε;

 

Φέρεστε σαν νεκρόφιλος, κ. Χ.Γ. Η Ιστορία σάς έχει κλείσει με πάταγο την πόρτα της, σ’ εσάς κ. Χ.Γ. και σε όλους τούς δικούς σας. Ίσως αυτό το παταγώδες κλείσιμο να είναι, σ’ αυτές τις δεινές, φλεγόμενες, πληγείσες μέρες, μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες ελπίδες για ένα λίγο πιο υποφερτό μετά.

 

Όσο για την αιωνιότητα, σάς παραπέμπω στον Arthur Rimbaud. Σας λέει κάτι αυτό το όνομα;

 

                                        Δημήτρης Δημητριάδης – 8-12.8.2021


07 July 2021

Πρώην Κληρικοί Εξηγούν πώς Συνειδητοποίησαν ότι δεν Υπάρχει Θεός

Επαγγελματικοί αποχαιρετισμοί από τη θρησκευτική πίστη.

της Annie Armstrong, vice.com, 21/4/17

Οι άνθρωποι χάνουν την πίστη τους. Σύμφωνα με έρευνα του 2015, την οποία διεξήγαγε το Ερευνητικό Κέντρο Pew, το ποσοστό των Αμερικανών που δηλώνουν χριστιανοί έπεσε κατά 7,8% μεταξύ 2007 και 2014. Και παρ' όλο που την ίδια περίοδο υπήρξε αύξηση κατά 1,2% στον αριθμό των ανθρώπων που υποστηρίζουν μη χριστιανικές θρησκείες, το ποσοστών των Αμερικανών που δεν ταυτίζονται με κάποια θρησκεία αυξήθηκε κατά 6,7%.

Τι γίνεται, όμως, όταν η πίστη σου είναι και η δουλειά σου; Μετά από χρόνια σπουδών στην ιερατική σχολή, όταν πια έχεις χτίσει ολόκληρη τη ζωή σου γύρω από την πίστη σου, τι κάνεις όταν συνειδητοποιήσεις ότι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε εσένα και την ανώτερη δύναμη που πιστεύεις έχει εξαφανιστεί;

Το Πρόγραμμα των Κληρικών (Clergy Project) είναι μια ομάδα ηλεκτρονικής υποστήριξης για ανθρώπους που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη θρησκεία και τελικά βρήκαν τον πνευματικό τους εαυτό στον αθεϊσμό. Η ομάδα δημιουργήθηκε το 2011 και στόχος της είναι να βοηθήσει πρώην κληρικούς, ώστε να διαχειριστούν τα αναπόφευκτα ηθικά και φιλοσοφικά ερωτήματα που προκύπτουν, αφού εγκαταλείψουν την πίστη τους, όπως και να τους βοηθήσει να προσαρμοστούν σε μια ζωή που είναι απομακρυσμένη από τον πνευματικό κόσμο.

Μιλήσαμε με αρκετά πρώην μέλη του κλήρου που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα Κληρικών για το πώς και το γιατί εγκατέλειψαν την πίστη τους.

Drew Bekius, Πρώην Βαπτιστής Ιερέας: «Κοιτάξαμε πίσω από την κουρτίνα και είδαμε ότι το μόνο που υπάρχει είναι μερικοί μοχλοί»

Ήμουν θιασώτης της λεγόμενης «αδιάκοπης προσευχής», δηλαδή της ιδέας ότι πάντα έχεις μια διαρκή συζήτηση με τον Θεό στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Εκείνη την περίοδο της ζωής μου, ξεκίνησα να ικετεύω και να παρακαλώ τον Θεό να διώξει τις αμφιβολίες μου και να δυναμώσει πάλι την πίστη μου. Η Βίβλος σού υπόσχεται ότι το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να αναζητάς ταπεινά τον Θεό και εκείνος θα αποκαταστήσει την πίστη σου. Οπότε έλεγα, «Ωραία, Σε αναζητώ. Κάνε με να βρω την πίστη μου. Την αναζητώ συνεχώς. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με. Άλλη μια φορά, σε ικετεύω, βοήθησέ με. Μου υποσχέθηκες ότι θα την αποκαταστήσεις. Λοιπόν, καν' το». Αναζητούσα συνεχώς τον Θεό και εξομολογούμουν. Ζητούσα απεγνωσμένα βοήθεια.

Όταν είσαι ένας απλός άνθρωπος που πηγαίνει στην εκκλησία, ίσως να σου δημιουργηθούν αυτές οι αμφιβολίες, όμως μετά λες, «Μα φυσικά, δεν είμαι παρά ένας απλός άνθρωπος. Είναι λογικό να μην καταλαβαίνω». Αλλά μπορεί επίσης να σκεφτείς, «Ναι, όμως αυτός ο άνθρωπος που κηρύττει από άμβωνος, το έχει κατανοήσει». Ωστόσο, εμείς βρισκόμαστε εκεί πάνω και σκεφτόμαστε ότι ούτε και εμείς κατανοούμε. Είναι σαν να κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα η Dorothy από τον Μάγο του Οζ και να βλέπει ότι αυτός ο σπουδαίος και μεγάλος μάγος είναι απλώς ένας τύπος που τραβάει μοχλούς. Έτσι νιώθουμε και εμείς. Κοιτάξαμε πίσω από την κουρτίνα και είδαμε ότι το μόνο που υπάρχει είναι μερικοί μοχλοί.

John Gibbs, Πρώην Μεθοδιστής Ιερέας: «Διαρκώς έψαχνα κάτι που αδυνατούσα να βρω»

Όταν ήμουν 20 χρόνων, πέρασα μια κρίση μετά από έναν χωρισμό. Είχα μόλις τελειώσει το πανεπιστήμιο, όμως δεν ήξερα τι κατεύθυνση να ακολουθήσω. Το μόνο που ένιωθα ήταν ότι περιπλανιόμουν άσκοπα και δεν μου άρεσε αυτή η αίσθηση. Τότε ήταν που ξεκίνησα να πηγαίνω και πάλι στην εκκλησία και πολύ σύντομα αποφάσισα να κάνω αυτό που μου έλεγαν πάντα όλοι να κάνω – να ακολουθήσω τα βήματα του πατέρα μου. Έτσι, πήγα στην ιερατική σχολή. Τότε, η πίστη μου κλονίστηκε. Δεν είχα φτάσει ακόμη στο σημείο να πω ότι είμαι άθεος, όμως δεν αμφισβητούσα απλώς κάποια χαρακτηριστικά του χριστιανισμού, όπως τη θεότητα του Χριστού και την Ανάσταση. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν είχα βαθιά πίστη για αυτά. Ξεκίνησα να βλέπω τον χριστιανισμό σαν έναν μύθο και όχι με την καλή έννοια. Από εκεί και έπειτα, ξεκίνησε να με βασανίζει το ερώτημα: Τι κάνω εδώ; Αναρωτιόμουν τακτικά πώς θα μπορούσα να ξεφύγω από όλο αυτό.

Έτσι, για έναν χρόνο κήρυττα από την Παλαιά Διαθήκη και προσπαθούσα να κατανοήσω τη μυθολογική σκοπιά του χριστιανισμού. Όταν αποφάσισα να φύγω, η εκκλησία μου ανακουφίστηκε. Έβλεπαν όλα αυτά που περνούσα και δεν ήταν ευχάριστο θέαμα. Μερικοί χάρηκαν που με είδαν να φεύγω. Άλλοι ανησυχούσαν για εμένα. Όμως νομίζω ότι όλοι ένιωσαν πως η αποχώρησή μου ήταν η καλύτερη επιλογή.

Τις Κυριακές το μόνο που ήξερα να κάνω ήταν να πηγαίνω εκκλησία, οπότε συνέχισα να το κάνω. Τότε συνειδητοποίησα ότι διαρκώς έψαχνα κάτι που αδυνατούσα να βρω. Ξέρω ότι πολύς κόσμος πιστεύει πως η κοινότητα της Εκκλησίας δεν είναι αρκετά μεγάλη. Η θρησκεία βασίζεται στην κοινότητα. Σε κάνει να νιώθεις πως έχεις αξία. Έχω περάσει πολύ χρόνο προσπαθώντας να σκεφτώ πώς να φέρω πόρους στον εκκοσμικευμένο πολιτισμό, οι οποίοι νομίζω ότι είναι πολύτιμοι. Όπως, λίγη ζεστασιά. Μια βάση πάνω στην οποία να έρθει κοντά η κοινότητα.

Shlomo Levin, Πρώην Ραβίνος: «Είναι δύσκολο να ζεις γνωρίζοντας ότι υπάρχει Θεός στον ουρανό που θα σε τιμωρήσει»

Ως ραβίνος, έχεις ευθύνη και καλείσαι να απαντάς σε ερωτήματα. Αυτά τα ερωτήματα μπορεί να είναι πολύ βαθιά, όπως, «Ραβίνε, τι γίνεται μετά τον θάνατο;», αλλά και πολύ πεζά, όπως, «Ραβίνε, αυτό το γιαούρτι είναι νηστίσιμο;». Καθώς μεγάλωνα, ένιωθα να έχω πολύ λιγότερη εμπιστοσύνη στην ικανότητά μου να απαντώ σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Μου φαινόταν τεράστιο το βάρος του να έχεις όλες τις απαντήσεις. 

Οι άνθρωποι σε ρωτάνε μετά από μια κηδεία, «Μπορεί να με ακούσει ακόμη αυτό το πρόσωπο;» και εγώ δεν έχω ιδέα. Όμως, δεν μπορούσα να πω, «Δεν ξέρω». Πραγματικά είχα βαριά τη συνείδησή μου γνωρίζοντας ότι οι απαντήσεις που δίνω στον κόσμο μπορεί να τον πληγώσουν. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι βλέπουν τον ορθόδοξο ιουδαϊσμό ως πηγή χαράς. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό, αν αυτό θέλουν. Όμως, μερικές φορές, σαφώς και δεν ήταν αυτό. Κάποιοι άνθρωποι υποχρεώνονταν να υποφέρουν.

Το να μην έχω πίστη μού φάνηκε πολύ απελευθερωτικό. Είναι δύσκολο να ζεις γνωρίζοντας ότι υπάρχει Θεός στον ουρανό που θα σε τιμωρήσει, αν δεν κάνεις ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, μια συγκεκριμένη ώρα, σε μια συγκεκριμένη μέρα. Είναι πολύ πιο εύκολο τώρα. Δεν μου λείπει καθόλου.

EJ Hill, Ιδρυτής μιας Ολλανδικής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας στη Νότια Αφρική: «Ο Θεός της Βίβλου ενέκρινε πολλά πράγματα με τα οποία διαφωνούσα»

Γεννήθηκα μέσα στην Ολλανδική Μεταρρυθμισμένη Εκκλησία της Νότιας Αφρικής, όμως στην ηλικία των 16 βίωσα μια «υπερφυσική εμπειρία» - ή, τουλάχιστον, έτσι το είχα ερμηνεύσει τότε. Ήμουν πεπεισμένος ότι ο Θεός μου είχε αποκαλυφθεί, επειδή με επέλεξε, για να εκπληρώσω έναν ξεχωριστό σκοπό. Σχεδόν για 21 χρόνια, περνούσα τον ελεύθερό μου χρόνο μελετώντας τη Βίβλο και τη χριστιανική απολογητική. Σιγά-σιγά, αλλά σταθερά, εξέταζα με πιο κριτική ματιά τη Βίβλο. 

Σύντομα συνειδητοποίησα ότι ο Θεός της Βίβλου ενέκρινε πολλά πράγματα με τα οποία διαφωνούσα, όπως την υποχρεωτική άμβλωση, τη δουλεία, τον μισογυνισμό και την εξαπάτηση δια αντιπροσώπου, ανάμεσα σε άλλα. Διαπίστωσα ότι το μόνο πράγμα που έκανα εγώ, όπως και όλοι οι υπόλοιποι, ήταν να επιβεβαιώνουμε στο μυαλό μας όλα όσα πιστεύαμε ότι ενέκρινε ο Θεός. Αυτή η «μικρή φωνή» στο κεφάλι μας, ήταν ουσιαστικά η δική μας, όχι του Θεού. 

Η απώλεια της πίστης μου ήταν από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου. Κατέρρευσε όλη μου η ζωή. Έχασα πολλούς φίλους. Έχασα τη σύζυγό μου. Έχασα την αξιοπιστία μου. Είχα ήδη φύγει από το ιερατείο λίγα χρόνια νωρίτερα, για να ιδρύσω το δικό μου ανεξάρτητο χριστιανικό ιερατείο. Οι άνθρωποι που με ακολουθούσαν εντός και εκτός Διαδικτύου ήταν συντετριμμένοι. Έλαβα πολλά αιτήματα για διευκρινίσεις, μηνύματα μίσους και κριτικές.

Σίγουρα δεν μισώ την Εκκλησία. Λατρεύω τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που διαφωνούν μαζί μου, ακόμη και αυτούς που με αντιπαθούν. Παρά τις πεποιθήσεις τους, οι Εκκλησίες πράγματι παρέχουν τροφή, ρούχα, παρηγοριά και εκπαίδευση σε πολλούς ανθρώπους. Όποιος το αρνείται αυτό είναι, το λιγότερο, ανέντιμος και κοντόφθαλμος.

Πιστεύω όμως ότι σπαταλούν πολύ χρόνο, ενέργεια και χρήματα σε ανοησίες.