«Αποχαιρετισμός στον παραδοσιακό Χριστιανισμό»
...
...
Η Uta Ranke-Heinemann αποτελεί μια γυναίκα σύμβολο, επειδή προκάλεσε τους παράγοντες του κατεστημένου των Γερμανών καθολικών και τους έφερε στο σημείο να δείξουν δημόσια τον αυταρχισμό και τη δειλία τους. Η κ. Ranke άρχισε να γίνεται γνωστή στο γερμανόφωνο χώρο από τη δεκαετία του 196Ο, ως μορφωμένη, ευφραδής και ετοιμόλογη διανοούμενη του εκκλησιαστικού χώρου. Είχε αναδειχθεί από άριστη μαθήτρια Λυκείου σε πανεπιστημιακή καθηγήτρια της θεολογίας και έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στη δημόσια ζωή.
Τον Απρίλιο 1987 άλλαξαν όλα ραγδαία, όταν σε μια τηλεοπτική συζήτηση εξέφρασε η κ. Ranke την άποψη ότι η «παρθενία» της μητέρας του Ιησού εννοείται μόνο συμβολικά και ότι η Μαρία ήταν φυσιολογική σύζυγος του Ιωσήφ. Έτσι μόνο εξηγείται γιατί σε δύο ευαγγέλια απαριθμούνται, αν και αντιφατικά, οι γενεές από τον Δαυίδ μέχρι τον Ιησού και καταλήγουν στον Ιωσήφ και όχι στη γυναίκα του.
Δύο μήνες μετά, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αφαίρεσε ο επίσκοπος της Κολωνίας, καρδινάλιος Hengsbach, αρμόδιος για το Πανεπιστήμιο Neuss-Essen, την άδεια διδασκαλίας θεολογικών θεμάτων από την κ. Ranke. Επιπλέον δε την αφόρισε, γιατί «διατηρεί με επιμονή αμφιβολίες σε αναμφισβήτητη θρησκευτική αλήθεια», με απλά λόγια επειδή είναι «αιρετική». Πριν από μερικούς αιώνες θα οδηγείτο η κ. Ranke σε δικαστήριο της «Ιεράς Εξέτασης» κι από εκεί κατ’ ευθείαν στην πυρά.
Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός είχε εκδικηθεί με αυτό τον τρόπο την «παρείσακτη», η οποία πρώτον ήταν γυναίκα και είχε αφήσει πίσω της πολλούς άνδρες θεολόγους, παίρνοντας τη μία ακαδημαϊκή θέση μετά την άλλη, δεύτερον είχε το «κουσούρι» -που λέει κι ένας δικός μας- να έχει προσχωρήσει στον καθολικισμό από τους μισητούς προτεστάντες και τρίτον είχε βάλει στόχο να ανατρέψει όλα τα μεσαιωνικά παραμύθια, με τα οποία τάιζαν και ταΐζουν τον κόσμο. Έτσι πίστευε η κ. Ranke ότι θα φέρει κοντά ως ακροατήρια, τους μορφωμένους και τους αμόρφωτους πιστούς, για να μην λένε οι κληρικοί άλλα στο ένα ακροατήριο και άλλα στο άλλο.
Να σημειωθεί ότι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ισχύει ένα μεσαιωνικό κατάλοιπο, όπου ορισμένα θεολογικά μαθήματα επιτρέπεται να τα διδάσκουν μόνο καθηγητές που έχουν την έγκριση του αντίστοιχου τοπικού επισκόπου, αντίστοιχα της καθολικής και ευαγγελικής εκκλησίας. Για σύγκριση, στην Ελλάδα δεν ισχύει κάτι τέτοιο και ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συχνά διαμαρτυρόταν ότι δεν μπορεί ο εκκλησιαστικός μηχανισμός να επηρεάσει, ούτε το αντικείμενο διδασκαλίας της Θεολογικής Σχολής των πανεπιστημίων. Έτσι δικαιολογούσε ο ίδιος, γιατί έπρεπε να δημιουργηθούν ανώτατες ιερατικές σχολές, όπου θα διδάσκεται ο λόγος της εκκλησιαστικής και όχι της ακαδημαϊκής θεολογίας.
Μια μικρή αναδρομή στο βιογραφικό του κεντρικού προσώπου αυτής της σύγκρουσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα: Η Uta Johanna Ingrid Ranke-Heinemann (γενν. το 1927 στο Essen) είχε κατακτήσει στη ζωή της πολλές σημαντικές πρωτιές. Μία π’ αυτές ήταν ότι πήρε σε Λύκειο του Essen ως πρώτο κορίτσι βαθμό απολυτηρίου (Abitur) με άριστα και έπαινο – όχι ότι υπήρχαν και πολλά αγόρια που είχαν πάρει τέτοιο απολυτήριο.
Προερχόμενη από προτεσταντική οικογένεια, σπούδασε επί 6 χρόνια «Ευαγγελική Θεολογία» σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, Βασιλεία, Οξφόρδη, Μονπελιέ και Βόννη. Το έτος 1953 μεταπήδησε όμως στον καθολικισμό και σπούδασε επιπλέον «Καθολική Θεολογία» στο Μόναχο, όπου ήταν συμφοιτήτρια με τον Joseph Ratzinger, τον τωρινό πάπα της Ρώμης. Στο Μόναχο ανακηρύχθηκε η κ. Ranke το έτος 1954 Διδάκτωρ της Θεολογίας. Στη συνέχεια δίδαξε η ίδια σε διάφορα σεμινάρια και από το 1965 στην Παιδαγωγική Σχολή και μετέπειτα Πανεπιστήμιο του Neuss-Essen.
Το έτος 1969 ανακηρύχθηκε πρώτη υφηγήτρια παγκοσμίως στον τομέα της Καθολικής Θεολογίας – μέχρι τότε μόνο άντρες είχαν φτάσει σ’ αυτή την ακαδημαϊκή βαθμίδα. Κατά τα τελευταία χρόνια παρουσιαζόταν η ήδη πολύ γνωστή αυτή διανοούμενη όλο και συχνότερα στη δημοσιότητα, τόσο από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, όσο και με άρθρα της σε εφημερίδες. Αντικείμενα των σχολίων και εισηγήσεών της ήταν περισσότερο τα τότε επίκαιρα προβλήματα της κοινωνίας. Όσον αφορά δε τα θεολογικά θέματα, είχε πάντα μια επιθυμία να απαλλάξει τη χριστιανική πίστη από τις δεισιδαιμονίες που την έχουν φορτώσει τόσους αιώνες. Γινόταν δε ευχάριστα αποδεκτή ως ομιλήτρια, ακόμα κι από άθρησκους ακροατές.
Το έτος 1969 εκλέγεται ο πατέρας της, Gustav Heinemann (1899-1976) Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην (τότε) Δυτική Γερμανία. Ο συγκεκριμένος πρόεδρος ήταν ήδη γνωστός στην κοινή γνώμη από παλαιότερα ως πολιτικός και υπουργός με μετριοπαθή φιλελεύθερη και φιλειρηνική στάση και με κοινωνικές ευαισθησίες. Είναι αυτός που είπε κάποια στιγμή από την τηλεόραση, όταν οι φοιτητικές ταραχές είχαν φτάσει στο απόγειο τους και πολλοί συντηρητικοί πολίτες δυσφορούσαν για την απουσία «τάξης» από το δημόσιο βίο, ότι «δείχνοντας με το δάκτυλο τους ενοχλητικούς φοιτητές, ένα δάκτυλο δείχνει αυτούς και τρία δάκτυλα είναι γυρισμένα πίσω και δείχνουν εμάς…»
Εννοείται ότι στη Γερμανία προκλήθηκε με την καθαίρεση της κ. Ranke μεγάλη αναστάτωση και, σαν πρώτη αντίδραση από το κράτος, διορίστηκε η διωκόμενη σε θέση καθηγήτριας για την Εκκλησιαστική Ιστορία, για την οποία δεν απαιτείτο η σύμφωνη γνώμη του επισκόπου. Η ίδια παρέπεμψε, για να εξηγήσει τη θέση που της στοίχισε τον αφορισμό, σε δημοσιεύσεις των έγκριτων θεολόγων Karl Rahner και Joseph Ratzinger, του σημερινού πάπα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Karl Rahner (1904-1984) ήταν από τους σημαντικότερους καθολικούς θεολόγους του 20ου αιώνα παγκοσμίως, πολυγραφότατος και συγκροτημένος. Από αυτόν αντέγραφαν και αντιγράφουν ακόμα όλοι οι θεολόγοι – και οι Έλληνες εννοείται, με τις κατάλληλες δογματικές προσαρμογές.
Για τον Ratzinger ανέφερε η κ. Ranke ότι γράφει στο βιβλίο του «Εισαγωγή στο Χριστιανισμό» τα εξής: «Ο μύθος για την παρθενική γέννηση του Σωτήρα είναι μεν παγκοσμίως διαδεδομένος… Αλλά η θεϊκή υπόστασή του, δεν στηρίζεται σύμφωνα με την πίστη της εκκλησίας, στο γεγονός ότι ο Ιησούς δεν είχε φυσικό πατέρα. Η θεϊκότητα του Ιησού δεν θίγεται κι αν δεχθούμε ότι προέκυψε από έναν κανονικό γάμο…»
Εδώ φαίνεται να κρύβεται και η αφορμή για την ενόχληση του εκκλησιαστικού μηχανισμού: η κ. Ranke έβγαλε στη δημοσιότητα και ερμήνευσε θέσεις που απευθύνονταν σε μορφωμένους ανθρώπους. Το συγκεκριμένο βιβλίο πωλείται βέβαια δημόσια, αλλά ποια κυρά Παγώνα και ποιος μπάρμπα Λάμπρος μπορεί να το διαβάσει με τις εκατοντάδες σελίδες του γεμάτες στρυφνούς θεολογισμούς, με πάμπολλα λατινικά και ελληνικά αποφθέγματα και βιβλικά χωρία και με πλήθος υποσημειώσεων και παραπομπών στη βιβλιογραφία; Για το ποίμνιο αρκούν τα θαύματα και τα πτώματα που δεν λιώνουν…
Λίγες ημέρες πριν από τον οριστικό αφορισμό της, παρουσιάστηκε η κ. Ranke πάλι σε μια τηλεοπτική συζήτηση του σταθμού της Κολωνίας, για να εξηγήσει τις θέσεις της. Ο καθολικός επίσκοπος αυτής της επαρχίας έστειλε στη συζήτηση ως εκπρόσωπο της εκκλησίας το μοναχό του Δομινικανού Τάγματος Dr. Willehad Paul Eckert (1926-2005), γνωστό για τις σκληρές φονταμενταλιστικές θέσεις του. Στην αναφορά της κ. Ranke για τις θέσεις των Rahner και Ratzinger σε συγγράμματά τους, απάντησε ο μοναχός ασυγκράτητος: «Αυτά που λένε οι Rahner και Ratzinger είναι λάθος, δεν επιτρέπεται να επικαλείστε αυτές τις θέσεις, είναι λάθος!» Αν μπορούσε, θα τους αφόριζε και τους δύο on camera...
Αμέσως την επόμενη μέρα έστειλε η κ. Ranke επείγον μήνυμα στον καρδινάλιο και παλιό συμφοιτητή Joseph Ratzinger, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία για πολλά χρόνια, και τον παρακάλεσε να τοποθετηθεί σ’ αυτή τη διαμάχη. Ο Ratzinger απάντησε ένα μήνα μετά, αφού είχε «αφοριστεί» η κ. Ranke! Της γράφει, σε γενικές γραμμές, ότι «επικαλείσθε γραπτά μου χωρίς να λαμβάνετε υπόψιν το συνολικό έργο μου» και ότι «η άποψή σας δεν είναι η άποψη της εκκλησίας». Που σημαίνει ότι κάπου αλλού έχει γράψει τα αντίθετα και ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός υποστηρίζει ό,τι τον βολεύει κάθε φορά.
Προφανώς, ο Ratzinger ήταν ενήμερος και συμφωνούσε με τη δίωξη της κ. Ranke από την πανεπιστημιακή έδρα και με τον αφορισμό της. Από τους υπόλοιπους καρδιναλίους της Γερμανίας κανείς δεν πήρε δημόσια θέση σ’ αυτή την αντιδικία! Οι ίδιοι που λίγα χρόνια μετά έσπευσαν να υπερασπιστούν τον καρδινάλιο της Βιέννης, ο οποίος βγήκε αρνητικά στη δημοσιότητα για ένα ψιλοπαράπτωμά του – αποδείχθηκε επαγγελματίας παιδεραστής, αφού κακοποιούσε επί δεκαετίες σεξουαλικά τα αγόρια της χορωδίας (Knabenchor) του Αγίου Στεφάνου.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την όποια γνώμη των καρδιναλίων είχαν όμως οι περίπου 10.000 επιστολές που έλαβε η κ. Ranke με αντικείμενο της συγκεκριμένη διαμάχη, στην πλειοψηφία τους προφανέστατα με κεντρική μεθόδευση της αποστολής τους. Η ουσία της αντίδρασης στις θέσεις της κ. Ranke περιέχεται στην επιστολή μιας καθολικής ηγουμένης, η οποία γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Πώς είναι δυνατόν να λέτε στο απλό τηλεοπτικό κοινό πράγματα, τα οποία δεν είναι σε θέση να καταλάβει; Κάτι τέτοιο μπορεί να συζητηθεί μόνο μεταξύ θεολόγων». Αυτή είναι και η ουσία του προβλήματος, ότι η ανανεωτική θεολόγος έβγαλε στη δημόσια συζήτηση πράγματα που πιστεύουν οι «μεγάλοι» μόνο κατ’ ιδίαν - πιθανότατα δε να μην τα πιστεύουν και καθόλου! Είναι τόσο πολλά και μεγάλα τα παραμύθια, ώστε δεν επιτρέπεται να συζητιούνται στην «αγορά», αφού μόνο οι μάγοι της φυλής είναι σε θέση να τα κατανοήσουν – στην πραγματικότητα, να επιβάλουν στο ποίμνιο την αποδοχή τους.
Το έτος 2000 επανεκδόθηκε το βιβλίο του Ratzinger «Εισαγωγή στο Χριστιανισμό». Όσοι το έψαξαν με περιέργεια, βρήκαν ότι είχαν τροποποιηθεί μεν πολλά σημεία του, αλλά το συγκεκριμένο με το «μύθο της παρθενογένεσης» παρέμενε όπως είχε διατυπωθεί από την αρχή, χωρίς καμιά τροποποίηση. Τουτέστιν, ο πάπας της Ρώμης δεν αποδέχεται απαραιτήτως ένα δογματικό μύθο της θρησκείας που προΐσταται, αλλά δειλιάζει να υπερασπιστεί δημόσια άλλους ανθρώπους που υιοθετούν δικές του θέσεις. Πριν από μερικούς αιώνες θα κοίταγε από το παράθυρο του ανακτόρου του με συγκατάβαση την τελετή πυρπόλησης της κ. Ranke ως «αιρετικής».
Το βιβλίο «Nein und Amen» (=Όχι και Αμήν), ένα από τα πολλά που έγραψε η κ. Ranke με μεγάλους αριθμούς κυκλοφορίας και έγιναν παγκοσμίως γνωστά, έχει τον υπότιτλο: «Ο αποχαιρετισμός μου στον παραδοσιακό Χριστιανισμό». Σε ένα άλλο βιβλίο της χαρακτήρισε πλήρως την ανδροκρατία της καθολικής εκκλησίας (αλλά και των υπολοίπων εκκλησιών), δίνοντας τον τίτλο: «Eunuchen für das Himmelreich» (=Ευνούχοι για τη βασιλεία των ουρανών). Είμαι βέβαιος ότι σε κάποιες δεκαετίες θα επικαλούνται οι απανταχού καθολικοί την κ. Ranke ως πρωτοπόρο στις νέες ιδέες και στην αποκάθαρση της θρησκείας από τις απίστευτες μυθοπλασίες μιας πρωτόγονης εποχής. Και θα έχουν μια εύκολη δικαιολογία: «Κάναμε λάθος και το διορθώνουμε», όπως τόσες και τόσες φορές στην Ιστορία.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Άλλα βιβλία της ίδια συγγραφέως:
Τον Απρίλιο 1987 άλλαξαν όλα ραγδαία, όταν σε μια τηλεοπτική συζήτηση εξέφρασε η κ. Ranke την άποψη ότι η «παρθενία» της μητέρας του Ιησού εννοείται μόνο συμβολικά και ότι η Μαρία ήταν φυσιολογική σύζυγος του Ιωσήφ. Έτσι μόνο εξηγείται γιατί σε δύο ευαγγέλια απαριθμούνται, αν και αντιφατικά, οι γενεές από τον Δαυίδ μέχρι τον Ιησού και καταλήγουν στον Ιωσήφ και όχι στη γυναίκα του.
Δύο μήνες μετά, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, αφαίρεσε ο επίσκοπος της Κολωνίας, καρδινάλιος Hengsbach, αρμόδιος για το Πανεπιστήμιο Neuss-Essen, την άδεια διδασκαλίας θεολογικών θεμάτων από την κ. Ranke. Επιπλέον δε την αφόρισε, γιατί «διατηρεί με επιμονή αμφιβολίες σε αναμφισβήτητη θρησκευτική αλήθεια», με απλά λόγια επειδή είναι «αιρετική». Πριν από μερικούς αιώνες θα οδηγείτο η κ. Ranke σε δικαστήριο της «Ιεράς Εξέτασης» κι από εκεί κατ’ ευθείαν στην πυρά.
Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός είχε εκδικηθεί με αυτό τον τρόπο την «παρείσακτη», η οποία πρώτον ήταν γυναίκα και είχε αφήσει πίσω της πολλούς άνδρες θεολόγους, παίρνοντας τη μία ακαδημαϊκή θέση μετά την άλλη, δεύτερον είχε το «κουσούρι» -που λέει κι ένας δικός μας- να έχει προσχωρήσει στον καθολικισμό από τους μισητούς προτεστάντες και τρίτον είχε βάλει στόχο να ανατρέψει όλα τα μεσαιωνικά παραμύθια, με τα οποία τάιζαν και ταΐζουν τον κόσμο. Έτσι πίστευε η κ. Ranke ότι θα φέρει κοντά ως ακροατήρια, τους μορφωμένους και τους αμόρφωτους πιστούς, για να μην λένε οι κληρικοί άλλα στο ένα ακροατήριο και άλλα στο άλλο.
Να σημειωθεί ότι στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ισχύει ένα μεσαιωνικό κατάλοιπο, όπου ορισμένα θεολογικά μαθήματα επιτρέπεται να τα διδάσκουν μόνο καθηγητές που έχουν την έγκριση του αντίστοιχου τοπικού επισκόπου, αντίστοιχα της καθολικής και ευαγγελικής εκκλησίας. Για σύγκριση, στην Ελλάδα δεν ισχύει κάτι τέτοιο και ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος συχνά διαμαρτυρόταν ότι δεν μπορεί ο εκκλησιαστικός μηχανισμός να επηρεάσει, ούτε το αντικείμενο διδασκαλίας της Θεολογικής Σχολής των πανεπιστημίων. Έτσι δικαιολογούσε ο ίδιος, γιατί έπρεπε να δημιουργηθούν ανώτατες ιερατικές σχολές, όπου θα διδάσκεται ο λόγος της εκκλησιαστικής και όχι της ακαδημαϊκής θεολογίας.
Μια μικρή αναδρομή στο βιογραφικό του κεντρικού προσώπου αυτής της σύγκρουσης είναι πολύ ενδιαφέρουσα: Η Uta Johanna Ingrid Ranke-Heinemann (γενν. το 1927 στο Essen) είχε κατακτήσει στη ζωή της πολλές σημαντικές πρωτιές. Μία π’ αυτές ήταν ότι πήρε σε Λύκειο του Essen ως πρώτο κορίτσι βαθμό απολυτηρίου (Abitur) με άριστα και έπαινο – όχι ότι υπήρχαν και πολλά αγόρια που είχαν πάρει τέτοιο απολυτήριο.
Προερχόμενη από προτεσταντική οικογένεια, σπούδασε επί 6 χρόνια «Ευαγγελική Θεολογία» σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, Βασιλεία, Οξφόρδη, Μονπελιέ και Βόννη. Το έτος 1953 μεταπήδησε όμως στον καθολικισμό και σπούδασε επιπλέον «Καθολική Θεολογία» στο Μόναχο, όπου ήταν συμφοιτήτρια με τον Joseph Ratzinger, τον τωρινό πάπα της Ρώμης. Στο Μόναχο ανακηρύχθηκε η κ. Ranke το έτος 1954 Διδάκτωρ της Θεολογίας. Στη συνέχεια δίδαξε η ίδια σε διάφορα σεμινάρια και από το 1965 στην Παιδαγωγική Σχολή και μετέπειτα Πανεπιστήμιο του Neuss-Essen.
Το έτος 1969 ανακηρύχθηκε πρώτη υφηγήτρια παγκοσμίως στον τομέα της Καθολικής Θεολογίας – μέχρι τότε μόνο άντρες είχαν φτάσει σ’ αυτή την ακαδημαϊκή βαθμίδα. Κατά τα τελευταία χρόνια παρουσιαζόταν η ήδη πολύ γνωστή αυτή διανοούμενη όλο και συχνότερα στη δημοσιότητα, τόσο από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, όσο και με άρθρα της σε εφημερίδες. Αντικείμενα των σχολίων και εισηγήσεών της ήταν περισσότερο τα τότε επίκαιρα προβλήματα της κοινωνίας. Όσον αφορά δε τα θεολογικά θέματα, είχε πάντα μια επιθυμία να απαλλάξει τη χριστιανική πίστη από τις δεισιδαιμονίες που την έχουν φορτώσει τόσους αιώνες. Γινόταν δε ευχάριστα αποδεκτή ως ομιλήτρια, ακόμα κι από άθρησκους ακροατές.
Το έτος 1969 εκλέγεται ο πατέρας της, Gustav Heinemann (1899-1976) Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην (τότε) Δυτική Γερμανία. Ο συγκεκριμένος πρόεδρος ήταν ήδη γνωστός στην κοινή γνώμη από παλαιότερα ως πολιτικός και υπουργός με μετριοπαθή φιλελεύθερη και φιλειρηνική στάση και με κοινωνικές ευαισθησίες. Είναι αυτός που είπε κάποια στιγμή από την τηλεόραση, όταν οι φοιτητικές ταραχές είχαν φτάσει στο απόγειο τους και πολλοί συντηρητικοί πολίτες δυσφορούσαν για την απουσία «τάξης» από το δημόσιο βίο, ότι «δείχνοντας με το δάκτυλο τους ενοχλητικούς φοιτητές, ένα δάκτυλο δείχνει αυτούς και τρία δάκτυλα είναι γυρισμένα πίσω και δείχνουν εμάς…»
Εννοείται ότι στη Γερμανία προκλήθηκε με την καθαίρεση της κ. Ranke μεγάλη αναστάτωση και, σαν πρώτη αντίδραση από το κράτος, διορίστηκε η διωκόμενη σε θέση καθηγήτριας για την Εκκλησιαστική Ιστορία, για την οποία δεν απαιτείτο η σύμφωνη γνώμη του επισκόπου. Η ίδια παρέπεμψε, για να εξηγήσει τη θέση που της στοίχισε τον αφορισμό, σε δημοσιεύσεις των έγκριτων θεολόγων Karl Rahner και Joseph Ratzinger, του σημερινού πάπα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Karl Rahner (1904-1984) ήταν από τους σημαντικότερους καθολικούς θεολόγους του 20ου αιώνα παγκοσμίως, πολυγραφότατος και συγκροτημένος. Από αυτόν αντέγραφαν και αντιγράφουν ακόμα όλοι οι θεολόγοι – και οι Έλληνες εννοείται, με τις κατάλληλες δογματικές προσαρμογές.
Για τον Ratzinger ανέφερε η κ. Ranke ότι γράφει στο βιβλίο του «Εισαγωγή στο Χριστιανισμό» τα εξής: «Ο μύθος για την παρθενική γέννηση του Σωτήρα είναι μεν παγκοσμίως διαδεδομένος… Αλλά η θεϊκή υπόστασή του, δεν στηρίζεται σύμφωνα με την πίστη της εκκλησίας, στο γεγονός ότι ο Ιησούς δεν είχε φυσικό πατέρα. Η θεϊκότητα του Ιησού δεν θίγεται κι αν δεχθούμε ότι προέκυψε από έναν κανονικό γάμο…»
Εδώ φαίνεται να κρύβεται και η αφορμή για την ενόχληση του εκκλησιαστικού μηχανισμού: η κ. Ranke έβγαλε στη δημοσιότητα και ερμήνευσε θέσεις που απευθύνονταν σε μορφωμένους ανθρώπους. Το συγκεκριμένο βιβλίο πωλείται βέβαια δημόσια, αλλά ποια κυρά Παγώνα και ποιος μπάρμπα Λάμπρος μπορεί να το διαβάσει με τις εκατοντάδες σελίδες του γεμάτες στρυφνούς θεολογισμούς, με πάμπολλα λατινικά και ελληνικά αποφθέγματα και βιβλικά χωρία και με πλήθος υποσημειώσεων και παραπομπών στη βιβλιογραφία; Για το ποίμνιο αρκούν τα θαύματα και τα πτώματα που δεν λιώνουν…
Λίγες ημέρες πριν από τον οριστικό αφορισμό της, παρουσιάστηκε η κ. Ranke πάλι σε μια τηλεοπτική συζήτηση του σταθμού της Κολωνίας, για να εξηγήσει τις θέσεις της. Ο καθολικός επίσκοπος αυτής της επαρχίας έστειλε στη συζήτηση ως εκπρόσωπο της εκκλησίας το μοναχό του Δομινικανού Τάγματος Dr. Willehad Paul Eckert (1926-2005), γνωστό για τις σκληρές φονταμενταλιστικές θέσεις του. Στην αναφορά της κ. Ranke για τις θέσεις των Rahner και Ratzinger σε συγγράμματά τους, απάντησε ο μοναχός ασυγκράτητος: «Αυτά που λένε οι Rahner και Ratzinger είναι λάθος, δεν επιτρέπεται να επικαλείστε αυτές τις θέσεις, είναι λάθος!» Αν μπορούσε, θα τους αφόριζε και τους δύο on camera...
Αμέσως την επόμενη μέρα έστειλε η κ. Ranke επείγον μήνυμα στον καρδινάλιο και παλιό συμφοιτητή Joseph Ratzinger, με τον οποίο διατηρούσε αλληλογραφία για πολλά χρόνια, και τον παρακάλεσε να τοποθετηθεί σ’ αυτή τη διαμάχη. Ο Ratzinger απάντησε ένα μήνα μετά, αφού είχε «αφοριστεί» η κ. Ranke! Της γράφει, σε γενικές γραμμές, ότι «επικαλείσθε γραπτά μου χωρίς να λαμβάνετε υπόψιν το συνολικό έργο μου» και ότι «η άποψή σας δεν είναι η άποψη της εκκλησίας». Που σημαίνει ότι κάπου αλλού έχει γράψει τα αντίθετα και ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός υποστηρίζει ό,τι τον βολεύει κάθε φορά.
Προφανώς, ο Ratzinger ήταν ενήμερος και συμφωνούσε με τη δίωξη της κ. Ranke από την πανεπιστημιακή έδρα και με τον αφορισμό της. Από τους υπόλοιπους καρδιναλίους της Γερμανίας κανείς δεν πήρε δημόσια θέση σ’ αυτή την αντιδικία! Οι ίδιοι που λίγα χρόνια μετά έσπευσαν να υπερασπιστούν τον καρδινάλιο της Βιέννης, ο οποίος βγήκε αρνητικά στη δημοσιότητα για ένα ψιλοπαράπτωμά του – αποδείχθηκε επαγγελματίας παιδεραστής, αφού κακοποιούσε επί δεκαετίες σεξουαλικά τα αγόρια της χορωδίας (Knabenchor) του Αγίου Στεφάνου.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την όποια γνώμη των καρδιναλίων είχαν όμως οι περίπου 10.000 επιστολές που έλαβε η κ. Ranke με αντικείμενο της συγκεκριμένη διαμάχη, στην πλειοψηφία τους προφανέστατα με κεντρική μεθόδευση της αποστολής τους. Η ουσία της αντίδρασης στις θέσεις της κ. Ranke περιέχεται στην επιστολή μιας καθολικής ηγουμένης, η οποία γράφει μεταξύ άλλων τα εξής: «Πώς είναι δυνατόν να λέτε στο απλό τηλεοπτικό κοινό πράγματα, τα οποία δεν είναι σε θέση να καταλάβει; Κάτι τέτοιο μπορεί να συζητηθεί μόνο μεταξύ θεολόγων». Αυτή είναι και η ουσία του προβλήματος, ότι η ανανεωτική θεολόγος έβγαλε στη δημόσια συζήτηση πράγματα που πιστεύουν οι «μεγάλοι» μόνο κατ’ ιδίαν - πιθανότατα δε να μην τα πιστεύουν και καθόλου! Είναι τόσο πολλά και μεγάλα τα παραμύθια, ώστε δεν επιτρέπεται να συζητιούνται στην «αγορά», αφού μόνο οι μάγοι της φυλής είναι σε θέση να τα κατανοήσουν – στην πραγματικότητα, να επιβάλουν στο ποίμνιο την αποδοχή τους.
Το έτος 2000 επανεκδόθηκε το βιβλίο του Ratzinger «Εισαγωγή στο Χριστιανισμό». Όσοι το έψαξαν με περιέργεια, βρήκαν ότι είχαν τροποποιηθεί μεν πολλά σημεία του, αλλά το συγκεκριμένο με το «μύθο της παρθενογένεσης» παρέμενε όπως είχε διατυπωθεί από την αρχή, χωρίς καμιά τροποποίηση. Τουτέστιν, ο πάπας της Ρώμης δεν αποδέχεται απαραιτήτως ένα δογματικό μύθο της θρησκείας που προΐσταται, αλλά δειλιάζει να υπερασπιστεί δημόσια άλλους ανθρώπους που υιοθετούν δικές του θέσεις. Πριν από μερικούς αιώνες θα κοίταγε από το παράθυρο του ανακτόρου του με συγκατάβαση την τελετή πυρπόλησης της κ. Ranke ως «αιρετικής».
Το βιβλίο «Nein und Amen» (=Όχι και Αμήν), ένα από τα πολλά που έγραψε η κ. Ranke με μεγάλους αριθμούς κυκλοφορίας και έγιναν παγκοσμίως γνωστά, έχει τον υπότιτλο: «Ο αποχαιρετισμός μου στον παραδοσιακό Χριστιανισμό». Σε ένα άλλο βιβλίο της χαρακτήρισε πλήρως την ανδροκρατία της καθολικής εκκλησίας (αλλά και των υπολοίπων εκκλησιών), δίνοντας τον τίτλο: «Eunuchen für das Himmelreich» (=Ευνούχοι για τη βασιλεία των ουρανών). Είμαι βέβαιος ότι σε κάποιες δεκαετίες θα επικαλούνται οι απανταχού καθολικοί την κ. Ranke ως πρωτοπόρο στις νέες ιδέες και στην αποκάθαρση της θρησκείας από τις απίστευτες μυθοπλασίες μιας πρωτόγονης εποχής. Και θα έχουν μια εύκολη δικαιολογία: «Κάναμε λάθος και το διορθώνουμε», όπως τόσες και τόσες φορές στην Ιστορία.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Άλλα βιβλία της ίδια συγγραφέως:
- Weisheit der Wüstenväter. Patmos, Düsseldorf 1958
- Der Protestantismus. Wesen und Werden. Mit einem Vorwort von Karl Rahner. Hans Driewer, Essen 1962
- Von christlicher Existenz. Hans Driewer, Essen 1964
- Das frühe Mönchtum. Seine Motive nach den Selbstzeugnissen. Hans Driewer, Essen 1964
- Antwort auf aktuelle Glaubensfragen. Hans Driewer, Essen 1965
- Gedanken zu Sonntagsepisteln. Ein Jahreszyklus. Hans Driewer, Essen 1967
- Christentum für Gläubige und Ungläubige. Hans Driewer, Essen 1968
- Die sogenannte Mischehe. Zu den kirchenrechtlichen Fragen der konfessionsverschiedenen Ehe. Paulus/Bitter, Recklinghausen 1968
- Widerworte. Friedensreden und Streitschriften. TORSO, Essen 1985.
- erweitert um Texte zu Maria und dem Zölibat: Goldmann, München 1987