27 September 2022

Ελληνική γλώσσα: εργαλείο κριτικής σκέψης και πολιτισμικής ταυτότητας

Πραγματικότητα ή μύθος;

του Γιάννη Γούση, Διπλ.Μηχανικού, Σύμβουλου Επιχειρήσεων

Οικονομικός Ταχυδρόμος, 23/9/2022

Η ακόλουθη ιστορία είναι πραγματική και εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 90. Ένας νέος από την Ελλάδα γνωρίζει μια νέα από την Κολομβία. Και οι δύο ζουν και εργάζονται σε μεγάλη πόλη της Γερμανίας. Μετά από λίγο καιρό και αφού η σχέση τους έχει προχωρήσει, επισκέπτονται για λίγες ημέρες την Ελλάδα, όπου, μεταξύ των άλλων, έρχεται η στιγμή της γνωριμίας της νέας με την οικογένεια. «Και πως σε λένε κορίτσι μου;» ρωτάει με φιλικό τρόπο ο μπαμπάς. «Αλίσια» απαντάει η νέα. «Πως; Αλίσια; Και στ’ αγγλικά πως το λένε;» «Alice» ήταν η απάντηση της νέας. «Δηλαδή Αλίκη στα ελληνικά;» «Ναι» πετιέται κι απαντάει ο νέος.

Αφού το ζευγάρι πέρασε λίγες όμορφες ημέρες στην Ελλάδα κι οι γονείς χάρηκαν που γνώρισαν το κορίτσι του γιού, το οποίο το συμπάθησαν κιόλας, ήρθε η ώρα της επιστροφής στη Γερμανία. Μια ημέρα, καθώς περπατούσε ο νέος στην αγορά, έπεσε η ματιά του σε κάποιες κούπες του καφέ, στις οποίες ήταν αποτυπωμένα ονόματα με την ερμηνεία του ονόματος στα αγγλικά. Και ω του θαύματος σε μια από τις κούπες υπήρχε το όνομα Alice. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο νέος αγόρασε την κούπα και αμέσως άρχισε να διαβάζει: Alice, the truthful… «Truthful;» αναρωτήθηκε. «Δηλαδή αληθινό;»… «Μπας και το Alice να προέρχεται από τη λέξη αλήθεια;»


Δεν τον άφησε σε ησυχία η σκέψη αυτή κι έτσι άρχισε να το ψάχνει αλλά επειδή εκείνη την εποχή δεν είχε εμφανιστεί ακόμα το Internet, χρειάστηκε λίγο χρόνο για ν’ ανακαλύψει, ότι το όνομα Alicia στα ισπανικά προέρχεται πραγματικά από την λέξη αλήθεια. Και αυτόματα του ήρθε στο μυαλό η σκηνή με τον πατέρα του και η «διαδρομή» του ονόματος από τα ισπανικά Alicia στ’ αγγλικά Alice και εν συνεχεία μέσω της «μετάφρασής» του στα ελληνικά, δηλαδή Αλίκη. «Πάει, χάσαμε τη μπάλα…» ήταν η επόμενη σκέψη του. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να θυμηθεί, κάπως αμυδρά στην αρχή, μία πρόταση, που είχε αναφέρει ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης και συγκεκριμένα «Η γλώσσα υπάρχει γιατί υπάρχει η σκέψη μας και με τη σκέψη μας πλησιάζουμε τον κόσμο μας.»

Πόσο θα μπορούσε να ταίριαζε στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή η περιγραφή! Να έχεις στα «χέρια» σου την προέλευση του ονόματος στα ισπανικά (Alicia), έχοντας μάλιστα τη δυνατότητα να κατανοήσεις και να εξηγήσεις το νόημά του (α-λήθεια) και αντ’ αυτού να χρησιμοποιείς σαν «δεκανίκι» τ’ αγγλικά (Alice) και στο τέλος να καταλήγεις τελείως αλλού (Αλίκη). Και για «του λόγου το α-ληθές»: Από το στερητικό ἀ- και τη λέξη λήθη σχηματίστηκε το αρχ. ἀληθής (> ἀλήθεια). Λήθη: προέρχεται από θέμα τού ρήματος λανθάνω «μένω απαρατήρητος, κρυμμένος, διαφεύγω την προσοχή». Επομένως ήταν αρχικά «αυτός που δεν μπορεί να περάσει στη λήθη, να λησμονηθεί ή να αποκρυβεί», άρα «αυτός που δεν λανθάνει, δεν υποκρύπτεται, αλλά είναι εμφανής, απτός, πραγματικός, αληθινός».

Τελικά μάλλον είχε δίκαιο ο φιλόσοφος Αντισθένης: «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις».

Με λίγα λόγια, η ελληνική γλώσσα με τη δομή της μάς προσφέρει τη δυνατότητα ν’ αντιληφθούμε τις έννοιες τής γλώσσας και ταυτόχρονα με ένα μεγάλο αριθμό παραγώγων και σύνθετων λέξεων, να τις εκφράσουμε ακριβολογώντας, άρα και να δομήσουμε αντίστοιχα τη σκέψη μας, κάτι το οποίο δεν υπάρχει, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό, σε άλλες γλώσσες. Ένα μικρό παράδειγμα σε σύγκριση με τ’ αγγλικά: η λέξη φθινόπωρο, δηλαδή φθίνω (=λιγοστεύω) + ὀπώρα (=φρούτο). Στα αγγλικά απλώς autumn. Αξιοποιώντας παράλληλα τη δομημένη σκέψη μας σε άλλα γνωστικά αντικείμενα της εκπαίδευσης, π.χ. μαθηματικά, φυσική, ιστορία, έκθεση, πληροφορική κλπ., θα είμαστε σε θέση να «επενδύσουμε» αυτά τα εφόδια στους νέους και στις νέες μας, έτσι ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν, όχι μόνο το «τι είναι» αυτό που φαίνεται, αλλά και το «πώς προήλθε» αυτό και κάποιες φορές ακόμα και το «γιατί» είναι έτσι όπως είναι.

Η στοχευμένη εκπαίδευση μπορεί να ξεκινήσει ήδη από το νηπιαγωγείο ή και νωρίτερα με παραδείγματα από την ελληνική μυθολογία, όπως π.χ. ο μύθος της Ευρώπης. Ταυτόχρονα με τη μαγεία της πλοκής του μύθου, που συναρπάζει τα παιδιά εξάπτοντας τη φαντασία τους, αγγίζοντας παράλληλα τον ψυχισμό τους και κεντρίζοντας την περιέργειά τους, θα οδηγούνται στη διερεύνηση και εν συνεχεία στην εξήγηση του ονόματος της όμορφης Ευρ-ώπης, η ομορφιά της οποίας πηγάζει και από τα όμορφά της μάτια, δηλ. εὐρεῖς ὦπας, για την ακρίβεια «μεγάλα μάτια» (ευρύς + ωψ, πληθ. ώπας). Από την ίδια ρίζα (οράω-ώ, δηλαδή βλέπω) προέρχεται μεταξύ των άλλων κι η όψη. Οψόμεθα λοιπόν!

Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά του Δημοτικού θα έχουν ήδη «εθιστεί» συναισθηματικά να αγαπούν τη γλώσσα τους και ταυτόχρονα θα έχουν εκπαιδευτεί να «προπονούν» με δομημένο τρόπο την έμφυτη περιέργειά τους, ψάχνοντας τις πληροφορίες και τα στοιχεία εκείνα, τα οποία θα τα οδηγούν στην επίλυση των αποριών τους. Αφορμής δοθείσης και αιτίας υπάρχουσας: ἀπορῶ: (στερητικό α+πόρος = διέξοδος, διέλευση, εκ του περάω = περνώ), βρίσκομαι σε αδιέξοδο και αδυναμία (εξ ου και η λέξη άπορος), αδυνατώ να καταλάβω και να εξηγήσω κάτι. Σταδιακά θα είναι σε θέση, πάντα με την υποστήριξη των δασκάλων τους, να επεκτείνουν την συγκεκριμένη μεθοδολογία διερεύνησης και στα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα με αποτέλεσμα να μάθουν να σκέφτονται αναπτύσσοντας κριτική σκέψη, η οποία θα γίνει βίωμά τους και θα τους συνοδεύει σε όλη τους τη ζωή.

Μήπως τελικά με εργαλείο τη γλώσσα μας μπορούμε να «μπολιάσουμε» τα παιδιά μας με κριτική σκέψη, έτσι ώστε να είναι σε θέση να ψάχνουν με δομημένο τρόπο τις και στις πηγές των πληροφοριών, έτσι ώστε να εξάγουν τεκμηριωμένα συμπεράσματα και να περάσουν από την πληροφόρηση στη γνώση, βασικό ζητούμενο ιδιαίτερα στην εποχή της υπερπληθώρας των πληροφοριών; Μήπως με έναν δημιουργικό τρόπο εκμάθησης της γλώσσας μας αγγίζοντας και τις συναισθηματικές «χορδές» θα είναι σε θέση τα παιδιά να συνειδητοποιήσουν την ίδια τους την πολιτισμική ταυτότητα, βασικότατο εφόδιο αυτογνωσίας, κατ’ επέκταση αυτοεκτίμησης, αλλά και προσανατολισμού στη ζωή τους;

Μήπως έχει φθάσει η ώρα ένας/μία υπουργός ν’ ανακαλύψει τον θησαυρό (ελληνική γλώσσα) που βρίσκεται θαμμένος στην αυλή του σπιτιού μας και να προχωρήσει μαζί με τους δασκάλους και όποιους άλλους θα χρειασθεί, στην αξιοποίησή του, έτσι ώστε να δικαιούται να αποκαλείται κυριολεκτικά Υπουργός Παιδείας και όχι να προΐσταται του Υπουργείου Εκπαίδευσης, που στην πραγματικότητα έχουμε μέχρι σήμερα;

Υ.Γ. 1: Όνομα Alicia και ετυμολογία στα ισπανικά, από Wikipedia: Proviene del griego antiguo Αλήθεια (alétheia), que significa “verdad”. Μετάφραση: Προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά Αλήθεια (alétheia), που σημαίνει “αλήθεια”.

Υ.Γ. 2: Ο νέος και η νέα της ιστορίας, εν έτει 2022 κατά 30+ χρόνια λιγότερο νέοι, είναι παντρεμένοι και έχουν δύο κόρες.

20 September 2022

Γράφε για όσα ξέρεις - Write what you know.

20 καταξιωμένοι συγγραφείς αποτιμούν την πιο διάσημη συγγραφική συμβουλή



Marc Twain
E.Hemingway
Η κλασσικότερη ίσως συμβουλή προς εκκολαπτόμενους συγγραφείς, άλλοι την αποδίδουν στον Μαρκ Τουέιν, άλλοι στον Χέμινγουεϊ. «Γράψε για όσα ξέρεις»: Μια συμβουλή που παροτρύνει τους νέους συγγραφείς να επικεντρωθούν είτε στη δική τους ζωή είτε σε στοιχεία που γνωρίζουν εκ των προτέρων καλά, ώστε να δημιουργήσουν τις ιστορίες τους. Βέβαια, ο συγκεκριμένος συγγραφικός κανόνας δεν είναι αποδεκτός από όλους – πολλοί διάσημοι συγγραφείς θεωρούν μια τέτοια προσέγγιση περιοριστική. 

Επιμέλεια: Book Press

Ακολουθούν οι απόψεις είκοσι γνωστών, ξένων συγγραφέων, που αποτιμούν την εγκυρότητα της χιλιοειπωμένης αυτής συγγραφικής συμβουλής. Ανάμεσα στους συγγραφείς που τοποθετούνται είναι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, η Τόνι Μόρισον κ.ά.

Καζούο Ισιγκούρο: «Μην γράφετε για όσα ξέρετε»

Η συμβουλή «γράψε για αυτά που ξέρεις» είναι ένα από τα πιο ανόητα πράγματα που έχω ακούσει ποτέ μου. Ωθεί τους ανθρώπους στο να γράφουν βαρετές αυτοβιογραφίες. Με αυτόν τον τρόπο, δεν απελευθερώνεται η φαντασία του συγγραφέα και δεν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητές του.

— από συνέντευξή του στο ShortList

Πόλα Φοξ: «Αναρωτηθείτε πόσα πραγματικά ξέρετε»

Υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια, κι αν αντιληφθείτε αυτή τη μεγάλη αλήθεια, αν καταλάβετε πώς δρουν οι άνθρωποι, τότε όλα τα υπόλοιπα είναι αυτονόητα. Ο Χένρι Τζέιμς μιλά γι’ αυτό στο βιβλίο του Η τέχνη της μυθοπλασίας. Γράφει για μια συγγραφέα που ήξερε, που κάποτε ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ενός μικρού σπιτιού στο Παρίσι, και καθώς ανέβαινε, έτυχε να περάσει έξω από ένα δωμάτιο με την πόρτα ανοιχτή. Μέσα στο δωμάτιο εκτυλισσόταν μια σύσκεψη Γάλλων Ουγενότων –η ιστορία εκτυλίσσεται τον δέκατο ένατο αιώνα–, οι οποίοι κάπνιζαν και συζητούσαν. Η γυναίκα κοντοστάθηκε για μισό λεπτό• σταμάτησε για λίγο κι έπειτα προχώρησε. Μετά από δυο ή τρία χρόνια, η γυναίκα έγραψε ένα βιβλίο για τους Ουγενότους, και όλα όσα αναφέρονταν σε αυτό, σύμφωνα με τον Χένρι Τζέιμς, ήταν απολύτως έγκυρα. Χρειάστηκε μονάχα μισό λεπτό. Φροντίζω να λέω στους μαθητές μου να μην γράφουν αποκλειστικά για όσα ξέρουν, γιατί πραγματικά δεν μπορώ να αντιληφθώ πόσα ξέρουν. Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Πώς να ορίσεις αυτά που γνωρίζεις; Για τη γυναίκα, αυτά που έμαθε και ένιωσε μέσα σε εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, σήμαιναν τα πάντα.

– από συνέντευξή της, το 2004, στο The Paris Review

Ούρσουλα Λε Γκεν: «Γράψε για όσα γνωρίζεις, για φανταστικές χώρες και εξωγήινες κοινωνίες»

Όσο για το «Γράψε για αυτά που ξέρεις», μου το έλεγαν πάντα όταν ήμουν αρχάρια. Πιστεύω πως είναι ένας πολύ σωστός κανόνας και πάντα τον υπάκουγα. Γράφω για φανταστικές χώρες, για κοινωνίες εξωγήινων σε άλλους πλανήτες, για δράκους, για μάγους, για την κοιλάδα της Νάπα το 22002. Ξέρω για αυτά τα πράγματα. Τα ξέρω καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, επομένως είναι καθήκον μου να μιλήσω γι' αυτά. Απέκτησα τις γνώσεις μου για όλα αυτά με τον τρόπο που απέκτησα κι όλες τις γνώσεις για την καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων, μέσω της φαντασίας που βασίζεται στην παρατήρηση. Όπως και κάθε άλλος μυθιστοριογράφος. Ο κανόνας, λοιπόν, στέκει, αν δώσεις έναν καλό ορισμό στη λέξη «ξέρω».

- από το On Rules of Writing

Ζόι Χέλερ: «Γράψε με ειλικρίνεια για όσα έχουν ενδιαφέρον»

Το πρώτο λάθος που έκανα ως μαθήτρια [αφού με συμβούλεψαν να γράφω για όσα γνωρίζω] ήταν να υποθέσω πως μου ζητούσαν να γράφω αποκλειστικά για όσα μου είχαν συμβεί. Στην πραγματικότητα, η έμφαση πέφτει στη λέξη «γνωρίζω»• το πώς απέκτησες τις γνώσεις σου είναι ένα άλλο θέμα, αρκετά ανοιχτό. Πράγματι μπορείτε να βασιστείτε στη ζωή σας. Αλλά μπορείτε επίσης να παρατηρήσετε τις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων, με συμπόνια. Μπορείτε να διαβάσετε και να κάνετε έρευνα. Και επιπλέον, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη φαντασία σας. Οι καλοί συγγραφείς αποκτούν τις γνώσεις τους χάρη σε έναν συνδυασμό όλων αυτών. […]

Το δεύτερο και ελαφρώς πιο ασήμαντο λάθος που έκανα –ένα λάθος που όμως επαναλάμβανα για πολύ καιρό- ήταν να υποθέσω πως η απόδοση της βιωματικής γνώσης στη μυθοπλασία ήταν μια απλή, ακόμα και κοινότοπη δουλειά. Για τους περισσότερους συγγραφείς, απαιτείται πραγματικά πολλή σκληρή δουλειά και πολλές λανθασμένες εκκινήσεις προτού βρεθούν σε θέση να εξαγάγουν τα πολύτιμα κι ενδιαφέροντα στοιχεία που κρύβονται στις αυτοβιογραφίες τους. […]

Οι περισσότεροι συγγραφείς, είτε επειδή είναι διστακτικοί είτε επειδή είναι υπερόπτες είτε επειδή φοβούνται να εκτεθούν, λογοκρίνουν τους εαυτούς τους ασυνείδητα και πετούν στα σκουπίδια το σιτάρι, παρερμηνεύοντάς το ως μη λογοτεχνικό άχυρο. Υπό αυτή την έννοια, η υπενθύμιση να γράφεις για αυτά που ξέρεις –για αυτά που πραγματικά ξέρεις, και όχι για την κομψή εκδοχή τους– είναι μια σημαντική συμβουλή, όχι μόνο για τις εντεκάχρονες μαθήτριες, αλλά και για τους συγγραφείς οποιασδήποτε ηλικίας.

- από τη στήλη Bookends στους New York Times

Μοσίν Χαμίντ: «Γράφοντας μαθαίνεις, αλλάζεις»

Μπορεί το DNA της μυθοπλασίας να είναι, όπως το δικό μας DNA, μια διπλή έλικα, ένα δίκλωνο θηρίο. Το ένα κομμάτι γεννιέται από όσα έχουν βιώσει οι συγγραφείς. Το άλλο γεννιέται από αυτό που οι συγγραφείς επιθυμούν να βιώσουν, από την παρόρμησή τους να γράψουν για να μάθουν.

Τελικά, η γνώση δεν είναι ένα αμετάβλητο αγαθό. Οι γνώσεις αλλάζουν όταν καταγράφονται. Η αφήγηση αλλάζει τον αφηγητή. Και μια ιστορία αλλάζει όταν την αφηγούμαστε.

Ο ανθρώπινος εαυτός αποτελείται από ιστορίες. Αυτές οι ιστορίες έχουν τις ρίζες τους εν μέρει στην εμπειρία κι εν μέρει στη φαντασία. Η δύναμη της μυθοπλασίας έγκειται στην ιδιαιτερότητά της να εκφράζει αυτό το περίεργο χαρακτηριστικό της ύπαρξής μας, να μας επιτρέπει να παίζουμε με ένα αίνιγμα που σκαρφιζόμαστε εμείς οι ίδιοι, καθώς προχωράμε στη ζωή.

Τα σώματά μας είναι περίπλοκες βιολογικές μηχανές. Όσο υπάρχουν, δημιουργούν μια ιστορία για την ύπαρξή τους, προκειμένου να λειτουργήσουν. Αυτή την ιστορία την ονομάζουμε «εαυτό». Πιστεύουμε πως η ιστορία είναι πραγματική. Πιστεύουμε πως η ιστορία ελέγχει τη μηχανή. Ωστόσο, συχνά ανακαλύπτουμε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κάνουμε πράγματα που δεν συμβαδίζουν με τις ιστορίες μας, φρικτά πράγματα. Κι αφού τα κάνουμε, λέμε: «Δεν ήμουν ο εαυτός μου».

Η συγγραφή μάς δίνει τη δυνατότητα να εκφράσουμε τις ιστορίες που μας αποτελούν στη μορφή της μυθοπλασίας. Γράψε λοιπόν για αυτά που ξέρεις. Αλλά να θυμάσαι πως κι αυτά που ξέρεις «γράφουν» εσένα.

– από τη στήλη Bookends στους New York Times

Τόνι Μόρισον: «Μην γράφετε μόνο για όσα ξέρετε»

Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά μου φαίνεται ότι πολλά κείμενα μυθοπλασίας, ιδιαίτερα αυτά των νέων ανθρώπων, είναι συχνά πολύ αυτοβιογραφικά. Η αγάπη, ο θάνατος, η αγάπη μου, ο θάνατός μου, το ένα, το άλλο... Δεν υπάρχουν πραγματικοί χαρακτήρες σε αυτά τα έργα.

Όταν δίδασκα δημιουργική γραφή στο Πρίνστον, όλοι οι μαθητές μου μια ζωή άκουγαν πως έπρεπε να γράφουν για όσα ξέρουν. Πάντα ξεκινούσα το μάθημα λέγοντας: «Μην δίνετε σημασία σε αυτό». Πρώτον, γιατί δεν ξέρετε τίποτα, και δεύτερον, γιατί δεν θέλω να ακούσω για τον έρωτά σας, για τη μαμά σας, για τον μπαμπά σας και για τους φίλους σας. Σκεφτείτε κάποιον που δεν γνωρίζετε. Τι γίνεται με μια Μεξικανή σερβιτόρα στο Ρίο Γκράντε που μόλις και μετά βίας μιλάει αγγλικά; Ή τι γίνεται με μια grande dame στο Παρίσι; Μιλήστε για πράγματα που είναι εκτός της καθημερινότητάς σας, φανταστείτε τα. Μην καταγράφετε απλώς ένα γεγονός που έχετε ήδη ζήσει. Με εντυπωσίαζε το πόσο αποτελεσματική ήταν αυτή η συμβουλή. Οι μαθητές μου σκέφτονταν πολύ δημιουργικά όταν τους ζητούσα να γράψουν για κάτι που δεν γνώριζαν. Ήταν μια πολύ καλή άσκηση. Ακόμα κι αν εντέλει έγραφαν πάλι αυτοβιογραφικά, έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν εξωτερικοί παρατηρητές.

— από συνέντευξή της, το 2014, στο περιοδικό «NEA Arts»

Νταν Μπράουν: «Να γράφετε για αυτά που θέλετε να μάθετε»

Πολλοί λένε: «Γράψε για αυτά που ξέρεις». Νιώθω πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφοσιωθείς πνευματικά σε ένα θέμα για ένα ή για δύο ολόκληρα χρόνια. Πρέπει να γράφετε για αυτά που επιθυμείτε πραγματικά να ανακαλύψετε. Η διαδικασία της συγγραφής πρέπει να είναι και μια διαδικασία μάθησης. Γράφοντας το Inferno, έμαθα τόσα πολλά πράγματα που δεν ήξερα, για τη γενετική μηχανική, για τον Δάντη. Και η μάθηση, μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής του μυθιστορήματος, μέσα από την έρευνα και από τις συμβουλές των ειδικών, ήταν πραγματικά αυτό που μου έδινε κίνητρο να συνεχίσω να γράφω. Έτσι, αν ένας νεαρός συγγραφέας μου έλεγε: «Δεν ξέρω για τι να γράψω», θα του απαντούσα: «Τι θα ‘θελες να μάθεις;» Ξεκίνα να μαθαίνεις – εφόσον θες εσύ να μάθεις για αυτό, πιθανότατα θα θέλει και κάποιος άλλος, και η εκμάθησή σου θα γίνει η εκμάθηση όλων των αναγνωστών σου, καθώς διαβάζουν το μυθιστόρημά σου.

– από όσα είπε στο CBS, το 2014

Μεγκ Γουόλιτζερ: «Να γράφετε για τις εμμονές σας»

Απλώς προσπαθώ να δουλέψω πάνω σε ιδέες που με ενδιαφέρουν, που με μπερδεύουν, που με απορροφούν. Κάποιοι λένε: «Γράψε για αυτά που ξέρεις», αλλά για μένα είναι περισσότερο: «Γράψε για τις εμμονές σου».

– από συνέντευξή της, το 2017, στο Nashville Review

Ρίτσαρντ Φορντ: «Το να γράφεις για αυτά που δεν ξέρεις είναι η δουλειά του συγγραφέα»

Καταρχάς, δεν νομίζω πως ένας συγγραφέας που γράφει για την απώλεια, χρειάζεται να την έχει βιώσει κι ο ίδιος. Μπορούμε να φανταστούμε την απώλεια. Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα. Ταυτιζόμαστε, εκφραζόμαστε, δημιουργούμε πολλά περισσότερα από όσα μας προσφέρει μια μικρή εμπειρία. Ο Χέμινγουεϊ (γεμάτος αυτοπεποίθηση, ως συνήθως) είπε: «Γράψε μόνο για αυτά που ξέρεις». Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να γράφετε αποκλειστικά για όσα έχετε κάνει, για όσα έχετε βιώσατε οι ίδιοι. Ένας τέτοιος κανόνας περιορίζει άσκοπα τη φαντασία, περιορίζει την περιέργειά μας, την ικανότητά μας να συμπάσχουμε. Άλλωστε, ένα μυθιστόρημα ενδεχομένως να κάνει τον αναγνώστη να βιώσει διαφορετικά συναισθήματα, να συγκινηθεί, να κατανοήσει συμπεριφορές που δεν του είναι οικείες. Ο συγγραφέας πρέπει να μπορεί να το κάνει και αυτό.

– από συνέντευξή του στο Granta

Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν: «Να μαθαίνετε συνεχώς»

Υποθέτω πως πρέπει να ξεκινήσετε όπως σας είπε ο Χέμινγουεϊ, γράφοντας για αυτά που γνωρίζετε, που συνήθως είναι ο εαυτός σας… Και ταυτόχρονα να προσπαθήσετε να αποκτήσετε όσο το δυνατόν περισσότερες εμπειρίες και να διαβάζετε όσο το δυνατόν περισσότερα βιβλία, ώστε να είστε σε θέση να δημιουργήσετε διαφορετικές φωνές και να μάθετε περισσότερα.

–από συνέντευξή του στο BookSlut

Λι Τσάιλντ: «Να γράφετε για τα συναισθήματά σας»

Νομίζω πως το [«γράψε για όσα ξέρεις»] είναι μια πολύ κακή συμβουλή. Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν αρκετά ώστε να φτιάξουν μια συναρπαστική ιστορία, και πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να αποφύγουν την κακή και φλύαρη πρόζα όταν πρωτοξεκινούν να γράφουν. Από την άλλη, το «Γράψε για αυτά που νιώθεις» είναι μια πολύ καλή συμβουλή – για παράδειγμα, γράψτε αν φοβηθήκατε, αν ανησυχήσατε, αν θυμώσατε, αν εκστασιαστήκατε, χρησιμοποιείστε τα συναισθήματα σας ώστε να εξυπηρετήσετε τις ανάγκες της πλοκής σας.

– από συνέντευξή του στο UKAuthors

Φίλιπ Πούλμαν: «Γράψε για ό,τι θέλεις»

Μερικοί άνθρωποι θα πουν: «Να γράφετε πάντα για αυτά που γνωρίζετε». Δεν νομίζω πως είναι καλή συμβουλή. Εξίσου λάθος είναι να γράφεις για αυτά που πιστεύεις πως θα αρέσουν στους άλλους ανθρώπους. Νομίζω πως είναι απλώς ανόητο. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε καθόλου τους άλλους όταν γράφουμε. Δεν τους αφορά αυτό που γράφουμε. Το 1996, κανείς δεν έλεγε: «Μακάρι κάποιος να έγραφε το πρώτο Χάρι Πότερ! Δεν έχει γράψει κανείς ακόμα για τον Χάρι Πότερ. Μακάρι να βιαστούν». Η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ πέτυχε καθώς δεν έδινε δεκάρα για αυτά που πίστευε ο κόσμος. Δεν ήξεραν πως ήθελαν τον Χάρι Πότερ μέχρι που έγραψε για αυτόν. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος.

– από συνέντευξή του, το 2011, στον Guardian

Σου Μονκ-Κιντ: «Μάθε να σκέφτεσαι διαφορετικά»

Υπάρχει ένας αφορισμός που λέει πως πρέπει να γράφεις για ό,τι ξέρεις, και αν είχα ακολουθήσει αυτή τη μάλλον κακή συμβουλή, δεν θα επιχειρούσα ποτέ να γράψω με τη φωνή ενός σκλάβου.

– από την ιστοσελίδα Kidd

Γκορ Βιντάλ: «Αν γράφεις για αυτά που ξέρεις, δεν γράφεις λογοτεχνία»

Η λογοτεχνία υποτίθεται πως έχει να κάνει με τις αξίες μας, και δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο στη γη. Να έχεις αξίες. Τώρα, έχει πάντα να κάνει με κάποιον που προσπαθεί να αποκτήσει μια μόνιμη θέση στο πανεπιστήμιο του Ann Arbor, και η γυναίκα του τον εγκαταλείπει εξαιτίας μιας εσωτερικής νταντάς από την Αγγλία, και το παιδί είναι αυτιστικό, και έχουμε πολλές σκηνές στο νοσοκομείο που είναι αποκαρδιωτικές. Και αυτό συνεχίζεται, και συνεχίζεται, και συνεχίζεται. Κάποτε ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής των Εθνικών Βραβείων Βιβλίου. Δεν διάβασα μυθοπλασία - δεν διάβασα τίποτα καλό. Σίγουρα δεν διάβασα λογοτεχνία. Διάβαζα απλώς για το «γράψε για όσα ξέρεις». Και αυτά που ήξεραν οι συγγραφείς δεν ήταν αρκετά. Τουλάχιστον στα δικά μου γραπτά θα μάθετε ποιος ήταν ο αντιπρόεδρος του Μπιουκάναν.

– από συνέντευξή του, το 2012, στο LARB

Π. Ντ. Τζέιμς: «Γράψε οπωσδήποτε για αυτά που ξέρεις»

Πρέπει οπωσδήποτε να γράφεις για αυτά που ξέρεις. Υπάρχουν διάφορα μικροπράγματα που πρέπει να αποθηκεύσεις μέσα σου, και να τα χρησιμοποιήσεις, τίποτα δεν πάει χαμένο για έναν συγγραφέα. Πρέπει να μάθεις να αποστασιοποιείσαι. Όλη η εμπειρία, είτε είναι επώδυνη είτε είναι χαρούμενη, με κάποιο τρόπο αποθηκεύεται μέσα σου και αργά ή γρήγορα αξιοποιείται.

– από το «PD James's 10 tips for write novels» στο BBC News

Ρέιμοντ Κάρβερ: «Το να γράφεις όσα ξέρεις είναι καμιά φορά επικίνδυνο»

Πρέπει να ξέρετε καλά τι κάνετε όταν μετατρέπετε τις προσωπικές σας ιστορίες σε λογοτεχνικές ιστορίες. Πρέπει να είστε απίστευτα τολμηροί, πολύ επιδέξιοι και πάνω από όλα πρόθυμοι να πείτε τα πάντα για εσάς. Όταν είστε νέοι, σαν συμβουλεύουν συνεχώς να γράφετε για όσα ξέρετε, και εντέλει, αυτό που ξέρετε καλύτερα είναι τα δικά σας μυστικά. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γράψετε ολόκληρους τόμους με τον τίτλο «Η ιστορία της ζωής μου». Αυτό είναι κάτι το επίφοβο, και συχνά είναι κι ένας μεγάλος πειρασμός, καθώς πολλοί συγγραφείς δίνουν έναν υπερβολικά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα στις ιστορίες τους. Λίγη αυτοβιογραφία και πολλή φαντασία, αυτή είναι η καλύτερη αναλογία.

– από συνέντευξή του, το 1983, στο The Paris Review

Κέν Κέσεϊ: «Όσα ξέρεις είναι βαρετά»

Ένα από τα πιο ανόητα πράγματα που σου έμαθαν ήταν να γράφεις για αυτά που ξέρεις. Αυτά που ξέρεις είναι συνήθως βαρετά. Θυμάσαι τότε που αποφάσισες να γίνεις συγγραφέας; Τότε που ήσουν οκτώ ή δέκα χρονών, και διάβαζες για ήρωες με λεπτά χείλη που πετούσαν πάνω από μυστηριώδεις ζούγκλες κι έμπλεκαν σε φανταστικές περιπέτειες; Για αυτά ήθελες να γράψεις, για αυτά που δεν ήξερες.

– από το «Remember This: Write What You Don't Know», που δημοσιεύτηκε το 1989 στους New York Times

Έρνεστ Χέμινγουεϊ: «Σκαρφίσου ιστορίες από αυτά που ξέρεις»

Τα πετάς όλα και σκαρφίζεσαι ιστορίες από αυτά που ξέρεις. Έπρεπε να το είχα πει νωρίτερα. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι για να γράψεις.

– από το The art of the short story

Γουίλιαμ Χ. Γκας: «Μην γράφετε για αυτά που γνωρίζετε»

Καθώς έγραφα το In the Heart of the Heart of the Country, συνειδητοποίησα πως αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο προκειμένου να βεβαιωθώ πως η ιστορία δεν σχετιζόταν καθόλου με τη ζωή μου, και πιστεύω πως είναι πράγματι πολύ σημαντικό να το ξεκαθαρίσει κανείς αυτό. Πάρα πολλοί συγγραφείς γράφουν για τη ζωή τους. Είναι πιο εύκολο, πιο σαγηνευτικό, και μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό. «Σε εμένα συνέβη, επομένως πρέπει να είναι ενδιαφέρον». Ξέρετε, αυτό είναι ολίγον απαίσιο.

– από συνέντευξή του, το 2011, που δημοσιεύτηκε στο Tin House

Τζον Μπάνβιλ: «Να ρισκάρετε»

Ανέκαθεν πίστευα πως η συμβουλή «γράψε για όσα ξέρεις» είναι μια κακή συμβουλή. Ανέκαθεν πίστευα πως πρέπει να ρισκάρεις.

– από συνέντευξή του στο The Elegant Variation




03 September 2022

Ο Πλάτων, ο Popper και το αθηναϊκό imperium

του Κ. Α. Πισπιρίγκου, Καθημερινή, 3/9/2022

Το 1945 ο οίκος G. Routledge & Sons, Ltd εξέδωσε στο Λονδίνο το δίτομο έργο «The Open Society and its Enemies» του Αυστριακού φιλοσόφου Καρλ Ράιμουντ Πόπερ, κείμενο που έμελλε να γίνει από τα διασημότερα του 20ού αιώνα. Από το 1982 το βιβλίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά: Καρλ Πόπερ, «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της» (Δωδώνη 1982, 1991 και Παπαζήσης 2003, 2021).

Στον πρώτο τόμο, στον οποίο εξετάζει τη δημοκρατική Αθήνα ως πρώιμη ανοικτή κοινωνία και τον Πλάτωνα ως εχθρό της, ο συγγραφέας αναφέρθηκε στην εξωτερική πολιτική της κλασικής μας πόλεως χωρίς να αποφύγει να τη χαρακτηρίσει ιμπεριαλιστική. Παρά την αντιπάθειά του για τον Πλάτωνα, έδειξε σεβασμό στην πλατωνική ορθότητα ονομάτων. Δεν φοβήθηκε μήπως ο χαρακτηρισμός υπονομεύσει τη στράτευσή του υπέρ της ανοικτής κοινωνίας. Υποστήριξε ότι μόνο με κάποια μορφή ιμπεριαλισμού ήταν δυνατόν να γίνει η υπέρβαση της παλαιάς κοινωνικής δομής με τον φυλετικά κλειστό και αυτάρκη χαρακτήρα, προσέθεσε δε ότι κάποια από τα ιμπεριαλιστικά μέτρα της Αθήνας ήταν μάλλον φιλελεύθερα. Ακόμη, είχε πίστη στο εμπόριο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να πιθανολογήσει ότι το imperium της Αθήνας επί των συμμάχων της θα ήταν πρόσκαιρο αν δεν είχε καταλυθεί και ότι το ενδιαφέρον της για την ανάπτυξη του εμπορίου θα οδηγούσε σε κάποιο είδος ομοσπονδίας.

Εν κατακλείδι, το πρώτο ιστορικά αξιόλογο imperium που ασκήθηκε από δημοκρατία είχε κατά τον Πόπερ τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε μια παγκόσμια αυτοκρατορία του ανθρώπου. Γι’ αυτό κρίθηκε επικίνδυνο από τον Πλάτωνα και άλλους αρχαίους λογίους που υιοθετούσαν τον σπαρτιατικό παρτικουλαρισμό. Κατά τον Πόπερ, εχθρός της ανοικτής κοινωνίας είναι ο καθοδηγούμενος από μια ανεξέλεγκτη αυθεντία κολεκτιβισμός. Μετά τον πλατωνικό κολεκτιβισμό, κύριο θέμα του πρώτου τόμου, εξετάζει στον δεύτερο τόμο τη φιλοσοφία (Χέγκελ - Μαρξ) ως έρεισμα των δύο περιπτώσεων κολεκτιβισμού του 20ού αιώνα (εθνικισμός - κομμουνισμός) που κατέληξαν σε ολοκληρωτισμό. Ανοικτή κοινωνία υπάρχει τώρα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης (κυρίως στις ισχυρότερες, την αγγλική και την αμερικανική, που ασκούν το απερχόμενο αποικιοκρατικό και το επερχόμενο μετα-αποικιοκρατικό imperium). Εκεί η κρατική βία υποχωρεί και πρυτανεύουν ο ανθρωπισμός με την κριτική σκέψη στην αντιμετώπιση των πολλών και σύνθετων προβλημάτων της εποχής.

Η έκδοση του βιβλίου του Πόπερ συνέπεσε με την ολοκλήρωση ενός κοσμοϊστορικού σταδίου της εξέλιξης των πολιτικών θεωριών και των διακρατικών σχέσεων. Οσο κι αν διαφωνεί κανείς με την πολεμική διάθεσή του για τον Πλάτωνα (κι ακόμη τον Ηράκλειτο, τον Θουκυδίδη, τον Αριστοτέλη) και τους μεταγενέστερους «εχθρούς της ανοικτής κοινωνίας» Χέγκελ και Μαρξ, οφείλει να υποκλιθεί στην ευθύτητά του και να αναγνωρίσει τη συμβολή του στη διάλυση της πλάνης για τη δυνατότητα βελτίωσης των κοινωνιών μέσω της εφαρμογής ακραία ανελεύθερων πολιτικών συστημάτων φιλοσοφικής εμπνεύσεως. Αλλά η ιδεολογική προκατάληψή του είναι έκδηλη. Η εικασία του, λ.χ., για την τάση του εμπορίου να μετατρέψει το Αθηναϊκό imperium σε ομοσπονδία στερείται ιστορικών επιχειρημάτων. Θυμίζει τον ορφικό ύμνο στον θεό του εμπορίου Ερμή, που έχει στα χέρια του το άμεμπτο όπλο της ειρήνης (ος χείρεσσιν έχεις ειρήνης όπλον αμεμφές, λέει ο ύμνος).

Δεν καταφεύγουν στον μύθο μόνον οι «εχθροί της ανοικτής κοινωνίας». Εάν αυθαιρετούν ο Πλάτων με την ενόραση της ουράνιας Πολιτείας και ο Mαρξ με την προφητεία της αταξικής κοινωνίας, όπως ισχυρίζεται ο Πόπερ, ο ίδιος εικάζει το ενδεχόμενο της παγκόσμιας αυτοκρατορίας του ανθρώπου εξίσου αυθαίρετα. Η αλλαγή ύφους (εικασία αντί ενόρασης ή προφητείας) δεν αίρει την αυθαιρεσία. Γιατί αυθαιρετεί; Διότι η κρατικά δομημένη κοινωνία, η διάδοχος της φυλετικής, παραμένει κλειστή παρά τα αναμφισβήτητα ανοίγματα της δημοκρατίας και του εμπορίου. Δέχεται αυτά τα ανοίγματα μόνον όταν εκτιμά ότι είναι ενισχυτικά της δύναμης, του πλούτου και των εν γένει λειτουργικών δυνατοτήτων του δικού της κράτους. Στην αντίθετη περίπτωση ακολουθεί αντίδρομα συνθήματα που επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική και απειλούν τη λειτουργία των θεσμών στο εσωτερικό: America First, Goodbye EU, La France insoumise, ακούμε σήμερα στις μεγάλες φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης.

Οι παρατηρήσεις αυτές δεν διεκδικούν κάτι περισσότερο από μια υπόμνηση της ανάγκης για ορθότητα ονομάτων, η οποία συνήθως λησμονείται σε χαλεπούς καιρούς. Οπωσδήποτε, δεν δηλώνουν αδιαφορία για το σημερινό ενδεχόμενο να τερματιστεί το πλανητικό imperium της φιλελεύθερης Δύσης, έστω κι αν αυτό δεν έχει δείξει σημάδια μετεξέλιξης σε παγκόσμια αυτοκρατορία του ανθρώπου. Αντιθέτως, η ανησυχία για τούτο το ενδεχόμενο είναι εύλογη για πολλούς λόγους. Σοβαρότερος όλων είναι η εκτίμηση του βαθμού του περιορισμού ελευθερίας, τον οποίο επιφύλαξε κάθε ιστορικά δεδομένο imperium στους ανίσχυρους. Ως προς αυτή την εκτίμηση, ο σερ (από το 1965) Καρλ Ράιμουντ Πόπερ δεν έσφαλε: όλα τα ολοκληρωτικά συστήματα φιλοσοφικής εμπνεύσεως του 20ού αιώνα ήταν εξαρχής ή έγιναν σε σύντομο χρόνο ιμπεριαλιστικά και το δικό τους imperium αποδείχθηκε πιο δυναστικό από το imperium της μετα-αποικιοκρατικής Δύσης (όπως ακριβώς το imperium της Σπάρτης –και αργότερα της ελληνιστικής μοναρχίας– αποδείχθηκε πιο δυναστικό από το imperium της Αθήνας).

Το πρώτο ιστορικά αξιόλογο imperium που ασκήθηκε από δημοκρατία είχε κατά τον Αυστριακό φιλόσοφο Καρλ Πόπερ τη δυνατότητα να μετεξελιχθεί σε μια παγκόσμια αυτοκρατορία του ανθρώπου.

01 September 2022

Προσπέρασμα για τον άλλο κόσμο

 Συζητιέται αυτές τις μέρες ένα επεισόδιο μεταξύ 2-3 κουτσαβάκηδων στην Κρήτη και μιας οικογένειας αλλοδαπών τουριστών που παρά λίγο να είχε τραγικά αποτελέσματα, επειδή έγινε μια -σωστή ή λάθος- προσπέραση. Θυμήθηκα λοιπόν με αυτή την αφορμή ένα περιστατικό που ζήσαμε μερικοί συμφοιτητές από το Darmstadt όπου σπουδάζαμε, σε μια διαδρομή κατά μήκος του Ρήνου, το οποίο είχε συναφές αίτιο.

Είχαμε πάει 5 συμφοιτητές με ένα Φιατάκι (Fiat Neckar) του Λευτέρη Μ. (δεν γράφω το επώνυμο, αν και ο ίδιος είναι πλέον ουσιαστικά απών με άνοια), επίσκεψη στο Düsseldorf που απέχει περίπου 250 χλμ. από την πόλη μας. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς το λόγο, μάλλον για να επισκεφτούμε κάποια τεχνολογική έκθεση.

Τριγυρίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε και το απόγευμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κάποια στιγμή, κοντά στην Lorelei και πάνω στην ομοσπονδιακή οδό (Bundesstraße) που ελίσσεται δίπλα στο Ρήνο, μας προσπέρασε με μεγάλη ταχύτητα μία νταλίκα, ένα θηριώδες φορτηγό με δεύτερη καρότσα πίσω (ρυμούλκα, Anhänger). Και οι 2 καρότσες του ήταν άδειες, γι' αυτό τρανταζόταν υπερβολικά σε κάθε ανωμαλία της ασφάλτου, πέταγε σκόνη και έκανε μεγάλο θόρυβο. Όταν μας προσπέρασε, είδαμε ότι η άδεια ρυμούλκα έκανε ταλαντώσεις δεξιά-αριστερά, ίσως σαράντα εκατοστά κάθε φορά, αλλά αρκετά επικίνδυνο για τυχόν διπλανά αμάξια.


Εκεί που σχολιάζαμε την επικίνδυνη οδήγηση και τον κίνδυνο που προκαλεί ένα τέτοιο φορτηγό, φωνάζει ο οδηγός μας Λευτέρης, «Δεν επιτρέπω να προσπερνάει την αμαξάρα μου ένα τέτοιο φορτηγό...», βάζει τέταρτη ταχύτητα και πατάει το γκάζι μέχρι το έδαφος...

Πριν προλάβουμε εμείς να τον αποτρέψουμε, είχε ήδη πλησιάσει το Φιατάκι στο φορτηγό και ετοιμαζόταν να το προσπεράσει, με μηδενικές εφεδρείες κινητήρα βέβαια. «Τι κάνεις ρε Λευτέρη, σταμάτα ρε, τι σε νοιάζει που σε προσπέρασε, άστον να φύγει τον βλάκα κ.ο.κ.», αρχίσαμε να φωνάζουμε όλοι μαζί.

Ο Λευτέρης δεν άκουγε τίποτα, συνέχισε να τρέχει και να απειλεί, το Φιατάκι να ουρλιάζει, μέχρι που έφτασε στο ύψος του τελευταίου άξονα της ρυμούλκας και πλησίαζε αργά τον πρώτο άξονα. Όπως καθόμουν στην πίσω αριστερή θέση, γύρισα να κοιτάξω και είδα τον πίσω αριστερό τροχό της νταλίκας που έφτανε περίπου στον ουρανό του δικού μας αμαξιού.

Ακριβώς δίπλα στο τζάμι, δεξιά πίσω, καθόταν ο (μακαρίτης) συμφοιτητής Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο οποίος ούρλιαζε, έχω ακόμα τη φωνή του στο αυτί μου, «Κάνε πίσω ρε Λευτέρη, εδώ δίπλα είναι η ρόδα του, σταμάτα θα σκοτωθούμε...» Και ο τροχός συνέχιζε να πλησιάζει και να απομακρύνεται από το τζάμι, αφού η ρυμούλκα έκανε εγκάρσιες ταλαντώσεις.

Ο Λευτέρης αγέρωχος, είχε αγκαλιάσει το τιμόνι και με το πόδι στο γκάζι να φωνάζει, «Θα του δείξω εγώ...» Πάνω εκεί κατάλαβε ο οδηγός της νταλίκας ότι ένας «μικρός» τον ανταγωνίζεται, οπότε επιταχύνει κι αυτός. Υποθέτω ότι θα γέλαγε σαρδόνια μέσα στο κουβούκλιο και στην ασφάλειά του.

Θα κράτησε κάποια δευτερόλεπτα αυτό, τα οποία εγώ εισέπραξα σαν αιώνες. Κάποια στιγμή φάνηκε από απέναντι να έρχεται αντίθετα ένα δεύτερο ίδιο φορτηγό. Δεν υπήρχε εκεί περιθώριο λοξοδρόμησης, είτε θα συντριβείς ανάμεσα στις δύο νταλίκες, είτε θα πέσεις στο Ρήνο.

Εκεί κατάλαβε, ευτυχώς, ο Λευτέρης ότι δεν έχει διέξοδο και άφησε το γκάζι, πατώντας μαλακά το φρένο, οπότε άρχισε να χάνει δρόμο το αμάξι μας. Τη στιγμή που έμεινε το Φιατάκι πίσω και μπήκε στο κενό, πέρασε η αντίθετη νταλίκα με θόρυβο δίπλα μας, καταλάβαμε το ωστικό κύμα του αέρα που μας ταρακούνησε.

Τσουλήσαμε 1-2 χιλιόμετρα ακόμα με πλήρη σιωπή των εξουθενωμένων συνεπιβατών και τις επιτιμητικές κραυγές του επιπόλαιου οδηγού μας: «Άντε ρε χεσμένοι, θα σας πάω στην τουαλέτα να ξελαφρώστε...» Ποιος του έδινε σημασία πλέον, καλύτερα χεσμένος, παρά νεκρός στα νερά του Ρήνου, μέσα σε άμορφη μάζα σιδερικών. Αυτά που βλέπουμε συχνά στους δρόμους!

Σταμάτησε ο Λευτέρης στο πρώτο αναψυκτήριο (Raststätte) και κατεβήκαμε από το Φιατάκι ξεφυσώντας. Δεν δώσαμε πια σημασία στα λόγια και τις δικαιολογίες τού φανφαρόνου. Ζητήσαμε μόνο πληροφορίες από διερχόμενους χωρικούς για τον επόμενο σταθμό του υπεραστικού τραίνου (DB) προς το Darmstadt.

Σκεφτόμουν τότε και το σκέφτομαι ακόμα σήμερα, φεύγεις στο εξωτερικό ή σε άλλη πόλη για σπουδές και έρχεται ένα μήνυμα στους γονείς σου, «Ο γιος/η κόρη σας έπεσε με αμάξι στο ποτάμι, ελάτε να τον μαζέψετε». Όχι ότι δεν έχουν γίνει πολλά τέτοια, αλλά αυτό το παρ' ολίγον που έζησα εγώ, μου προκαλεί ακόμα ρίγη τρόμου!