Showing posts with label βιβλία. Show all posts
Showing posts with label βιβλία. Show all posts

08 October 2024

Ιστορίες από τον Εμφύλιο

Σάκης Μουμτζής: Το δίτομο βιβλίο «1944-1949: Ιστορίες από τον Εμφύλιο, Πώς η Ελλάδα παρέμεινε στον ελεύθερο κόσμο» κυκλοφορεί από τις εκδ. Επίκεντρο

της Σώτης Τριανταφύλλου

Το δίτομο βιβλίο του Σάκη Μουμτζή «1944-1949: Ιστορίες από τον Εμφύλιο, Πώς η Ελλάδα παρέμεινε στον ελεύθερο κόσμο» είναι αποτέλεσμα τόσο μακρόχρονης έρευνας που θα μπορούσε να εκτείνεται σε περισσότερους τόμους. Ο Σάκης Μουμτζής προσπαθεί, και εν πολλοίς το πετυχαίνει, να απαντήσει στη (σχεδόν) κυρίαρχη αριστερή αφήγηση, η οποία έχει συμβάλει στην τεράστια απήχηση της αριστεράς σε επίπεδο νοοτροπιών, στάσης ζωής και αποτίμησης της ιστορίας.

Ο Σάκης Μουμτζής εξιστορεί τα γεγονότα —εκείνα που οδήγησαν στον εμφύλιο, εκείνα που συνέθεσαν την τραγωδία του και εκείνα που έκριναν τα αποτελέσματά του— με αρκετή ακρίβεια· όση ακρίβεια μπορεί να προκύψει από μια γρήγορη, συμπυκνωμένη και αγωνιστική αφήγηση, χωρίς ακαδημαϊκούς ισχυρισμούς. Το ύφος είναι προσωπικό και προφορικό· καθώς ο συγγραφέας απευθύνεται σε ήδη γνωρίζοντες, μοιάζει να συμπληρώνει μια ημιτελή συζήτηση: γι’ αυτό, συσσωρεύει ονόματα, δεν περιλαμβάνει υποσημειώσεις και περιγράφει καταστάσεις που θεωρούνται λίγο-πολύ κοινό κτήμα. Φοβάμαι ότι κοινό κτήμα δεν είναι: εκτός του ότι οι νεότερες γενιές αδιαφορούν για το παρελθόν, ο εμφύλιος πόλεμος παραμένει το μεγάλο κομμουνιστικό μυστικό· το πεδίο όπου παίζει, ανενόχλητη, η κομμουνιστική προπαγάνδα, όχι μόνο στον τομέα της ιστοριογραφίας, αλλά και της τέχνης και της προφορικής παράδοσης. Παρά το περιβάλλον της αδιαφορίας, το βιβλίο φιλοδοξεί να αντιδράσει σ’ αυτή την πολυσχιδή προπαγάνδα την οποία έχουν ευνοήσει ακόμα και «κεντρώες», μετριοπαθείς, αφηγήσεις από φόβο μήπως θεωρηθούν μονομερείς. Ο Σάκης Μουμτζής δεν έχει τέτοια ανησυχία. Στην πραγματικότητα, εκτός από το ακροδεξιό περιθώριο, η λεγόμενη «αστική» παράταξη προσπάθησε εξαρχής να αφηγηθεί τον εμφύλιο πόλεμο με σχετική ειλικρίνεια: το βιβλίο του Ευάγγελου Αβέρωφ «Φωτιά και τσεκούρι», που κυκλοφόρησε το 1974, δείχνει αυτή την τάση σε μια προοπτική συμφιλίωσης και δημοκρατίας. Όμως, από την πλευρά της, η αριστερά ακολούθησε την προπαγανδιστική, μισαλλόδοξη και ψευδολογική τακτική των ολοκληρωτικών ιδεολογιών· και όπως αναφέρει, επανειλημμένως, ο Σάκης Μουμτζής, επέβαλε το αφήγημά της, ιδιαίτερα στις γενιές που δεν έζησαν τα γεγονότα.

Στο βιβλίο υπάρχουν, αναπόφευκτα, κάποιες υπεραπλουστεύσεις κυρίως σε ό,τι αφορά την ιστορία του διεθνούς σοσιαλισμού, καθώς και αρκετές επαναλήψεις που οφείλονται στο ότι είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στο Liberal. Επίσης, υπάρχουν ίχνη κατάχρησης της ύστερης γνώσης μολονότι ο Σάκης Μουμτζής επισημαίνει τη λανθασμένη προσέγγιση της ιστορίας, κατά την οποία, πολλά χρόνια µετά την τελική κατάληξη των γεγονότων, αποδίδουµε τα συμβάντα σε δόλιους ή περίτεχνους σχεδιασµούς των βασικών παικτών, που ίσως δεν υφίσταντο όταν αυτά διαδραµατίζονταν. Αλλά το βασικό μειονέκτημα αυτού του κατά τα άλλα συναρπαστικού βιβλίου είναι η ίδια η αγωνιστικότητά του, το γεγονός ότι προσπαθεί να αντισταθμίσει την περιρρέουσα προπαγάνδα: σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Σάκης Μουμτζής προσπαθεί να δικαιολογήσει ακόμα και όσα εκτυλίχθησαν στην Μακρόνησο· όμως, άλλο ο αποκλεισμός των αριστερών από τον εθνικό στρατό εν μέσω εμφυλίου πολέμου (λογικό), άλλο οι βίαιες μέθοδοι «αναμόρφωσης» (έγκλημα). Γι’ αυτό, αν και ο Σάκης Μουμτζής καταλήγει ότι η χούντα 1967-74 προσέδωσε στην αριστερά το ηθικό πλεονέκτημα, συντρέχουν σοβαροί λόγοι για να αποδώσουμε την εν λόγω αναβάπτιση στη Μακρόνησο και σε παρόμοιες «υπερβασίες» όπως έλεγε ο Νίκος Ζαχαριάδης αναφερόμενος στη δική του παράταξη. Μια ακόμα διαφωνία που μπορεί να διατυπωθεί είναι ο εξωραϊσμός των εθνικοφρόνων ως «αστική παράταξη»: αν και πράγματι από τη δεξιά και από τον ευρύτερο φιλελεύθερο, φιλοδυτικό, χώρο προέκυψαν πολλοί αστοί πολιτικοί, οι κομμουνιστές είχαν απέναντί τους ένα αντεστραμμένο είδωλο· λιγότερο μια φιλελεύθερη, φιλοδυτική αστική τάξη και περισσότερο έναν συρφετό από εθνικολαϊκιστές και βασιλόφρονες που ήταν ταυτοχρόνως οσφυοκάμπτες έναντι τόσο της Φρειδερίκης όσο και των «ξένων». Ο εθνικισμός της δεξιάς ήταν εξίσου υποκριτικός με τον δήθεν «πατριωτισμό» του ΚΚΕ, το οποίο, ως σοβιετόδουλο, και μέσω του υποτιθέμενου διεθνισμού του, λίγο έλειψε να παραχωρήσει σε γειτονικές χώρες ελληνικά εδάφη.


Αν και όλα τούτα αποτελούν αντικείμενο μακρών συζητήσεων, το βιβλίο του Σάκη Μουμτζή φαίνεται υπερβολικά επιεικές έναντι της μοναρχίας και νομίζω ότι δικαιολογεί υπερβολικά τον φανατισμό των βασιλοφρόνων. Αλλά, όπως είπα, αυτό είναι στοιχείο της αγωνιστικής απάντησης στην αριστερή παραμυθία: καθώς η ιστοριογραφία στην Ελλάδα είναι παιχνίδι της αριστεράς, την εργασία της απομυθοποίησης έχουν αναλάβει νομικοί (σαν τον Σάκη Μουμτζή), πολιτικοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, που, πιθανότατα, δεν χρησιμοποιούν τα εργαλεία της ιστορίας —η οποία, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ακριβής επιστήμη. Έτσι, στο πλαίσιο αυτής της μαχητικότητας, υποβαθμίζεται η λάμψη του Στάλιν στην Ελλάδα, το όνειρο οικονομικής ανάπτυξης και δικαιοσύνης που ταυτιζόταν με την τότε Σοβιετική Ένωση —«ηρωική» εναντίον των Γερμανών και άγνωστη ως προς τα εγκλήματά της— καθώς και η ίδια η απουσία δημοκρατικής παιδείας των Ελλήνων ένθεν και ένθεν.

Η αποστολή του «1944-1949: Ιστορίες από τον Εμφύλιο, Πώς η Ελλάδα παρέμεινε στον ελεύθερο κόσμο» είναι η αποκάλυψη γεγονότων τα οποία αποσιωπούν ή διαστρέφουν οι ιστορικοί της αριστεράς. Αναρωτιέμαι αν είναι πολύ αργά· η αριστερή αφήγηση έχει περάσει στα σχολικά εγχειρίδια, έχει χτίσει το Κατεστημένο. Παράδειγμα, η αφήγηση του Δεκεμβριανών του ’44 που είναι τόσο απλή και βολική ώστε φαίνεται αδύνατο να ανατραπεί. Αλλά, όπως γράφει ο Σάκης Μουμτζής, δεν φταίει η αριστερά· φταίει η άλλη πλευρά που κοιµάται τον ύπνο του δικαίου και δεν την αναδεικνύει την αλήθεια. Το αποτέλεσμα είναι, παρά τις λιγοστές ιστοριογραφικές προσπάθειες και παρά το συγκεκριμένο βιβλίο που εμπλουτίζει την ισχνή βιβλιογραφία της φιλελεύθερης πλευράς, πολλές σελίδες της ιστορίας να παραμένουν σε εκκρεμότητα. Για να παρακάμψουμε την εκκρεμότητα, τείνουμε να παραδεχόμαστε ότι έγιναν αγριότητες κι από τις δύο πλευρές κι ότι πρέπει, επιτέλους, να πάμε παρακάτω. Όμως, αν δεν ξεκαθαρίσουμε την ιστορία μας, αν δεν συμφωνήσουμε πάνω-κάτω σε κάποιο ενιαίο ιστορικό αφήγημα, δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω· παγιδευόμαστε σε μια λούπα. Ακριβώς επειδή η αριστερά κυριάρχησε στο εποικοδόμημα —πώς να μην κυριαρχήσει αφού απέκτησε το ηθικό πλεονέκτημα κι αφού η δεξιά δεν την ανταγωνιζόταν με σκέψη, με τέχνη, με «λόγο»;— σήμερα, εν έτει 2024, το ΚΚΕ αποσπά το 10% των ψήφων και επηρεάζει με τη λογική του και με την κουλτούρα του, ή με την έλλειψη αμφοτέρων, τον μισό πληθυσμό. Όποιος έχει στα χέρια του την ιστορία, έχει στα χέρια του την κοινωνία. Έτσι, επιτρέπεται στο ΚΚΕ να μετρά αυτοαναφορικά τη δημοκρατία (κατά τη γνώμη του, όταν είναι παράνομο, ημιπαράνομο ή ανίσχυρο, η έτσι κι αλλιώς περιφρονητέα κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι «καχεκτική»), να τη δυσφημεί και να την υπονομεύει, ενώ ταυτοχρόνως απολαμβάνει τον ρόλο του ιστορικού θύματος. Η δεξιά δεν εργάστηκε αρκετά για να ανατρέψει αυτή τη μυθολογία· αντιθέτως, την αποδέχτηκε κάνοντας όλα τα χατίρια στο ΚΚΕ και στις παραφυάδες του. Αυτή είναι, μεταξύ άλλων, η επίπτωση της άγνοιας και της διαστροφής της ιστορίας, εναντίον της οποίας ο Σάκης Μουμτζής έχει ξεκινήσει τη σταυροφορία που έχει ξεκινήσει.

Τέλος, μια λεπτομέρεια σχετικά με το «σβαρνούτ» του Στάλιν που αναφέρει στο βιβλίο του: δεν πρόκειται για «σβαρνούτ» που σημαίνει «λοξός, τρελούτσικος» —αν και ίσως θα ταίριαζε στη περίπτωση— αλλά για «σβερνούτ» που σημαίνει «αναδίπλωση». Αυτός ήταν ο όρος που χρησιμοποίησε ο Στάλιν για να προτρέψει τους κομμουνιστές να αποσυρθούν από τον αδιέξοδο και πολυαίμακτο πόλεμο. Αλλά βεβαίως δεν τον άκουσαν.

18 May 2024

Πάρτι για χρονοταξιδιώτες

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 15/5/2024


Τo ερώτημα που προσπαθούν να απαντήσουν οι Χόρχε Τσαµ και Ντάνιελ Ουάιτσον στο βιβλίο τους «
Συχνές ερωτήσεις για το σύµπαν» (Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης, µτφρ. Νίκος Αποστολόπουλος) είναι: «Γιατί δεν µπορώ να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο;

Θεωρητικά, οι φυσικοί δεν αποκλείουν ένα ταξίδι στον χρόνο. Ένας μηχανικός, βέβαια, θα έλεγε πως δεν έχουµε τα µέσα για να φτιάξουµε µια χρονοµηχανή. Αλλά ένας φυσικός θα απαντήσει «ότι κάτι είναι εφικτό εάν δεν γνωρίζει κάποιον νόµο της φυσικής που να το απαγορεύει».

Αλλά τι σηµαίνει ακριβώς «επιστρέφω στο παρελθόν»; Η φυσική θεωρεί ότι ο χρόνος είναι «αυτό που επιτρέπει στο σύµπαν να µεταβάλλεται. (...) Το παρελθόν ελέγχει τα είδη του µέλλοντος που µπορούν να προκύψουν. Πρόκειται για το περίφηµο “αίτιο και αποτέλεσµα”».

Αν υποθέσουµε ότι γυρίζουµε πίσω στον χρόνο και, π.χ., σπουδάζουµε κάτι άλλο από αυτό που σπουδάσαµε στα νιάτα µας, αφού επιστρέψουµε στο σήµερα, θα είµαστε επαγγελµατικά κάτι άλλο;

Όχι. Κάτι τέτοιο παραβιάζει τον νόµο της αιτίας και του αποτελέσµατος, άρα το σύµπαν παύει να είναι συνεπές µε τον εαυτό του. Και η άλλη επιλογή που κάναµε στο ταξίδι µας στον χρόνο; Ίσως σε ένα παράλληλο σύµπαν ο άλλος µας εαυτός να σπουδάζει κάτι διαφορετικό. Αλλά τα παράλληλα σύµπαντα, αν υπάρχουν, έχουν αυτό το πρόβληµα: είναι παράλληλα· δεν τέµνονται.

Μισό λεπτό, όµως. Το ότι δεν µπορούµε να αλλάξουµε το παρελθόν δεν σηµαίνει ότι είναι απαγορευτικό να πάµε σε αυτό. Από τον Αϊνστάιν γνωρίζουµε ότι χώρος και χρόνος ταυτίζονται (χωρόχρονος) και ότι ο χωρόχρονος καµπυλώνεται εκεί όπου υπάρχει µεγάλη συγκέντρωση µάζας (π.χ. αστέρες νετρονίου, µαύρες τρύπες).

Ξέρουµε ότι σε ορισµένα µέρη του σύµπαντος ο χωρόχρονος συµπεριφέρεται αλλόκοτα: όταν καµπυλώνεται ο χώρος, συµπιέζεται και ο χρόνος µαζί. Θεωρητικά πάντοτε ίσως να δηµιουργούνται φυσικές σήραγγες (οι λεγόµενες σκουληκότρυπες), οι οποίες όχι µόνο να ενώνουν µακρινά σηµεία του χώρου αλλά και διαφορετικά σηµεία του χρόνου. «Οσο δεν επιχειρείτε να αλλάξετε το παρελθόν, µπορείτε να κινηθείτε στον καµπυλωµένο χωρόχρονο και αυτός µπορεί κάλλιστα να σας µεταφέρει είτε στο παρελθόν είτε στο µέλλον».

Οι Τσαµ - Ουάιτσον προτείνουν ακόµα µία µηχανή αντιστροφής του χρόνου. «Είναι η ιδέα εξωφρενική; Ναι. Γνωρίζουµε πώς να κάνουµε τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω ή να µειώνουµε την εντροπία; Οχι. Θα µπορούσε κάτι τέτοιο να εφαρµοστεί στην πράξη; ∆εν έχουµε ιδέα. Είναι αδύνατον; Οχι, σύµφωνα µε τις σηµερινές µας γνώσεις στη φυσική!».

Ισως µια οριστική απάντηση να έδωσε κάποτε ο αστροφυσικός Στίβεν Χόκινγκ, προκειµένου να αποδείξει πως τα ταξίδια στον χρόνο είναι κάτι ανέφικτο: οργάνωσε ένα πάρτι µε προσκεκληµένους χρονοταξιδιώτες. ∆εν πάτησε ψυχή...


Υπάρχει κανείς εκεί έξω;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 16/5/2024

«Γιατί δεν μας έχουν επισκεφτεί εξωγήινοι; Ή μήπως το έχουν ήδη κάνει;» τιτλοφορείται ένα από τα κεφάλαια των Τσαμ και Ουάιτσον στο προαναφερόμενο βιβλίο τους. 

«Ο γαλαξίας μας έχει έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό άστρων (περίπου 250 δισεκατομμύρια) και υπάρχουν τρισεκατομμύρια, αν όχι άπειροι, γαλαξίες. Επίσης, περίπου ένα στα πέντε άστρα διαθέτει έναν πλανήτη παρόμοιο με τη Γη, που σημαίνει ότι υπάρχουν πεντάκις εκατομμύρια (αν όχι άπειρες!) ευκαιρίες να αναπτυχθεί ζωή».

Τότε... πού είναι; (Παράδοξο του Fermi) Οι συγγραφείς προσπαθούν να απαντήσουν εξετάζοντας τέσσερα σενάρια. Το πρώτο: Μας άκουσαν και έρχονται να μας βρουν. Αλλά «το είδος μας άρχισε να εκπέμπει ραδιοφωνικά, τηλεοπτικά και άλλα σήματα πριν από περίπου έναν αιώνα. (...) Έτσι, ακόμη και σήματα που κινούνται με την ταχύτητα του φωτός χρειάζονται πολύ χρόνο για να φτάσουν στους εξωγήινους κόσμους που ενδεχομένως υπάρχουν». Ίσως, λοιπόν, να μην υπάρχουν νοήμονες εξωγήινοι πολιτισμοί σε κοντινή στη Γη απόσταση, εξ ου και η σιωπή.

Δεύτερο σενάριο: Θα μπορούσαν να «σκοντάψουν πάνω μας», έχοντας ξεκινήσει την εξερεύνησή τους πριν από χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια, εφόσον μιλάμε για έναν τεχνολογικά προηγμένο εξωγήινο πολιτισμό. Και πάλι, σιωπή (έως τώρα). Ισως διότι «εκεί έξω δεν υπάρχουν τέτοιου είδους πολιτισμοί».

Τρίτο σενάριο: Να είναι εξαιρετικά ευφυείς, τόσο που να έχουν κατασκευάσει «αυτοαναπαραγόμενες» διαστημοσυσκευές, τέτοιες που ενώ εξερευνούν τον γαλαξία φτιάχνουν επιτόπου περισσότερα σκάφη, μειώνοντας έτσι τον χρόνο και τις αποστάσεις των ταξιδιών. Τότε, πού είναι; Πιθανή απάντηση: Ίσως ήδη μας παρατηρούν. Ίσως αποφάσισαν να μας προσπεράσουν επειδή αυτό που είδαν δεν τους άρεσε...

Τέταρτο σενάριο: Μήπως είναι ήδη εδώ και δεν το έχουμε καταλάβει; «Αν ήρθαν να μας επισκεφτούν όταν εμείς, ως πολιτισμός, φορούσαμε ακόμα πάνες; (...) Μήπως ο λόγος που δεν αντιληφθήκαμε την επίσκεψή τους είναι γιατί πολύ απλά ΔΕΝ θέλουν να γνωρίζουμε ότι μας επισκέφτηκαν;».

Είναι γνωστές οι θεωρίες συνωμοσίας από τους απανταχού... ουφολόγους, αλλά τίποτα τεκμηριωμένο, πέρα από τις πρόσφατες αλλεπάλληλες θεάσεις (καταγεγραμμένες σε βίντεο) εξαιρετικά αλλόκοτων αγνώστων ιπτάμενων αντικειμένων από το αμερικανικό ναυτικό. Το Πεντάγωνο και το Κογκρέσο αποφάνθηκαν ότι «δεν ξέρουμε τι είναι αυτά τα σκάφη· το βέβαιο είναι πως δεν είναι δικά μας». Ίσως, δηλαδή, να είναι κινεζικά ή ρωσικά – όχι απαραιτήτως εξωγήινα.

Η αγαπημένη μου σχετική ρήση είναι του Άρθουρ Κλαρκ: «Δύο δυνατότητες υπάρχουν: είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν εξωγήινοι. Και οι δύο είναι τρομακτικές».


Ζούμε μέσα σε ένα «Μάτριξ»;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 17/5/2024

Θυμάστε τον πλατωνικό μύθο του σπηλαίου; Οι σκιές στα τοιχώματα είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα για τα πλάσματα που ζουν εκεί μέσα. Όμως ο κόσμος στην ολότητά του βρίσκεται έξω, απ’ όπου έρχεται το φως και δημιουργεί τις σκιές. «Μια ιδέα που κυκλοφορεί εδώ και χιλιάδες χρόνια», γράφουν οι Τσαμ και Ουάιτσον στο προαναφερόμενο βιβλίο τους, «είναι ότι το σύμπαν στο οποίο ζούμε, αυτό δηλαδή που βιώνουμε με όλες μας τις αισθήσεις, μπορεί τελικά να μην είναι πραγματικό. (...) Σίγουρα αισθανόμαστε ό,τι είναι πραγματικό. Αλλο όμως να το αισθανόμαστε ως πραγματικό και άλλο να είναι όντως πραγματικό» (όπως στο σπήλαιο του Πλάτωνα).

Η ιδέα αυτή γνώρισε μεγάλες δόξες στην εποχή μας με την ταινία «The Matrix» και εσχάτως με την αλματώδη πρόοδο στην τεχνητή νοημοσύνη. «Παραδόξως», λένε οι Τσαμ - Ουάιτσον, «το ερώτημα για το κατά πόσον είναι πραγματικό το σύμπαν μας έχει αρχίσει να απασχολεί σοβαρά τη σύγχρονη φυσική».

Είναι όμως δυνατόν; Και πώς θα το καταλαβαίναμε, αν ισχύει; Το βέβαιο είναι ότι το σύμπαν μας ακολουθεί κανόνες, θυμίζοντας πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή. «Οπως ακριβώς τα λογισμικά, το σύμπαν στο οποίο ζούμε φαίνεται να λειτουργεί εφαρμόζοντας στα τυφλά ένα σύνολο οδηγιών που έχουν οριστεί από κάποιον αόρατο κεντρικό προγραμματιστή».

Τι θα χρειαζόταν, ωστόσο, για να προσομοιωθεί στ’ αλήθεια ένα ολόκληρο σύμπαν; Οι δύο συγγραφείς δοκιμάζουν διάφορα σενάρια («εγκέφαλος σε δοχείο», «εξωγήινος εγκέφαλος σε δοχείο», «είμαστε ένα πρόγραμμα»), καταλήγοντας στον εξής κοινό παρονομαστή: «Για να είναι ρεαλιστικό ένα προσομοιωμένο σύμπαν πρέπει να φαίνεται πραγματικό μόνο στα όντα που βιώνουν την προσομοίωση», δηλαδή εμάς.

Υπάρχει τρόπος να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει; Αυτό εξαρτάται από το πόσο καλά είναι προγραμματισμένος ο κοσμικός υπερυπολογιστής.

Το πιο κρίσιμο ερώτημα, πάντως, είναι άλλο: Γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Είναι το σύμπαν μας ένα επιστημονικό πείραμα; Ή κάποιος μας κάνει πλάκα και είμαστε τα θύματα κοσμικών φαρσέρ;

Εχει εντέλει τόση σημασία; «Ισως η πραγματική ψευδαίσθηση», καταλήγουν οι συγγραφείς, «να είναι ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα προσομοιωμένο και στο πραγματικό σύμπαν».

Ισως ζούμε μέσα σε ένα «Μάτριξ». «Οι σύγχρονες τεχνολογικές τάσεις αφήνουν ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο, η δε φιλοσοφία μάς λέει ότι ένα προσομοιωμένο σύμπαν θα ήταν εξίσου έγκυρο με ένα πραγματικό».

Και μόνο σαν ιδέα είναι αρκούντως συναρπαστική. Ένας μη επιστήμονας, ένας μεγάλος αφηγητής, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, το είχε θέσει εύστοχα: «Η μόνη λέξη που θα έπρεπε να μπαίνει πάντοτε μέσα σε εισαγωγικά είναι η "πραγματικότητα"».


Υπάρχει ζωή µετά τη ζωή;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 18/5/2024

«Πρόκειται, ίσως, για το βαθύτερο και αρχαιότερο ερώτηµα: “Τι συµβαίνει µετά τον θάνατό µας;”» γράφουν οι Τσαµ και Ουάιτσον στο προαναφερόμενο βιβλίο τους.

Συνήθως, σχολιάζουν οι δύο συγγραφείς, αυτό το θέµα το αφήνουν οι επιστήµονες «για τους φιλόσοφους και τους µελετητές των θρησκειών».

Οι ίδιοι θέτουν το ερώτηµα στην εξής βάση: «Είναι πιθανή η ζωή µετά τον θάνατο µε βάση όσα γνωρίζουµε για τους νόµους αυτού του σύµπαντος; (...) Θα πρέπει αρχικά να εξετάσουµε ποιο µέρος µας είναι αυτό που υποτίθεται ότι επιβιώνει», παρατηρούν. Φυσικά, γράφουν ως αυτό που είναι, δηλαδή... φυσικοί. 

Και στη Φυσική, αυτό που συνιστά την ύπαρξή µας είναι διάταξη των σωµατιδίων µας. «Αυτό σηµαίνει ότι δεν είµαστε παρά η πληροφορία για το πώς είναι διατεταγµένα αυτά τα σωµατίδια, πράγµα που σηµαίνει ότι µπορούµε να επιβιώσουµε ακόµη κι αν το σώµα µας πεθάνει. Το µόνο που έχουµε να κάνουµε είναι να αντιγράψουµε αυτή την πληροφορία και να τη βάλουµε να ζήσει κάπου αλλού».

Ωστόσο, πώς διαβάζονται ή αποσπώνται αυτές οι πληροφορίες; Αντιγράφονται όλες οι πληροφορίες ή µέρος τους; Ποια εκδοχή του εαυτού µας συνεχίζει να υπάρχει;

Η Φυσική θέτει πολύ σοβαρά εµπόδια στις διαδικασίες αυτές. Π.χ., «για να αποθηκεύσουµε σήµερα την πληροφορία που κρύβεται σε ένα νύχι του ποδιού µας, θα χρειαζόµασταν όλους τους υπολογιστές που υπάρχουν».

Πέραν αυτών, πού άραγε είναι το «κάπου αλλού;». Η αρχετυπική ιδέα είναι «στον ουρανό». Αλλά σήµερα ξέρουµε έναν άλλο ουρανό από εκείνο της εποχής του Χριστού ή του Μεσαίωνα. Ισως η «άλλη σφαίρα ύπαρξης» να είναι ένα παράλληλο σύµπαν; Αλλά πώς γίνεται η µετάβαση εκεί; Και σε τι συνθήκη θα βρεθούµε; «Θέλουµε τη ΖΩΗ µετά τον θάνατο», γράφουν, «όχι απλά να καθόµαστε αιωνίως παγωµένοι».

∆υστυχώς, «εξ όσων γνωρίζουµε, δεν υπάρχει καµία απόδειξη ότι µόλις πεθαίνουµε συµβαίνει κάτι άλλο εκτός από εντροπία» – δηλαδή φθορά.

Αρα, «άπαξ και πεθάναµε, αυτό που ήµασταν χάνεται για πάντα;». Οχι ακριβώς: η κβαντική πληροφορία δεν µπορεί να καταστραφεί στο σύµπαν. «Αυτό σηµαίνει πως όταν πεθαίνει το σώµα µας, ενώ τα σωµατίδια από τα οποία αποτελείται χωρίζονται και διασκορπίζονται, η κβαντική πληροφορία γι’ αυτά δεν χάνεται». Μένει ένα ίχνος το οποίο ίσως να µετασχηµατίζεται, πάντως δεν θα χαθεί ποτέ. «Θα παραµένει κωδικοποιηµένο στην κβαντική κατάσταση του σύµπαντος, σαν αποτύπωµα ή στοιχείο».

Η κατάληξη του κεφαλαίου ενέχει µια κάποια συγκίνηση: «Μια µέρα θα πεθάνετε και εσείς, και θα γίνετε µέρος του συµπαντικού αρχείου. Ενα παλαιό ρητό λέει ότι ζούµε στις καρδιές και στο µυαλό όσων µας γνώριζαν. Σύµφωνα µε την κβαντική µηχανική, αυτό δεν είναι απλά αληθές, αλλά µαθηµατικό γεγονός».

18 April 2023

Η μοναξιά των ετοιμοθάνατων

 ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΕΒΡΕΝΗ, Καθημερινή, 13.03.2023 

Και οι νεκροί υπήρξαν ζωντανοί κάποτε

Ένα δοκίμιο για το νόημα της ζωής και του θανάτου

NORBERT ELIASμτφρ. Μ. Κόντος και Γ. Μέρτικας, εκδ. Κουκκίδα, σελ. 108

Μια μέρα όλοι θα πεθάνουμε. Κι όμως, αυτή η κοινότοπη πρόταση, αυτή η αναπόφευκτη αλήθεια αποφεύγεται, αποκρύπτεται, θεωρείται βίαιη, άσπλαχνη, προκαλεί φρίκη. Φαίνεται πως δεν είναι εύκολο να συζητάμε, ακόμη και με τους φίλους μας ή με τους δικούς μας ανθρώπους, τον πιο ανθρώπινο από όλους τους φόβους, τον φόβο του θανάτου, τα συναισθήματα που προκαλεί η σωματική παρακμή, τις αλλαγές που φέρνει το γήρας, η ασθένεια.

Ο Νόρμπερτ Ελίας, διάσημος κοινωνιολόγος του 20ού αιώνα, δημοσίευσε αυτό το μικρό δοκίμιο, «Η μοναξιά των ετοιμοθάνατων», τη δεκαετία του 1970, αποφασισμένος να θίξει από κοινωνιολογικής οπτικής ένα από τα σημαντικότερα και πιο γενικευμένα προβλήματα της σύγχρονης εποχής, που όσο περνούν τα χρόνια τόσο επιτείνεται: πρόκειται για την κοινωνική και συναισθηματική απομόνωση των ετοιμοθάνατων, των ανθρώπων που η επαφή μας μαζί τους απειλεί την ονειρική επιθυμία της αθανασίας μας και επαναφέρει στο προσκήνιο το αποπνικτικό αίσθημα του οριστικού τέλους.

«Η κατάσταση των ετοιμοθάνατων σήμερα είναι γενικά αδιαμόρφωτη, μια κενή περιοχή στον κοινωνικό χάρτη» και φαίνεται πως θα παραμείνει ένα κοινωνικό ζήτημα χωρίς δημοσιότητα, αφού η σύγχρονη κοινωνία κάνει τα πάντα για να απαλλαχθεί από τη θέα ή τα συναισθήματα της περατότητας.

Η σύγχρονη κοινωνία κάνει τα πάντα για να απαλλαχθεί από τη θέα ή τα συναισθήματα της περατότητας.

Αυτό το μικρό δοκίμιο, που συνοδεύεται στην παρούσα έκδοση από μία αναθεωρημένη διάλεξη του Ελίας με τίτλο «Το γήρας και ο θάνατος», δεν αποτελεί μια συστηματική μελέτη ή μια αναλυτική, επιστημονική ανάπτυξη του θέματος, αλλά μάλλον ένα κοινωνιολογικό περίγραμμα που θίγει πολλά από τα γειτονικά ζητήματα, όσα συνοδεύουν την απομόνωση των γερόντων, των αρρώστων, των εξασθενημένων, το μεγάλο αλλά σιωπηρό θέμα της κοινωνικής τους απομάκρυνσης.

Συναντάμε, έτσι, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το θέμα σε διάφορα στάδια πολιτισμικής ανάπτυξης, τις αλλαγές που επήλθαν σε επίπεδο θρησκευτικό ή επιστημονικό, στο πεδίο της κοινωνικής οργάνωσης, τις ιδιαιτερότητες ανόμοιων, ομόχρονων κοινωνικών πλαισίων, τις διαφορετικές ατομικές, συλλογικές και κοινωνικές νοοτροπίες, το πέρασμα από το δημόσιο στο ιδιωτικό. Και όσο διαβάζουμε τις παρατηρήσεις και τις σκέψεις του συγγραφέα, δεν γίνεται παρά να τις επεκτείνουμε και να σημειώνουμε νοητικά όσα από αυτά ισχύουν ακόμη, όσα έχουν αλλάξει και κυρίως όσα έχουν ενισχυθεί στη σύγχρονη εποχή, με τις ακόμη μεγαλύτερες τεχνικές και τεχνολογικές εξελίξεις, με την ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στην εξατομίκευση, όσα ζούμε στο παρόν, με την πανδημία, τους πολέμους, τις φυσικές καταστροφές.

Για παράδειγμα, ένα από τα θέματα ενδιαφέροντος αποτελεί η ανάδειξη του σύγχρονου ταμπού που αφορά την έκφραση έντονων, αυθόρμητων συναισθημάτων, το οποίο, σε συνδυασμό με την εξάλειψη των συμβατικών φράσεων ή τελετουργικών, χωρίς να έχουν αντικατασταθεί από νέα, καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη διαχείριση της επαφής μας με τους ετοιμοθάνατους.

«Κρυφτό» με τα παιδιά

Εις επίρρωσιν, ο συγγραφέας σημειώνει τη δυσκολία των ενηλίκων να μιλήσουν στα παιδιά για το απλό γεγονός του θανάτου, την περατότητα της ζωής τους, όμοια με όλων των άλλων. Και, σήμερα, αν επεκτείνουμε αυτή τη συλλογιστική, μπορούμε να προσθέσουμε την αδυναμία μας να μιλήσουμε στον ετοιμοθάνατο για αυτό που έχει μπροστά του, όπως αποκρύπτουμε, πολλές φορές, και την ασθένεια από τον άρρωστο. Η κοινωνία μας κάνει ό,τι μπορεί για να απαλλαχθεί από το αναπόφευκτο, υποθάλποντας και αναπτύσσοντας ισχυρούς μηχανισμούς ατομικής και κοινωνικής απώθησης.

Ο Ελίας, σε αυτό το πυκνογραμμένο δοκίμιο, εξετάζει πώς μετατρέπεται η κατανόηση και το περιεχόμενο του νοήματος της ζωής και του θανάτου σε κοινωνίες που δίνουν όλο και μεγαλύτερη έμφαση στο άτομο, στην ατομικότητα και την εξατομίκευση, στον εξορθολογισμό, στην ατομική ανεξαρτησία. Με την αύξηση του προσδόκιμου της ζωής, με τη γενική επικράτηση της ειρήνευσης, με την έμφαση στην υγιεινή και την εξασφάλιση ιατρικά καλών συνθηκών, καλύπτεται το αίσθημα της ενοχής, δικαιολογείται η άρνηση να αντιμετωπιστεί ευθέως το ζητούμενο, προωθούνται συλλογικά επιθυμητές ιδέες και διασφαλίζεται η απόκρυψη και η λογοκρισία.

Από την άλλη, όμως, εκτός από την κοινωνική πλευρά και την οπτική των ζώντων και κοινωνικά ενεργών, το ζήτημα εξετάζεται και από την οπτική των ίδιων των προσώπων που αντιμετωπίζουν τον θάνατο. Το νόημα της μοναξιάς και της μοναχικότητας των ετοιμοθάνατων, αλλά και το φως με το οποίο ο επερχόμενος θάνατος φωτίζει τη ζωή τους, η φροντίδα για τις σωματικές τους ανέσεις, αλλά και η δυσκολία συναισθηματικής ή κοινωνικής επικοινωνίας με τους οικείους, ακόμη και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου μπορεί να προξενούν την ίδια οδύνη με τον φυσικό πόνο και τη σωματική ασθένεια.

Ο Ελίας προτείνει, σε όλα τα στάδια της επιχειρηματολογίας του, άμεσα ή έμμεσα, να αρχίσουμε να μιλάμε για το γεγονός, να αρχίσουμε να το μελετάμε, να το εξετάζουμε, να το συζητάμε δημόσια και ιδιωτικά. Οσο κι αν ακούγεται σκληρό, όλοι θα πεθάνουμε μια μέρα και αν το απωθούμε ή δεν το φέρνουμε στο προσκήνιο, το πιθανότερο είναι ότι θα έρθει η ώρα να αντιμετωπίσουμε την κοινωνική απομάκρυνση, την απομόνωση, τη συναισθηματική καταπίεση. Μπροστά στους νεκρούς δεν χρειάζεται να στεκόμαστε σοβαροί και αμίλητοι, να λογοκρίνουμε τα συναισθήματά μας, να μη γελάμε ή να μην κλαίμε με τις αναμνήσεις μας. Υπήρξαν κι αυτοί ζωντανοί άνθρωποι, κάποτε, εντός του κοινωνικού χώρου, και ως τέτοιους τους ενθυμούμαστε, όπως θα ενθυμούνται κι εμάς, ενδεχομένως, όταν θα φθάσουμε στη θέση τους.

19 March 2023

Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο

Από τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Καρλ Σβάρτσιλντ στέλνει στον Αϊνστάιν τη λύση των εξισώσεων της γενικής σχετικότητας αποκαλύπτοντας το πιο σκοτεινό αντικείμενο που μπορεί να συλλάβει ο νους: τη μαύρη τρύπα. 

Ο Αλεξάντερ Γκρότεντικ εγκαταλείπει τα μαθηματικά όταν πλησιάζει στην «καρδιά της καρδιάς» τους, έντρομος, σαν να έχει αντικρίσει μέσα τους το τέλος του κόσμου. Ο Χάιζενμπεργκ κι ο Σραίντινγκερ συγκρούονται για την πατρότητα της κβαντομηχανικής θεωρίας, η οποία εξηγεί τέλεια τη συμπεριφορά της ύλης αλλά αναιρεί όλα όσα αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα. 

Σε αυτό το υβριδικό βιβλίο, ο Μπενχαμίν Λαμπατούτ κάνει την επιστήμη λογοτεχνία. Συνυφαίνοντας το δοκίμιο με τη μυθοπλασία και τη βιογραφία με τη φαντασία, ο Λαμπατούτ αναδεικνύει την απειλητική σκιά που σέρνεται πίσω από το φως της επιστημονικής γνώσης. 

Δεν είναι μόνο οι απλοί άνθρωποι· και οι ίδιοι οι επιστήμονες έχουν πάψει να καταλαβαίνουν τον κόσμο. Πάρε παράδειγμα την Κβαντομηχανική, την κορωνίδα της δημιουργίας του είδους μας, την ακριβέστερη, ομορφότερη και περιεκτικότερη φυσική θεωρία που επινοήσαμε ποτέ. Αυτή βρίσκεται πίσω από το διαδίκτυο, πίσω από τα υπέροχα κινητά μας τηλέφωνα, ενώ μας υπόσχεται και μια υπολογιστική ισχύ συγκρίσιμη μόνο με τη θεϊκή νοημοσύνη. Έχει μεταμορφώσει τον κόσμο μας σε τέτοιο βαθμό ώστε τον έχει κάνει αγνώριστο. 

Ξέρουμε να τη χρησιμοποιούμε, λειτουργεί σχεδόν ως εκ θαύματος, κι όμως δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη, ούτε ζωντανός ούτε πεθαμένος, που να την καταλαβαίνει πραγματικά. Είναι λες και έπεσε στη Γη σαν μονόλιθος από το διάστημα, και εμείς τώρα απλώς χοροπηδάμε γύρω της σαν πίθηκοι και παίζουμε μαζί της, της πετάμε πέτρες και ξύλα, αλλά κανείς δεν την κατανοεί στα αλήθεια. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

14 March 2023

Κβάντα, GPS και άλλα μυστήρια της ζωής

Ο φυσικός Ντέιβιντ Κάιζερ πιάνει το νήμα της πιο αλλόκοτης θεωρίας από την αρχή

Καθημερινή, 13/03/2023


Πανεπιστήμιο Κορνέλ, Νέα Υόρκη, 1964. Σε μία από τις διάσημες διαλέξεις του, προσπαθώντας να περιγράψει στο ακροατήριό του τη μυστηριώδη συμπεριφορά των πιο μικροσκοπικών σωματιδίων της ύλης, ο νομπελίστας φυσικός Ρίτσαρντ Φάινμαν λέει μια φράση που γράφει Ιστορία: «Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την κβαντομηχανική». Εξήντα χρόνια μετά, το μυστήριο παραμένει. 

Στο υποατομικό επίπεδο, τίποτα δεν θυμίζει την κοινή, καθημερινή μας αντίληψη για το πώς λειτουργεί ο φυσικός κόσμος. Πώς να μη μας φανεί παράξενο ότι αυτά τα υποατομικά σωματίδια συμπεριφέρονται λες και μπορούν να βρίσκονται σε πολλά σημεία ταυτόχρονα ή ότι μπορούν να επηρεάζουν το ένα το άλλο ακαριαία, ακόμη και αν βρίσκονται πολλά έτη φωτός μακριά μεταξύ τους;

 Και όμως, ακόμη και αν δεν έχουμε καταλάβει τα πάντα γι’ αυτήν, η κβαντοφυσική (ή κβαντομηχανική) ορίζει την καθημερινότητά μας με τρόπους που ίσως δεν φανταζόμαστε – από τη χρήση του GPS έως τις ακτίνες λέιζερ. Τον μήνα που πέρασε, μάλιστα, στη χώρα μας, μια εισαγωγή στην κβαντoφυσική άρχισε να διδάσκεται για πρώτη φορά στους μαθητές της Γ΄ Λυκείου και αποτελεί ύλη για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις. Και ενώ η έρευνα πάνω στον τομέα συνεχίζεται, ένας Αμερικανός φυσικός, καθηγητής Ιστορίας της Επιστήμης στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT), o Ντέιβιντ Κάιζερ, γύρισε εκατό χρόνια πίσω και αποφάσισε να πιάσει το νήμα αυτής της συναρπαστικής ερευνητικής πορείας από την αρχή. Από τον Αϊνστάιν έως τον Χόκινγκ, από την αρχή του 20ού αιώνα έως σήμερα, ακροβατώντας δεξιοτεχνικά στο όριο μεταξύ επιστήμης και Ιστορίας, συνόψισε, θα έλεγε κανείς, όλη τη σύγχρονη φυσική σε ένα πολύτιμο βιβλίο που εκδόθηκε τρία χρόνια πριν στην Αμερική με τίτλο «Quantum Legacies». 

Σε αυτήν, εκλαϊκεύει δυσνόητες επιστημονικές έννοιες ενώ παράλληλα διηγείται ιστορίες ανθρώπων και κοινωνιών – ιστορίες που καταφέρνουν, όπως σημειώνει σχετικά και ο νομπελίστας φυσικός Κιπ Θορν, «να ενσωματώνουν την ανθρώπινη ιστορία στην επιστήμη». Το βιβλίο κυκλοφορεί τώρα και στην Ελλάδα με τον τίτλο «Κβαντική κληρονομιά» από τις εκδόσεις Ροπή. 

Οπως γράφει στον πρόλογο ο ιστορικός της φυσικής Γρηγόρης Πανουτσόπουλος, ο οποίος, μαζί με τον Θεμιστοκλή Χαλικιά, έκανε τη μετάφραση και την επιστημονική επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης, «ο Ντέιβιντ Κάιζερ συρράφει σε μια ενιαία αφήγηση παγκοσμίους πολέμους, ιστορίες κατασκοπείας, κινήματα αντικουλτούρας, ψυχροπολεμικές διενέξεις, ρηξικέλευθες ιδέες, ανθρώπινες αδυναμίες, κβαντικά πηγάδια, γιγάντιους επιταχυντές σωματιδίων, εξισώσεις, πανεπιστημιακά εγχειρίδια και πολεμικά ερευνητικά προγράμματα».

– Σχεδόν εκατό χρόνια μετά τις απαρχές της κβαντικής θεωρίας και εξήντα χρόνια μετά εκείνη τη διάσημη ρήση του Ρίτσαρντ Φάινμαν, άραγε, συνεχίζουμε να μην καταλαβαίνουμε την κβαντομηχανική;

– Πράγματι, ενώ σήμερα χρησιμοποιούμε τις εξισώσεις της κβαντοφυσικής σε μεγάλη σειρά εφαρμογών και έχουμε μια βαθιά κατανόησή της, η περιβόητη εκείνη φράση του Φάινμαν ακούγεται ακόμη αληθινή. Ο λόγος είναι ότι, όταν προσπαθούμε να βάλουμε σε απλές λέξεις ή εικόνες πώς θα λειτουργούσε ο κόσμος ώστε να ανταποκρίνεται σε αυτές τις εξισώσεις, ακόμη πέφτουμε πάνω σε τοίχο. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι κάποιοι επιστήμονες δηλώνουν πως καταλαβαίνουν απολύτως καλά τη θεωρία, ενώ κάποιοι συνάδελφοί τους λένε πως είναι αυτοί που την καταλαβαίνουν ακόμη καλύτερα – ενώ όλο αυτό απλά δείχνει ότι ακόμη κανείς δεν την καταλαβαίνει! Ναι, λοιπόν, ακόμη ξύνουμε το κεφάλι μας με απορία κοιτώντας τα φαινόμενα της κβαντομηχανικής.

– Σε ό,τι αφορά εμάς, τους απλούς ανθρώπους, και την καθημερινότητά μας, πού συναντάμε, πού βιώνουμε την κβαντομηχανική στη ζωή μας;

– Είμαστε βυθισμένοι μέσα στα «δώρα» της έρευνας πάνω στην κβαντομηχανική κάθε μέρα – για την ακρίβεια, κάθε στιγμή της κάθε μέρας μας. Και αυτό είναι κάτι που ισχύει εδώ και πάνω από μισόν αιώνα. Η κατανόηση του πώς λειτουργούν τα τρανζίστορ, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όρισε έκτοτε την καθημερινότητά μας (απλά σκεφτείτε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές). Οσο για τα λέιζερ, σκεφτείτε πόσο αυτονόητο μας φαίνεται πλέον να «σκανάρεται» με ένα μικρό μηχάνημα ένα προϊόν στο ταμείο του σούπερ μάρκετ. Μιλάμε, στην ουσία, για ανακαλύψεις στις οποίες κρύβονται μέσα βαθιές κβαντικές ποιότητες τις οποίες ο ίδιος ο Αϊνστάιν συνέβαλε στο να κατανοήσουμε, έναν αιώνα πριν. 

Για να μην αναφέρουμε ένα ακόμη πιο «χτυπητό» παράδειγμα, το οποίο είναι τα εργαλεία πλοήγησης που χρησιμοποιούμε σήμερα και βασίζονται σε ένα σύστημα που λέγεται GPS, το οποίο δουλεύει επειδή έχουμε φτιάξει ρολόγια ακριβείας δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου – τα κοινώς αποκαλούμενα «ατομικά ρολόγια». Και, πιστέψτε με, δεν μπορεί κάτι να γίνει πιο «κβαντομηχανικό» από τα ατομικά ρολόγια! Το γεγονός, λοιπόν, πως μπορούμε να καταλάβουμε τις μικροσκοπικές δονήσεις συγκεκριμένων σωματιδίων και να κατασκευάσουμε συσκευές που δουλεύουν με βάση αυτή την κατανόηση, δείχνει ότι, χωρίς υπερβολή, είμαστε βαθιά μέσα στην κβαντομηχανική, ακόμη και αν δεν το γνωρίζουμε ή δεν το παρατηρούμε.

– Αραγε, τα πράγματα γίνονται παρομοίως «αλλόκοτα» και όταν η επιστήμη της φυσικής στρέφει τη ματιά της, από το μικροσκοπικό στο αχανές, από τον υποατομικό κόσμο στον κόσμο της αστρονομίας και του σύμπαντος;

– Ναι, συμβαίνουν και εκεί παράξενα πράγματα, αλλά με άλλους τρόπους. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που ακόμη αντιμετωπίζουμε είναι πώς μπορεί να συγκεραστεί η φυσική του πολύ μεγάλου, του σύμπαντος, που έχει περιγραφεί τόσο εύγλωττα από τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, με τη θεωρία της κβαντομηχανικής και τη φυσική στο υποατομικό επίπεδο. Σκοπός μας είναι τώρα να βρούμε πώς θα ενώσουμε αυτές τις δύο τόσο όμορφες αλλά τόσο διαφορετικές θεωρίες για το πώς λειτουργούν ο κόσμος και η φύση. Και, ακόμη ψάχνουμε – πολύ συχνά κιόλας, στο σκοτάδι.

– Μιλώντας για την αστροφυσική, έρχεται στον νου ο Στίβεν Χόκινγκ, με τον οποίο μάλιστα διαλέγετε να κλείσετε και το βιβλίο σας. Ποια είναι η δική του «κβαντική κληρονομιά»;

– O Χόκινγκ, περισσότερο από κάθε άλλον στη γενιά του, προσπαθούσε να βρει τη λύση στην πρόκληση που περιγράψαμε μόλις πριν. Ηταν πρωτίστως ένας ειδικός στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, ένας εξπέρ στις καμπυλώσεις του χωροχρόνου και στις μαύρες τρύπες, και, προς τιμήν του, δεν έμεινε εκεί. Ηθελε πολύ να δει τι συμβαίνει όταν προσπαθείς να συνδέσεις αυτές τις δύο πολύ διαφορετικές αντιλήψεις του σύμπαντος, την κβαντική θεωρία και τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, και, όπως και κανείς άλλος έως τώρα, δεν τα κατάφερε. Σημείωσε, όμως, μια σειρά από περίεργα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα όταν πάμε να το κάνουμε, όπως π.χ. η λεγόμενη «ακτινοβολία Χόκινγκ». Ηταν ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει τον κόσμο μέσα από μια ένωση των δύο θεωριών και στάθηκε βαθιά επιδραστικός στην επιστημονική κοινότητα.

Οι φυσικοί είναι άνθρωποι, δεν ζουν απομονωμένοι σε νησιά

– Ο Βασίλι Καντίνσκι είχε γράψει στο εμβληματικό βιβλίο του «Για το πνευματικό στην τέχνη», το 1910, τη διάσημη φράση: «Κάθε έργο τέχνης είναι παιδί της εποχής του, συχνά είναι μητέρα των αισθημάτων μας». Πιστεύετε πως θα μπορούσαμε να την παραφράσουμε, ώστε να μιλήσουμε για την επιστήμη της φυσικής;

– Ναι, το πιστεύω – ιδίως όταν σκέφτομαι όλα αυτά που μπορεί να νιώθουν τα παιδιά στο σχολείο, κατά την πρώτη τους «γνωριμία» με την κβαντική θεωρία. Ολο αυτό το δέος και τον θαυμασμό, ενώ αναρωτιούνται με έκπληξη «πώς μπορεί ο κόσμος να δουλεύει έτσι;». Το ίδιο βέβαια ισχύει για όλους μας, από τα παιδιά του λυκείου έως τους ενηλίκους και τους επιστήμονες: η μελέτη των κβαντικών φαινομένων είναι σαν ένα αστυνομικό μυστήριο κατά το οποίο μαζεύουμε αποδεικτικά στοιχεία, αλλά δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσει. Ειδικά μεταξύ των ερευνητών και των ερευνητικών ομάδων, γεννάει και έναν παθιασμένο ανταγωνισμό, μια ένταση, και μοιάζει σαν μια πανανθρώπινη διανοητική περιπέτεια, ένα δράμα τού «ποιος θα βρει πρώτος τις απαντήσεις». Η έκπληξη, το μυστήριο, ακόμη και η αισθητική και η ομορφιά που περιέχονται σε όλη αυτή την έρευνα, είναι όλα στοιχεία που μου επιτρέπουν να πω πως πλησιάζουμε αρκετά αυτό το πλούσιο φάσμα των συναισθημάτων στο οποίο αναφερόταν ο Καντίνσκι.

– Σε μια κριτική του για την «Κβαντική κληρονομιά», ο θεωρητικός φυσικός και συγγραφέας Σον Κάρολ αναφωνεί: «Οι φυσικοί είναι άνθρωποι!», κάτι που υποδηλώνεται συνεχώς στο βιβλίο σας. Γιατί, όμως, αυτό δεν είναι αυτονόητο;

– Φαντάζομαι επειδή η έρευνά μας συχνά μοιάζει αφηρημένη, εκφράζεται με «τρομακτικά» μαθηματικά και λαμβάνει χώρα κεκλεισμένων των θυρών, σε δυσπρόσιτα μέρη. Είναι λες και όλοι πιστεύουν πως κάνουμε περίεργες, θεωρητικές έρευνες απομονωμένοι σε κάποια νησιά. Αλλά, ποτέ δεν ήταν έτσι, και δεν είναι έτσι: οι προσωπικές, ανθρώπινες ιστορίες μας είναι ένα μεγάλο κομμάτι της εικόνας – από το πόσο ντροπαλός ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φυσικούς στην ιστορία, ο Βρετανός Πολ Ντιράκ, μέχρι το πόσο τρομακτικά επίμονος ήταν ο Στίβεν Χόκινγκ ή το προσωπικό δράμα του Αυστριακού φυσικού Πάουλ Ερενφεστ. Αλλά, ως ιστορικός, ακόμη πιο ενδιαφέρον μού είναι το πώς μπορούμε να χωρίσουμε αυτές τις προσωπικότητες σε διαφορετικές κουλτούρες και εποχές, σε σχολές σκέψης για τι μπορεί να είναι σωστό ή λάθος στη φυσική ή στην καθημερινή ζωή. 

Πώς ήταν άραγε να ανακαλύπτεις νέα πράγματα στην εποχή των ναζί, μην ξέροντας πού θα χρησιμοποιηθούν, ή πώς μπορεί να ήταν να κάνεις έρευνα πάνω στους πυραύλους κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου; Μιλάμε, δηλαδή, για προσπάθειες να ανακαλύψουμε πώς λειτουργεί ο κόσμος σε πολύ συγκεκριμένους τόπους και στιγμές. Και αυτό με ιντριγκάρει πολύ: πώς οι εποχές, το πλαίσιο και οι θεσμοί τους επηρέασαν τις ιδέες μας, την επιστημονική μας έρευνα; Τι προτεραιοποιήθηκε μέσα στην Ιστορία, γιατί γνωρίζουμε τόσο πολλά για κάποια πράγματα και λιγότερο για άλλα; Και αυτό είναι κάτι που ξεπερνά τις μαθηματικές εξισώσεις.

10 January 2023

Απαντήσεις στο τι, το γιατί και το πότε

Ψηλαφώντας τις πιθανότητες ύπαρξης εξωγήινης ζωής στον αχανή κόσμο μας

Κανάρη Τσίγκανου: Καθημερινή, 8/1/23

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. ΝΙΑΡΧΟΣ Συμπαντική μοναξιά: 
Είμαστε μόνοι στο Σύμπαν
; εκδ. Ζήτη, 2022, σελ. 296

Σήμερα αναζητούμε παρατηρησιακά κάποια συγκλονιστική ανακάλυψη που θα απαντούσε στο προαιώνιο ερώτημα που πραγματεύεται το εξαιρετικό βιβλίο του καθηγητή Π. Νιάρχου: «Είμαστε μόνοι στο Σύμπαν;». Το πρώτο σχετικό βήμα για την απάντηση αυτού του θεμελιώδους ερωτήματος έγινε το 1995 με την ανακάλυψη ενός εξωηλιακού πλανήτη να περιφέρεται γύρω από ένα άστρο ηλιακού τύπου από τους Ελβετούς αστρονόμους Mayor και Queloz, οι οποίοι και τιμήθηκαν γι’ αυτό με το βραβείο Νομπέλ Φυσικής (2019). Εκτοτε, έχουν ανακαλυφθεί περισσότεροι από 5.200 εξωπλανήτες, αλλά κανένας δεν μοιάζει εντελώς με τη Γη.

Στο Σύμπαν φαίνεται ότι υπάρχουν περί το ένα τρισεκατομμύριο γαλαξίες (1012), έκαστος των οποίων, κατά μέσον όρο, περιέχει περί το ένα τρισεκατομμύριο αστέρες (1012). Δηλαδή, στο Σύμπαν φαίνεται ότι υπάρχουν τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων (1012x1012=1024) αστέρες με έναν τουλάχιστον πλανήτη ο καθένας! Κάποιοι εξ αυτών μπορούν να φιλοξενούν περισσότερο αναπτυγμένους πολιτισμούς από τον δικό μας και κάποιοι άλλοι λιγότερο αναπτυγμένους πολιτισμούς.

Γιατί όμως δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα κανένα ίχνος εξωγήινης ζωής στο ηλιακό μας σύστημα ή κάπου αλλού στο Σύμπαν; Αυτό το απλό ερώτημα διατύπωσε ως παράδοξο ο διάσημος φυσικός Ενρίκο Φέρμι (1950): δεδομένης της ηλικίας του Σύμπαντος και του πλήθους των αστέρων και των πλανητών που υπάρχουν, η εμφάνιση ζωής θα έπρεπε να είναι ένα πολύ κοινό φαινόμενο και ο γαλαξίας μας θα έπρεπε να φιλοξενεί ένα μεγάλο αριθμό πολιτισμών! Μέχρι στιγμής παραμένει αναπάντητο το βασικό ερώτημα του Φέρμι για τη συμπαντική σιωπή που μας περιβάλλει, παρότι φαίνεται να υπάρχουν τόσες μυριάδες πλανητών. Περισσότερα για αυτό το θέμα παρουσιάζονται στο συμπληρωματικό βιβλίο του καθηγητή Π. Νιάρχου, «Αναζητώντας μια άλλη Γη στο Σύμπαν. Εξωπλανήτες και εξωγήινη ζωή», 2018, εκδ. Δίαυλος, καθώς επίσης και στα πρόσφατα βιβλία του υποφαινόμενου «Ενα γαλάζιο πετράδι στο Διάστημα», 2020 και «Το εκπληκτικό Σύμπαν», εκδόσεις Ζήτη (2020), με βάση τις συναρπαστικές αστρονομικές ανακαλύψεις της τελευταίας εκατονταετηρίδος.

Ομως, πολλά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με τη διαδικασία ανάπτυξης της ζωής στη Γη, η οποία παρότι αρχικά φιλοξένησε μερικά δισεκατομμύρια διαφορετικά είδη ζωής, το 99% των οποίων έχει ήδη εξαφανισθεί, έχουν απομείνει σήμερα μόνο μερικά εκατομμύρια και ένα είδος –ο άνθρωπος– που εκπροσωπεί την έξυπνη ζωή στη Γη. Επομένως, μήπως έχουμε μία στο δισεκατομμύριο πιθανότητες να ανακαλύψουμε έξυπνη ζωή αλλού στο Σύμπαν;

Ανάμεσα στους χιλιάδες πλανήτες που έχουν μέχρι σήμερα ανακαλυφθεί, μόνο 60 θεωρούνται κατοικήσιμοι και μόνο 20 εξ αυτών έχουν το μέγεθος της Γης. Η πρόοδος της τεχνολογίας, με τις προχωρημένες παρατηρησιακές ικανότητες του νέου διαστημικού τηλεσκοπίου James Webb, καθιστά δυνατή την ανίχνευση ζωής μέσω της παρουσίας ατμοσφαιρικών αερίων στην ατμόσφαιρα εξωπλανητών που δείχνουν βιολογική δραστηριότητα. Ας λάβουμε ωστόσο σοβαρά υπόψη και την πιθανότητα της «Συμπαντικής μας μοναξιάς», μια πιθανή εξήγηση της οποίας θα μπορούσε να είναι οι ασύλληπτα τεράστιες αποστάσεις προς άλλους αστέρες, που κάνουν απαγορευτική την επικοινωνία με άλλους κατοικημένους πλανήτες.

Στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου για την εξωγήινη ζωή και την κοινωνία, ο συγγραφέας είναι αμερόληπτος, συζητώντας το πώς η πιθανή ανακάλυψη εξωγήινης ζωής θα επηρεάσει τους νόμους της κοινωνίας μας, τη σωστή αποκρυπτογράφηση των βιβλικών κειμένων της θρησκείας μας, τις φιλοσοφίες μας, τις τέχνες και τις επιστήμες μας, παραθέτοντας όλες τις σχετικές απόψεις των χριστιανικών ομολογιών, του Ιουδαϊσμού, του Ισλάμ, του Ινδουισμού και του Βουδισμού. Παρουσιάζονται η αισιόδοξη και απαισιόδοξη άποψη κατά τις οποίες, είτε το Σύμπαν σφύζει από ζωή και υπάρχουν έξυπνες μορφές ζωής αλλού στον γαλαξία, είτε η εξωγήινη ζωή είναι εξαιρετικά σπάνια και ίσως είμαστε μόνοι σε ένα άψυχο Σύμπαν, αφήνοντας στον αναγνώστη που θα καταφέρει να φθάσει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, να αποφασίσει ποια απάντηση και άποψη υιοθετεί στο αρχικό ερώτημα του τίτλου!

Το βιβλίο συνοδεύεται από λεπτομερέστατη βιβλιογραφία, ενώ η ευδόκιμη πολυετής διδακτική και ερευνητική πείρα του συγγραφέα τού έχει επιτρέψει να τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση αναγνωστών διαφόρων ταχυτήτων. Η παρουσίαση των επιμέρους θεμάτων γίνεται με βάση τις τελευταίες εξελίξεις στα σχετικά επιστημονικά πεδία, και σε αυτό έγκειται η πρωτοτυπία του βιβλίου. Είναι ένα βιβλίο που θα βοηθήσει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί και να «δει με άλλο μάτι» τον κόσμο και τον ρόλο του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν. Όπως γράφει στην αρχή του προλόγου του ο ακαδημαϊκός Δημήτριος Θάνος, παραφράζοντας τον συγγραφέα και ποιητή Κίπλινγκ: «Είναι ένα βιβλίο που σε μαθαίνει για το τι και το γιατί και το πότε, για το πώς και πού και ποιος»!


ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Ίσως κάποια μέρα ανακαλύψουμε εξωγήινη ζωή, και μάλιστα «έξυπνη», όπως υποστηρίζεται από πολλούς επιστήμονες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλά επιχειρήματα που υποστηρίζουν ότι η αναζήτηση εξωγήινης νοημοσύνης ενδέχεται να αποτύχει. Είναι πολύ πιθανόν η περίπλοκη βιόσφαιρα της Γης να είναι μοναδική. Δεν αποκλείεται, όμως, ο δικός μας πολιτισμός να είναι ο πρώτος, τουλάχιστον στον γαλαξία μας. Στην περίπτωση αυτή, η ζωή από τη Γη θα μπορούσε, στη μετα-ανθρώπινη εποχή, να εξαπλωθεί στον γαλαξία μας και πέρα απ’ αυτόν, εξελισσόμενη σε μορφές που δεν μπορούμε ακόμη και να διανοηθούμε. Εάν είναι έτσι, οι πρώτοι διαστρικοί ταξιδιώτες από τη Γη θα είχαν μια αποστολή, να αναπτύξουν τον γήινο πολιτισμό ακόμη περισσότερο και να τον κάνουν κορυφαίο πολιτισμό στο Σύμπαν, στο πολύ μακρινό μέλλον.

Το βιβλίο αυτό έχει ως σκοπό να παρουσιάσει στο ευρύ κοινό τις επιστημονικά αποδεκτές πιθανές απαντήσεις στο ερώτημα που απασχολεί τον άνθρωπο από τότε που εμφανίστηκε πάνω στη Γη: «Είμαστε μόνοι στο Σύμπαν;». Η παρουσίαση των επί μέρους θεμάτων γίνεται με βάση τις τελευταίες εξελίξεις στα σχετικά επιστημονικά πεδία, και σε αυτό έγκειται η πρωτοτυπία του βιβλίου. Για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό το θέμα της εξωγήινης ζωής, μαζί με τις επιπτώσεις της στην κοινωνία, τη θρησκεία, τον πολιτισμό και την τεχνολογία. Είναι ένα βιβλίο που θα βοηθήσει τον αναγνώστη να αναστοχαστεί και να «δει με άλλο μάτι» τον κόσμο και τον ρόλο του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν. Το βιβλίο προλογίζει ο ακαδημαϊκός Δημήτριος Θάνος.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος Ακαδημαϊκού Δημητρίου Θάνου
Πρόλογος συγγραφέα
Εκ βαθέων…

Κεφάλαιο 1. Tο Σύμπαν που ζούμε
1.1. Από πού ερχόμαστε και πού πάμε
1.2. Η κοσμική γειτονιά μας
1.3. Αναζητώντας άλλους κόσμους στο Σύμπαν
1.4. Παράξενοι νέοι κόσμοι

Κεφάλαιο 2. Η Ζωή στο Σύμπαν
2.1. Το φαινόμενο της ζωής
2.2. Η ζωή στη Γη
2.3. Η ζωή στο Ηλιακό Σύστημα
2.4. Ζωή σε άλλα πλανητικά συστήματα

Κεφάλαιο 3. Εξωγήινη ευφυής ζωή
3.1. Έρευνα για ευφυή ζωή στο Σύμπαν
3.2. Εξωγήινοι πολιτισμοί
3.3. Το παράδοξο Fermi
3.4. UFOs

Κεφάλαιο 4. Εξωγήινη ζωή και κοινωνία
4.1. Εξωγήινη ζωή και φιλοσοφικές θεωρήσεις
4.2. Θρησκεία και εξωγήινη ζωή
4.3. Πολιτιστικές και πολιτικές επιπτώσεις
4.4. Επιπτώσεις στην Επιστήμη και την Τεχνολογία

Κεφάλαιο 5. Τελικά, είμαστε μόνοι στο Σύμπαν;
5.1. Αισιόδοξη άποψη: Το Σύμπαν σφύζει από ζωή
5.2. Απαισιόδοξη άποψη: Η ζωή είναι εξαιρετικά σπάνια, ίσως μοναδική
5.3. Η τρίτη άποψη: Είμαστε οι πρώτοι, αλλά όχι μοναδικοί
5.4. Αναζητώντας την τελική απάντηση

The Pale Blue Dot
Η αχνή μπλε κουκκίδα

Βιβλιογραφία

Συντομογραφίες

Ευρετήριο όρων


19 October 2022

«Διαφωτισμός» του Τζον Ρόμπερτσον

Μύθοι και αλήθειες για τα Φώτα (κριτική)

Για τη μελέτη του Τζον Ρόμπερτσον [John Robertson] «Διαφωτισμός – Μια συνοπτική εισαγωγή» (μτφρ. Θεοχάρης Αναγνωστόπουλος, πρόλογος Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, εκδ. Επίκεντρο). Στην κεντρική εικόνα, το έργο του Jean-Louis-Ernest Meissonier, Η διάλεξη στο σπίτι του Ντιντερό (La lecture chez Diderot), 1859.

του Μύρωνα Ζαχαράκη, bookpress.gr, 17 Οκτωβρίου 2022

Το ρεύμα του Διαφωτισμού υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα στη Δύση και είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για την πορεία της ανθρωπότητας συνολικά. Παρόλα αυτά, δεν παύει να είναι συνδεδεμένο με ορισμένες παρανοήσεις που συχνά παρεμποδίζουν την ορθή κατανόησή του. Ο Τζον Ρόμπερτσον, καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, εμπλουτίζει τη γνωστή αξιόλογη σειρά σύντομων «εισαγωγών», με τη μονογραφία του για τον Διαφωτισμό. Το παρόν βιβλίο είναι αρχικά μια παρουσίαση του πώς ο Διαφωτισμός προσελήφθη και αντιμετωπίστηκε από την εποχή του μέχρι και τις μέρες μας.

Η αρχική πρόσληψη

Αρχικά, μας εξηγεί πως είναι παραπλανητική η εντύπωση πολλών ότι οι Διαφωτιστές πολέμησαν γενικά τη «θρησκεία». Πιο σωστό θα ήταν να πούμε ότι αυτό έπραξε μια συγκεκριμένη μερίδα τους, γνωστή ευρύτερα ως «ριζοσπαστικός Διαφωτισμός». Σε γενικές γραμμές, η προσέγγιση των περισσοτέρων Διαφωτιστών του 18ου αιώνα στο ζήτημα της θρησκείας συνδέεται με την αναζήτηση της «φυσικής θρησκείας», κατά τον 17ο αιώνα, με τη θεμελιακή διάκριση ανάμεσα σε φύση και αποκάλυψη να αποτελεί τον βασικό κοινό τους πυρήνα. Σε αυτό το πλαίσιο, η φυσική θρησκεία θεωρήθηκε ως η πρωταρχική και οικουμενική μορφή θρησκευτικότητας των ανθρώπινων όντων, προγενέστερη και σημαντικότερη από τις επιμέρους «αποκεκαλυμμένες» θρησκείες, οι οποίες συνήθως αξιολογούνταν από τους Διαφωτιστές υπό το κριτήριο της συμβατότητας ή της ασυμβατότητας με εκείνη.

Παράλληλα (και ίσως σε άμεση σχέση με αυτό), οι Διαφωτιστές διατύπωσαν τους συλλογισμούς τους περί θρησκευτικής ανεκτικότητας, ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας μετά την έκρηξη βίας που είχε προκληθεί ύστερα από την προτεσταντική Μεταρρύθμιση και την άρση του Διατάγματος της Νάντης. Είναι βέβαια γεγονός πως οι Διαφωτιστές επιτέθηκαν στον δογματισμό, τη μισαλλοδοξία και την έλλειψη ανεκτικότητας του συγκαιρινού τους κλήρου, ωστόσο το ενδιαφέρον τους δεν ήταν αποκλειστικά για πολεμικούς σκοπούς. Αντίθετα, συνεισέφεραν καίρια στην κατανόηση των θρησκευτικών δογμάτων καθώς και στην αναζήτηση τρόπων που να επιτρέπουν τη διατήρησή τους δίχως την απειλή των ατομικών ελευθεριών και της κοινωνικής ειρήνης.

Ο τρίτος πυλώνας της πραγμάτευσης της θρησκείας από τους Διαφωτιστές, μαζί με τη φυσική θρησκεία και την ανεκτικότητα, ήταν το κάλεσμα για καλυτέρευση της επίγειας ζωής μας. Κύρια ιδιότητα του Διαφωτισμού ήταν η επιδίωξή του να επικεντρωθεί όχι στον άλλο κόσμο αλλά σε αυτόν εδώ, αφοσιωμένος στην έμπρακτη βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης, ανεξάρτητα από το όποιο επέκεινα:

«Αυτή, θεωρώ, ήταν η ουσία της συνεισφοράς του Διαφωτισμού στη δυτική σκέψη: η πολιτική οικονομία ως η προοπτική για την ανθρώπινη βελτίωση, σε αυτόν τον κόσμο και όχι στον επόμενο, στο παρόν και όχι στο παρελθόν. Η βελτίωση αυτή γινόταν αντιληπτή μέσα σε μια ιστορική προοπτική, την προοπτική “της προόδου της κοινωνίας”. Ήταν μια προοπτική που είχε επίγνωση των ορίων της: καμία εκδοχή της πολιτικής οικονομίας του Διαφωτισμού δεν υποσχόταν ατελείωτη ανάπτυξη, ούτε εγγυόταν την ισότητα στην πρόσβαση στον πλούτο και το κύρος. Το ουτοπικό τεχνολογικό όραμα του Μαρξ (Karl Marx) με όλους τους ανθρώπους να απολαμβάνουν ακριβώς τις ίδιες ανέσεις, ουδεμία σχέση είχε με τις θεωρίες των ιστορικών ή πολιτικών οικονομολόγων του Διαφωτισμού». (σελ. 126-127).

Το κίνημα, σημειώνει, επωφελήθηκε εν τη γενέσει του από ορισμένες νέες μορφές κοινωνικότητας: τέτοια παραδείγματα αποτελούν το καφενείο, η μασονική στοά και το κοσμικό σαλόνι. Η σημασία τους όμως συχνά παρατονίζεται, διαπιστώνει ο Ρόμπερτσον. Καθοριστικότερος υπήρξε ο εκδοτικός οργασμός της τυπογραφίας κατά τον 18ο αιώνα, με πλήθος βιβλίων, όλο και συχνότερα μη θρησκευτικής θεματολογίας, να τυπώνονται και να φέρουν στους συγγραφείς τους αναγνώριση. Η αύξηση του εγγράμματου κοινού υπήρξε επίσης καθοριστικής σημασίας παράγοντας για τη διάδοση των νέων ιδεών. Κύριο μέλημα των Διαφωτιστών, παρατηρεί ο Ρόμπερτσον, ήταν η συγκρότηση μιας καλλιεργημένης κοινής γνώμης με διάθεση κριτικής αξιολόγησης της εκάστοτε κρατικής εξουσίας.

Παρουσιάζοντας τις σύγχρονες έρευνες που θέλουν έναν Διαφωτισμό που να φθάνει ως την Ινδία και την Κίνα, διασταυρωνόμενος με τους εκεί παραδοσιακούς πολιτισμούς, ο Ρόμπερτσον επιμένει πως ο Διαφωτισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο. Μέσα στο βιβλίο εξετάζεται και το σημαντικότερο ερώτημα των ιστορικών: πώς τελικά σχετίζεται ο Διαφωτισμός με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789; Όπως εξηγεί ο Ρόμπερτσον, δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσά τους. Αυτό συμβαίνει τόσο σε επίπεδο προσώπων, αφού διάσημοι φιλόσοφοι όπως ο Κοντορσέ, ο Παγκάνο, η Γουόλστονκραφτ, η Πιμέντελ, συμμετείχαν προσωπικά στην επανάσταση, αλλά και σε επίπεδο ιδεών, μιας και το σημαντικότερο έργο υπέρ του εν λόγω κινήματος, το Τι είναι η Τρίτη τάξη του αβά Σιεγές, ήταν γραμμένο ως διάλογος ανάμεσα στους φιλοσόφους Ρουσώ και Μοντεσκιέ, απηχώντας δικές τους ιδέες. Ωστόσο, και εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ο Ρόμπερτσον αρνείται την ευρέως διαδεδομενη άποψη σύμφωνα με την οποία η επανάσταση υπήρξε καρπός των ιδεών του Διαφωτισμού. Όπως εξηγεί ο ίδιος:

«Ενώ οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού στρέφονταν προς μια ενημερωμένη κοινή γνώμη για να ασκήσουν έμμεση, περιοριστική πίεση στην κυβέρνηση, οι επαναστάτες προσανατολίζονταν στην ανατροπή του παλιού καθεστώτος μέσα από την άμεση δράση. Η επανάσταση, με άλλα λόγια, ήταν η εκδίκηση των πολιτικών διεργασιών επί της απρόσωπης, βαθμιαίας διαδικασίας της αλλαγής που οραματιζόταν η θεωρία του Διαφωτισμού περί “προόδου της κοινωνίας”» (σελ. 175-176).

Άλλωστε, ελάχιστοι από τους (συνήθως νεαρούς) ηγέτες της επανάστασης είχαν προλάβει να διακριθούν πολιτικά και πνευματικά πριν το έτος 1789. Ναι, είναι αλήθεια ότι οι πραγματείες των φιλοσόφων συνέβαλαν κάπως στον επαναστατικό ξεσηκωμό των μαζών, είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι επίσης καίρια υπήρξε και η συμβολή διαφόρων ημιπορνογραφικών νουβελών και των εξαγριωμένων δημοσιογραφικών άρθρων που εξέθεταν τα παρακμιακά ήθη της γαλλικής αριστοκρατίας. Πάντως, οι σύγχρονοι εκείνων των γεγονότων συχνά ταύτιζαν τον Διαφωτισμό με την επανάσταση, ιδιαίτερα όταν ήθελαν να τα καταδικάσουν, θεωρώντας τη δεύτερη ως αποτέλεσμα συνωμοσίας των εκπροσώπων του πρώτου. Τέτοιες απόψεις συνέχισαν να διαδίδονται και ενισχύθηκαν μετά το 1814.

Στον 19ο αιώνα, ακριβώς εξαιτίας της επανάστασης, το πολιτικό πλαίσιο είχε αλλάξει σημαντικά, με τους κύριους προβληματισμούς να αφορούν πλέον τη δημοκρατία (τα θεμέλια, την έκταση και τις δυνατότητες εκπροσώπησης της λαϊκής κυριαρχίας κ.λπ.). Όσο για τη βασική πεποίθηση των Διαφωτιστών ότι η κακή διακυβέρνηση θα μπορούσε να διαπαιδαγωγηθεί ή τιθασευτεί μέσω μιας επαρκώς ενημερωμένης κοινής γνώμης, είχε πια εξανεμιστεί. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η αμφισβήτηση της κληρονομιάς του Διαφωτισμού, μέχρι και σήμερα, λαμβάνει χώρα ως σύγκρουση ανάμεσα σε δύο μεγάλες ομάδες: από τη μια μεριά βρίσκονται οι (συνήθως ιστορικοί) «νεωτερικοί», οι οποίοι υπερασπίζονται τις αξίες του και τον ταυτίζουν με τη Νεωτερικότητα, ενώ από την άλλη οι (συνήθως φιλοσοφούντες) «μετανεωτερικοί», που επίσης τον ταυτίζουν με τη Νεωτερικότητα, αλλά θεωρούν τις αξίες του παρωχημένες και κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνες για μερικά μεγάλα δεινά της ανθρωπότητας.

Από τους σημαντικότερους φιλοσοφικούς επικριτές του Διαφωτισμού, μεταπολεμικά, ήταν οι νεομαρξιστές Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, που τον κατηγόρησαν για «εργαλειακή ορθολογικότητα» και μετατροπή της φύσης σε αντικείμενο, και ο ιστορικός των ιδεών Αϊζάια Μπερλίν, που του αντιπαρέταξε τον ρομαντισμό με τον βολονταρισμό του. Σε αυτούς θα μπορούσε να προστεθεί και ο Γερμανός ιστορικός Ράινχαρτ Κοζέλεκ, ο οποίος επικεντρώθηκε στην «ανεπαρκή» απάντηση του Διαφωτισμού έναντι της απόλυτης μοναρχίας, αλλά και στην αποδυνάμωση του θεσμού του κράτους, εκ μέρους του.

Στις δεκαετίες 1970 και 1980, η κριτική οξύνθηκε: ο Γάλλος μεταμοντέρνος Μισέλ Φουκώ, που επιχείρησε να ανιχνεύσει μέσα στον Διαφωτισμό κρυμμένες «απολυταρχικές» τάσεις, ο Σκώτος στοχαστής Άλασνταιρ Μακιντάιρ, που εντόπισε σε αυτόν το κεντρικό «σφάλμα» της θεμελίωσης αξιών χωρίς ερείσματα, το οποίο θεωρεί ότι τελικά οδήγησε την ηθική φιλοσοφία της Δύσης στο αδιέξοδό της, ενώ ο φιλόσοφος Ρίτσαρντ Ρόρτι επιχείρησε τη θεμελίωση μιας φιλοσοφίας απορρίπτοντας την (κυρίως καντιανή) βεβαιότητα για την ύπαρξη μιας οικουμενικής και ορθολογικής «φόρμουλας» για την αλήθεια και την ηθική.

Το γενικά γνωστότερο έργο υπεράσπισης του Διαφωτισμού, υπήρξε η περίφημη Φιλοσοφία του Διαφωτισμού, από τον Γερμανοεβραίο φιλόσοφο Ερσντ Κασσίρερ, ο οποίος λίγο αργότερα έφυγε από τη Γερμανία, λόγω της εδραίωσης του Χίτλερ και του ναζισμού, εναντίον των οποίων προσπάθησε βασικά να προειδοποιήσει με το έργο του εκείνο. Η απουσία μιας συστηματικά φιλοσοφικής υπεράσπισης του Διαφωτισμού, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ώθησε τους ιστορικούς να λάβουν οι ίδιοι τη σκυτάλη, βλέποντας ενδεχομένως εκεί ένα καλύτερο ιστορικό παρελθόν της Ευρώπης, οπωσδήποτε προτιμότερο από τα γεγονότα που οι ίδιοι είχαν βιώσει.

Συγκεκριμένα, στις δεκαετίες 1950 και 1960, πολλοί από αυτούς ασπάζονταν κάποια θεωρία εκσυγχρονισμού (στη μαρξιστική ή στη βεμπεριανή εκδοχή), με τον Διαφωτισμό να αντιπροσωπεύει για αυτούς προ παντός τη θρησκευτική εκκοσμίκευση και την οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Διαφωτισμός ταυτιζόταν με τις νεωτερικές αξίες, πράγμα που ενισχύθηκε περαιτέρω μετά το 1989, λόγω της αμφισβήτησης της μαρξιστικής μεθοδολογίας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, καθώς και λόγω της εμφάνισης πολιτικοποιημένων μορφών της θρησκείας και μεταμοντέρνων ιδεών σχετικισμού. Η διαπάλη ανάμεσα σε φιλοσόφους και ιστορικούς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αν και αμφότερες οι πλευρές κατά κανόνα ταυτίζουν τον Διαφωτισμό με τις νεωτερικές αξίες.

20 September 2022

Γράφε για όσα ξέρεις - Write what you know.

20 καταξιωμένοι συγγραφείς αποτιμούν την πιο διάσημη συγγραφική συμβουλή



Marc Twain
E.Hemingway
Η κλασσικότερη ίσως συμβουλή προς εκκολαπτόμενους συγγραφείς, άλλοι την αποδίδουν στον Μαρκ Τουέιν, άλλοι στον Χέμινγουεϊ. «Γράψε για όσα ξέρεις»: Μια συμβουλή που παροτρύνει τους νέους συγγραφείς να επικεντρωθούν είτε στη δική τους ζωή είτε σε στοιχεία που γνωρίζουν εκ των προτέρων καλά, ώστε να δημιουργήσουν τις ιστορίες τους. Βέβαια, ο συγκεκριμένος συγγραφικός κανόνας δεν είναι αποδεκτός από όλους – πολλοί διάσημοι συγγραφείς θεωρούν μια τέτοια προσέγγιση περιοριστική. 

Επιμέλεια: Book Press

Ακολουθούν οι απόψεις είκοσι γνωστών, ξένων συγγραφέων, που αποτιμούν την εγκυρότητα της χιλιοειπωμένης αυτής συγγραφικής συμβουλής. Ανάμεσα στους συγγραφείς που τοποθετούνται είναι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Ρέιμοντ Κάρβερ, η Τόνι Μόρισον κ.ά.

Καζούο Ισιγκούρο: «Μην γράφετε για όσα ξέρετε»

Η συμβουλή «γράψε για αυτά που ξέρεις» είναι ένα από τα πιο ανόητα πράγματα που έχω ακούσει ποτέ μου. Ωθεί τους ανθρώπους στο να γράφουν βαρετές αυτοβιογραφίες. Με αυτόν τον τρόπο, δεν απελευθερώνεται η φαντασία του συγγραφέα και δεν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητές του.

— από συνέντευξή του στο ShortList

Πόλα Φοξ: «Αναρωτηθείτε πόσα πραγματικά ξέρετε»

Υπάρχει μια μεγάλη αλήθεια, κι αν αντιληφθείτε αυτή τη μεγάλη αλήθεια, αν καταλάβετε πώς δρουν οι άνθρωποι, τότε όλα τα υπόλοιπα είναι αυτονόητα. Ο Χένρι Τζέιμς μιλά γι’ αυτό στο βιβλίο του Η τέχνη της μυθοπλασίας. Γράφει για μια συγγραφέα που ήξερε, που κάποτε ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ενός μικρού σπιτιού στο Παρίσι, και καθώς ανέβαινε, έτυχε να περάσει έξω από ένα δωμάτιο με την πόρτα ανοιχτή. Μέσα στο δωμάτιο εκτυλισσόταν μια σύσκεψη Γάλλων Ουγενότων –η ιστορία εκτυλίσσεται τον δέκατο ένατο αιώνα–, οι οποίοι κάπνιζαν και συζητούσαν. Η γυναίκα κοντοστάθηκε για μισό λεπτό• σταμάτησε για λίγο κι έπειτα προχώρησε. Μετά από δυο ή τρία χρόνια, η γυναίκα έγραψε ένα βιβλίο για τους Ουγενότους, και όλα όσα αναφέρονταν σε αυτό, σύμφωνα με τον Χένρι Τζέιμς, ήταν απολύτως έγκυρα. Χρειάστηκε μονάχα μισό λεπτό. Φροντίζω να λέω στους μαθητές μου να μην γράφουν αποκλειστικά για όσα ξέρουν, γιατί πραγματικά δεν μπορώ να αντιληφθώ πόσα ξέρουν. Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Πώς να ορίσεις αυτά που γνωρίζεις; Για τη γυναίκα, αυτά που έμαθε και ένιωσε μέσα σε εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα, σήμαιναν τα πάντα.

– από συνέντευξή της, το 2004, στο The Paris Review

Ούρσουλα Λε Γκεν: «Γράψε για όσα γνωρίζεις, για φανταστικές χώρες και εξωγήινες κοινωνίες»

Όσο για το «Γράψε για αυτά που ξέρεις», μου το έλεγαν πάντα όταν ήμουν αρχάρια. Πιστεύω πως είναι ένας πολύ σωστός κανόνας και πάντα τον υπάκουγα. Γράφω για φανταστικές χώρες, για κοινωνίες εξωγήινων σε άλλους πλανήτες, για δράκους, για μάγους, για την κοιλάδα της Νάπα το 22002. Ξέρω για αυτά τα πράγματα. Τα ξέρω καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, επομένως είναι καθήκον μου να μιλήσω γι' αυτά. Απέκτησα τις γνώσεις μου για όλα αυτά με τον τρόπο που απέκτησα κι όλες τις γνώσεις για την καρδιά και το μυαλό των ανθρώπων, μέσω της φαντασίας που βασίζεται στην παρατήρηση. Όπως και κάθε άλλος μυθιστοριογράφος. Ο κανόνας, λοιπόν, στέκει, αν δώσεις έναν καλό ορισμό στη λέξη «ξέρω».

- από το On Rules of Writing

Ζόι Χέλερ: «Γράψε με ειλικρίνεια για όσα έχουν ενδιαφέρον»

Το πρώτο λάθος που έκανα ως μαθήτρια [αφού με συμβούλεψαν να γράφω για όσα γνωρίζω] ήταν να υποθέσω πως μου ζητούσαν να γράφω αποκλειστικά για όσα μου είχαν συμβεί. Στην πραγματικότητα, η έμφαση πέφτει στη λέξη «γνωρίζω»• το πώς απέκτησες τις γνώσεις σου είναι ένα άλλο θέμα, αρκετά ανοιχτό. Πράγματι μπορείτε να βασιστείτε στη ζωή σας. Αλλά μπορείτε επίσης να παρατηρήσετε τις εμπειρίες των άλλων ανθρώπων, με συμπόνια. Μπορείτε να διαβάσετε και να κάνετε έρευνα. Και επιπλέον, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τη φαντασία σας. Οι καλοί συγγραφείς αποκτούν τις γνώσεις τους χάρη σε έναν συνδυασμό όλων αυτών. […]

Το δεύτερο και ελαφρώς πιο ασήμαντο λάθος που έκανα –ένα λάθος που όμως επαναλάμβανα για πολύ καιρό- ήταν να υποθέσω πως η απόδοση της βιωματικής γνώσης στη μυθοπλασία ήταν μια απλή, ακόμα και κοινότοπη δουλειά. Για τους περισσότερους συγγραφείς, απαιτείται πραγματικά πολλή σκληρή δουλειά και πολλές λανθασμένες εκκινήσεις προτού βρεθούν σε θέση να εξαγάγουν τα πολύτιμα κι ενδιαφέροντα στοιχεία που κρύβονται στις αυτοβιογραφίες τους. […]

Οι περισσότεροι συγγραφείς, είτε επειδή είναι διστακτικοί είτε επειδή είναι υπερόπτες είτε επειδή φοβούνται να εκτεθούν, λογοκρίνουν τους εαυτούς τους ασυνείδητα και πετούν στα σκουπίδια το σιτάρι, παρερμηνεύοντάς το ως μη λογοτεχνικό άχυρο. Υπό αυτή την έννοια, η υπενθύμιση να γράφεις για αυτά που ξέρεις –για αυτά που πραγματικά ξέρεις, και όχι για την κομψή εκδοχή τους– είναι μια σημαντική συμβουλή, όχι μόνο για τις εντεκάχρονες μαθήτριες, αλλά και για τους συγγραφείς οποιασδήποτε ηλικίας.

- από τη στήλη Bookends στους New York Times

Μοσίν Χαμίντ: «Γράφοντας μαθαίνεις, αλλάζεις»

Μπορεί το DNA της μυθοπλασίας να είναι, όπως το δικό μας DNA, μια διπλή έλικα, ένα δίκλωνο θηρίο. Το ένα κομμάτι γεννιέται από όσα έχουν βιώσει οι συγγραφείς. Το άλλο γεννιέται από αυτό που οι συγγραφείς επιθυμούν να βιώσουν, από την παρόρμησή τους να γράψουν για να μάθουν.

Τελικά, η γνώση δεν είναι ένα αμετάβλητο αγαθό. Οι γνώσεις αλλάζουν όταν καταγράφονται. Η αφήγηση αλλάζει τον αφηγητή. Και μια ιστορία αλλάζει όταν την αφηγούμαστε.

Ο ανθρώπινος εαυτός αποτελείται από ιστορίες. Αυτές οι ιστορίες έχουν τις ρίζες τους εν μέρει στην εμπειρία κι εν μέρει στη φαντασία. Η δύναμη της μυθοπλασίας έγκειται στην ιδιαιτερότητά της να εκφράζει αυτό το περίεργο χαρακτηριστικό της ύπαρξής μας, να μας επιτρέπει να παίζουμε με ένα αίνιγμα που σκαρφιζόμαστε εμείς οι ίδιοι, καθώς προχωράμε στη ζωή.

Τα σώματά μας είναι περίπλοκες βιολογικές μηχανές. Όσο υπάρχουν, δημιουργούν μια ιστορία για την ύπαρξή τους, προκειμένου να λειτουργήσουν. Αυτή την ιστορία την ονομάζουμε «εαυτό». Πιστεύουμε πως η ιστορία είναι πραγματική. Πιστεύουμε πως η ιστορία ελέγχει τη μηχανή. Ωστόσο, συχνά ανακαλύπτουμε πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Κάνουμε πράγματα που δεν συμβαδίζουν με τις ιστορίες μας, φρικτά πράγματα. Κι αφού τα κάνουμε, λέμε: «Δεν ήμουν ο εαυτός μου».

Η συγγραφή μάς δίνει τη δυνατότητα να εκφράσουμε τις ιστορίες που μας αποτελούν στη μορφή της μυθοπλασίας. Γράψε λοιπόν για αυτά που ξέρεις. Αλλά να θυμάσαι πως κι αυτά που ξέρεις «γράφουν» εσένα.

– από τη στήλη Bookends στους New York Times

Τόνι Μόρισον: «Μην γράφετε μόνο για όσα ξέρετε»

Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά μου φαίνεται ότι πολλά κείμενα μυθοπλασίας, ιδιαίτερα αυτά των νέων ανθρώπων, είναι συχνά πολύ αυτοβιογραφικά. Η αγάπη, ο θάνατος, η αγάπη μου, ο θάνατός μου, το ένα, το άλλο... Δεν υπάρχουν πραγματικοί χαρακτήρες σε αυτά τα έργα.

Όταν δίδασκα δημιουργική γραφή στο Πρίνστον, όλοι οι μαθητές μου μια ζωή άκουγαν πως έπρεπε να γράφουν για όσα ξέρουν. Πάντα ξεκινούσα το μάθημα λέγοντας: «Μην δίνετε σημασία σε αυτό». Πρώτον, γιατί δεν ξέρετε τίποτα, και δεύτερον, γιατί δεν θέλω να ακούσω για τον έρωτά σας, για τη μαμά σας, για τον μπαμπά σας και για τους φίλους σας. Σκεφτείτε κάποιον που δεν γνωρίζετε. Τι γίνεται με μια Μεξικανή σερβιτόρα στο Ρίο Γκράντε που μόλις και μετά βίας μιλάει αγγλικά; Ή τι γίνεται με μια grande dame στο Παρίσι; Μιλήστε για πράγματα που είναι εκτός της καθημερινότητάς σας, φανταστείτε τα. Μην καταγράφετε απλώς ένα γεγονός που έχετε ήδη ζήσει. Με εντυπωσίαζε το πόσο αποτελεσματική ήταν αυτή η συμβουλή. Οι μαθητές μου σκέφτονταν πολύ δημιουργικά όταν τους ζητούσα να γράψουν για κάτι που δεν γνώριζαν. Ήταν μια πολύ καλή άσκηση. Ακόμα κι αν εντέλει έγραφαν πάλι αυτοβιογραφικά, έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν εξωτερικοί παρατηρητές.

— από συνέντευξή της, το 2014, στο περιοδικό «NEA Arts»

Νταν Μπράουν: «Να γράφετε για αυτά που θέλετε να μάθετε»

Πολλοί λένε: «Γράψε για αυτά που ξέρεις». Νιώθω πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αφοσιωθείς πνευματικά σε ένα θέμα για ένα ή για δύο ολόκληρα χρόνια. Πρέπει να γράφετε για αυτά που επιθυμείτε πραγματικά να ανακαλύψετε. Η διαδικασία της συγγραφής πρέπει να είναι και μια διαδικασία μάθησης. Γράφοντας το Inferno, έμαθα τόσα πολλά πράγματα που δεν ήξερα, για τη γενετική μηχανική, για τον Δάντη. Και η μάθηση, μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής του μυθιστορήματος, μέσα από την έρευνα και από τις συμβουλές των ειδικών, ήταν πραγματικά αυτό που μου έδινε κίνητρο να συνεχίσω να γράφω. Έτσι, αν ένας νεαρός συγγραφέας μου έλεγε: «Δεν ξέρω για τι να γράψω», θα του απαντούσα: «Τι θα ‘θελες να μάθεις;» Ξεκίνα να μαθαίνεις – εφόσον θες εσύ να μάθεις για αυτό, πιθανότατα θα θέλει και κάποιος άλλος, και η εκμάθησή σου θα γίνει η εκμάθηση όλων των αναγνωστών σου, καθώς διαβάζουν το μυθιστόρημά σου.

– από όσα είπε στο CBS, το 2014

Μεγκ Γουόλιτζερ: «Να γράφετε για τις εμμονές σας»

Απλώς προσπαθώ να δουλέψω πάνω σε ιδέες που με ενδιαφέρουν, που με μπερδεύουν, που με απορροφούν. Κάποιοι λένε: «Γράψε για αυτά που ξέρεις», αλλά για μένα είναι περισσότερο: «Γράψε για τις εμμονές σου».

– από συνέντευξή της, το 2017, στο Nashville Review

Ρίτσαρντ Φορντ: «Το να γράφεις για αυτά που δεν ξέρεις είναι η δουλειά του συγγραφέα»

Καταρχάς, δεν νομίζω πως ένας συγγραφέας που γράφει για την απώλεια, χρειάζεται να την έχει βιώσει κι ο ίδιος. Μπορούμε να φανταστούμε την απώλεια. Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα. Ταυτιζόμαστε, εκφραζόμαστε, δημιουργούμε πολλά περισσότερα από όσα μας προσφέρει μια μικρή εμπειρία. Ο Χέμινγουεϊ (γεμάτος αυτοπεποίθηση, ως συνήθως) είπε: «Γράψε μόνο για αυτά που ξέρεις». Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να γράφετε αποκλειστικά για όσα έχετε κάνει, για όσα έχετε βιώσατε οι ίδιοι. Ένας τέτοιος κανόνας περιορίζει άσκοπα τη φαντασία, περιορίζει την περιέργειά μας, την ικανότητά μας να συμπάσχουμε. Άλλωστε, ένα μυθιστόρημα ενδεχομένως να κάνει τον αναγνώστη να βιώσει διαφορετικά συναισθήματα, να συγκινηθεί, να κατανοήσει συμπεριφορές που δεν του είναι οικείες. Ο συγγραφέας πρέπει να μπορεί να το κάνει και αυτό.

– από συνέντευξή του στο Granta

Γουίλιαμ Τ. Βόλμαν: «Να μαθαίνετε συνεχώς»

Υποθέτω πως πρέπει να ξεκινήσετε όπως σας είπε ο Χέμινγουεϊ, γράφοντας για αυτά που γνωρίζετε, που συνήθως είναι ο εαυτός σας… Και ταυτόχρονα να προσπαθήσετε να αποκτήσετε όσο το δυνατόν περισσότερες εμπειρίες και να διαβάζετε όσο το δυνατόν περισσότερα βιβλία, ώστε να είστε σε θέση να δημιουργήσετε διαφορετικές φωνές και να μάθετε περισσότερα.

–από συνέντευξή του στο BookSlut

Λι Τσάιλντ: «Να γράφετε για τα συναισθήματά σας»

Νομίζω πως το [«γράψε για όσα ξέρεις»] είναι μια πολύ κακή συμβουλή. Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν αρκετά ώστε να φτιάξουν μια συναρπαστική ιστορία, και πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να αποφύγουν την κακή και φλύαρη πρόζα όταν πρωτοξεκινούν να γράφουν. Από την άλλη, το «Γράψε για αυτά που νιώθεις» είναι μια πολύ καλή συμβουλή – για παράδειγμα, γράψτε αν φοβηθήκατε, αν ανησυχήσατε, αν θυμώσατε, αν εκστασιαστήκατε, χρησιμοποιείστε τα συναισθήματα σας ώστε να εξυπηρετήσετε τις ανάγκες της πλοκής σας.

– από συνέντευξή του στο UKAuthors

Φίλιπ Πούλμαν: «Γράψε για ό,τι θέλεις»

Μερικοί άνθρωποι θα πουν: «Να γράφετε πάντα για αυτά που γνωρίζετε». Δεν νομίζω πως είναι καλή συμβουλή. Εξίσου λάθος είναι να γράφεις για αυτά που πιστεύεις πως θα αρέσουν στους άλλους ανθρώπους. Νομίζω πως είναι απλώς ανόητο. Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε καθόλου τους άλλους όταν γράφουμε. Δεν τους αφορά αυτό που γράφουμε. Το 1996, κανείς δεν έλεγε: «Μακάρι κάποιος να έγραφε το πρώτο Χάρι Πότερ! Δεν έχει γράψει κανείς ακόμα για τον Χάρι Πότερ. Μακάρι να βιαστούν». Η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ πέτυχε καθώς δεν έδινε δεκάρα για αυτά που πίστευε ο κόσμος. Δεν ήξεραν πως ήθελαν τον Χάρι Πότερ μέχρι που έγραψε για αυτόν. Αυτός είναι ο σωστός τρόπος.

– από συνέντευξή του, το 2011, στον Guardian

Σου Μονκ-Κιντ: «Μάθε να σκέφτεσαι διαφορετικά»

Υπάρχει ένας αφορισμός που λέει πως πρέπει να γράφεις για ό,τι ξέρεις, και αν είχα ακολουθήσει αυτή τη μάλλον κακή συμβουλή, δεν θα επιχειρούσα ποτέ να γράψω με τη φωνή ενός σκλάβου.

– από την ιστοσελίδα Kidd

Γκορ Βιντάλ: «Αν γράφεις για αυτά που ξέρεις, δεν γράφεις λογοτεχνία»

Η λογοτεχνία υποτίθεται πως έχει να κάνει με τις αξίες μας, και δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο στη γη. Να έχεις αξίες. Τώρα, έχει πάντα να κάνει με κάποιον που προσπαθεί να αποκτήσει μια μόνιμη θέση στο πανεπιστήμιο του Ann Arbor, και η γυναίκα του τον εγκαταλείπει εξαιτίας μιας εσωτερικής νταντάς από την Αγγλία, και το παιδί είναι αυτιστικό, και έχουμε πολλές σκηνές στο νοσοκομείο που είναι αποκαρδιωτικές. Και αυτό συνεχίζεται, και συνεχίζεται, και συνεχίζεται. Κάποτε ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής των Εθνικών Βραβείων Βιβλίου. Δεν διάβασα μυθοπλασία - δεν διάβασα τίποτα καλό. Σίγουρα δεν διάβασα λογοτεχνία. Διάβαζα απλώς για το «γράψε για όσα ξέρεις». Και αυτά που ήξεραν οι συγγραφείς δεν ήταν αρκετά. Τουλάχιστον στα δικά μου γραπτά θα μάθετε ποιος ήταν ο αντιπρόεδρος του Μπιουκάναν.

– από συνέντευξή του, το 2012, στο LARB

Π. Ντ. Τζέιμς: «Γράψε οπωσδήποτε για αυτά που ξέρεις»

Πρέπει οπωσδήποτε να γράφεις για αυτά που ξέρεις. Υπάρχουν διάφορα μικροπράγματα που πρέπει να αποθηκεύσεις μέσα σου, και να τα χρησιμοποιήσεις, τίποτα δεν πάει χαμένο για έναν συγγραφέα. Πρέπει να μάθεις να αποστασιοποιείσαι. Όλη η εμπειρία, είτε είναι επώδυνη είτε είναι χαρούμενη, με κάποιο τρόπο αποθηκεύεται μέσα σου και αργά ή γρήγορα αξιοποιείται.

– από το «PD James's 10 tips for write novels» στο BBC News

Ρέιμοντ Κάρβερ: «Το να γράφεις όσα ξέρεις είναι καμιά φορά επικίνδυνο»

Πρέπει να ξέρετε καλά τι κάνετε όταν μετατρέπετε τις προσωπικές σας ιστορίες σε λογοτεχνικές ιστορίες. Πρέπει να είστε απίστευτα τολμηροί, πολύ επιδέξιοι και πάνω από όλα πρόθυμοι να πείτε τα πάντα για εσάς. Όταν είστε νέοι, σαν συμβουλεύουν συνεχώς να γράφετε για όσα ξέρετε, και εντέλει, αυτό που ξέρετε καλύτερα είναι τα δικά σας μυστικά. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να γράψετε ολόκληρους τόμους με τον τίτλο «Η ιστορία της ζωής μου». Αυτό είναι κάτι το επίφοβο, και συχνά είναι κι ένας μεγάλος πειρασμός, καθώς πολλοί συγγραφείς δίνουν έναν υπερβολικά αυτοβιογραφικό χαρακτήρα στις ιστορίες τους. Λίγη αυτοβιογραφία και πολλή φαντασία, αυτή είναι η καλύτερη αναλογία.

– από συνέντευξή του, το 1983, στο The Paris Review

Κέν Κέσεϊ: «Όσα ξέρεις είναι βαρετά»

Ένα από τα πιο ανόητα πράγματα που σου έμαθαν ήταν να γράφεις για αυτά που ξέρεις. Αυτά που ξέρεις είναι συνήθως βαρετά. Θυμάσαι τότε που αποφάσισες να γίνεις συγγραφέας; Τότε που ήσουν οκτώ ή δέκα χρονών, και διάβαζες για ήρωες με λεπτά χείλη που πετούσαν πάνω από μυστηριώδεις ζούγκλες κι έμπλεκαν σε φανταστικές περιπέτειες; Για αυτά ήθελες να γράψεις, για αυτά που δεν ήξερες.

– από το «Remember This: Write What You Don't Know», που δημοσιεύτηκε το 1989 στους New York Times

Έρνεστ Χέμινγουεϊ: «Σκαρφίσου ιστορίες από αυτά που ξέρεις»

Τα πετάς όλα και σκαρφίζεσαι ιστορίες από αυτά που ξέρεις. Έπρεπε να το είχα πει νωρίτερα. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι για να γράψεις.

– από το The art of the short story

Γουίλιαμ Χ. Γκας: «Μην γράφετε για αυτά που γνωρίζετε»

Καθώς έγραφα το In the Heart of the Heart of the Country, συνειδητοποίησα πως αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο προκειμένου να βεβαιωθώ πως η ιστορία δεν σχετιζόταν καθόλου με τη ζωή μου, και πιστεύω πως είναι πράγματι πολύ σημαντικό να το ξεκαθαρίσει κανείς αυτό. Πάρα πολλοί συγγραφείς γράφουν για τη ζωή τους. Είναι πιο εύκολο, πιο σαγηνευτικό, και μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικό. «Σε εμένα συνέβη, επομένως πρέπει να είναι ενδιαφέρον». Ξέρετε, αυτό είναι ολίγον απαίσιο.

– από συνέντευξή του, το 2011, που δημοσιεύτηκε στο Tin House

Τζον Μπάνβιλ: «Να ρισκάρετε»

Ανέκαθεν πίστευα πως η συμβουλή «γράψε για όσα ξέρεις» είναι μια κακή συμβουλή. Ανέκαθεν πίστευα πως πρέπει να ρισκάρεις.

– από συνέντευξή του στο The Elegant Variation