Showing posts with label οπισθοδρομικότητα. Show all posts
Showing posts with label οπισθοδρομικότητα. Show all posts

07 February 2022

«Ελληνώνυμοι» οι Ελληνες και «Ελλαδιστάν» η Ελλάδα;

 του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 6/2/2022

(...) Αν αναζητούσαμε εμβληματικές συνόψεις ή αφοριστικές αποτυπώσεις των αντιλήψεων αυτών για την «Ελλάδα που δεν…» θα στεκόμασταν στα εξής: 

  • Στην αλαζονική απόφανση του Κώστα Σημίτη, πρωθυπουργού τότε, «αυτή είναι η Ελλάδα». 
  • Στον κατεδαφιστικό στίχο του Διονύση Σαββόπουλου, «δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάδα ζεις». 
  • Στις σαρωτικά υποτιμητικές φράσεις του Δημήτρη Δημητριάδη: «Ανήκω σε έναν λαό τον οποίο βδελύσσομαι. Το βδέλυγμα είναι αυτός ο λαός. Ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός είναι ένα βδέλυγμα. Ο λαός αυτός είναι πλέον ικανός και πανέτοιμος για το χειρότερο. Για το χείριστο. Δεν είναι ικανός και πανέτοιμος παρά μόνο γι’ αυτό. Επειδή ο ίδιος ανήκει στο χειρότερο. Στο χείριστο. Ο ελληνικός λαός ανήκει οριστικά στο μη περαιτέρω του χείριστου». 
  • Και στο δόγμα «Finis Graeciae» του Χρήστου Γιανναρά, η επιφυλλίδα του οποίου στην «Καθημερινή της Κυριακής», 23.1.2021, με τίτλο «Σαράντα χρόνια μονοτονικό», στάθηκε η αφορμή των σημερινών «Υποθέσεων».

Η αλήθεια είναι ότι στη συγκεκριμένη επιφυλλίδα ο Χρήστος Γιανναράς δεν επαναλαμβάνει μία επιπλέον φορά, μυριοστή, το «Finis Graeciae», ένα μοτίβο των βιβλίων και των εφημεριδογραφικών σχολίων του – κι ένα μοιρολόι δίχως νεκρό. Εχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1986, όταν ο κ. Γιανναράς κήρυξε το τέλος της χώρας, τον θάνατό της, κι όμως η Ελλάδα συνεχίζει να πορεύεται επί γης, με τα καλά της και τα κακά της. Αλλά ποια Ελλάδα; Ο καθηγητής-επιφυλλιδογράφος αρνείται πεισματικά το δικαίωμα του τόπου να φέρει αυτό το όνομα, τους δε κατοίκους του τους θεωρεί ανάξιους να αποκαλούνται Ελληνες. Για «Ελληνώνυμους» (ξανα)μιλάει στην επιφυλλίδα του, μονότονα υποτιμητικός, και για «Ελλαδιστάν». Και, μα την αλήθεια, σαν Ελληνας και Ελλαδίτης (αυτονοήτως, αφού εδώ έτυχε να γεννηθώ) νιώθω να προσβάλλομαι κ α ι προσωπικά. Να προσβάλλονται όλοι οι γνώριμοι και οι άγνωστοί μου που έτυχε να γεννηθούν σε τούτα τα μέρη. Δεν μιλάει μόνο για Ελληνώνυμους και Ελλαδιστάν ο κ. Γιανναράς. Αλλά και για «φαιδρό Ελλαδέξ», «θλιβερό ελλαδικό κρατίδιο», «θλιβερό ελληνώνυμο κρατίδιο», «ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», «τρισάθλιο κρατίδιο των Ελληνωνύμων» (η αποδελτίωση των ελεεινολογικών όρων έγινε από τον Γιάννη Η. Χάρη, σε άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 19.12.2020).

Σε άλλους καιρούς, όπως ξέρουμε από παραδόσεις που έχει καταγράψει ο Ι. Θ. Κακριδής, οι πρόγονοί μας φαντάζονταν πως «οι παλιοί οι Ελληνες ήταν αψηλοί σα λεύκες, τρανοί ως εφτά πήχια». Σήμερα ο κ. Γιανναράς μάς φαντάζεται πυγμαίους, σφετεριστές ένδοξων ονομάτων, κατοίκους μιας τιποτένιας χώρας.

29 January 2022

Ψευδοεπιστήμη, μία σύγχρονη μάστιγα πνευματικής πενίας

  • του καθηγητή ΜΆΝΩΛΗ ΠΛΕΙΩΝΗ, Καθημερινή

  • Η κατανόηση της νομοτέλειας των φυσικών και κοινωνικών διεργασιών και η μεταλαμπάδευση αυτής της γνώσης στο ευρύ κοινό είναι θεμελιώδης και απαραίτητη διαδικασία αν θέλουμε η κοινωνία να μην υποκύπτει σε ψευδοεπιστημονικές και μεταφυσικές θεωρήσεις και τη διάχυτη συνωμοσιολογία που κατακλύζει το Διαδίκτυο και τα ΜΜΕ, με προεξέχουσα θέση αυτή της αστρολογίας, του ψεκασμού της ατμόσφαιρας με χημικά «χειραγώγησης», του «πληθυσμιακού ελέγχου» μέσω του εμβολιασμού για την COVID-19, της χρήσης μάσκας ως μέσο στέρησης της ατομικής μας ελευθερίας αλλά και της «επιστήμης» Νέας Εποχής (New Age) περί «κβαντικής» ιατρικής/ ψυχολογίας/ηθοποιίας, κ.ά.


    Βέβαια, η διείσδυση εδώ και χρόνια της ψευδοεπιστήμης και της συνωμοσιολογίας στην κοινωνία, ακόμα και σε θεσμικούς φορείς εκπαίδευσης, κάτι για το οποίο θα έπρεπε η συγκροτημένη Πολιτεία να έχει πάρει τα μέτρα της, αλλά και η προβολή τους μέσω ΜΜΕ έχει προλειάνει το έδαφος, με σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της πνευματικής συγκρότησης της νέας γενιάς στην πιο κρίσιμη ηλικία, αυτή στην οποία διαμορφώνονται χαρακτήρες, αντιλήψεις και στάσεις ζωής. 


    Δυστυχώς σε αυτό έχουν ευθύνη και τα πανεπιστήμια που έχουν όχι μόνο ανεχθεί στους κόλπους τους αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και προωθήσει, για τους όποιους συγκυριακούς λόγους, ανθρώπους με ελλιπέστατη επιστημονική συγκρότηση, που είναι συνήθως αυτοί που χρησιμοποιώντας τις περγαμηνές του φορέα στον οποίο εργάζονται, προβάλλουν ανερυθρίαστα ως επίσημη και τεκμηριωμένη γνώση απόψεις και θεωρίες που είναι προϊόντα φαντασίας χωρίς φυσικά να έχουν περάσει από τη βάσανο της αυστηρής επιστημονικής μεθόδου τεκμηρίωσης, ενώ άλλες συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πιο σκοταδιστικές και μεταφυσικές θεωρήσεις. 


    Δύο βιβλία στα ελληνικά που καλύπτουν τα θέματα αυτού του άρθρου.


    Οι προαγωγοί αυτοί ψευδοεπιστημονικών θεωριών διατείνονται ότι χρησιμοποιούν τις μεθόδους και τα ευρήματα της επιστήμης, αλλά στην πραγματικότητα βασίζονται σε ανεπαρκή στοιχεία, ατεκμηρίωτες απόψεις και αγνοούν μεθοδευμένα και συνειδητά όποια στοιχεία αντιτίθενται στην κατεύθυνση που επιθυμούν ενώ φυσικά δεν ακολουθούν την αυστηρή διαδικασία, όπως προείπα, της ενδελεχούς επιστημονικής τεκμηρίωσης.


    Βάλλεται λοιπόν ο ίδιος ο ορθολογισμός και η αλληλουχία αιτίου και αιτιατού, η ίδια η βάση δηλαδή της λογικής με την οποία μπορούμε να πορευόμαστε ως κοινωνία μέσα από διάλογο για ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο, δηλαδή βάλλεται εντέλει και σε βάθος η ίδια η Δημοκρατία. Αν θέλουμε συνειδητούς πολίτες, με γνώση των κατακτήσεων της επιστήμης, που δεν θα χειραγωγούνται εύκολα από opinion-makers και παράκεντρα εξουσίας, τότε θα πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού τον ορθό λόγο, την αιτιοκρατία και την αυστηρή επιστημονική μέθοδο που για να την αποκτήσει η ανθρωπότητα θυσίασε στην πυρά (μεταφορικά αλλά και πραγματικά) πολλούς λειτουργούς της.


    H επιστήμη αγωνίζεται σήμερα να «επιβιώσει» ως κοινωνική αναφορά μέσα σε περιβάλλον σύγχυσης και συστηματικής αποδόμησης του ορθού λόγου, πολλές φορές ακόμα και στο υψηλότερο επίπεδο, όπως αυτό των κυβερνήσεων της Νοτίου Αφρικής επί Τάμπο Μπέκι και των ΗΠΑ επί Ντόναλντ Τραμπ.


    Είναι φανερό ότι οι σοβαρότατες επιπτώσεις της απαξίωσης της επιστημονικής γνώσης και μεθόδου, έναντι ψευδοεπιστημονικών θεωριών, καθιστά τη Δημοκρατική Πολιτεία, τους επιστήμονες αλλά και την κοινωνία των πολιτών θεματοφύλακες του ορθού λόγου και της επιστημονικής μεθόδου. 


    Μας καθιστά, όλους τους παραπάνω, υπεύθυνους να στηλιτεύουμε τα νοσηρά φαινόμενα διαστρέβλωσης της επιστημονικής αλήθειας, να προάγουμε την κοινωνικοποίηση της γνώσης, με απτό και εύληπτο τρόπο, αλλά και να προστατεύουμε θεσμικά την ενημέρωση της κοινωνίας από ανεξέλεγκτα ΜΜΕ, που στον βωμό της κερδοφορίας δεν διστάζουν να προβάλουν, με την επίφαση της ελεύθερης πληροφόρησης, και τις πιο ακραίες συνωμοσιολογικές/ψευδοεπιστημονικές απόψεις, δίνοντάς τους χώρο και χρόνο πολύ περισσότερο από ό,τι στην επιστήμη.


    Στον αντίποδα, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) εδώ και χρόνια κάνει μια πολύ σοβαρή προσπάθεια να παρέμβει στα θέματα έγκυρης επιστημονικής ενημέρωσης του κοινού με σωρεία εκδηλώσεων, ενημερωτικών δράσεων, διαδικτυακών ή διά ζώσης σχολείων για όλες τις ηλικίες, που απευθύνονται σε μαθητές, στο ευρύ κοινό αλλά και σε ειδικές κατηγορίες συμπολιτών μας όπως σε έγκλειστους καταστημάτων κράτησης, σε προσφυγόπουλα, σε συμπολίτες μας ειδικών αναγκών.


    Επιπλέον, φέτος στο πλαίσιο της παρέμβασής μας στην εκτεταμένη συνωμοσιολογία που έχει πρόσφατα καθορίσει συμπεριφορές μεγάλου μέρους συμπολιτών μας, επιλέξαμε στο Ημερολόγιο του ΕΑΑ για το 2022 να παρουσιάσουμε τις 12 πιο διαδεδομένες ψευδοεπιστημονικές ή συνωμο-σιολογικές θεωρίες, μία για κάθε μήνα του έτους, και την επιστημονική αντίκρουσή τους. Σε αυτή την προσπάθεια συμμετείχαν επιστήμονες τόσο του ΕΑΑ όσο και του ερευνητικού κέντρου Παστέρ και του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, αλλά και εξωτερικοί συνεργάτες. 


    Επιπλέον, στις 2 Φεβρουαρίου θα γίνει σχετική διαδικτυακή εκδήλωση όπου θα παρουσιαστούν αυτές οι δώδεκα συνωμοσιολογικές/ψευδοεπιστημονικές απόψεις με την αντίκρουσή τους. Προσκαλώ λοιπόν, όποιον επιθυμεί, να παρακολουθήσει την εκδήλωση στο κανάλι Youtube του ΕΑΑ, στη διεύθυνση: https://m.youtube.com/channel/ Ucojhwygmrtii_l8llwhbo9a.


    Η διείσδυσή τους στην κοινωνία έχει σημαντικές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της πνευματικής συγκρότησης της νέας γενιάς. H επιστήμη αγωνίζεται να «επιβιώσει» ως κοινωνική αναφορά μέσα σε περιβάλλον σύγχυσης και συστηματικής αποδόμησης του ορθού λόγου.

    14 January 2022

    Οι κληρικοί δημόσιοι υπάλληλοι

    της Σώτης Tριανταφύλλου, Athensvoice, 13/1/2022

    To ξεχασμένο αίτημα του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος, η χρηματοδότηση της εκκλησίας, το εκκλησιαστικό δημοσιοϋπαλληλίκι.

    Λέμε τα ίδια και τα ίδια επειδή συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια. Θα ξαναπώ τα ίδια περί ιερωμένων της αγίας ορθοδόξου εκκλησίας μας, μερικοί εκ των οποίων αφορίζουν απίστους ―ας γελάσω! Η στάση μιας μερίδας ιερέων στα προβλήματα της πανδημίας ―η οποία έφερε έτσι κι αλλιώς στην επιφάνεια τον θρησκευτικό φανατισμό, τη χριστιανική μισογυνία, την αλαζονεία της εκκλησίας ως κράτος εν κράτει― φέρνει στην επιφάνεια και το ξεχασμένο αίτημα μιας (μικρής) μερίδας Ελλήνων: τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος που σημαίνει, μεταξύ άλλων, περιορισμό της εξουσίας των ιερωμένων, μηδενισμό (ή σχεδόν) των κρατικών χορηγιών και κατάργηση του δημοσιοϋπαλληλικού καθεστώτος των ρασοφόρων.


    Δεν είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που χρηματοδοτεί την εκκλησία, είμαστε όμως η μοναδική που τη χρηματοδοτεί καθ’ ολοκληρίαν. Το αποτέλεσμα είναι οι ιερωμένοι να εμπλέκονται περισσότερο στα πολιτικά ζητήματα και πολλοί από αυτούς να οργανώνουν με θράσος την ιδιωτική ζωή των πιστών· να τους καθοδηγούν με ιδέες του 19ου αιώνα και να τους φοβερίζουν με χριστιανικές απειλές τιμωρίας. Σ’ αυτό δεν ευθύνονται μόνο οι επαγγελματίες της εκκλησίας, ευθύνεται και το ποίμνιο ―η λέξη τα λέει όλα. Ωστόσο, ακόμα και στο ελληνικό πλαίσιο της θρησκοληψίας, κάποιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν: για παράδειγμα, το να πληρώνεται το εκκλησιαστικό προσωπικό από το εκκλησίασμα, όχι μέσω της γενικής φορολογίας. 

    Φαντάζομαι πως, αφού οι Έλληνες δηλώνουν ενθουσιωδώς χριστιανοί ορθόδοξοι και δεν επιθυμούν τον διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, είναι πρόθυμοι να φορολογούνται για τη συντήρηση και ανάπτυξη της πίστης τους. Φόροι των υπολοίπων δεν θα έπρεπε να διοχετεύονται στην εκκλησία. Σε πολλές χώρες, οι πολίτες συνεισφέρουν 0,7-1% του ετησίου φόρου εισοδήματος στην εκκλησία της αρεσκείας τους. Και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και σ’ εκείνες με μεγάλα ποσοστά θρησκευομένων όπως η Ιρλανδία και η Ιταλία, το κράτος δεν χρηματοδοτεί την εκκλησία και δεν συνεισφέρει στους μισθούς των κληρικών. Οι κληρικοί πληρώνονται αποκλειστικά από τις εκκλησίες τους.

    Επειδή στην Ελλάδα, όπως επίσης έχουμε επαναλάβει πολλές φορές, τα αυτονόητα πράγματα δεν είναι αυτονόητα, θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι οι κληρικοί οφείλουν να υπόκεινται στους νόμους του κράτους: προς το παρόν, χαίρουν ελευθερίας που σκοντάφτει, λόγου χάρη, στη νομοθεσία περί ισότητας των φύλων ―διαπαιδαγωγούν τους πολίτες σε αντίθεση με τον νομικό πολιτισμό της χώρας· αντιπολιτεύονται την ίδια τη νομιμότητα. Πολλοί επιδίδονται σε σκοταδιστική προπαγάνδα εκμεταλλευόμενοι την αμορφωσιά, την ευπιστία και τους θρησκευτικούς φόβους του εκκλησιάσματος. Εξάλλου, οι ιερωμένοι, ως δημόσιοι υπάλληλοι, δεν αντιμετωπίζουν κυρώσεις και απολύσεις· όπως οι εκπαιδευτικοί αράζουν άνετα και αυτάρεσκα σε ένα γραφειοκρατικό σύστημα που τους προστατεύει ενώ ταυτοχρόνως τούς παραχωρεί ευρύ πεδίο επιρροής.

    Η ελληνική εκκλησία θα έπρεπε να γίνει αυτοδιοικούμενη με τους μισθούς να καταβάλλονται από εσωτερικό εκκλησιαστικό μηχανισμό. Επίσης, απαιτούνται μειώσεις μισθών: η παπαδοσύνη δεν μπορεί να είναι καταφύγιο επαγγελματικού βολέματος. Τέλος, χρειάζεται κάποια αναβάθμιση της εκπαίδευσης των κληρικών: μερικοί δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους φονταμενταλιστές ιμάμηδες. 

    15 December 2021

    Γιώργος Τράγκας, ένας ταλαντούχος των σκοταδιών

    του Νικόλα Σεβαστάκη, 14/12/21, Lifo.gr

    ΗΤΑΝ, ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ, ο πιο θεατρικός άνθρωπος μιας δημοσιογραφικής ζώνης που συνόρευε ή φιλοξενούσε πολλές από τις σκοτεινές πλευρές της Ελλάδας των μεταπολιτευτικών χρόνων.

    Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχε ταλέντο ο Γιώργος Τράγκας. Η χρήση της υπερβολής, οι παύσεις και οι εκρήξεις, η τέχνη των υπονοούμενων και των απειλών, έφτιαχναν από παλιά μια ζοφώδη ατμόσφαιρα, ένα είδος φτηνής αλλά αποτελεσματικής μυσταγωγίας για τις μάζες. Συχνά μάλιστα, αυτή η εξτραβαγκάντσα έφερνε γέλιο, και αυτή ήταν άλλη μια επιτυχία στο παράδοξο μενού.


    Θυμάμαι συχνά πως αυτοσυστηνόταν ως καραμανλικός. Όμως η πραγματική πολιτική και αισθητική προέλευση του Γιώργου Τράγκα ήταν τα μυστήρια της δεκαετίας του '80. Πολύ πριν από τις αντιμνημονιακές, αντιμερκελικές εμβατηριακές του παραστάσεις, πολύ πριν από την τελευταία του μεταμόρφωση σε μαχητή κατά της «χούντας του κορωνοϊού», η φωνή του Τράγκα παλλόταν αληθινά όταν μιλούσε για την τρομοκρατία, για το «Σημιτιστάν», για τα μυστικά που ο ίδιος άφηνε να εννοηθεί ότι κατείχε ως ες αεί αστυνομικός συντάκτης. Σμίλεψε έτσι μια πλούσια περσόνα συνωμοσιολογικά πολύ πριν γίνει μόδα στη θεωρία και στα σχόλια το θέμα της συνωμοσιολογίας.

    Ο Γιώργος Τράγκας περιείχε έτσι κάτι από τα μυστήρια των Αθηνών, ένα κλείσιμο του ματιού στο παρακράτος, στις πίσω σελίδες, στις σκιάσεις. Και με όλα αυτά προίκα έγινε ένας επιχειρηματίας του εαυτού του, μια αποτελεσματική και δημοφιλής μηχανή ραδιοφωνικής (κυρίως) έκστασης. Σε φούρνους, ψιλικά ή σε ταξί, πλάθοντας λέξεις και χαρακτηρισμούς, οργανώνοντας τα συναισθήματα ενός λαού που δεν ήταν μόνο «λαϊκο-δεξιός», αλλά ήδη ένα υβριδικό πλάσμα, ένα σύνθεμα όλων των δυνατών αρνήσεων.

    Αντιεκσυγχρονιστής, αλλά και υπέρ της αγοράς, αντιμνημόνιο και συγχρόνως λάτρης της μεγάλης ζωής στη Νότια Γαλλία ή αλλού, ευσυγκίνητος στη μνήμη του Εθνάρχη του και λυσσαλέος εχθρός των όσων εκπροσωπούσε ο Κώστας Σημίτης, ο Γιώργος Τράγκας έγινε μια εκδοχή ευαγγελιστή δίχως Θεό, το δημιούργημα της άναρχης διεύρυνσης του ραδιοτηλεοπτικού και δημοσιογραφικού πεδίου στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών.

    Και μάλλον ο τοξικός λαϊκισμός του δεν θα ήταν τίποτα ιδιαίτερο δίχως την ικανότητά του να τον σαρκώνει, να τον υποδύεται με παντομίμες, με μουσικό χαλί, με τεχνικές υποβολής. Αν μάλιστα πάει κανείς πίσω, σε εκπομπές ή ρεπορτάζ της «Χώρας» ή παλαιότερα ακόμα, θα αναγνωρίσει αυτό το μίγμα φαντασμαγορίας και δηλητηρίου που αποτελούσε πάντοτε μια συνταγή επιτυχίας στις δημοκρατίες των ταμπλόιντ και αργότερα στην εποχή των social media.

    Τελικά ο Τράγκας ήταν ένας από αυτούς που επινόησαν μια δημοσιογραφία του σκότους, κερδίζοντας την προσοχή ενός κοινού που ζητούσε ψυχική εκτόνωση και διάφορες μορφές εκδίκησης απέναντι σε κάποιες από τις ελίτ.

    Ο θάνατός του από τις συνέπειες του Covid επισφραγίζει με θλίψη αυτή την ιστορία των μεταμορφώσεων ενός ταλαντούχου δημαγωγού που δεν είχε ενδοιασμούς, έχοντας καταλάβει εμπειρικά πως έτσι αποκτά κανείς ισχύ μέσα στην αρένα.

    11 December 2021

    Γιώργος Παπανδρέου: Άδοξο, αποκαλυπτικό τέλος

    Γιάννης Τριάντης, 10 Δεκεμβρίου 2021

    Όλα δείχνουν ότι θα ηττηθεί. Αν συμβεί, θα έχει το τέλος των υπερεκτιμημένων που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, αλλά ούτως ή άλλως προορίζονται για τα σκονισμένα ερμάρια της ιστορίας.
    Νόμισε ότι το συγκινησιακό κλίμα που διαμορφώθηκε από τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά, και έφερε το ΚΙΝΑΛ στο προσκήνιο, ήταν χρυσή ευκαιρία. Την άδραξε καιροσκοπικά και ματαιόδοξα, ποντάροντας στην ιδέα που έχει για τον εαυτό του.
    • Μπήκε στο προεκλογικό αγώνα μειλίχιος και ενωτικός. Όμως στη φόδρα του καθωσπρεπισμού του είχε ράψει τη λέξη «παράκλητος», νομίζοντας ότι το βαρύ όνομα που κουβαλάει στη σκευή του ήταν αρκετό για να κατισχύσει.
    • Πίστευε ότι θα κερδίσει και θα καταφέρει δύο τινά: πρώτον, ότι θα δικαιωθεί για τις επιλογές του παρελθόντος και, δεύτερον, ότι με την ενδυνάμωση του κόμματος στις εκλογές θα διεκδικήσει ρόλο ηγέτη στην αλάνα της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.
    • Έψαξε στο αρχείο του να βρει υλικό: λέξεις που αρμόζουν στην περίσταση, ιδέες με λούστρο για το μέλλον και συνθήματα που συγκινούν. Τα έβαλε στο μπλέντερ και τα σέρβιρε ως χυμώδη πρόταση. Άδικος κόπος. Ουδείς ασχολήθηκε ιδιαίτερα ούτε συγκινήθηκε. Εκτός από τους πεπεισμένους.
    • Διαπίστωσε βαθμηδόν ότι δεν θα κάνει περίπατο, όπως νόμιζε. Και άρχισε τα γνωστά τερτίπια της μικροπολιτικής (τόσοι πρώην βουλευτές και στελέχη τον υποστηρίζουν) και τα τροπάρια της καταγγελίας (ότι τον πολεμάει η διαπλοκή). Και κάτι τσιράκια του έφτασαν να γράψουν ότι όσοι αντιμετωπίζουν κριτικά την περίπτωσή του είναι κονδυλοφόροι του συστήματος.
    • Θεώρησε ότι δεν αρμόζει σ΄ έναν τιτλούχο σαν την αφεντιά του να λάβει μέρος στο ντιμπέιτ. Βάναυση προσβολή για τους συνυποψηφίους του. Νόμιζε ότι έτσι θα κερδίσει πόντους ως ξεχωριστός. Και την πάτησε.
    • Ηττήθηκε κατά κράτος από τον αδοκίμαστο «πιτσιρικά». Και αντί να αναγνωρίσει την οδυνηρή ήττα και να αποσυρθεί γενναιόδωρα από τον δεύτερο γύρο, κερδίζοντας την συμπάθεια και την εκτίμηση της κοινωνίας, επέλεξε να αναμετρηθεί εκ νέου, επειδή το «όνομά» του επιβάλλει μάχες μέχρις εσχάτων.
    • Χλώμιασε από την ήττα και κατέφυγε στις μεθόδους των απελπισμένων. Ένταση, πόλωση, προσωπικές επιθέσεις, κατάδυση στα βαλτόνερα της σπίλωσης και-οποία πρωτοτυπία!-καταγγελία για μελανά στίγματα στην ψηφοφορία. Τι κι αν η Επιτροπή (δικοί του άνθρωποι οι περισσότεροι) είχε αποφανθεί ότι ουδόλως επηρεάστηκε το τελικό αποτέλεσμα από κάτι παρατυπίες; Ήξερε την απόφανση της Επιτροπής, αλλά θεώρησε σκόπιμο να αφήσει λεκέδες περί αδιαφάνειας.
    Και δεν κατάλαβε ότι έτσι θα διαπιστώσουν όλο και περισσότεροι ότι ο ίδιος δεν είναι αυτό που δείχνει. Ότι κάτω από το πεποιημένο μετάξι κρύβεται ο κυνισμός και κανοναρχεί η παλαιοκομματική λογική. Ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός.
    Κατά πάσα πιθανότητα ο Γιώργος Παπανδρέου θα ηττηθεί στην αναμέτρηση με τον Νίκο Ανδρουλάκη. Ο πορφυρογέννητος, πολύτροπος, πεπειραμένος αλλά τόσο μέτριος και αποτυχημένος πολιτικός μάλλον θα χάσει από έναν άγευστο και άοσμο «νεανία», ο οποίος δεν δίνει ακριβές στίγμα αλλά πλασάρει με συνέπεια πιασάρικες κοινοτοπίες.
    Αν χάσει, δεν θα χαθεί ο Γιώργος Παπανδρέου. Ας είναι καλά οι διεθνείς διασυνδέσεις… Όσο για τον ρόλο στο κόμμα του, θα υπάρχει δήθεν ως σοφός γέρων που ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας, αλλά κατ΄ ουσίαν θα παρασιτεί. Ένα ζιζάνιο που επιμένει. Για να μην ξεχαστεί.
    ΥΓ: Ο Γιώργος Παπανδρέου όντως έχει εισκομίσει -και εφαρμόσει- κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες. Όμως συνολικά ο βίος και η πολιτεία του, με αποκορύφωμα την αποδοχή του φρικώδους Μνημονίου δίχως καμία αντίσταση ή ένσταση, τον τοποθετούν εκεί που ανήκει. Στα σκονισμένα ερμάρια της ιστορίας.

    19 November 2021

    Ο θάνατος του ορθόδοξου Βαλκάνιου

     του Κώστα Κούρκουλου, τα ΝΕΑ


    Ο Απόστολος Παύλος, πραγματικός ιδρυτής της χριστιανικής θρησκείας, είναι αυτός που 
    όρισε και την πίστη: «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

    Κατά τον Απόστολο Παύλο δηλαδή, πίστη είναι η βεβαιότητα για την ύπαρξη πραγμάτων τα οποία ούτε βλέπουμε, ούτε υπάρχει καμία απόδειξη ότι υπάρχουν.

    Πρόκειται για περιγραφή, που περιέχει όλη την χριστιανική θρησκεία: Από τη γέννηση του Χριστού και την Σταύρωση, μέχρι την Δε υτέρα Παρουσία και την Ανάσταση των νεκρών.

    Που πάει να πει πως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ανεξάρτητες από την πραγματικότητα, τα γεγονότα και τον ορθό λόγο. Είναι δηλαδή «ακοσμικές».

    Παρ’ ότι όμως «ακοσμικές», οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ταυτόχρονα η κληρονομημένη παράδοση κάθε κοινότητας. Πρόκειται δηλαδή για δημιουργία των ανθρώπων που πέρασαν πριν από εμάς. Γι’ αυτό άλλωστε, κάθε κοινότητα έχει διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις από όλες τις άλλες.

    Δεν είναι τυχαίο ότι η Χριστιανική θρησκεία, από την εποχή του Θεοδοσίου, οπότε επιβλήθηκε με τη βία ως κρατική θρησκεία, ενώ στην ρητορική της διατήρησε την αρχική «ακοσμικότητα», ως δημιούργημα του ανθρώπινου κόσμου προσαρμόστηκε σ’ αυτόν.

    Έτσι, όταν ο φόνος εξυπηρετούσε τα κρατικά συμφέροντα με τα οποία η θρησκεία ταυτιζόταν, μέχρι και το βιβλικό «ου φονεύσεις» αγνόησε, αφού «ευλόγησε» τον θάνατο των «άλλων».

    Με τον ίδιο τρόπο ανέχτηκε ακόμη και την επιστήμη, παρ’ ότι η τελευταία, στηριζόμενη στην «εγκόσμια» απόδειξη, ήταν ασύμβατη με τις αναπόδεικτες και «ακοσμικές» παραδοχές της.

    Που πάει να πει πως η θρησκεία, όπως όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα, βρίσκεται μέσα στην ανθρώπινη κατάσταση, άρα και στην ανθρώπινη αντιφατικότητα.

    Είναι η αντιφατικότητα, με την οποία παρουσιάζεται σήμερα το ορθόδοξο ρεύμα της Βαλκανικής στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Το οποίο, ενώ ζει δίπλα στην ιατρική επιστήμη, καταφεύγει στη δεισιδαιμονία.

    Διότι δεισιδαιμονία είναι οι κυρίαρχες στους ορθόδοξους εκκλησιαστικούς κύκλους δοξασίες, ότι ο ιός δεν μεταδίδεται με την θεία κοινωνία ή το προσκύνημα των εικόνων, αφού δήθεν τον διώχνει η ιερότητά τους και η ζωντανή πίστη.

    Και ναι μεν, με βάση την εγκόσμια εμπειρία της επιστήμης και της λογικής, αυτές οι δοξασίες είναι απολύτως παράλογες. Όμως αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίον είναι και παντοδύναμες.

    Αφού οι πεποιθήσεις που διαμορφώνονται εκτός πραγματικότητας και εκτός των κανόνων της λογικής, είναι απρόσβλητες και από τη λογική και από την πραγματικότητα. Μια και «…..η πραγματικότητα ελάχιστα αντιστέκεται ….. και στην πιο τρελή θεωρία, που θα μπορούσε να σκαρφιστεί κάποιος απατεώνας». (Hannan Arendt, «Υπόσχεση πολιτικής»).

    Και όλα αυτά είναι απολύτως ανθρώπινα. Αφού «…ο άνθρωπος είναι ζώον που επιθυμεί την πίστη και όχι την γνώση». (Κ. Καστοριάδης, «Η άνοδος της ασημαντότητας»).

    Κάτι που επιβεβαιώνεται δραματικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αντιεμβολιαστικού κινήματος των ορθοδόξων της Βαλκανικής και του «πρωτείου» που κατέκτησε στον χώρο των ανεμβολίαστων.

    Όπου, σε ένα παραλήρημα ναρκισσισμού του «βαλκάνιου φουκαρά», ο κάθε ταπεινωμένος βαλκάνιος βρήκε δημόσιο «βήμα» στον αντιεμβολιασμό, για να δείξει ότι δεν είναι ο «κανένας» ή ο «παρίας», αλλά ότι είναι και αυτός «κάποιος» που «μετράει» σ’ αυτήν τη ζωή.

    Και ότι έχει και αυτός τον τρόπο του να γίνει διακριτός και να συγκεντρώσει πάνω του το φως της δημόσιας σφαίρας.

    Έτσι αποφάσισε ότι απέκτησε την υπεράνθρωπη ικανότητα να αντιληφθεί αυτό, που όλη η ανθρωπότητα είναι «ανίκανη» να δει: ότι η επιστήμη είναι μία «παγκόσμια συνωμοσία» που, με αφορμή την πανδημία, επιχειρεί να μας αλλάξει την ανθρώπινη ουσία με τα εμβόλια.

    Ζώντας μάλιστα σε έναν μονωμένο από την πραγματικότητα και τη λογική κόσμο, όπου «δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στα γεγονότα και την φαντασία», εκλαμβάνει σαν εχθρική επίθεση κάθε διάψευση του παραλογισμού του.

    Είναι ο λόγος για τον οποίο τα μέλη του αντιεμβολιαστικού κινήματος των βαλκάνιων ορθοδόξων αδυνατούν να αντιληφθούν ότι είναι δική τους επιλογή να πεθαίνουν μαζικά, με τον πιο ανόητο και απάνθρωπο θάνατο που θα μπορούσε να τους τύχει: μέσα στην απόλυτη ανθρώπινη ερημία και αποξένωση που επιβάλλει η ασθένεια, όπου οι ασθενείς, προτού ακόμη πεθάνουν, «είναι περισσότερο αποκομμένοι από τον κόσμο των ζωντανών, απ’ όσο αν ήταν νεκροί».

    16 October 2021

    Κασκαρέλης για ΓΑΠ: Δεν καταλάβαινε τίποτα ο άνθρωπος…

    hellasjournal.com 

    Μία άγνωστη, κωμικοτραγική ιστορία με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Παπανδρέου και την Μαντλίν Ολμπράιτ, όταν αμφότεροι ήταν υπουργοί Εξωτερικών, αποκαλύπτει ο πρέσβης Βασίλης Κασκαρέλης.

    Πρόκειται για μία μεταξύ τους συνάντηση, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής ΝΑΤΟ-ΕΕ, στις 14 Δεκεμβρίου 2000, στην οποία κυρίαρχο θέμα ήταν η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας (ESDP)

    Ο πρέσβης Βασίλης Κασκαρέλης, μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ την περίοδο 2000-2004 περιγράφει στο βιβλίο «Η τέλεια καταιγίδα» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) το παρασκήνιο εκείνης της Συνόδου και η εφημερίδα το «Βήμα» δημοσίευσε τα επίμαχα αποσπάσματα.

    Όπως λέει ο ίδιος:

    «Μέχρι τη Σύνοδο όλοι είχαν στραφεί κατά της Τουρκίας, καθώς στην πρώτη αυτή φάση δεν είχαν εκδηλωθεί οι ελληνικές θέσεις για τον απλό λόγο ότι δεν υπήρχαν. Παρά τις συνεχείς οχλήσεις μου, κανείς στην Αθήνα δεν είχε ασχοληθεί με το θέμα που φάνταζε ακόμη απόμακρο, δυσνόητο και ως εκ τούτου ”κράτα το μακριά”».

    Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου έφτασε με τους συνεργάτες του στην έδρα του ΝΑΤΟ και ο Κασκαρέλης ξεκίνησε ως είθισται την ενημέρωση. «Κράτησε 10 λεπτά περίπου. Αντιλήφθηκα ότι τόσο ο υπουργός όσο και οι εξ Αθηνών συνοδοί του είχαν εικόνα διάφορων θεμάτων εκτός από το κρίσιμο του ESDP», αφηγείται.

    Στη συνέχεια οι υπουργοί Εξωτερικών, συνοδευόμενοι από τον μόνιμο αντιπρόσωπο και πέντε μέλη των αντιπροσωπειών τους πήγαν στην αίθουσα 1 που σύντομα θα μετατρεπόταν σε «αρένα ρωμαϊκού σταδίου».

    Ξεκίνησαν οι προσυνεννοήσεις σε «ένα πανδαιμόνιο παρόμοιο με τις αίθουσες των χρηματιστηρίων πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η ελληνική αντιπροσωπεία κρατούσε πολύ χαμηλούς τόνους λόγω έλλειψης γραμμής και παρά τις προσπάθειές μου για τη δημιουργία του αναγκαίου κλίματος συναγερμού, ο Γιώργος Παπανδρέου παραμένει ήρεμος».

    Από την αρχή της συνεδρίασης γίνεται φανερό ότι η Τουρκία επιθυμεί την πλήρη συμμετοχή της στο ESDP με στόχο να αποκτήσει καθοριστικό ρόλο στα της ΕΕ αποκλείοντας την Κύπρο από τα νατοϊκά δρώμενα, θέση που αντιστρατεύεται τα ζωτικά συμφέροντα του συνόλου των ευρωπαϊκών δυνάμεων και των ΗΠΑ.

    Η συνεδρίαση διακόπηκε αρκετές φορές για παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. Το απόγευμα, ο Αμερικανός ομόλογος του Κασκαρέλη, Σάντι Βέρσμποου ζήτησε διμερή συνάντηση της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Μαντλίν Ολμπράιτ και του κ. Παπανδρέου.

    «Καθίσαμε απέναντί τους και μετά τα πρώτα τυπικά ο Γιώργος Παπανδρέου άρχισε να κάνει μια ενημέρωση για το πρόσφατο ταξίδι του στη Μέση Ανατολή, αναλύοντας το Παλαιστινιακό. Δεδομένου ότι καθόμουν δίπλα του, του ψιθυρίζω στα ελληνικά να αλλάξει αμέσως θέμα και να μπει στην ουσία του ESDP. Ήλπιζα, ακόμα, ότι κάτι διπλωματικές γενικότητες θα έβρισκε να πει για να δώσει την εντύπωση ότι η κυβέρνηση παρακολουθεί το θέμα και περιμένει τους Αμερικανούς να ανοίξουν περαιτέρω τα χαρτιά τους σε σημεία άμεσου ενδιαφέροντός μας. Ο υπουργός όμως, με την παροιμιώδη ψυχραιμία και την τάση του για αποστασιοποίηση από την ενοχλητική πραγματικότητα, συνέχισε ακάθεκτος στην ανάλυσή του της παλαιστινιακής κατάστασης».

    Στην αρχή, η Ολμπράιτ δεν αντέδρασε, για λόγους ευγενείας και διπλωματικού τακτ, αλλά σύντομα άρχισε να δείχνει τη δυσφορία της.

    «Ύστερα από άλλα πέντε λεπτά ανάλυσης της ψυχολογίας των καταπιεσμένων Παλαιστινίων και ενώ στην Αίθουσα 1 γινόταν πανδαιμόνιο, η Αμερικανίδα υπουργός τον έκοψε απότομα λέγοντας ”όλα αυτά είναι καλά αλλά ας μπούμε στο θέμα” και τον ρώτησε για τις εντυπώσεις του από την εξέλιξη της συζήτησης στην Αίθουσα 1 και για τις ελληνικές θέσεις στο φλέγον θέμα της Συνόδου. Η αντίδρασή του μας άφησε όλους άφωνους. Την ευχαρίστησε για την ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων (που δεν υπήρξε), σηκώθηκε, πήγε στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, τη χαιρέτησε ευγενέστατα και της είπε ότι ο μόνιμος αντιπρόσωπος, δηλαδή εγώ, θα συζητήσει το θέμα με τους συμβούλους της γιατί ο ίδιος είχε μία επείγουσα συνάντηση (που δεν είχε). Έμειναν εμβρόντητοι», αφηγείται ο κ. Κασκαρέλης, που έμεινε πίσω για να μπαλώσει την κατάσταση.

    Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε την επόμενη ημέρα. Η Ολμπράιτ, έπειτα από 36 ώρες συνεδριάσεων και βλέποντας ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία μέσα στην αίθουσα, πρότεινε να συνεχιστεί η συζήτηση στο δείπνο εργασίας των ΥΠΕΞ.

    Ο κ. Παπανδρέου είπε στον κ. Κασκαρέλη ότι μετά τη συνεδρίαση του Μόνιμου Κοινού Συμβουλίου ΝΑΤΟ-Ρωσίας θα φύγει για την Αθήνα, γιατί την επόμενη ημέρα πετούσε για την Ινδία και δεν μπορούσε να μετάσχει στο νατο-ευρωπαϊκό δείπνο.

    «Με κάθε ευγένεια, αλλά σε έντονο ύφος, του εξήγησα ότι το δείπνο είναι μόνο για υπουργούς, είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν επιτρέπεται η αντικατάστασή τους από τον μόνιμο αντιπρόσωπο και ότι δεν μπορεί να αναχωρήσει γιατί η θέση της Ελλάδας θα μείνει κενή με ένα εξαιρετικής σημασίας ανοικτό θέμα πάνω στο τραπέζι. Προβληματίστηκε για λίγο και τελικά μου ανακοινώνει ότι θα αποχωρήσει.

    Επιμένω, επιμένει και η λύση που μου προτείνει με αφήνει άναυδο, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο. ”Θα τηλεφωνήσω στην Αθήνα να έρθει αμέσως ο υφυπουργός για τον Απόδημο Ελληνισμό Γρηγόρης Νιώτης, ώστε να μη μείνει η καρέκλα άδεια και εσείς θα παραμείνετε έξω από την αίθουσα για να του πείτε τι πρέπει να πει αν παραστεί ανάγκη». 

    Ο Νιώτης έφθασε λίγο πριν από την έναρξη του δείπνου «αγχωμένος, χωρίς να καταλαβαίνει περί τίνος πρόκειται», «κάθισε στην καρέκλα με εμένα έξω από την πόρτα για να προσφέρω πρώτες βοήθειες, κάτι που δεν χρειάστηκε γιατί ο εκπρόσωπός μας δεν πήρε τον λόγο, ούτε αντέδρασε στα λεγόμενα των άλλων».

    12 October 2021

    Βυζάντιο: Μια πολιτεία ευνούχων και πολεμόχαρων

     του Κέλσου Τηλέμαχου, 9/10/21

    Για περισσότερα από χίλια χρόνια (330-1453 μ.Χ.), η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που ξεπήδησε εκχριστιανισμένη από τις στάχτες της μεγάλης Ρώμης βασίλεψε στη λεκάνη της Μεσογείου ως Ανατολική Ρωμαϊκη Αυτοκρατορία (Βυζάντιο).

    Παντοδύναμη και ανηλεής, η βυζαντινή αυλή μετατράπηκε σύντομα σε πεδίο ίντριγκας και πλεκτάνης, ένας σωστός παιχνιδότοπος για τους αριβίστες και τους τυχοδιώκτες.

    Κανείς δεν ήταν πια ασφαλής και κανένας δεν ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης μέσα στην ασίγαστη και αγωνιώδη προσπάθεια για την επιβίωση της αυτοκρατορίας. Ακόμα πιο επικίνδυνα ήταν τα πράγματα για τους ηγεμόνες, αφού αν δεν υπήρχε η εξίσου ραδιούργα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο θα κρατούσε τα σκήπτρα στις πολιτικές δολοφονίες!


    Από τους 88 εξάλλου αυτοκράτορες που βασίλευσαν στην Κωνσταντινούπολη από το 330-1453 μ.Χ., μόλις οι μισοί πέθαναν από φυσικά αίτια και σε αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται καν όσοι δεν άσκησαν ποτέ την εξουσία ή λειτούργησαν ως συμβασιλείς και συναυτοκράτορες! Οι υπόλοιποι δολοφονήθηκαν από στάσεις ή συνωμοσίες, εκθρονίστηκαν, ακρωτηριάστηκαν και βασανίστηκαν ή πέθαναν ως παράπλευρες απώλειες των βασάνων τους.

    Πέντε, για παράδειγμα, πέθαναν μετά το μαρτύριο της τύφλωσης, ενώ πολλοί υποχρεώθηκαν να κλειστούν σε μοναστήρι. Και πάλι δεν προσμετράμε στους ατυχήσαντες αυτοκράτορες τους διαδόχους που ευνουχίστηκαν ή ακρωτηριάστηκαν για να μην ανέβουν στον θρόνο. Αν τα βάλουμε όλα μαζί, η αυτοκρατορική καταγωγή ισοδυναμούσε με θανατική καταδίκη στο ιντριγκαδόρικο Βυζάντιο και μάλιστα λόγω των εσωτερικών δυναμικών.

    Μόνο πέντε αυτοκράτορες έπεσαν στο πεδίο της μάχης από τον εξωτερικό εχθρό…

    Πολιτικές δολοφονίες με το τσουβάλι

    Οι Βυζαντινοί πίστευαν ακράδαντα ότι ένας αντιδημοφιλής και δεσποτικός ηγέτης θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατασταθεί από κάποιον πιο φωτισμένο. Κι έτσι ένας καλός αριθμός αυτοκρατόρων συνάντησαν βίαιο θάνατο, αποτέλεσμα τόσων και τόσων συνωμοσιών.

    Ο Κώνστας Β’, για παράδειγμα, δολοφονήθηκε στο λουτρό του στις Συρακούσες την ώρα που απολάμβανε το μπανάκι του. Ο δολοφόνος του, Μιζίζιος, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Αλλά και ο Μιχαήλ Γ’ ο Μέθυσος δεν είχε καλύτερη τύχη, χάνοντας τα δυο του χέρια στην πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του και πέφτοντας τελικά νεκρός στη δεύτερη.

     Άλλη μοίρα είχε ο Νικηφόρος Φωκάς, που έπεσε νεκρός στην αυτοκρατορική κάμαρα από τη συνωμοσία της συζύγου του με τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή; Η αυτοκράτειρα Θεοφανώ έντυσε γυναίκες τους δολοφόνους και τους έμπασε στα δικά της διαμερίσματα, όπου δεν θα έψαχναν οι φρουροί του άντρα της, που κάτι είχε καταλάβει για το σχέδιο που εξυφαινόταν εναντίον του. Ο ταξίαρχος Λέων Βαλάντης του κατάφερε χτύπημα στο πρόσωπο με το ξίφος του και τον άφησε να επικαλείται την Παναγία την ώρα που ξεψυχούσε.

    Όσο για τον Λέοντα Ε’ τον Αρμένιο, που κυβέρνησε από το 813-820, αυτός έφυγε με στιλ. Αφού γλίτωσε τη ζωή του από το πρώτο δολοφονικό πλάνο εναντίον του, με πρωτεργάτη τον συναγωνιστή του Μιχαήλ, έπεσε στην παγίδα παραμονή Χριστουγέννων του 820, όταν οι συνωμότες μεταμφιέστηκαν σε μοναχούς και τον βρήκαν στο αυτοκρατορικό παρεκκλήσι να προσεύχεται. Ο Λέων αμύνθηκε με έναν μεγάλο βαρύ σταυρό και απέκρουσε πολλές επιθέσεις, στο τέλος όμως νικήθηκε από τον μεγάλο αριθμό των δολοφόνων…

    Ακρωτηριασμοί και ευνουχισμοί

    Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν κάθε παραμόρφωση ή γενετική ανωμαλία αποτρεπτική για τη θέση του αυτοκράτορα, κι αυτό ακριβώς σφράγισε τις ζωές τόσων και τόσων διαδόχων. Ηγεμόνες και δελφίνοι του θρόνου ακρωτηρίαζαν, ευνούχιζαν και παραμόρφωναν με κάθε δυνατό τρόπο τους αντίζηλους διεκδικητές αντί να τους θανατώνουν. Η τύφλωση παραήταν δημοφιλής, όπως ήταν και η αφαίρεση μυτών και γλωσσών. Στα όψιμα χρόνια της αυτοκρατορίας, ο ευνουχισμός έγινε ο Νο 1 τρόπος να απαλλάσσεται ο αυτοκράτορας από τα κοράκια του στέμματός του.


    Ο Ιωάννης Δ’ Λάσκαρης, για παράδειγμα, έζησε τυφλός σαράντα ολόκληρα χρόνια, όταν ο Μιχαήλ Η’ τύφλωσε το 11χρονο παιδί για να μην απειλήσει τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Αλλά και η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία δεν τύφλωσε τον ίδιο της τον γιο στο δωμάτιο που του είχε δώσει τη ζωή; Ήταν τον Ιούλιο του 796 όταν η βασιλομήτωρ συνέλαβε τον Κωνσταντίνο ΣΤ’ και τον φυλάκισε στην ανακτορική Αίθουσα της Πορφύρας, το δωμάτιο όπου γεννήθηκε άλλος ένας Πορφυρογέννητος. Η Ειρήνη διέταξε να τον τυφλώσουν και η εντολή εκτελέστηκε με τέτοια σφοδρότητα που ο Κωνσταντίνος πέθανε από αιμορραγία λίγες μέρες αργότερα, ανοίγοντας τον πολυπόθητο δρόμο για τη βασιλομήτωρ να γίνει αυτοκράτειρα.

    Υπήρξαν ωστόσο και τρόποι να επιστρέψεις στην εξουσία παρά τον ακρωτηριασμό σου. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός ευνουχίστηκε για να μην είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τους νόμιμους κληρονόμους του θρόνου, αν και αυτός επανήλθε διατηρώντας υψηλόβαθμα αξιώματα αλλά και την πραγματική εξουσία τελικά μέσω μιας σειράς αυτοκρατόρων-μαριονέτες. Ο Νικηφόρος Φωκάς έφτιαξε έναν νέο τίτλο για χάρη του (πρόεδρος της Συγκλήτου), κάνοντάς τον δεξί του χέρι. Ο Λεκαπηνός του αντιγύρισε τη χάρη κάνοντας τα στραβά μάτια στη δολοφονία του και διατηρώντας έτσι τα αξιώματά του και στη διάδοχη κατάσταση. Αργότερα θα γίνει κηδεμόνας των δύο ανήλικων δελφίνων, Βασιλείου Β’ και Κωνσταντίνου Η’, αν και η συνωμοτική μοίρα που χάραξε θα τον προλάβαινε τελικά.

    Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που ευνούχος διαδραμάτισε κεφαλαιώδη ρόλο στην ιστορία του Βυζαντίου. Ευνούχοι ήταν εξάλλου από αυλικοί και ιερείς μέχρι στρατηγοί και πατριάρχες! Ο Πέτρος Φωκάς, που έγινε δημοφιλής όταν νίκησε πολέμαρχο της Σκυθίας σε σώμα με σώμα μονομαχία, ευνούχος δεν ήταν;

    Οι ευνούχοι έμοιαζαν ακίνδυνοι επειδή δεν είχαν παιδιά να κληρονομήσουν τα αξιώματά τους, αν και κάποιοι από αυτούς πρωτοστάτησαν σε δολοφονικές πλεκτάνες και ανείπωτες συνωμοσίες. Μεγάλο όνομα εδώ ήταν ο παντοδύναμος μηχανορράφος Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, ο οποίος μεθόδευσε την άνοδο στον θρόνο του αδερφού του Μιχαήλ Δ’, αν και διατήρησε εκείνος την πραγματική εξουσία. Ευνοούμενος του Ρωμανού Γ’, πάντρεψε τη χήρα αυτοκράτειρα με τον αδερφό του, διόρισε φίλους και συγγενείς σε ανώτατα κρατικά αξιώματα και όταν πέθανε ο Μιχαήλ Δ’ το 1041, έπεισε την αυτοκράτειρα Ζωή να υιοθετήσει τον ανιψιό του, Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη, και να τον ανακηρύξει αυτοκράτορα. Ο νέος αυτοκράτορας, νευρικός για την παντοδυναμία του θείου του, τον εξόρισε στη Λέσβο και ευνούχισε όλους τους άρρενες συγγενείς του.

    Η πλάκα εδώ είναι ότι ο ευνουχισμός απαγορευόταν επισήμως στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία! Παρά το γεγονός δηλαδή ότι όπως ακριβώς και με τα παιδιά του Μιχαήλ Α’, οι τέσσερις γιοί του Λέοντα Ε’- μεταξύ αυτών και ο πρώην συναυτοκράτορας Συμβάτιος- ευνουχίστηκαν για να μην μπορέσουν να διεκδικήσουν μελλοντικά τον θρόνο. Οι Βυζαντινοί βρήκαν τελικά τη λύση: αιχμαλώτιζαν νεαρά αγόρια εκτός αυτοκρατορίας, τα οποία ευνούχιζαν πριν περάσουν τα σύνορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

    Αν και συχνά πυκνά φτωχοί και εξαθλιωμένοι Βυζαντινοί ευνούχιζαν μόνοι τα παιδιά τους μπας και καταφέρουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αξιοπρεπή εργασία μέσα στο παλάτι. Η εμπλοκή των Βυζαντινών με τον ευνουχισμό θα έκανε μερίδα ιστορικών να αποκαλέσουν την αυτοκρατορία «παράδεισο των ευνούχων». Και άδικο δεν έχουν προφανώς, καθώς πάμπολλοι αυτοκράτορες ήταν πιόνια στα χέρια ευνούχων.

    Ο Κωνστάντιος Β’ αναφέρεται ως έρμαιο του Ευσέβιου, ο Αρκάδιος ήταν μαριονέτα του Ευτρόπιου, ο Θεοδόσιος Β’ αγόταν και φερόταν από τον Χρυσάφιο, ο Ιουστινιανός Α’ είχε στρατηγό και στρατιωτικό σύμβουλο τον αρμένιο ευνούχο Ναρσή (Καμσαρακάν), ο Κώνστας Β’ άκουγε ευλαβικά τον Ευσέβιο, η Ειρήνη η Αθηναία είχε συμβούλους τους Σταυράκιο και Αέτιο, ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός τον Σαμονά και ο Ρωμανός Β’ τον Ιωσήφ Βριγγά, την ίδια ώρα που ευνούχοι όπως ο Βασίλειος Λεκαπηνός και ο Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος έδιναν και έλυναν ανεξαρτήτως αυτοκράτορα!

    Ταυτοχρόνως, μια καλή αναλογία από τους πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης ήταν ευνούχοι. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον Νικήτα, νεαρό γιο του Μιχαήλ Α’, που ευνουχίστηκε μετά την πτώση του πατέρα του και έγινε αργότερα ο πατριάρχης Ιγνάτιος. Αλλά και ο Ρωμανός Α’ ευνούχισε (συνάμα με τον νόθο γιο του Βασίλειο) τον μικρότερο και νόμιμο γιο του, Θεοφύλακτο, καθώς τον προόριζε για πατριάρχη!

    Χολιγουντιανού τύπου ίντριγκα

    Στο Βυζάντιο φιλοτεχνήθηκε μια ατμόσφαιρα πολιτικής ίντριγκας όπου αυλοκόλακες και ευνούχοι διαγκωνίζονταν για εξουσία και επιρροή στο περιθώριο της επίσημης αυτοκρατορικής ηγεμονίας. Το φαινόμενο Ειρήνη η Αθηναία δεν μπορεί εξάλλου να αποκοπεί από την καθοριστική επίδραση που άσκησαν πάνω της οι παντοδύναμοι ευνούχοι Σταυράκιος και Αέτιος.


    Ο αυτοκρατορικός σύμβουλος Σταυράκιος έλεγχε όλο τον κρατικό μηχανισμό, βοηθώντας την Ειρήνη να ανατρέψει τον γιο της τυφλώνοντάς τον. Κι επειδή σπανίως ο συνωμότης βρίσκει δικαίωση, ο Σταυράκιος αντικαταστάθηκε από τον επίσης ευνούχο Αέτιο, ο οποίος συνωμοτούσε για να φέρει στην εξουσία τον αδερφό του Κωνσταντίνου. Αλλά κι αυτός δεν τα λογάριασε καλά, κι έτσι έπεσε θύμα νέας συνωμοσίας που οργανώθηκε από τον γενικό λογοθέτη Νικοφόρο, που ανέβηκε στον θρόνο ως Νικηφόρος Α’, πριν δει το κρανίο του να μετατρέπεται σε ασημένια κούπα με την οποία απολάμβανε το κρασί του ο Βούλγαρος Κρούμος.

    Οι πολιτικές πλεκτάνες τράνταξαν συθέμελα το Βυζάντιο μέχρι και την πτώση της Βασιλεύουσας στους Οθωμανούς. Ακόμα και κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς συνωμοτούσε για να εξασφαλίσει επικερδείς συμφωνίες για τους γιους του στη διάδοχη κατάσταση…

    Εμφύλιοι πόλεμοι

    Κατά τον ένατο αιώνα, ο Μιχαήλ Α’ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον αυτοκρατορικό του θρόνο μετά την ήττα από τους Βούλγαρους το 813 για χάρη του Λέοντα Ε’ του Αρμένιου και των συνεργών του στον σφετερισμό του θρόνου, Μιχαήλ Β’ και Θωμά του Σλάβου. Το νέο πραξικόπημα έγινε μάλιστα 10 χρόνια μετά τη στάση του στρατηγού των Ανατολικών, Βαρδάνη, κατά του Νικηφόρου Α’, που θα έβρισκε τον Μιχαήλ υπαρχηγό του στασιαστή, αν και σύντομα θα αυτομολούσε στον αυτοκράτορα αποκτώντας νέα προνόμια.

    Ο Λέων στέφθηκε στο νέο κίνημα αυτοκράτορας, σύντομα ψυχράνθηκε όμως με τον Μιχαήλ Β’, γι’ αυτό και ο τελευταίος έβαλε να τον σκοτώσουν παραμονές Χριστουγέννων στο παρεκκλήσι του. Ο νέος αυτοκράτορας θα έβλεπε με τρόμο τον τρίτο και τελευταίο υπαρχηγό του Βαρδάνη, Θωμά τον Σλάβο, να στασιάζει εναντίον του το 821, πυροδοτώντας μια εκτεταμένη εμφύλια σύγκρουση που θα αποδυνάμωνε την αυτοκρατορία, επιτρέποντας στον εξωτερικό εχθρό (όπως τους Άραβες) να επιτεθεί.

    Τα ίδια έγιναν βέβαια και στον δέκατο αιώνα, όταν η εξέγερση του Βάρδα Φωκά κατά τον Ιωάννη Τσιμισκή πνίγηκε στο αίμα από τον στρατηγό Βάρδα Σκληρό. Ο Φωκάς είχε βέβαια τα δίκια του, γιατί όταν δολοφονήθηκε ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς το 969, ο Βάρδας φυλακίστηκε και είδε τον αδερφό του, Λέοντα Φωκά, να συλλαμβάνεται από τον νέο αυτοκράτορα και να τυφλώνεται.

    Αλλά και ο Σκληρός είχε τα δικά του δίκια. Αυτός βλέπετε ήταν κουνιάδος του Ιωάννη Τσιμισκή και μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα διεκδίκησε τον θρόνο, πέφτοντας πάνω στον ευνούχο Βασίλειο Λεκαπηνό. Ο οποίος ασκούσε όπως είπαμε την πραγματική εξουσία, καθαιρώντας τον στρατηγό της Ανατολής, Σκληρό, από τα αξιώματά του.

    Ο τελευταίος βάδισε κατά του Βυζαντίου σε μια νέα στάση και ο Λεκαπηνός απάντησε ρίχνοντας στη μάχη τον Βάρδα Φωκά τον Νεότερο, έναν στρατηγό που είχε επαναστατήσει κατά την προηγούμενη βασιλεία και είχε εγκλειστεί σε μοναστήρι εδώ και χρόνια. Η κακιά η μοίρα θα φέρει όμως αργότερα στο ίδιο στρατόπεδο Φωκά, Σκληρό και Λεκαπηνό, όταν συνεργάζονται για να ανατρέψουν τον νεαρό Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο! Εκείνος συνέτριψε τις εξεγέρσεις τόσο του Σκληρού (979) όσο και του Φωκά (989), καθώς μέχρι τότε οι στρατηγοί τσακώνονταν και πάλι μεταξύ τους.

    Και μιας και αναφέραμε τον Βουλγαροκτόνο, μετά τη θριαμβευτική για τον ίδιο Μάχη του Κλειδίου στις 29 Ιουλίου 1014, τύφλωσε τους 15.000 βούλγαρους αιχμαλώτους που είχε πιάσει αφήνοντας έναν μονόφθαλμο ανά 100 τυφλούς για να οδηγήσουν την τυφλή πομπή πίσω στον Σαμουήλ. Ο οποίος όταν είδε τον σακατεμένο στρατό του, πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Οι Βούλγαροι θα πολεμούσαν άλλα τέσσερα χρόνια τους Βυζαντινούς τυφλωμένοι από τη δίψα της εκδίκησης…

    Ο ρινότμητος αυτοκράτορας και τα ανείπωτα βυζαντινά βασανιστήρια

    Ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν επίσης γνωστός ως Ρινότμητος και περιθώρια αμφιβολίας για το παρατσούκλι δεν χωρούν. Ο σκληρός αυτοκράτορας ανέβηκε στον θρόνο σε τρυφερή ηλικία 17 ετών, ανατράπηκε το 695 σε άλλο ένα από τα περιβόητα βυζαντινά πραξικοπήματα και τη θέση του πήρε ο αξιωματικός Λεόντιος. Ο οποίος ήταν καρδιακός φίλος του πατέρα του, Κωνσταντίνου Δ’, γι’ αυτό και του χάρισε τη ζωή.

    Του κόβει όμως τη μύτη για να μην μπορεί να διεκδικήσει ξανά το στέμμα και τον στέλνει στην εξορία. Ο πολυμήχανος Ιουστινιανός Β’ δεν είχε πει βέβαια την τελευταία του λέξη και συμμαχώντας με Χαζάρους και Βούλγαρους ανακατέλαβε τον θρόνο από τον Τιβέριο, που είχε προλάβει στο μεταξύ να ανατρέψει τον Λεόντιο. Ο Ιουστινιανός, που φορούσε τώρα χρυσή μύτη, έκοψε μύτες και αυτιά και σκότωσε όποιον τον είχε προδώσει, πέφτοντας τελικά κι αυτός θύμα του Φιλιππικού Βαρδάνη, που σκοτώνει τον Ρινότμητο και τον γιο του Τιβέριο και ξεκληρίζει τον οίκο του Ηρακλείου.

    Με το πέρασμα του βυζαντινού χρόνου, καθιερώθηκε προοδευτικά η συνήθεια να ανακηρύσσεται διάδοχος του θρόνου εκείνος ο γιος του αυτοκράτορα που είχε γεννηθεί πρώτος στην Πορφύρα, την παλατιανή αίθουσα οι τοίχοι της οποίας ήταν ντυμένοι με πορφυρό μεταξωτό ύφασμα. Το εθιμοτυπικό αυτό γεννούσε φυσικά πολλές αντιζηλίες ανάμεσα στον πορφυρογέννητο διάδοχο και τα άλλα αδέλφια του, τα οποία ήταν συχνά μεγαλύτερα, γεννημένα πριν ο πατέρας τους ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ή ακόμα και ετεροθαλή.

    Κι έτσι πάμπολλες φορές ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου τέλειωνε τη ζωή του στη φυλακή, αφού προηγουμένως είχε υποβληθεί σε βασανιστήρια που περιλάμβαναν την τύφλωση, το κόψιμο της γλώσσας και της μύτης ή και άλλα σαφώς χειρότερα. Ο Μιχαήλ Ψελλός έγραφε εξάλλου πως η αυτοκρατορική ηγεμονία γινόταν «φόνοις και αίμασιν».

    Τα βασανιστήρια δεν ήταν βέβαια προνόμιο των πεσόντων αυτοκρατόρων, καθώς ήταν στο Βυζάντιο που λυσσομανούσαν οι πυρές για τη θανάτωση αιρετικών και μάγων και σκαρώθηκαν καινούριες μέθοδοι βασανισμού και εκτελέσεων. Η πλούσια τοιχογραφία φρίκης και τρόμου απαρτιζόταν από τα βασανιστήρια της αυτοκρατορικής εξουσίας αλλά και της πατριαρχικής, σε έναν ιδιότυπο αγώνα δρόμου ποιος θα σκεφτεί το πιο απάνθρωπο.

    Η αγριότητα των ηθών, ο φυσικός σαδισμός και οι εκδικητικές επινοήσεις τους έχουν περιγραφεί επί μακρόν, ήδη από τα χρόνια των ίδιων των βυζαντινών χρονογράφων. Οι κεφαλικές ποινές περιλάμβαναν αποκεφαλισμό, κάψιμο στην πυρά, αγχόνη, λιθοβολισμό και άλλα πολλά, ενώ αργότερα θα προστεθούν η τύφλωση, ο ακρωτηριασμός και το μεταλλισθήναι (ισόβια κάθειρξη στα μεταλλεία).

    Οι μαρτυρικές θανατώσεις συνδυάζονταν με εξίσου μαρτυρικά βασανιστήρια και το μενού εδώ είναι πλούσιο και απαισιόμορφα λαχταριστό: ψήσιμο στη θράκα, βράσιμο σε νερό που κόχλαζε ή τηγάνισμα σε καυτό λάδι, εκδορά, ακρωτηριασμό και ευνουχισμό, ανασταύρωση, παλούκωμα, φαρμάκωμα, ακόμα και πυρωμένα σίδερα χρησιμοποιούνταν.


    Είχαμε τις χειροκοπίες (για τους κλέφτες, τους τυμβωρύχους και τους παραχαράκτες), τις ρινοτομίες (εδώ την τιμητική τους είχαν οι αυτοκράτορες αλλά και οι βιαστές, οι δίγαμοι και οι αιμομίκτες), τις γλωσσοτομίες (για ψευδορκία), τις ταυτοπάθειες (κόψιμο του μέλους που είχε προκαλέσει την εγκληματική πράξη ή μπήξιμο μυτερών καλαμιών στην ουρήθρα στους παιδεραστές), τους αναρίθμητους ευνουχισμούς και τις ακόμα περισσότερες τυφλώσεις (ως βασανιστήριο αλλά και ως κατασταλτικό ή ακόμα και προληπτικό μέτρο), τις βάρβαρες διαπομπεύσεις των λειψάνων των στασιαστών (περιφορά στους δρόμους των παλουκωμένων και αποκομμένων μελών τους), την αποστολή των κακοποιημένων πτωμάτων των νεκρών στους συγγενείς τους (μεγάλο όνομα εδώ ο Αλέξιος Κομνηνός) και τόσα άλλα που δεν είναι για ευαίσθητους αναγνώστες.

    Υπήρχε βέβαια και η εκδορά ζωντανών ανθρώπων αλλά και κάτι εντελώς καινούριο, απότοκο των ενδοχριστιανικών διενέξεων: γδάρσιμο του γενειοφόρου τμήματος του κεφαλιού παπά ή μοναχού! Ταυτοχρόνως, το βράσιμο σε καυτή πίσσα, ο ανασκολοπισμός, η αποκοπή των τενόντων με μαχαίρι και οι λοιπές ανείπωτες φρικαλεότητες των βυζαντινών βασανιστηρίων συνθέτουν μια εικόνα φρίκης που σε τέτοια έκταση σπανίως έχει ξαναδεί ο δυτικός κόσμος.

    Ο τεράστιος αριθμός των βυζαντινών ακρωτηριασμών ανασυγκροτείται και από τα τόσα παρωνύμια που δίνονταν στα θύματα σύμφωνα με το βασανιστήριο που είχαν υποστεί ή το ομοίωμα με το οποίο αντικαθιστούσαν το κομμένο τμήμα. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα Κοψόρρινος, Αργυρομύτης, Χαλκομύτης, Κουτσομύτης, Κουτσοχέρας, Κουτσοδάχτυλος κ.λπ.

    Εξεγέρσεις και η σφαγή των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης

    Ως πολίτες της πιο λαμπρής πόλης του καιρού τους, ο λαός της Βασιλεύουσας δεν φοβόταν να εκφραστεί και πουθενά δεν ήταν πιο έκδηλο αυτό από τη Στάση του Νίκα. Τη λαϊκή εξέγερση δηλαδή που έλαβε χώρα στο Βυζάντιο την εποχή του Ιουστινιανού και πνίγηκε στο αίμα από τον αυτοκράτορα, με πρωταγωνιστές τους δήμους των «Πράσινων» και των «Βένετων», οργανώσεις φιλάθλων με λαϊκή καταγωγή που λάτρευαν τις αρματοδρομίες και ζούσαν για τις εξέδρες του Ιππόδρομου της Κωνσταντινούπολης.

    Με τα πολλά, ο Ιουστινιανός στέλνει τους στρατηγούς του, οι οποίοι εγκλωβίζουν τους επαναστάτες στον Ιππόδρομο και τους κατασφάζουν κυριολεκτικά: η καταστολή της «Στάσης του Νίκα» στις 18 Ιανουαρίου 532 άφησε πίσω της 30.000 νεκρούς.

    Δεν αποσταθεροποιούσαν όμως την αυτοκρατορία όλες οι εξεγέρσεις, όπως το περιστατικό με τον αιματοβαμμένο εμφύλιο που πήρε τέλος από μια εξέγερση στις φυλακές. Ο Αλέξιος Απόκαυκος προσπάθησε να ανακόψει την αυτονομιστική δύναμη του Ιωάννη Καντακουζηνού, άλλου ενός που ζήλεψε τον αυτοκρατορικό θρόνο εκμεταλλευόμενος τον θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ το 1341.


    Ο λαός της Αδριανούπολης εξεγέρθηκε μέσα στον πανικό και όταν ο κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης κάλεσε τον Καντακουζηνό στην πόλη για να του την παραδώσει, οι Ζηλωτές εξεγείρονται και μαζί τους ξεσηκώνεται και ο λαός της Θεσσαλονίκης. Ο μέγας δούκας Απόκαυκος πρωτοστάτησε στους εμφύλιους πολέμους της εποχής του που σχετίζονταν με τη διαδοχή του βυζαντινού θρόνου και πάλεψε με τον αντιβασιλιά και αυτοανακηρυγμένο αυτοκράτορα τώρα Καντακουζηνό, αν και το τέλος του ήρθε από κει που δεν το περίμενε. Επιθεωρώντας τις νέες φυλακές της Κωνσταντινούπολης, έπεσε θύμα της στάσης των κρατουμένων, οι οποίοι και τον δολοφόνησαν τελικά τον Ιούνιο του 1345 διαδραματίζοντας από σπόντα σπουδαίο ρόλο στην αδελφοκτόνο μάχη για τον θρόνο.

    Είμαστε πια σε μια εποχή που το Βυζάντιο δονείται από εμφύλιους σπαραγμούς, από πλήθος πραξικοπημάτων που εκδηλώνονται δηλαδή με θρησκευτικές συγκρούσεις μεταξύ ορθόδοξων και αιρετικών, «Ησυχαστών» και «Ζηλωτών», αυτοκρατορικών και αντιαυτοκρατορικών. Στις σφετεριστικές περιπέτειες του Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνού εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1340 και στις μάχες του με τον οίκο των Παλαιολόγων, οι «Ησυχαστές» (μερίδα του ιερατείου) βρίσκουν την ευκαιρία να συγκρουστούν με τους «Ζηλωτές», ένα λαϊκο-θρησκευτικό κίνημα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Θεσσαλονίκη και αντιμετώπιζε με καχυποψία τη συνεργασία του μεγάλου εξουσιαστικού ιερατείου με την αριστοκρατική φεουδαρχία.

    Πολλές αγροτικές εξεγέρσεις και ταραχές εναντίον της τοπικής αριστοκρατίας αλλά και της κεντρικής εξουσίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας λαμβάνουν χώρα σε Μακεδονία και Θράκη και στη Θεσσαλονίκη εξελίσσονται σε μια παρισινή κομμούνα πριν την εποχή της. Την άνοιξη του 1342, ο Καντακουζηνός, κατ’ εξοχήν εκφραστής των συμφερόντων της αριστοκρατίας, καταλαμβάνει με τη βοήθεια των Σλάβων τη Θεσσαλονίκη και οι Ζηλωτές εξεγείρονται και πάλι, θέλοντας να εκμεταλλευτούν την ολομέτωπη εμφύλια σύγκρουση Καντακουζηνού και Κωνσταντινουπολιτών.

    Οι Ζηλωτές καταλαμβάνουν την εξουσία και ανακηρύσσουν την «Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης», απαιτώντας την αυτονομία της και το δικαίωμα άσκησης ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη σφοδρή αντίθεση των Ζηλωτών έναντι του Καντακουζηνού για να τον αποδυναμώσει, ελπίζοντας να εξασθενήσουν παράλληλα και οι δυο αντίπαλοί του. Γι’ αυτό και τηρεί ουδετερότητα απέναντι στην εξέγερση των Ζηλωτών.

    Οι Ζηλωτές συνάπτουν προσωρινή συμμαχία με τον μέγα δούκα Απόκαυκο, οι εχθρικές διαθέσεις τους απέναντι στην αριστοκρατία επικρατούν όμως και ζητούν τώρα την αυτοδυναμία τους εκτελώντας τον γιο του. Για μια δεκαετία σχεδόν (1341-1349), οι Ζηλωτές έθεσαν την πόλη κάτω από τον απόλυτο έλεγχό τους και επιχείρησαν να εισαγάγουν πρωτοποριακές για την εποχή τους πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.

    Η Κομμούνα των Ζηλωτών αντιμετώπισε νικηφόρα με πολλές επιδρομές του αυτοκρατορικού στρατού στη Θεσσαλονίκη, επικουρούμενες πότε από τους Σλάβους και πότε από τους Τούρκους. Οι συμβασιλείς πια Καντακουζηνός και Παλαιολόγος έστειλαν μεγάλες δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη και σώμα 20.000 ανδρών του τούρκικου στρατού και κατέσφαξαν τον πληθυσμό καταστρέφοντας την πόλη.

    Η μόνιμη συνεργασία Σλάβων και Τούρκων με τους Βυζαντινούς του Καντακουζηνού κατά του λαϊκού στοιχείου και η μόνιμη εγκατάστασή τους στα ελλαδικά εδάφη προοιώνιζε το μέλλον της αυτοκρατορίας. Ο Καντακουζηνός συμμάχησε εξάλλου το 1352 με τον Σουλεϊμάν Πασά σε νέα εκστρατεία κατά του Ιωάννη Ε’, ο οποίος πολιορκούσε την Αδριανούπολη ενάντια στον διοικητή της που ήταν γιος του Καντακουζηνού (Ματθαίος Καντακουζηνός). Οι τουρκικές ορδές επιδόθηκαν σε εκτεταμένες σφαγές και λεηλασίες, πράξεις που στα μάτια του λαού έγιναν με τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή του συναυτοκράτορά τους.

    Οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν δηλαδή αυτοί που δίδαξαν στο σλαβικό και τουρκικό στοιχείο τον δρόμο προς την Ελλάδα αλλά και τον τρόπο να καταπνίγουν τα λαϊκά κοινωνικά κινήματα. Η μετέπειτα πορεία των πραγμάτων, ως διαμάχη μεταξύ «ενωτικών και ανθενωτικών», όχι μόνο δεν θα γλίτωνε τους αυτοκράτορες και τους ευγενείς από το σπαθί του Μωάμεθ του Πορθητή, αλλά θα ανέτρεπε τον ίδιο τον ρου της Ιστορίας προσυπογράφοντας την ηχηρή πτώση του Βυζαντίου…

    29 August 2021

    Πέθανε ο Άκης Τσοχατζόπουλος

    Βουλιμικός με το χρήμα & γαλαντόμος στα σοσιαλιστικά φούμαρα

    του Νίκου Σακελλαρόπουλου, Έμβολος, 29/8/21

    Ο Άκης Τσχοχατζόπουλος αποχώρησε από τον μάταιο τούτο κόσμο κι ομολογώ ότι δεν ξέρω σχεδόν κανέναν που να αισθάνθηκε κόμπο θλίψης στο στήθος. Κακή εξέλιξη για τον άνθρωπο που θέλησε να γίνει Ανδρέας στη θέση του Ανδρέα και κατέληξε στη φυλακή και στην απαξίωση.

    Ματαιόδοξος, αρχομανής, νάρκισσος και τεράστιο πολιτικό μηδενικό, κατάφερε να ζήσει μια μυθιστορηματική ζωή, γεμάτη πάθη, όπως ο πολιτικός του μέντορας από τα χρόνια του ΠΑΚ. Πάθη που μεγεθύνθηκαν μόλις γνώρισε σε προχωρημένη ηλικία την πρώην υπάλληλο της ΔΕΗ Βίκυ Σταμάτη. Παλιοί του σύντροφοι λένε ότι ένωσαν τη ματαιοδοξία τους και για τον «ωραίο Μπρούμελ» ξεκίνησε η αρχή του θλιβερού τέλους.  Θυμούνται και τον πολυτελή γάμο τους με τη χλιδάτη–πριγκιπική δεξίωση στο  «George V», στο Παρίσι.

    Η πολυτελής–φαραωνική ζωή του ζεύγους, τα spa σε κλινικές της Ελβετίας, τα  εξωτικά ταξίδια σε επίγειους παραδείσους, οι καθημερινές σπατάλες χιλιάδων ευρώ αλλά κι η μυθική αγορά του περίφημου νεοκλασικού στη Διονυσίου Αεροπαγίτου, μπορεί να έκαναν πολλούς ν’ αναρωτιούνται πού βρίσκει τόσα λεφτά ο Άκης, αλλά μέσα στο ΠαΣοΚ αγρόν ηγόραζον…  Κι όταν αποδείχτηκε ότι τα λεφτά ήταν από μίζες εκατομμυρίων ευρώ που κατέληγαν μέσω offshore σε ειδικούς λογαριασμούς, ουσιαστικά διαλύθηκε το ΠαΣοΚ.  Η συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών και πολλών στελεχών του περιβάλλοντος Τσοχατζόπουλου, γαλουχημένοι σε μεγάλο βαθμό από τον «Αυριανισμό», κατευθύνθηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου. Άλλωστε κι ο Άκης Αριστερός δήλωνε…  Με … φιλολαϊκή ρητορική, οργίλο ύφος απέναντι στους αντιπάλους του και δάκτυλο υψωμένο απέναντι στον… Νεοφιλελευθερισμό!


    Πέτρος Ευθυμίου: «Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να νίκησε ο Άκης Τσοχατζόπουλος το 1996»

    Ο Άκης Τσοχατζόπουλος έφυγε αφήνοντας πίσω μια κατάμαυρη τρύπα κι ένα κηλιδωμένο όνομα στην πολιτική ιστορία του τόπου. Έφυγε ως μιζαδόρος και λωποδύτης. Κι ομολογώ ότι δεν γνωρίζω, δεν έμαθα ποτέ, τι μύγα τσίμπησε τον Λαλιώτη όταν στην αναμέτρηση ανάμεσα στον Κώστα Σημίτη και στον Άκη Τσοχατζόπουλο για την προεδρία του ΠαΣοΚ, στήριξε τον πρώτο και άλλαξε τον ρου των γεγονότων και της ιστορίας.  Απλά κι εξ όσων ακολούθησαν δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ο Άκης Τσοχατζόπουλος θα είχε γίνει πρωθυπουργός της χώρας… 

    Βεβαίως, έχει δοθεί απάντηση σ’ αυτό με την εξαιρετικά εύστοχη τοποθέτηση του Πέτρου Ευθυμίου, που είπε συγκριτικά με την σημερινή εποχή, ότι  «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να νίκησε ο Άκης Τσοχατζόπουλος το 1996»…

    Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία δεν γράφεται με «αν». Όμως, στους πολιτικούς αναλυτές και καταγραφείς αυτής, αρέσει πολύ το «παιγνίδι» με το αποκαλούμενο  «what if». Τι θα είχε συμβεί αν δεν είχε χάσει ο τσάρος από τους μπολσεβίκους, αν ο Κωνσταντίνος δεν επέμενε στον απομονωτισμό έναντι της Αντάτ, αν ο Ρούσβελτ είχε χάσει τις εκλογές του 1940, ο Τσόρτσιλ δεν είχε χάσει τις εκλογές του 1945 ή αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Κένεντι;

    Αναρωτιέμαι αν τις ώρες της φυλακής σκέφτηκε ποτέ, εκτός όλων των άλλων,  πόσο υποκριτής ήταν. Από τη μια βουλιμικός με τα χρήματα κι από την άλλη τόσο γαλαντόμος στα σοσιαλιστικά φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες προς το πόπολο…

    Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, αναπληρωτής πρωθυπουργός του Παπανδρέου, μόνιμος υπουργός της Αλλαγής, σφιχταγκάλιασε τους θώκους της Άμυνας (όπου έκανε το μεγάλο πάρτι), της Ανάπτυξης, της αυτοδιοίκησης, των δημοσίων έργων…  Έζησε συγκεντρώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, αποθεώσεις, ταξίδια, συζητήσεις με τους σπουδαίους της γης. Μίλησε για εθνική ανεξαρτησία, για κοινωνία της ισότητας, βίωσε τιμές! Κι έφυγε όπως έφυγε. Στιγματισμένος! Ατιμασμένος!

    Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, συμβόλισε την πιο απωθητική πλευρά της μεταπολίτευσης. Το πολιτικό τίποτα, ο κοπανιστός αέρας με τον ακατάληπτο ξύλινο και στομφώδη λόγο, που έφτανε στα όρια της πολιτικής αρλουμπολογίας. Μια ξιπασμένη εκδοχή του σοσιαλιστή!

    Δεν ξέρω αν είμαστε ικανοί να συγχωρούμε, σίγουρα όμως μπορούμε να τον αποχαιρετήσουμε μ’ ένα νεύμα οίκτου…

    27 August 2021

    «Έωλο!»: Ο Δημήτρης Δημητριάδης κρίνει το νέο βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Γρίφος θάνατος»

     του Δημήτρη Δημητριάδη, LIFO, 26/7/2021

    «Ο κ. Χήστος Γιανναράς, με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος.»

    Ο κ. Χρήστος Γιανναράς (Χ.Γ.) εξέδωσε πολύ πρόσφατα ένα βιβλίο του με τον τίτλο Γρίφος θάνατος, εκδ. Ίκαρος, 2021. Το παρακάτω κείμενο είναι μία δική μου ανάγνωση τού βιβλίου αυτού. Μπαίνω αμέσως στο θέμα.

    1. Γιατί ο θάνατος είναι «γρίφος» για τον χριστιανό κ. Χ.Γ.; Γιατί να είναι «αίνιγμα» ο θάνατος για τον χριστιανισμό όταν σύνολο το δόγμα του στηρίζεται στην ανάσταση τού Κυρίου του ο οποίος «πάτησε τον θάνατο με θάνατο»; Αφού το χριστιανικό δόγμα απάντησε στον «γρίφο» τού θανάτου, λύνοντάς τον με την μετά θάνατον ζωή; Για τον χριστιανισμό, όπως και για κάθε χριστιανό, ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο από μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την περατότητα στην αθανασία.

    Η καταγωγική καταστρατήγηση τού άκρως ανθρώπινου που είναι ο θάνατος, από την πλατωνική φιλοσοφία και τον κατ’ επέκτασή της χριστιανισμό, συνιστά το άκρον άωτον τής απαξίωσης τού ίδιου τού ανθρώπου – όχι μόνο ως πλάσματος τού Δημιουργού (αυτό κι αν αποτελεί σημείο καθοριστικής σημασίας για την ίδια την χριστιανική κοσμοαντίληψη) αλλά ως θνητού και αναπαραγωγικού όντος (η εκδίωξη από τον Παράδεισο που προσέδωσε στον άνθρωπο την θνητότητα και την σεξουαλικότητα).

    Πλάτων: Λένε λοιπόν ότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι αθάνατη και για ορισμένο χρόνο αυτή φτάνει σε ένα τέλος –αυτό το ονομάζουν θάνατο– και σε ορισμένο πάλι χρόνο αυτή γεννιέται και δεν χάνεται ποτέ. Μένων, 81b.

    Γιανναράς: Για τούς έμπειρους τού εκκλησιαστικού γεγονότος, ο θάνατος τού σώματος είναι η απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση, τις χαρές και τις δυσκολίες τής επί γης συμβίωσης. Αυτός ο μεταθανάτιος τρόπος ύπαρξης δεν μπορεί να σημανθεί με τα σημαίνοντα τής γλώσσας που υπηρετεί την επικοινωνία στον παρόντα επίγειο βίο. Γρίφος θάνατος, σελ. 61.

    Μάξιμος ο Ομολογητής (τον παραθέτει ο κ. Χ.Γ.): Καμία φαντασία δεν μπορεί να εντοπίσει τον Θεό. επειδή απλούστατα ο Θεός υπερβαίνει και την ύπαρξη και ό,τι μπορούμε να νοήσουμε ως ύπαρξη. (…) Διότι ο Θεός δεν είναι «κάπου» [σε αισθητό τόπο], αλλά πέρα από κάθε πεδίο αισθητού τόπου, όπου [σε απόλυτη ελευθερία από χωρικές διαστάσεις/αποστάσεις] θα πραγματώσει-συγκροτήσει/συστήσει ο Θεός την ακεραιότητα τού υπάρχειν. (…) Όμως ο Θεός ούτε σε κάποιον τρόπο ύπαρξης πειθαρχεί (τρόπο ευρύτερο τής δικής του ύπαρξης) ούτε υπάρχει με τον τρόπο των υπαρκτών. Προφανώς ξεπερνάει κάθε δυνατότητα γνώσης.

    Έχουμε λοιπόν και λέμε: από την μια υπάρχει, υπογραμμισμένος, τρόπος ύπαρξης τού Θεού, από την άλλη, δεν τον συλλαμβάνει η γλώσσα, άρα ούτε η νόηση. Δεν γίνεται νοητός ούτε ως νοητός. Εντούτοις συνιστά μία άλλη ζωή, τι ζωή όμως είναι αυτή αν δεν είναι όντως υπαρκτή ζωή; (Ας μη αντιπαρατάξει ο κ. Χ.Γ. στο σημείο αυτό ότι πρόκειται για την πνευματικότητα ή για κάτι παρόμοιο, διότι στην «σύλληψη» αυτή η πρώτη που κατατροπώνεται είναι η πνευματικότητα, κι όταν λέμε «πνευματικότητα» εννοούμε «στοχαστικότητα», ό,τι πιο αντίθετο από το πνεύμα τού Χριστιανισμού). 

    Μερικές σελίδες πιο πάνω, ο κ. Χ.Γ. γράφει: Αν η λέξη θάνατος παραπέμπει σε οδύνη, πόνο, ανυπόφορη στέρηση, είναι γιατί καταργεί-μηδενίζει την ανθρώπινη παρουσία: την υπαρκτική ψυχοσωματική μοναδικότητα (ετερότητα) που τη γνωρίζουμε από την εμπειρία άμεσης σχέσης. ο. π. σελ. 18.

    Λίγο πιο πριν: Οι πληροφορίες των αισθήσεων και η κατανόησή τους με βεβαιώνουν για τις συνέπειες τού θανάτου: στην κατάσταση τού θανάτου η ύπαρξη αδρανεί, δεν ενεργείται, το υπαρκτικό γίγνεσθαι διακόπτεται, έχει τελειώσει, το κορμί που πραγματώνει (κάνει γεγονός) την ύπαρξη σήπεται, διαλύεται, χάνεται. Ο πρώην έναντι άλλος, νεκρός, δεν είναι πια μια ενεργούμενη ετερότητα, είναι ό,τι και μία πέτρα, μια ποσότητα χώμα. Δεν κινείται, δεν αισθάνεται, δεν αναπνέει, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν σκέπτεται – δεν λειτουργεί καμία από τις λειτουργίες που τον καθιστούσαν υπαρκτό. ο.π. σελ. 14.

    Αυτή η «πραγματολογική» περιγραφή τού ανθρώπινου τέλους, επιτρέπει στον κ. Χ.Γ. να διατηρεί ακόμα την πίστη του στην υπέρβασή του, λες και η περιγραφή του αφορά μία κατάσταση που όντως επιτρέπει την αποκατάστασή της. Πόσο ικανή μπορεί να είναι η νόηση ώστε να καταργήσει την αδήριτη πραγματικότητα ενός φυσικού γεγονότος;  

    Γίνεται σαφές ότι αυτό που περιγράφεται από τον κ. Χ.Γ., το «πάτησε» ο αναστάς Χριστός. Η εν λόγω ανάσταση τίθεται στην Α΄ προς Κορινθίους, 15, 12-15 ως εξής: Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσιν εν υμίν τινές ότι αναστάς εκ νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ου εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.

    Αυτό δηλώνει ότι μόνον η πίστη κάνει υπαρκτή την ανάσταση, η πίστη όμως δεν είναι ποτέ αξιόπιστη εκτός κι αν αποδειχθεί αυτό στο οποίο πιστεύει κανείς. Η πίστη στην ανάσταση τού Χριστού ποτέ δεν αποδείχθηκε – η μόνη απόδειξη είναι η αναμενόμενη Δευτέρα Παρουσία τού αναστάντος, η οποία αναμένεται εσαεί. Άρα, κενόν το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.

    Ποτέ δεν έπαψε, ούτε θα πάψει να πεθαίνει ο άνθρωπος. Αν έπαυε, δεν θα ήταν άνθρωπος. Με την έννοια αυτή, ο τίτλος «Γρίφος θάνατος» καταργεί, ακυρώνει, ευθέως ολόκληρο το βιβλίο, διότι ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί κατάργηση, ακύρωση τού τίτλου του. 

    2. Ο χριστιανισμός, μαζί με τον πλατωνισμό, είναι η πιο τερατώδης παρανόηση τού ανθρώπου, η οποία οδήγησε και στην ευτελέστερη χειραγώγησή του. 

    3. Μαζί με την ανάσταση, μία άλλη έννοια, η αγάπη, αποτελεί τον δεύτερο μέγα πυλώνα τού χριστιανικού δόγματος.

    Το να παραινείς «αγαπάτε», το να προστάζεις «αγάπα», αναιρεί την ουσία αυτού τού ρήματος/αισθήματος. Ποτέ η αγάπη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο προτροπής, ποτέ η αγάπη δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζεται, δεν διατάσσεται, έστω καλοπροαίρετα. Η αγάπη είναι πάντα κίνηση αυτεξούσια, διάθεση αυθόρμητη, πέρα από θεωρίες, κηρύγματα, κατευθύνσεις, οδηγίες, κανόνες. Η αγάπη έχει, σύμφωνα με τον Πασκάλ, την λογική τής καρδιάς που δεν την έχει η λογική.

    Αυτή ωστόσο η παρανόηση, δεν είναι παρά η μία πλευρά τής ολικής παρανόησης που αντικείμενό της είναι ο όλος άνθρωπος. Ο διαχωρισμός του στα δύο, σώμα και ψυχή, προκαθορίζει την καταστροφική συνέπεια/συνέχεια ενός δόγματος που καθιστά τον χριστιανισμό έναν αντί-ανθρωπισμό, και κατ’ επέκταση έναν μηδενισμό.

    Όταν το χριστιανικό δόγμα διακηρύσσει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», ότι την αγάπη αυτή ο Θεός την δίνει, τίθεται ένα ερώτημα, αφελές ίσως εκ πρώτης όψεως: πώς την δίνει ο Θεός αυτή την αγάπη που είναι ο ίδιος; Διότι ή την δίνεις έμπρακτα ή δεν την δίνεις. Πώς ο Θεός δίνει έμπρακτα την αγάπη; 

    Ας δεχτούμε ότι πράγματι δίνει έμπρακτα την αγάπη του, όπως δίνει έμπρακτα την βοήθειά του, την συμπόνια του, την παρηγοριά, την ευσπλαχνία του, κτλ. Όλα αυτά όμως αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αληθινής, ένσαρκης ύπαρξης. Είναι αποκλειστικώς ανθρώπινα. Μόνον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται έτσι, και συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αισθήματα και αισθήσεις. Μπορεί το μη-αισθητό να έχει αισθήματα και αισθήσεις;  Είδαμε προηγουμένως, με τα λόγια τού Μάξιμου και τού κ. Χ.Γ., ότι ο Θεός ούτε καν νοείται. Πώς ένα ούτε καν νοητό ον μπορεί να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά; 

    Ανθρωπομορφισμός, φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως έχων ανθρώπινα χαρακτηριστικά, διαθέτει και όλα τα άλλα; Έχει σώμα; Είναι άνθρωπος ο Θεός; Είναι και θνητός; Διότι, δεν γίνεται να προσφέρει αγάπη, κτλ. και συγχρόνως να είναι μη υπαρκτός, να μην υπόκειται στον χρόνο, να είναι αθάνατος. Ένα από τα δύο.

    Υπάρχει ο Θεός, όχι προκαθορισμένος να υπάρχει από αναγκαιότητα που προηγείται τής ύπαρξής του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα αγαπάει: επειδή ιδρυτικό τού υπάρχειν γεγονός είναι η τριαδικότητά του – η αγαπητική ελευθερία είναι ανάρχως ιδρυτική (Αιτιώδης Αρχή) τού υπαρκτικού γεγονότος. «Ο Θεός αγάπη εστί». ο.π. σελ. 41.

    4. Εδώ περνάμε στο ερεβώδες στάδιο μιάς διανοητικής σύλληψης που κυριάρχησε κατά τούς πρώτους αιώνες τού χριστιανισμού, με τις αλλεπάλληλες Συνόδους με τις οποίες, μέσα από αβυσσαλέες αλληλοεξοντώσεις, οι Πατέρες τής Εκκλησίας κωδικοποίησαν και επτασφράγισαν το χριστιανικό modus vivendi για τούς επόμενους αιώνες μέχρι σήμερα.

    Ο Χρήστος Δ. Μεράντζας, στο βιβλίο του «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος» (εκδ. Σμίλη, 2011), γράφει: Μπορεί οι διωγμοί (των χριστιανών) να διαρθρώθηκαν γύρω από την αιματηρή εκμετάλλευση και απίσχναση τού χριστιανικού σώματος, χρησίμευσαν όμως στην Εκκλησία ως επικοινωνιακά εργαλεία στην προσπάθεια να καταστεί μια φαινομενικά παθητική πρακτική αντίστασης το μέσο ενός νέου μηχανισμού θρησκευτικής αυθεντίας, ο οποίος μετασχημάτισε τον ανθρώπινο πόνο σε εργαλείο αυτογνωσίας. Στη βάση τής κατασκευής τής συλλογικής χριστιανικής μνήμης βρισκόταν το σπαραγμένο και διαμελισμένο σώμα τού μάρτυρα ή, με τούς όρους τής ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας, το  απαξιωμένο σώμα ενός κοινωνικού απόβλητου, ιδωμένο στα ακρότατα όρια τής εκμηδένισης και εξουδετέρωσής του. Η χριστιανική μνήμη κλήθηκε να συντηρήσει την οδύνη τού βασανιζόμενου μάρτυρα σε μία εκ των υστέρων απόπειρα αποκατάστασης τής αλήθειας τής πίστης των βασανισθέντων. (…) Μέσα από τον βασανισμό τους οι χριστιανοί μάρτυρες αναδείχθηκαν σε σύμβολα τής νίκης τής πίστης, ενώ τα διαμελισμένα σώματά τους κατέστησαν τεκμήρια μιας νέας κατανόησης τής κοινωνικής πραγματικότητας, που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα φυσικά όρια τής ανθρώπινης ύπαρξης. (…) Όταν οι χριστιανοί μάρτυρες προσέφεραν οικειοθελώς τον εαυτό τους στους δημίους τους για θυσία, αναγνώριζαν με αυτόν τον τρόπο τη συμπόρευσή τους με τον θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος υπέστη πρώτος τον μαρτυρικό θάνατο θυσιαζόμενος για την σωτηρία τού ανθρώπινου γένους. (…) Η Εκκλησία, επιχειρώντας να συγκροτήσει την ταυτότητά της, προσέδωσε πολύ νωρίς στο μαρτύριο μία αυτοδίκαιη σωτηριολογική αξία που συνιστούσε ταυτόχρονα πηγή και απώτερο προορισμό της. Όπως συνέβη και στη συνέχεια με τις ασκητικές πρακτικές, με τις οποίες το συνδέει μια ισοδύναμη σχέση μετουσιωμένης ανδρείας, το μαρτύριο διάνοιξε τη δυνατότητα μιας μόνιμης και διαρκούς συνάντησης με τον θεό. Το σώμα τού μάρτυρα κατέστη σώμα τής αγιότητας, καθώς κάθε μέρος του λειτουργούσε ως υποκατάστατο τού θεού. (σελ. 273-277-278-284)  

    Ο Μισέλ Φουκώ, από την δική του πλευρά, προσφέρει μία ολοκληρωμένη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε/χρησιμοποιήθηκε το σώμα κατά τούς πρώιμους αιώνες τού χριστιανισμού: Εντούτοις, τον 4ο αιώνα το ζήτημα τής παρθενίας εγγράφεται εντός ενός πλαισίου, πλαίσιο το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται να τροποποιήσει το ίδιο το ζήτημα: ανάπτυξη τής ασκητείας, οργάνωση τού μοναχισμού, εφαρμογή τεχνικών για τη διακυβέρνηση τού εαυτού και των άλλων, διευθέτηση τού πολύπλοκου καθεστώτος τής αλήθειας των ψυχών. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχηματικά αυτήν την τροποποίηση υπενθυμίζοντας ένα χωρίο από τον Γρηγόριο Νύσσης: «Ακριβώς όπως ορισμένες τέχνες, ανάμεσα σε άλλα επιτηδεύματα, έχουν επινοηθεί, για να εκτελέσουν σωστά κάθε ένα από τα επιδιωκόμενα καθήκοντα, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω την εντύπωση πως το επιτήδευμα τής παρθενίας είναι μία τέχνη και μία επισταμένη γνώση τής θείας ζωής» («το τής παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις τής θειοτέρας ζωής», Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, IV, 9). Η παρθενία, νοούμενη ήδη ως μία προνομιακή κατάσταση, φέρουσα το βάρος ιδιαίτερων πνευματικών αξιών και ικανή να καθιερώσει μία αμετάβλητη σχέση προς τον Θεό, προς την αθανασία, προς τις πραγματικότητες τού ουρανού, τείνει να καταστεί όχι μόνο ένας επιμελώς οργανωμένος τρόπος ζωής, αλλά ένας τύπος σχέσης προς τον ίδιο τον εαυτό, ο οποίος έχει τις διαδικασίες του, τις τεχνικές του, τα εργαλεία του. Από τον Τερτυλλιανό έως τον Μεθόδιο, είχαμε δει την παρθενία-εγκράτεια να καθίσταται μία θετική κατάσταση παρθενίας. Είναι αυτή η κατάσταση που πρόκειται να τύχει επεξεργασίας τον 4ο αιώνα ως «τέχνη τής παρθενίας». (Ιστορία τής σεξουαλικότητας, 4. Οι ομολογίες τής σάρκας, εκδ. Πλέθρον, 2019).   

    Τα αποσπάσματα αυτά, καθιστούν έκτυπη την θέση που έχει το σώμα, δηλαδή η σάρκα, οι αισθήσεις, οι ορμές, η σεξουαλικότητα, μέσα στον χριστιανικό ανορθολογικό ορθολογισμό – ας καταφέρεται ο κ. Χ.Γ. εναντίον τού cogito και τού Διαφωτισμού: με το δικό τους παράφρον cogito οι Πατέρες τής Εκκλησίας οργάνωσαν την εκμηδενιστική διαχείριση τού σώματος, προκειμένου, μέσα από την εκμηδένισή του, ακόμα και εν ζωή, να προετοιμάσουν την ένωση τού ενσώματου/ασώματου ανθρώπου με τον Θεό, την θέωση, προλειαίνοντας το έδαφος για την μετά θάνατον.

    Εδώ συνετελέστη το αδιανόητο: το μόνο που ενδιέφερε/πάθιαζε τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δεν ήταν άλλο από την απαρέγκλιτη τήρηση τού εκκλησιαστικού κανόνα, τον οποίο διακήρυσσαν/θεσμοθέτησαν στο όνομα τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Αυτή η κακουργηματική πράξη, που σημάδεψε είκοσι συναπτούς αιώνες, δεν υποχώρησε ούτε βέβαια ανεστάλη από την ολοκληρωτική αποτυχία/διάψευση που επισφράγισαν την εξαγγελθείσα σωτηρία. Ο Σωτήρ δεν έσωσε ούτε εαυτόν. Παραμένει άσωστος όπως κάθε άνθρωπος που καμία άνωθεν/έξωθεν δύναμη δεν δύναται να τον σώσει – τουλάχιστον όπως το εννοούν οι χριστιανοί. Η αποστολή τού Σωτήρος και το οριστικό τέλος της αποδείχθηκαν αμφότερα μάταια, η πρόθεσή του ανεδαφική,  ο στόχος του ανέφικτος. Η ανθρωπότητα συνεχίζει ακριβώς όπως και πριν, με τα δεινά και τα επιτεύγματά της, αμετακίνητη στη  θνητότητά της.

    5. Ο κ. Χ.Γ. κάνει πολύ συχνές και περιπαθείς αναφορές στο έρωτα. Τι εννοεί με την λέξη αυτή; Μία λέξη/έννοια/κατάσταση που ο χριστιανισμός έχει εξοβελίσει ως θεμελιώδη συνισταμένη τού ανθρώπινου είναι, την έχει διαγράψει απ’ το λεξιλόγιό του, την έχει αφορίσει, κρατώντας μόνο την εκδοχή τού θείου έρωτα, άρα τού μη ανθρώπινου. Άρα, τι θέλει να μάς πει ο κ. Χ.Γ. μιλώντας για τον έρωτα; Τι είναι γι’ αυτόν ο ερωτισμός;

    Όταν το σώμα έχει καταδικαστεί, όταν όσα είναι και φέρει έχουν περιέλθει στην διάσταση τού αποτροπιασμού, όταν η ανθρώπινη σάρκα, αδιάσπαστη από την σκέψη, την ψυχή, το πνεύμα, με τα οποία είναι ένα ο άνθρωπος,  αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σταδιακής και τελικής υπέρβασής του, πώς μπορεί ο έρωτας να βρει θέση μέσα στο αντί-ερωτικό σύμπαν τού χριστιανισμού;

    Πώς μπορεί και μιλάει για έρωτα ο κ. Χ.Γ. – η περιγραφόμενη (σελ. 110) σκηνή μιάς εμφάνισης θηλυκού γένους η οποία προκαλεί κλονισμό σε κάποιον που την παρατηρεί, είναι τόσο συμβατικά κενή από κάθε ίχνος ερωτισμού ώστε θα ήταν καλύτερα για τον κ. Χ.Γ. να αναθεωρήσει την άποψή του για την σεξουαλική έξαψη – πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει για έρωτα ο κ. Χ.Γ. όταν η πίστη του στην Ορθοδοξία αποκλείει εκ των προτέρων και δια παντός οποιαδήποτε συσχέτιση μ’ αυτήν ανθρώπινη ορμή που η πολυπλοκότητά της και η ακρότατη συμπεριφορά της ήταν αυτές που κατατρόμαξαν τούς παρθένους ηγήτορες τού χριστιανισμού, ωθώντας τους στο να την αποκηρύξουν, να την κηρύξουν αναφανδόν εξοβελιστέα, προορισμένη μόνο για το πυρ το εξώτερο;   

    Να αναφερθεί κανείς στην ανυπαρξία τής λέξης έρωτας στα Ευαγγέλια; Στην απερίφραστη στηλίτευσή της στις επιστολές τού Παύλου, όπου μπαίνουν τα θεμέλια του μετέπειτα διασυρμού όλων των κάθε μορφής ορμών τού ανθρώπινου όντος; Στο ποια υπήρξε (υπήρξε;) η σεξουαλικότητα τού Ιησού, των Αποστόλων, των Ιεραρχών, και πλήθους άλλων – ο Ωριγένης αυτοευνουχίστηκε; Μήπως ο σαρκικός έρωτας για τούς χριστιανούς είναι ένας ευνουχισμός; 

    Όπως ακριβώς με τον θάνατο, ο έρωτας είναι στόχος κατατρόπωσής του από τον χριστιανισμό, προκειμένου, με την διατεταγμένη εκμηδένισή του, να προετοιμάσει την μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον μη αισθητό, από το ένυλο στο άυλο, από την σάρκα στο πνεύμα, από την γη στον ουρανό.

    6. Μπορεί να υπάρξει ριζικότερη διαγραφή ενός πλάσματος που, στο κάτω κάτω, σύμφωνα με την θεμελιώδη πηγή των χριστιανών, ο Θεός τους τον δημιούργησε; Αναιρούν την ίδια την πράξη τού Δημιουργού τους; Αρνούνται στον Δημιουργό τους το ίδιο το έργο του. Όπως και έχουν επινοήσει απειρία επιχειρημάτων/εκδοχών για να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα τού Θεού τους μπαίνοντας οι ίδιοι στην θέση του, γινόμενοι φερέφωνά του, εκπρόσωποί του – πώς αλλιώς θα γίνονταν το άφωνο και το απρόσωπο ακουστά και ορατά. Μιλούν πάντα εξ ονόματός του, διότι ο Θεός τους, ως δικό τους δημιούργημα, δεν έχει δική του φωνή, είναι ανύπαρκτος χωρίς την δική τους διαμεσολαβητική ύπαρξη. Εν ονόματι ενός κατασκευασμένου εκ τού μηδενός Θεού, ανέλαβαν να χειραγωγήσουν τον άνθρωπο, να τον καταλήξουν στην οριακή άκρη τής απόλυτης υποταγής του σε αμιγώς ανθρώπινες εμμονές/διαστροφές, με τις οποίες οι ίδιοι οι χριστιανοί δημιούργησαν έναν κατά την άποψή τους άνθρωπο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντί-άνθρωπος, ένας μη-άνθρωπος.

    Αυτό είναι το μέγιστο έργο τού χριστιανισμού: ένας μηδενισμός. Στην καρδιά τού χριστιανισμού κείται ένα μηδέν, το μηδέν αυτό είναι ο άνθρωπος όπως οι Λένιν τού χριστιανισμού τον θέλησαν/διέπλασαν, απαλλαγμένο/αποστερημένο από την γήινη ζωή προκειμένου να κερδίσει την ουράνια.

    Αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα δεν άγγιξε ποτέ την ευαισθησία τού κ. Χ.Γ.; Δεν τον κλόνισε ποτέ κάποια αμφιβολία; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η υποψία μήπως πίστεψε σε ένα αποτρόπαιο λάθος; Στην χειρότερη εκδοχή δίωξης/περιφρόνησης/υποτίμησης τού όντως όντος που λέγεται άνθρωπος; Σε τι συνίσταται ο στοχασμός τού κ. Χ.Γ. όταν θεμελιώνεται σε μία κοσμοθεωρία απάτης, σε μία θεολογία μισάνθρωπη, σε μία μεταφυσική τού τίποτα; Όταν υποστηρίζει με πλήθος βιβλίων του το εντελώς αντίθετο τής αδιάψευστης πραγματικότητας: την αθανασία, την αιωνιότητα, τού φθαρτού, θνητού ανθρώπου, δεν σκέφτηκε ποτέ αν όντως η εικόνα τού νεκρού μετά την εκταφή είναι η τελική για κάθε θνητό; Είδε ποτέ εμπράκτως την επιβεβαίωση τής πίστης του; Είχε ποτέ δια ζώσης την εμπειρική, όπως την λέει, σχέση με το ανύπαρκτο το οποίο θεωρεί ως Αιτιώδη Αρχή τού υπάρχειν; Διαψεύστηκε ποτέ μέσα του αυτό που γράφει: Η μόνη υπαρκτική «μετάλλαξη» που επιφέρει ο θάνατος στον άνθρωπο είναι η στέρηση τής δυνατότητας να προσθέσει επιπλέον εκφράσεις τής υπαρκτικής του ετερότητας-μοναδικότητας προσιτές στους ζώντες, τούς «παραλειπομένους» (σελ. 17); Ως «παραλειπόμενος» ο ίδιος έχει εισπράξει ποτέ αυτήν την διάψευση; 

    Εδώ, πράγματι, το ανθρώπινο κυριολεκτικά συγκλονίζεται από την ολότμητη ψευδολογία που το πλήττει/προσβάλλει στην ουσία του. Διότι, εκ μέρους τού κ. Χ.Γ. και όλων των ομοθρήσκων του, δεν υπάρχει ούτε ψήγμα οίκτου, κατανόησης, συμπάθειας, ενδιαφέροντος, για τον άνθρωπο. Με την αλλόφρονα πίστη τους απαξιούν πρώτα τούς δικούς τους νεκρούς. Περιφρονούν το πρόσωπό τους, την σχέση που είχαν μαζί τους. Ακυρώνουν τούς ίδιους τούς προσφιλείς τους εφόσον θεωρούν τον θάνατο τού σώματός τους «απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης, διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση». 

    Πιστεύει, πράγματι, ο κ. Χ.Γ. ότι σε μία «νέου τρόπου ύπαρξη» θα συναντηθεί/συνυπάρξει με τούς προσφιλείς νεκρούς του; Αν είναι έτσι, τότε, αντί να θρηνεί, θα πρέπει να αγάλλεται: σε μία άλλη ζωή, την οποία θεωρεί ως την μόνη αληθινή, θα αρχίζει να ζει με τούς προσφιλείς του απελευθερωμένος από τα γήινα δεσμά του, άρα ο θάνατός τους και ο δικός τους θα πρέπει να τού δίνουν χαρά, την μεγαλύτερη, αφού ο θάνατος είναι, κατ’ αυτόν, η βέβαια, αναμφισβήτητη μετάβαση σε μία βέβαιη, αναμφισβήτητη αιώνια ζωή. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, τόσο για τούς νεκρούς όσο και για τούς «παραλειπόμενους», η με τον θάνατο απαλλαγή από την φθορά, οδηγεί στην μετά τον θάνατο αφθαρσία. Η κηδεία θα έπρεπε να γιορτάζεται σαν γλέντι, τα δάκρυα λύπης να γίνουν δάκρυα χαράς, το αίσθημα τής απώλειας και το πένθος να αντικατασταθούν από υπόσχεση τής θείας χάριτος και τής υπερουράνιας σωτηρίας.

    7. Πώς ένα τέτοιας ηλιθειογενούς εμβέλειας «σκεπτικό» διήρκεσε/άντεξε επί τόσους αιώνες; Μπορεί η τόσο μακρά διάρκεια να οφείλεται, και οφείλεται, φυσικά, στην αδυναμία τού ανθρώπου να αντέξει τα δεινά τής ζωής και την βεβαιότητα τού θανάτου, σ’ αυτό δεν μπορεί κανείς να αντιτάξει παρά μόνο σιωπή και κατανόηση. 

    Πώς όμως στρατιές ιδιοφυών στοχαστών συνοδοιπόρησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με αυτήν την εξωφρενική, για σώφρονα άνθρωπο, διανοητική κατασκευή που η εξόφθαλμη αντίθεσή της με την στοιχειώδη νοημοσύνη είναι κραυγαλέα; Πώς δεν καταγγέλθηκε/στηλιτεύτηκε η εξαπάτηση αυτή στα θεμέλιά της; Πώς γίνεται και διέτρεξε αναρίθμητα πονήματα χωρίς να κλονιστεί, να καταρριφθεί; Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη τού 19ου αιώνα με τον Νίτσε, στα μέσα τού 20ου με τον Φουκώ και τον Πήτερ Μπράουν, για να ανασκαφούν αυτά τα θεμέλια, να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί κατασκευής τού τερατουργήματος, να εμφανιστεί το τέρας απογυμνωμένο από όλα τα μαλάματα τού εικονίσματός του.

    8. Ο κ. Χ.Γ., με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος. Αυτή ακριβώς όμως η συνοπτική προσπάθεια μοιάζει με πράξη λήξεως, τελικού απολογισμού, οριστικής μαρτυρίας, αγγελτήριου θανάτου, επικήδειου για έναν καταρρακωμένο κατήγορο τού σώματος, γι’ αυτό το ίδιο το σώμα που τόσο ο ίδιος ο μάρτυς/απολογητής το λοιδόρησε, κι ας ήταν το δικό του.

    Έτσι, όσο κι αν λέγονται στο βιβλίο αυτό πράγματα επί αιώνες χιλιοειπωμένα, άρα εξαντλημένα, είναι χρήσιμη/χρηστική η επαναφορά τους, για να μάς θυμίσουν επί λέξει τον δράστη τού κακουργήματος, αλλά και να μάς κάνουν να θυμηθούμε πόσο βαθιά ριζωμένα/ενσωματωμένα/εσωτερικευμένα στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι όλα αυτά που καταθέτει ο κ. Χ.Γ., πόσο τα ταμπού, οι συμβάσεις, οι προκαταλήψεις, τα ψεύδη, οι ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησε/εμφύτευσε ο χριστιανισμός, διαρκούν/ισχύουν ακόμα, συνεχίζουν να διαμορφώνουν νοοτροπίες/συμπεριφορές σε καθόλου μικρή κλίμακα διεθνώς. 

    Έτσι, η υπερασπιστική πλευρά τού βιβλίου μετατρέπει την συνηγορία της, ουσιαστικά, σε δριμύ κατηγορητήριο κατά των δεδομένων τής χριστιανικής πίστεως διότι εκθέτει απροκάλυπτα  εν συνόψει την ίδια την ωμή αλήθεια της σε όλο το εκτρωματικό περιεχόμενό της. Η τεράστια σε βαθμό παραφροσύνης Βίβλος Γενέσεως τού ανθρώπου από τον χριστιανικό εσμό, εκτίθεται τελετουργικά και οριστικά, δείχνοντας το τέλος τού ιστορικού κύκλου της.

    9. Η ουσία, είτε το θέλει ο κ. Χ.Γ. είτε όχι, παραμένει αναλλοίωτη διότι συνδεδεμένη, ούτως ή άλλως, με την ένσαρκη σύσταση τής ανθρώπινης υπαρκτότητας: αποτυγχάνει, όπως απέτυχε ο χριστιανισμός, να καταλύσει δογματικώς τις δύο κεντρικές και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της, την θνητότητα και την σεξουαλικότητα. Χωρίς αυτές, χωρίς την σταθερή, αμείωτη, καταστατική συνύπαρξή τους, δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Αυτές, και μόνον αυτές, θνητότητα και σεξουαλικότητα, τον κάνουν άνθρωπο τον άνθρωπο.  

    Όλα τα άλλα εξεμέτρησαν προ πολλού το ζην. Καιρός πλέον τού θάψαι ο κ. Χ.Γ. και όλοι οι συνοδοιπόροι του τούς εαυτών νεκρούς.

    Υ.Γ.

    Το κείμενό μου άρχισε να γράφεται και ολοκληρώθηκε πριν από την δημοσίευση τού άρθρου τού κ. Χ.Γ. με συγγενές θέμα και τίτλο «Ελληνισμός χωρίς ταυτότητα» που δημοσιεύτηκε στο φύλλο τής Καθημερινής, 25.7.2021. Η ακροτελεύτια παράγραφος τού άρθρου είναι η εξής: Όταν λέμε «πολιτισμός» (τρόπος τού βίου, τρόπος τής συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) τής ύπαρξης και τής συνύπαρξης των ανθρώπων. Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Όταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι αλογία ενός μακάβριου «τυχηρού παιχνιδιού», διαμάχη άθλιων καναλιών και πανάθλιων κομμάτων, απανθρωπία κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων. 

    Κάθε σχόλιο περιττό.

    Δημήτρης Δημητριάδης / 22-24.7.2021



    Για τον «γρίφο θάνατο»

    του Χρήστου Γιανναρά, Καθημερινή, 8/8/2021

    Ο,τι ονομάζουμε σήμερα «κοινωνικό» γεγονός, πραγματικότητα και τρόπο συνύπαρξης, συλλογικότητας των ανθρώπων, μοιάζει απήχημα της βιβλικής εικόνας του «Πύργου της Βαβέλ»: Υπάρχει ολοφάνερη μια σύγχυση γλωσσών, οι λέξεις και οι έννοιες δεν παραπέμπουν σε σημαινόμενα της κοινής – κοινωνούμενης εμπειρίας, απηχούν τη νοητική του καθενός ατομική επιλογή, μια εγωτική ή ομαδικών συμφερόντων προτίμηση. Ο καθένας ονομάζει «δημοκρατία» ή «φιλοπατρία» ή «πολιτισμό» ή «έρωτα» ή «Tέχνη» τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, ώστε αποκλείεται ο ρεαλισμός της συν-εννόησης, η κοινή παραδοχή σήμανσης του αληθινού – πραγματικού. Οι λέξεις παραπέμπουν σε τόσες ανόμοιες βεβαιότητες όσες και τα άτομα που διεκδικούν την «ορθή» 

    Παραδείγματα ενδεικτικά σύγχυσης γλωσσών, ασυνεννοησίας τύπου Βαβέλ, προσφέρονται πάμπολλα κάθε μέρα. Η γλώσσα είναι αμπέλι ξέφραγο, κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τον δολοφόνο που έπνιξε την «αγαπημένη» του να μιλάει για το πόσο «ερωτευμένος» ήταν μαζί της και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει έναν «βιβλιοκριτικό» να λιβελογραφεί για βιβλίο, του οποίου τη γλώσσα (εκφραστική) ολοφάνερα δεν κατανοεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μύθος της Βαβέλ και η «σύγχυση γλωσσών» φωτίζουν εναργέστατα ένα καίριο ανθρωπολογικό πρόβλημα συχνό, δυστυχώς και επίκαιρο.

    Σκεφθείτε π.χ. τι θα πει «σύγχυση γλωσσών» στο πεδίο του φιλοσοφικού – ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει – παρουσιάσει βιβλίο του Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και «λογική») του Καντ ή βιβλίο του Λακάν με τη γλώσσα του Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με «κανονιστικές αρχές» της εκφραστικής.

    Πρόσφατο, ανάμεσα σε πολλά, παράδειγμα, το τεύχος 695 (23.7.2021) του περιοδικού, ελεύθερης διανομής, LIFO. Δημοσίευσε εκτενή κατάκριση του βιβλίου που εξέδωσα, στις αρχές του καλοκαιριού, στις εκδόσεις «Ικαρος», με τίτλο «Γρίφος θάνατος». Αυτουργός της βιβλιοκρισίας ο συγγραφέας και κριτικός Δ. Δημητριάδης. Η ανάγνωση του Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ώς το τέλος, κατά τη γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα – ως κρινομένου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών.

    Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται), επειδή με συν-εκίνησε. Οχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ.Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση του ανοιχτού ερωτήματος της πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός–ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή του ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και της ψυχολογίας, ενώ το «σώμα» της κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»;

    Τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται σήμερα, δεν μπορούν, γιατί δεν γεννιώνται, και δεν γεννιώνται, επειδή στον παγκοσμιοποιημένο «τρόπο» ή «πολιτισμό» της Νεωτερικότητας, μοιάζει να έχουν εξαλειφθεί οι εμπειρικές προϋποθέσεις τέτοιων ερωτημάτων. Θα έλεγα, με επικίνδυνη σχηματοποίηση, ότι ο σημερινός «πολιτισμός» μας ταυτίζει τη γνώση (οποιαδήποτε) με την ατομική κατανόηση, άλλοι πολιτισμοί άλλων εποχών (ο ελληνικός π.χ. αρχαίος και μεσαιωνικός) λογάριαζαν τη γνώση ως προϊόν της εμπειρίας των σχέσεων. Η κατανόηση είναι ατομικό κεκτημένο, εξουσιαστικό και εμπορεύσιμο, ενώ η σχέση είναι άθλημα που κερδίζεται ή χάνεται – συλλογικό («πολιτικόν») άθλημα, μήτρα που γεννάει την πόλιν και την εκκλησία.

    Αυτός ο εγκλωβισμός της γνώσης στη μονοτροπία και στεγανότητα της κατανόησης μεταστοιχειώνει τον σύνολο βίο της συλλογικότητας, την οριστική της ταυτότητα: Δεν μιλάμε πια για «κοινωνία», μιλάμε για societas, δηλαδή «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι», όχι για κοινό άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, που θέλει τη ζωή να κοινωνείται, να «μετέχεται υπό πάντων ενικώς». Η κοινωνία γεννάει την πόλιν, την πολιτική, τον πολιτισμό, δηλαδή στόχους «ποιότητας» τού υπάρχειν, η societas παράγει νομικές συμβάσεις, κώδικες Δικαίου, χρησιμοθηρία που θωρακίζει το εγώ και νομιμοποιεί τις απαιτήσεις του, στο πλαίσιο της αγέλης.

    Φυσικά και δεν έχει κανένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα η νομική κατασφάλιση ατομικών και συλλογικών συμβάσεων – αυτή είναι η τραγωδία της societas. Αλλά ταυτόχρονα μοιάζει πια χαμένη και κάθε «αίσθηση» (εμπειρική γνώση) του κοινού αθλήματος της κοινωνίας των σχέσεων (η γνώση του έρωτα, της πολιτικής, της λειτουργικής, αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, του σχολείου που παιδαγωγεί στη χαρά της φιλίας και της άμιλλας, όχι στον καταναγκασμό της χρησιμότητας). Έχει χαθεί η εκκλησιαστική ενορία, που μας μαθαίνει τη σχέση, όχι σαν ατομική κατασφάλιση εγωκεντρικής αξιομισθίας, αλλά σαν αιτία και στόχο υπαρκτικής πληρότητας. Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια της ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης.

    Η αλογία του θυμού για τον «χριστιανισμό» που παρήγαγε ο «εξευρωπαϊσμός» μας των Ελλήνων, είναι δικαιολογημένη και φυσιολογική. Για να δούμε «με άλλο μάτι», εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση «Νεοέλληνες», τον γρίφο – θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T.S. Eliot.




    Δημήτρης Δημητριάδης: Τα επίχειρα της αποτυχίας 

    Η πνευματική ανεντιμότητα ενός νεκρόφιλου χριστιανού

    Ανταπάντηση σε άρθρο του Χρήστου Γιανναρά που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή. Lifo, 23.8.2021

    «Οι ελεγειακές ψυχές που διακαώς επιθυμούν εκείνο το παρελθόν (εννοεί τις μεσαιωνικές πολιτισμικές μορφές και αντιλήψεις), εάν υποχρεώνονταν να περάσουν σ’ αυτό μονάχα μία ώρα, θα ποθούσαν σφοδρά τον μοντέρνο αέρα»

    — Jacob BurckhardtΟ πολιτισμός τής Αναγέννησης στην Ιταλία, μετ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Νεφέλη, 1997.


    Ο κ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, με επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Η Καθημερινή τής 8.8.2021, απαντάει στο κείμενό μου που δημοσίευσα στην Lifo, στις 26.7.2021, με τίτλο … και άφες αυτούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς.

     

    Τρόπος τού λέγειν «απαντάει». Όχι μόνο επί τής ουσίας δεν απαντάει, δεν απαντάει σε κανένα σημείο τού κειμένου μου. Οπότε, απαξιωτικό προς εμένα, καταδικαστικό προς τον ίδιο, το άρθρο αυτό δεν θα έχρηζε απαντήσεως. Απαντώ γιατί, όπως και με το προαναφερθέν κείμενό μου, παίρνω μόνο ως αφορμή την περίπτωση τού κ. Χ.Γ., θεωρώντας τον συνοπτικό δείγμα παρόμοιων περιπτώσεων, εντοπισμένων, εκτός των συμπαγών ειδικευμένων κύκλων, και σε ευρύτατη κλίμακα κατοίκων τής χώρας, εμφανώς ή αφανώς, δεδηλωμένα όχι, έμπρακτα ή όχι.

     

    Αποκαλώντας με, λοιπόν, «αυτουργό τής βιβλιοκρισίας» - δεν ήταν βιβλιοκρισία το κείμενό μου, ήταν εμπεριστατωμένος αντίλογος, σημείο προς σημείο, τού βιβλίου του – πράγμα το οποίο δεν κάνει ο κ. Χ.Γ. με το άρθρο του, το προσπερνά φυγοδικώντας, παραθέτει κοινοτοπίες που και οι πιο ανεκτικοί, οι πιο υπομονετικοί αναγνώστες του και όχι μόνο, τίς έχουν προ πολλού ξεπεράσει και ξεράσει με απέραντη περιφρόνηση και ασυγκράτητη αηδία.

     


    Το άρθρο, επομένως, τού κ. Χ.Γ. δεν είναι απάντηση εφόσον αγνοεί το ίδιο το περιεχόμενο τού εκτεταμένου κειμένου μου, παραβλέπει όλον τον προβληματισμό του, αυτομάτως μεταβαίνει στην δική του στερεότυπη, απομαγνητοφωνημένη, αντιγραμμένη εδώ και δεκαετίες παράθεση «θέσεων» που από μόνες τους συνιστούν εξ ιδίων κατατρόπωση όλου τού «στοχασμού» τού κ. Χ.Γ. 


    Αντί να ασχοληθεί με την κατάθεση των τοποθετήσεών μου στα κρίσιμα ζητήματα που ολοσχερώς λανθασμένα έχει διαχειριστεί ο χριστιανισμός, αντί να ενσκήψει με σοβαρότητα/υπευθυνότητα, όπως αρμόζει σε στοιχειωδώς σοβαρό άνθρωπο, στα φλέγοντα/επείγοντα, κατά την γνώμη μου, προβλήματα που η πανδημία τα έχει εκτινάξει στα ύψη τής δεινής διάστασής τους, που η έντιμη/τολμηρή διαπραγμάτευσή τους εκκρεμεί εδώ και αιώνες, αντί λοιπόν ως σκεπτόμενος να αναλάβει το βάρος τού φορτίου που εκπροσωπεί με την ιδιότητα τού ορθόδοξου χριστιανού, βρίσκει δια τής πλαγίας οδού, δια τής δειλής λοξοδρόμησης, διέξοδο στην ευτελή/διάτρητη επίκληση τής «σύγχυσης των γλωσσών» (!), εννοώντας προφανώς ότι δεν τον έχω καταλάβει, ότι τον παρερμηνεύω, ότι μιλάμε διαφορετικές γλώσσες.

     

    Και πολύ καλά τον έχω καταλάβει και δεν τον παρερμηνεύω καθόλου και την ίδια γλώσσα, εννοώ την ελληνική, μιλάμε. Καταφεύγει σ’ αυτή την μάταιη εξήγηση, σύμπτωμα προφανούς ανικανότητας να δώσει με ανδρεία μία ευθεία απόκριση, προκειμένου να συγκαλύψει την αμηχανία/ένδειά του να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες κρούσεις τού κειμένου μου που θέτει σε κοινή θέα την θεμελιώδη εξαπάτηση και την ολέθρια χρήση/κατάχρηση τού ανθρώπου απ’ τούς ομόθρησκούς του.

     

    Έτσι, ο κ. Χ.Γ. στρίβει προς συνεχή/διάτρητα άλλοθι, τα οποία, εντέλει, αντί να υποστηρίξουν την πλευρά του, και μαζί εκείνη τού χριστιανισμού, στρέφονται εναντίον και των δύο, αποκαλύπτοντας την απόλυτη σαθρότητα τής επιχειρηματολογίας αμφοτέρων.


    Στο κείμενό μου καταθέτω, με επιχειρήματα και παραπομπές, το πώς και γιατί ο χριστιανισμός απέτυχε σε όλα τα μέτωπα που ο ίδιος είχε ανοίξει, ότι αποδείχθηκε κακουργηματικός σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη φύση και την περίπλοκη σύστασή της.

     

    Ο κ. Χ.Γ. με κατατάσσει σ’ εκείνους που έχουν ενστερνιστεί τον «εξευρωπαισμό», πάγιο και παγωμένο επιχείρημά του, και καταλήγει στο άρθρο του με την φράση: «Για να δούμε με ‘άλλο μάτι’, εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση ‘Νεοέλληνες’, τον γρίφο-θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T. S. Eliot” – το τελευταίο με δυτικού τύπου γραμματοσειρά!!

     

    Γιατί δεν παραπέμπει στους Πατέρες τής Εκκλησίας; Δεν τον βοηθάει ως υπεράσπισή του η απέραντη γραμματεία των “ιερών κειμένων” που διατρέχουν την ιστορία τού χριστιανισμού εδώ και είκοσι αιώνες; Ζητά την βοήθεια μη Ελλήνων, ενός μάλιστα που ανήκει εξ ολοκλήρου στην απεχθή Δύση! Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, μόνο χριστιανός δεν είναι στα μυθιστορήματά του, όπου εκφράζεται ο πιο βαθύς εαυτός του. Ας τον ξαναδιαβάσει, τού συνιστώ, με «άλλα μάτια», ίσως τότε δει μέχρι ποιου σημείου ο μέγας Ρώσος καταλαμβάνεται από φόβο και τρόμο μπροστά στον ίλιγγο που τού προκαλεί ο άνθρωπος και, ως ιδιοφυής και ευσυνείδητος στοχαστής, δεν επιστρατεύει χριστιανικά τερτίπια για να τον απορρίψει, διότι απλώς δεν είναι κατειλημμένος ως καλλιτέχνης από το τού Ιησού/Παύλου δόγμα.  

     

    Και ας αφήσει, τον συμβουλεύω, ήσυχους τούς Σολωμό, Σεφέρη, Ελύτη, τούς οποίους μηρυκάζει/επιστρατεύει ως αδιάσειστα τεκμήρια τής κάθε άλλο παρά δογματικής ποιητικής τους. Δεν είναι τού κόσμου του αυτοί, είναι τού ανθρώπου, θέλει δεν θέλει. Ας πάψει να τούς οικειοποιείται, να τούς εκμεταλλεύεται, εκτός κι αν πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να γίνει υποπόδιο στον άμβωνα τού θρησκευτικού του κηρύγματος. 

     

    Με όλα αυτά που επικαλείται, για πολλονιοστή φορά, αναμασώντας πάλι και πάλι τα σχετικά με κοινωνία των σχέσεων, εκκλησιαστική ενορία, αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, αντιπαραθέτοντας την ‘τραγωδία τής societas’, καταλήγοντας με το «Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια τής ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης»,  ρωτώ τον κ. Χ.Γ..: γιατί οι χριστιανικές αρχές δεν άντεξαν στην επέλαση όλων αυτών τα οποία στηλιτεύει ως αίτια για τις «απώλειες»; Γιατί όλα αυτά για τα οποία πενθεί, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον εχθρό τους, την Δύση; Δύο χιλιάδες χρόνια ακαταμάχητης, πανίσχυρης, θεσμοθετημένης, κραταιάς Ορθοδοξίας, γιατί θρηνεί ο κ. Χ.Γ. για τον βιασμό της από την Εσπερία;

     

    Η άποψη τού κ. Χ.Γ. για το κείμενό μου είναι ότι «Η ανάγνωση τού Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ως το τέλος, κατά την γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα ως κρινόμενου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών».

     

    Πρώτα-πρώτα, για ποιον λόγο δημοσιεύει την γνώμη του από την στιγμή που την θεωρεί «δίχως εγκυρότητα ως κρινόμενου»; Έπειτα, γιατί αυτή η δήθεν ταπεινοφροσύνη, όταν σε προηγούμενη παράγραφό του δίνει ως παράδειγμα σύγχυσης γλωσσών το: «Σκεφτείτε π.χ. τι θα πει ‘σύγχυση γλωσσών’ στο πεδίο τού φιλοσοφικού-ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει–παρουσιάσει βιβλίο τού Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και ‘λογική’) τού Καντ ή βιβλίο τού Λακάν με την γλώσσα τού Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με ‘κανονιστικές αρχές’ τής εκφραστικής»


    Μόνο Βαβέλ δεν συνιστά η παράθεση αυτών των ονομάτων η οποία δείχνει το πόσο αδιάβαστος/αστόχαστος είναι: κάλλιστα μπορεί να παρουσιαστεί βιβλίο τού Βιτγκενστάιν με την ορολογία τού Καντ, όσο για τον Λακάν, εδώ ο κ. Χ.Γ. απογυμνώνεται εντελώς διότι, όχι μόνο ο Λακάν έχει σταθερό σημείο αναφοράς του τον Χέγκελ, αλλά αποτελεί έναν από τούς φιλοσόφους που τον έθρεψαν ως ψυχαναλυτή, βλ. την παρακολούθησή του, στην δεκαετία τού ’30, των σεμιναρίων τού Alexandre Kojeve, τα οποία επίσης παρακολούθησαν άνθρωποι όπως ο Bataille, o Klossowski, o Queneau, κ. α. και τα οποία άλλαξαν ριζικά την πρόσληψη τού Hegel στην Γαλλία – έχει ακούσει κάτι από αυτά ο κ. Χ.Γ.;

     

    Κύριο όμως είναι, το ξαναλέω, η πλήρης αγνόηση των θεμάτων που θίγει το κείμενό μου, με μία επιφυλλίδα εντάφιας κοπής, αγνόηση η οποία δηλώνει πασίδηλη, και άνανδρη, αποφυγή όχι μόνο να σχολιάσει αλλά, εννοείται, να αντικρούσει τα δικά μου επιχειρήματα. Το κείμενό μου, σε εννέα ενότητες, θίγει όλα τα ζητήματα που περιέχονται στο βιβλίο τού κ. Χ.Γ. Σε κανένα δεν αναφέρεται. Γενικολογεί με τον γνωστό καθηλωμένο/στείρο τρόπο του, δείχνοντας έτσι ότι δεν έχει πλέον παρά νεκρά επιχειρήματα, ότι είναι κενός από πειστικές απαντήσεις, εξαντλημένος νοητικά, αλλά και συναισθηματικά, γιατί δεν τον ενδιαφέρει τίποτα το ανθρώπινο, είναι ήδη πνευματικά αποθανών. 


    Το βιβλίο τού κ. Χ.Γ. το εξέλαβα, όπως είπα, ως αφορμή. Δεν με ενδιαφέρει ο ίδιος. Είναι μία χαμένη περίπτωση μέσα στον κυκεώνα των σωρών από άπειρες άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Με ενδιαφέρει όμως, και πολύ μάλιστα, το τι εκπροσωπεί. Κι αυτό που εκπροσωπεί, είναι, όπως ξέρουμε, κάτι που, παρ’ όλη την δήμευση των ιδεολογικών υπαρχόντων του, διαθέτει ακόμα κύρος στα μυαλά πολλών ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος τής ενασχόλησής μου μ’ αυτά τα ζητήματα τα οποία, πλην των αμιγώς δογματικών, αφορούν τα κατ’ εξοχήν στοιχεία που συνιστούν, κατά την άποψή μου, θεμελιωδώς τον άνθρωπο: θνητότητα και σεξουαλικότητα.

     

    Το μόνο που έχει να πει γι’ αυτά τα ζητήματα ο κ. Χ.Γ. είναι: «Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται, επειδή με συν-εκίνησε. Όχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ. Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση τού ανοικτού ερωτήματος τής πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός-ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή τού ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και τής ψυχολογίας, ενώ το ‘σώμα’ τής κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός ‘κόκκος σινάπεως’ και ‘ελάχιστη ζύμη’;».

     

    Παρέθεσα ολόκληρη αυτή την παράγραφο, επειδή αναφέρεται ευθέως στο πρόσωπό μου, και γιατί περιέχει δύο τρία βασικά πράγματα που θέλω, κλείνοντας, να σχολιάσω.

     

    Αποκαλεί «μηδενιστική» την «βιβλιοκρισία» μου. Στο κείμενό μου, αποκαλούσα μηδενισμό τον χριστιανισμό, εννοώντας ότι ο αληθινός αποδεδειγμένα μηδενισμός είναι ο χριστιανισμός εφόσον υπόσχεται/ευαγγελίζεται ένα μηδέν. Επειδή η λέξη μηδενισμός προσδίδει στον χριστιανισμό μία διάσταση φιλοσοφικής χροιάς, θα ήταν πολύ ευστοχότερο να τον αποκαλέσω τιποτισμό: το κατ’ εξοχήν δογματικό σύστημα που αναλώνεται, με αναρίθμητα διαστροφικά επιχειρήματα (δες από Ιωάννη Χρυσόστομο και Γρηγόριο Νύσσης μέχρι Τερτυλλιανό και Αυγουστίνο) στην ανάδειξη τού τίποτα σε τίποτα. Τι άλλο είναι η μετά θάνατον ζωή; Τι άλλο η αθανασία, η αιωνιότητα, η ανάσταση των νεκρών; Τι μεγαλύτερη απάτη/αυταπάτη/ανυπαρξία η Δευτέρα Παρουσία που ακόμα αναμένεται; Πώς ‘να μην τρέφει την οργή ο χριστιανισμός’ –φράση τού κ. Χ.Γ.-  όταν έχει ο ίδιος διαψεύσει/καταρρίψει το κορυφαίο, θεμελιώδες κήρυγμά του; Πώς να μην προκαλεί οργή όταν υποσχέθηκε την νίκη επί τού θανάτου κι ο θάνατος εξακολουθεί αήττητος να θερίζει; Όταν ο ίδιος ο Χριστός με το «τετέλεσται» ομολόγησε ο ίδιος, ως άνθρωπος, το οριστικό τέλος τής ζωής και φυσικά δεν επανήλθε απ’ αυτόν εφόσον ήταν άνθρωπος; Φυσικά, διότι ο χριστιανισμός είναι το εξόχως παρά φύσιν. Χριστιανισμός και Φύση: τα εκ θεμελίων αντίθετα, αλληλο-αναιρούμενα, τα αμοιβαίως και ριζικώς ασυμβίβαστα. 

     

    Και, ναι, κ. Χ.Γ., αντιμάχομαι το βιβλίο σας, αλλά κάθε άλλο παρά με αφορισμούς μιλώ, όπως μού προσάψετε. Η λέξη αυτή σάς ανήκει αποκλειστικά, την έχετε αναγάγει σε υπέρτατη αξία σας, σε ένα από τα ειδεχθέστερα όπλα τής Εκκλησίας σας. Μη μιλάτε για αφορισμούς εσείς οι κατ’ εξοχήν διώκτες, οι ολετήρες των αντιπάλων σας, οι πρωτοπόροι τής τζιχάντ.

     

    Κι ακόμα: γιατί άραγε, μετά από τόσους αιώνες χριστιανοσύνης, το εκκλησιαστικό γεγονός παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»; Δεν είμαστε πια στα πρώτα χρόνια τού χριστιανισμού, κ. Χ.Γ. Αυτός ‘ο κόκκος σινάπεως’ κι αυτή ‘η ελάχιστη ζύμη’, όπως γράφετε, κατακυρίευσαν την γη, έγιναν κράτος, αυτοκρατορική/θεολογική/εκκλησιαστική εξουσία, με άπειρα κέρδη, ανελέητη δογματική επιρροή, εκτενείς περιουσίες, τράπεζες, ιδιοκτησίες,  καταθέσεις, κρατικοδίαιτους υπαλλήλους, εκκλησιαστικούς ποιμένες που εξακολουθούν να βόσκουν ποίμνια, που τα βάζουν με κυβερνήσεις και τις γονατίζουν (βλ. πρόσφατες υποχωρήσεις τής σημερινής κυβέρνησης ενώπιον τής Ιεράς Συνόδου, κι ας μην αναφερθούμε στα γλειψίματα τής προηγούμενης «αριστερής»).

     

    Ντραπείτε, επιτέλους, κ. Χ.Γ. Ομολογείστε το απόλυτο ηθικό φιάσκο τής εκκλησιαστικής παράταξής σας. Δείξτε, για μια έστω πρώτη και τελευταία φορά, ενσυναίσθηση. Προπαντός αντιληφθείτε το μέγεθος τού λάθους σας, την αδιέξοδη εμμονή σας σε τετελεσμένες καταστάσεις που τις δημιούργησαν ιστορικοί λόγοι – κοινότητες, ενορίες, κά. – και που δεν είναι δυνατόν να επανέλθουν διότι, απλώς, ναι, απλώς, εκείνοι οι ιστορικοί λόγοι δεν υπάρχουν πια ούτε και πρόκειται να επανακάμψουν. Δείτε το παρόν, την ιστορικότητά του, τις ανάγκες του. Μη παρελθοντολογείτε. Το παρελθόν είναι ανεπίστρεπτο. Καταλάβετέ το, επιτέλους. 


    Και μη νομίζετε πως το δίκιο/η αλήθεια είναι με το μέρος σας, ότι αυτά για τα οποία κόπτεστε, υπάρχει περίπτωση να αναβιώσουν. Εκείνη η ομορφιά, εκείνος ο πλούτος, εκείνες οι σχέσεις, είναι ο μόνος χαμένος Παράδεισος, και είναι χαμένος, ήταν όμως όντως Παράδεισος, ήταν όντως αυτό που πιστεύετε ότι ήταν; Μήπως δεν ήταν; Γιατί, όπως λέει ο Προύστ, όλοι οι Παράδεισοι είναι χαμένοι. Μήπως, προσθέτω, δεν έχουν υπάρξει ποτέ; Τι λέτε;

     

    Φέρεστε σαν νεκρόφιλος, κ. Χ.Γ. Η Ιστορία σάς έχει κλείσει με πάταγο την πόρτα της, σ’ εσάς κ. Χ.Γ. και σε όλους τούς δικούς σας. Ίσως αυτό το παταγώδες κλείσιμο να είναι, σ’ αυτές τις δεινές, φλεγόμενες, πληγείσες μέρες, μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες ελπίδες για ένα λίγο πιο υποφερτό μετά.

     

    Όσο για την αιωνιότητα, σάς παραπέμπω στον Arthur Rimbaud. Σας λέει κάτι αυτό το όνομα;

     

                                            Δημήτρης Δημητριάδης – 8-12.8.2021