Showing posts with label τέχνες. Show all posts
Showing posts with label τέχνες. Show all posts

26 October 2021

Κυριάκος Κατζουράκης: Ένας σπουδαίος, πολύπλευρος δημιουργός

 Μάρω Βασιλειάδου, Καθημερινή, 23/10/21

«Δεν βάζω ούτε μία πινελιά, αν εκείνη τη στιγμή δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει τον κόσμο», είχε πει ο Κυριάκος Κατζουράκης, που έφυγε χθες, 22/10/21, από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών.

«Η εμμονή που υπάρχει σε κάθε έργο τέχνης που φτιάχνω είναι να πετιούνται τα περιττά και να μένει μόνον το ουσιαστικό. Να συμβαίνει δηλαδή ό,τι στην ποίηση. Ζωγραφική, γράψιμο, κινηματογράφος δεν είναι για μένα ξεχωριστές αφηγήσεις· συγκλίνουν».

Έτσι ξεκινά να μιλάει ο Κυριάκος Κατζουράκης στο σύντομο βίντεο που γυρίστηκε στο ατελιέ του το πρόσφατο διάστημα της καραντίνας (atnesculturenet.com). Στα περίπου τρία λεπτά του, ο καλλιτέχνης συνοψίζει με καθαρότητα τον στόχο της εικαστικής του προσπάθειας και στη συνέχεια αναφέρεται σε ό,τι εκείνος προσπάθησε να κάνει με την τέχνη του: να διασώσει την ιστορική μνήμη από την καταστροφή.

Ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία  77 ετών, ήταν, όπως λέει η γκαλερίστα του και επί χρόνια φίλη Γιάννα Γραμματοπούλου, «ένας ιδιαίτερος άνθρωπος: πολύπλευρος δημιουργός με πλούσια εκφραστική “γλώσσα”, πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης και ταυτόχρονα γλυκός και προσηνής, μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους». 

Πριν η υγεία του εξασθενήσει απότομα –εξαιτίας του καρκίνου που τον ταλαιπωρούσε–, κάτι που συνέβη τον τελευταίο μήνα, εργαζόταν καθημερινά στο εργαστήριό του στα Εξάρχεια, όπου βρίσκεται επίσης το σπίτι το οποίο μοιράστηκε επί πολλά χρόνια με τη σύντροφό του, ηθοποιό Κάτια Γέρου. «Σχεδίαζε, σκεφτόταν ταινίες, παραστάσεις και περφόρμανς που θα παρουσιάζονταν σε υποβαθμισμένα σημεία της πόλης, συνεχίζοντας αυτό που έκανε πάντα: να επιστρέφει στην τέχνη, ό,τι κέρδιζε από εκείνη», λέει η κυρία Γραμματοπούλου.

Από τα λόγια των φίλων και των ομοτέχνων του σκιαγραφείται ένας δημιουργός που με το έργο του εξέφραζε τους κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής του, παραμένοντας επικεντρωμένος στον άνθρωπο: στη μνήμη και στο σώμα, στην πραγματικότητα και στο όνειρο. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη και σκηνογραφία στο εργαστήριο του Βασίλη Βασιλειάδη. 

Το 1966 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, και το 1969 κέρδισε το Βραβείο Παρθένη για τη ζωγραφική του. Γρήγορα φάνηκε η αγάπη του για τον κινηματογράφο. Το 1971 σχεδίασε τα κοστούμια για τις «Μέρες του ’36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και ένα χρόνο αργότερα τα σκηνικά για το «Προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη. Την ίδια περίοδο συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές», μαζί με τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον Χρόνη Μπότσογλου, την Κλεοπάτρα Δίγκα και τον Γιάννη Βαλαβανίδη.

«Έκτοτε η ζωγραφική του ήταν στραμμένη στον λεγόμενο “κριτικό ρεαλισμό”, και η τέχνη του είχε έντονη πολιτική χροιά», λέει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, επιμελητής της αναδρομικής έκθεσης «Κυριάκος Κατζουράκης. Εργα 1963-2013. Ζωγραφική, Θέατρο, Κινηματογράφος», που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2013.

Από το 1972 έως το 1986 έζησε στο Λονδίνο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη χαρακτική. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Γιώργο Λαζάνη στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Από το 2000 ασχολήθηκε συστηματικά με τη σκηνοθεσία φτιάχνοντας μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες. Βραβεύθηκε για τον «Δρόμο προς τη Δύση» και τη «Γλυκιά μνήμη», δημιούργησε επίσης τις «Μικρές εξεγέρσεις» και πιο πρόσφατα το «Ussak» (2017). Το 2005 εξελέγη τακτικός καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και δίδαξε μέχρι το 2011.

«Οι βάσεις της εικαστικής του δημιουργίας ήταν εκείνοι που και ο ίδιος αναγνώριζε ως δασκάλους του: ο Τσαρούχης, ο Κόντογλου, ο Θεόφιλος. Σε αυτούς επέστρεφε συχνά και με νοσταλγία αναδιαμορφώνοντας την έννοια της “ελληνικότητας” και παραμένοντας διαρκώς κοντά στην κοινωνία», σχολιάζει ο κ. Παπαχρίστος.

Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα 25/10/21 στο Α΄ Νεκροταφείο στις 3 μ.μ.

Ο ζωγράφος της ουτοπίας

Γράφουν για τον ζωγράφο Κυριάκο Κατζουράκη οι φίλοι του Αλέκος Αλαβάνος, Γιάγκος Ανδρεάδης, ο γιος του Αρης Κατζουράκης και η σύντροφος και μούσα της ζωής του Κάτια Γέρου., είχε πει ο Κυριάκος Κατζουράκης, που έφυγε χθες, 22/10/21, από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών.


Ο Όμηρος και η εγγονή του...

 του Αλέκου Αλαβάνου

Για τον ζωγράφο Κυριάκο Κατζουράκη πληροφορήθηκα νωρίς. Τον πρωτοσυνάντησα αρκετά χρόνια αργότερα. Αδελφικοί φίλοι γίναμε δεκαετίες μετά, στα πρόσφατα τέσσερα χρόνια. Κανονικά θα ανήκαμε στην ίδια γενιά, με έξι χρόνια διαφορά, αφού κάθε γενιά μετράει τουλάχιστον μια εικοσιπενταετία. Κι όμως, οι απότομες στροφές της Ιστορίας μπορούν να σπάσουν, αιφνιδιαστικά, μια γενιά στα δυο παρά τις ελάχιστες διαφορές ηλικίας. Η δικτατορία του 1967 με βρήκε ανώριμο, ακόμα, σχολιαρόπαιδο, μέσα στην επιβαλλόμενη πειθαρχία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ελάχιστα χρόνια, όμως, πιο μεγάλοι μας πρόλαβαν να ζήσουν στο πιο ανεκτικό πανεπιστημιακό περιβάλλον, κοντά σε νέες δημιουργικές παρέες συμφοιτητών με παρόμοιες ανησυχίες, με την πολιτική και τον έρωτα να εισορμούν στη ζωή τους.

Ο Κυριάκος από το 1972 μέχρι το 1985 εγκαθίσταται στο Λονδίνο. Τις δυο δεκαετίες μετά το 1981, τις εργάσιμες μέρες, εγώ βρίσκομαι στις Βρυξέλλες. Κι όμως, αυτόν τον καλλιτέχνη που, ίσως, δεν είχα καν συναντήσει, τον εκτιμούσα βαθιά. Για δυο κυρίως λόγους.

Ο πρώτος: Τα εγκωμιαστικά λόγια φίλων μας, ιδιαίτερα της Ιωάννας Καρυστιάνη και του Παντελή Βούλγαρη. Θυμάμαι, ο Παντελής να μας διηγείται την ιστορία της ταινίας «Κιέριον» του Δήμου Θέου, όπου σε δεύτερους ρόλους είναι ένα ανθολόγιο από τους μετέπειτα καινοτόμους σκηνοθέτες: Ο Βούλγαρης, ο Αγγελόπουλος, ο Φέρρης, η Μαρκετάκη, ο Τορνές, ο Σφήκας, ο Κατακουζηνός, ο Νικολαΐδης. Σε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο ο Κυριάκος Κατζουράκης, ένας όμορφος νέος άνδρας και στοχαστικός, που θα αναλάμβανε, αργότερα, σκηνογράφος και ενδυματολόγος του «Προξενιού της Αννας» του Βούλγαρη. Από τα νεανικά του χρόνια ο ζωγράφος Κυριάκος έπλεε με το καΐκι του και στα νερά του σινεμά, όπως και του θεάτρου και του γραπτού λόγο.

Ο δεύτερος: Ένας πίνακας της δεκαετίας του 1970, που έχει σφηνωθεί στη μνήμη μου με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά ή τα «Κορίτσια στο Μπαλκόνι» της Κατράκη. Είναι «Ο Ομηρος με την εγγονή του». Δεν θυμάμαι αν τον είδα σε έκθεση ή σε αφίσα ή σε λεύκωμα. Στη δεξιά γωνία, σε μια πλεχτή καρέκλα της κουζίνας ο Ομηρος, πενηντάρης, με την εγγονή του στα πόδια, το μπουζούκι και το ούτι χάμω. Στο κέντρο μια βάρκα πάνω στη στεριά, τραβάει κουπί ένας Αφρικανός με το φανελάκι του, μέσα κι άλλοι τέσσερις, δυο με αρχαιοελληνικά κράνη. Πέτρινοι τοίχοι κυκλαδικοί, νησιώτικα σπίτια, μοναχικό κορίτσι με νυφικό, μαντιλοφορεμένη χωριάτισσα, τεράστιοι γρανίτες, σκούρα γαλάζια θάλασσα, ουρανός σε αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ, σε μια γωνιά ο Αϊ-Γιώργης έφιππος με κράνος κι αυτός.

Με έντονο μυστικιστικό και φαντασιακό τρόπο ο Κυριάκος ζωγραφίζει το υπαρξιακό άγχος της δεινοπαθούσας νεοελληνικής τέχνης. Να μπορέσουμε να βρεθούμε στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όχι σαν Αμερικανοί τουρίστες, αλλά σαν παλιοί αγρότες, που με την ίδια πέτρα μπαλώνουν τις ξερολιθιές στα περιβόλια των παππούδων τους. Και, κυρίως, να μπορέσουμε, απεγνωσμένα, να φιλοξενήσουμε δοξαστικά, με έναν τρόπο οργανικό πολιτιστικού εμβολιασμού και εμπλουτισμού, τις ανοίκειες αρχαίες λέξεις, την προσωδία, την έννοια του τραγικού, τα μαρμάρινα αγάλματα χρωματισμένα, τη ζωτική επικοινωνία με την Ανατολή και τον Νότο.

Γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Κυριάκο και με την Κάτια Γέρου, πάντα δημιουργικά μαζί του, στις κινητοποιήσεις για τον Οτσαλάν, για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και ιδιαίτερα για τον Γρηγορόπουλο, στη βάση ότι το ζητούμενο για τη νέα γενιά δεν είναι να την τιθασεύσουμε, αλλά να ακούσουμε την προφητική της κραυγή και να ερμηνεύσουμε τα «σήματα καπνού» από τα πυρά της, πριν τη βάρβαρη δημοσιονομική πειθαρχία και την επιδημία.

Χαθήκαμε για λίγο, για ένα διάστημα, ίσως περπατούσαμε, τότε, σε διαφορετικά μονοπάτια. Ξαναβρεθήκαμε σε μια διασταύρωση, μετά τα τρία μνημόνια. Μία φορά τον μήνα, μια μικρή σταθερή παρέα, συναντιόμασταν το βράδυ για φαΐ, κρασί και κουβέντα στη «Ροζαλία» στα Εξάρχεια. Συνδεθήκαμε στενά. Εκεί γνώρισα τον ορυκτό πλούτο της προσωπικότητάς του: Αγάπη, αγνότητα, καλοσύνη, ανιδιοτέλεια, ενσυναίσθηση, οικείωση, αλληλεγγύη. Ο Κυριάκος, για μένα, είναι τέκνο της ουτοπίας και των αξιών που τη γεννούν. Και αν ο ουτοπικός σοσιαλισμός θεωρείται η προδρομική ανεπεξέργαστη φάση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που καταρρέει εδώ και δεκαετίες, είναι πολύ πιο υγιής, πιο ώριμος, πιο ανθεκτικός από τον δεύτερο. Η ουτοπία του Κατζουράκη, η επιμονή του να ζωγραφίζει, να σκηνογραφεί, να αφηγείται με την ποίηση των λέξεων, να στοχάζεται, να κοινοποιεί, να φαντάζεται, να ονειρεύεται, να καταγράφει τη βάναυση αλήθεια, να οραματίζεται το ωραίο που δεν υπάρχει, αλλά που αξίζει να επιζητούμε και να μαχόμαστε γι’ αυτό, έχει ένα στοιχείο παιδικότητας. Ισως, όμως, ο παιδικός κόσμος να είναι πιο γνήσιος, πιο εύφορος και πιο καρποφόρος από την παρακμιακή ωριμότητα και το γήρας.

▶ Η αρτιότητα, αιτία του επαίνου

του Γιάγκου Ανδρεάδη

Έπαινος: θεσμισμένος επιτάφιος τρόπος αποχαιρετισμού των πεσόντων στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.

Κορυφαίος ζωγράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος. Από τους ελάχιστους Ελληνες εικαστικούς με συγγραφικό έργο για την τέχνη τέτοιο, που πρέπει να ανατρέξουμε στον Τσαρούχη, τον Γκίκα και τον Εγγονόπουλο για να βρούμε ανάλογό του. Και, ακόμη, σκηνοθέτης κινηματογράφου και θεάτρου και πολιτικός ακτιβιστής με αδιάπτωτη δράση επί δεκαετίες. Υπερδραστήριος και υπερδημιουργικός ώς το τέλος της ζωής του. Εχοντας γεμάτη από έτοιμα σχέδια την ατζέντα του επόμενου χρόνου ή και περισσότερο.

Τώρα που χάσαμε τον Κυριάκο, τόσο παράλογα και άδικα, ο απολογισμός αυτός αντιμετωπίζεται -ακόμη και από το επίσημο κράτος, με το οποίο δεν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις, τιμωρούμενος για την ανεξαρτησία του- όχι απλώς με συμπάθεια, αλλά με ύμνους. Από ορισμένους άλλους με κάποια έκπληξη. – Μα καλά. Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι καλλιτέχνες στην εποχή μας; Αυτά τα πράγματα δεν είχαν τελειώσει στην Αναγέννηση; Κάποιοι που προφανώς πιστεύουν ότι είναι δικαιοδοτημένοι να θεσμοθετούν περί καλλιτεχνικής αξίας και απαξίας πρόβαλαν –αρκετά προσεκτικά βέβαια- ενστάσεις, άλλοτε κομψές και άλλοτε πιο βάναυσες: «Ηταν πολυδιασπασμένος. Οχι ότι αυτό είναι και κακό, αλλά να, αν συγκεντρωνόταν μόνο στο κυρίως αντικείμενό του, τη ζωγραφική, τότε πραγματικά θα ήταν το κάτι άλλο». Κάτι λίγοι προχώρησαν περισσότερο. -«Μα τόσο κόσμο που παίζει στις ταινίες του πού τον βρήκε; Μάλλον απλήρωτοι θα είναι». Που σήμαινε πως πίσω-πίσω εννοούσαν πως οι ταινίες αυτές ήταν ερασιτεχνικές. Να αγνοούσαν ότι οι πίνακες του Κυριάκου ήταν και αυτοί, αλλά όχι οι μόνοι, χορηγοί των προσπαθειών του; Και ότι πολύ συχνά ανάμεσα στους ερμηνευτές του – «πρωταγωνιστές» και «κομπάρσους» υπήρχαν σπουδαία ονόματα του χώρου του θεάματος που το θεωρούσαν χαρά και τιμή τους να συνεργαστούν μαζί του;

Η απάντηση είναι απλή. Ο Κατζουράκης δεν πολυδιασπάστηκε ποτέ. Υπήρξε σπουδαίος δάσκαλος της ζωγραφικής, σε ό,τι κι αν έκανε. Απλώς δεν ζωγράφισε μόνον με το σχέδιο και με το χρώμα, αλλά ακόμη και με τις λέξεις και με τα ζωντανά σώματα, με τους ήχους και με τις σιωπές, με τους φωτισμούς στον καμβά και με αυτούς στη θεατρική σκηνή και στην οθόνη. Και επίσης με τις πράξεις. Τα όσα δημιούργησε συνθέτουν ένα συλλογικό έργο τέχνης σε εξέλιξη. Και σε αυτό το συλλογικό έργο, πρωταγωνιστικό έργο τέχνης έπαιζε και η προσωπική του ζωή, ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία και η πολιτική του δράση:

Δεν ήταν μια πολιτική δράση από τις συνηθισμένες. Ακόμη και αν δεν είχε κάνει την ταινία «Ουσάκ», η αγάπη του και η αγωνία για το περιβάλλον, για τον κάθε σπόρο που πεθαίνει με τη σπορά για να αναστηθεί την άνοιξη, θα ήταν ήδη στην καρδιά της δημιουργίας του. Ακόμα και αν δεν είχε ξεκινήσει την κινηματογραφική του δημιουργία με τον «Δρόμο προς τη Δύση», ο δρόμος αυτός του έρωτα για τα ανθρώπινα κορμιά και της καταγγελίας των βασανιστών και των δημίων τους υπάρχει ολάνοιχτος και φωτεινός σε πίνακές του, όπως η εκπληκτική «Υπόκλιση». Και αν ακόμα κάποια βάσκανη μοίρα τον καταριόταν- ή μάλλον μας καταριόταν- να μη γίνει ζωγράφος, μια σειρά από πολιτικές του αποφάσεις και πράξεις, από σωστές προσχωρήσεις και αποχωρήσεις/παραιτήσεις και θέσεις που δεν τις είχε, ενώ τον είχαν ανάγκη, θα ήταν με τον τρόπο τους αισθητικές δημιουργίες, μια άρτια ζωγραφική του πολιτικού πράττειν. Πολιτικός και αισθητικός φόρος τιμής στα βασανισμένα πρόσωπα των αγωνιστών στο Κουρδιστάν, στις Σκουριές ή στο Σύνταγμα και στα πληγωμένα μάρμαρα της Ακρόπολης.

Υπήρξε επαναστάτης, διότι μέχρι τέλους έμεινε πιστός στην απαγορευμένη, εξόριστη ή πλαστογραφημένη μνήμη. Πιστός στους μεγάλους μοντερνιστές, τον Φειδία, τον Πανσέληνο, τον Τζιότο και τον Θεόφιλο, στους μεγάλους κλασικούς, τον Πικάσο, τον Μπέικον, τον Τσαρούχη, τους Ρώσους κονστρουκτιβιστές. Συνεχίζοντάς τους όπως έπρεπε. Προδίδοντάς τους όταν έπρεπε για να μπορέσει να τους δει και να τους δείξει αέναα ζωντανούς. Κλέβοντας μυστικά από όλους τους ζωγράφους, όλους τους καλλιτέχνες που αγαπούσε, για να στήσει τον δικό του ναό προς τιμήν τους και να μας καλέσει να τους χαρούμε, να τους λατρέψουμε και εμείς.

Δεν είναι λοιπόν να απορούμε γιατί δεν μπορούσε να αρέσει σε όσους ένιωθαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο, απειλημένοι από τη ζωή και από το δημιουργικό έργο του είτε αυτό αφορούσε την τέχνη είτε την πολιτική που, όταν αξίζει, είναι και αυτή ποίησις, δημιουργία. Ηταν άρτιος όλες τις φορές που υλοποιούσε το αισθητικό και το πολιτικό όραμά του και ακόμα πιο άρτιος, όταν αστοχούσε, όταν έπεφτε και σηκωνόταν και ξεκινούσε από την αρχή. Αυτή η ηρωική αρτιότης ήταν, για να θυμηθούμε τον εξόριστο βυζαντινό άρχοντα του Καβάφη, «η αιτία της μομφής». Και, βέβαια, η αιτία του επαίνου με τον οποίο τον αποχαιρετούμε με δάκρυα στα μάτια.

▶ Η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί

του Άρη Κατζουράκη

Ποιος έσβησε τα φώτα; Διαβάζω με συγκίνηση και ενδιαφέρον όσα έχουνε γραφτεί για τον πατέρα μου Κυριάκο αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω γιατί - ούτε το κενό και τη θλίψη μπορούνε να καλύψουνε, ούτε να μου μεταφέρουνε καινούργιες πληροφορίες. Είναι όμως όμορφα και αντικατοπτρίζουνε το φως αυτού του ανθρώπου που τόσοι εμπνεύστηκαν και στάθηκαν μαζί με αυτό. Διαβάζω για το έργο, την παρακαταθήκη, τον χείμαρρο δημιουργίας και δημιουργικότητας που είναι τόσο σπάνιος. Χαίρομαι πολύ που γράφονται αυτά. Σκεφτείτε μια στιγμή τι δεν πρόλαβε να κάνει, τι αστείρευτες εικόνες, δημιουργίες, ιδέες και κουβέντες δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν και άλλες που δεν αρχίσανε καν ακόμα.

Έφυγε πριν την ώρα του. Ξέρω, ξέρω, ποτέ δεν είναι η σωστή, πάντα είναι νωρίς. Δεν ήτανε όμως, και όσοι τον γνωρίζουνε από κοντά ξέρουνε τι αστείρευτη ζωή και ενέργεια είχε ακόμα μέσα του. Δεν είχε αρχίσει καν να κόβεται η φορά του ακόμα. Κόπηκε απότομα το νήμα, από μια επέμβαση που οδήγησε σε επιπλοκές, και προσπάθησε να ξεγελάσει τον θάνατο για πάνω από έναν μήνα αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν υπήρχε γυρισμός, επιστροφή, ελπίδα. Τόση αγάπη, τόσοι άνθρωποι κάνανε ό,τι πέρναγε από το χέρι τους. Τι παραπάνω να πω για το έργο του, τη ζωή του, τι αφήνει πίσω του, τους ανθρώπους που τον αγαπάνε και φωτίστηκαν από αυτόν.

Θα σταθώ στο τεράστιο κενό, αυτά που δεν πρόλαβαν να γίνουνε, τις συμβουλές σε φίλους, συγγενείς και συνοδοιπόρους που δεν πρόλαβε να δώσει, τις κουβέντες που δεν γίνανε, τα έργα που δεν πρόλαβαν να ζωγραφιστούνε. Γιατί τα άλλα, όσοι ενδιαφέρονται να τα μάθουνε, ευτυχώς έχουνε γίνει πολλά και θα γίνουνε και αλλά, θα μπορέσουνε να τα μάθουνε. Το έργο του είναι ζωντανό και συνεχίζει να δίνει ζωή και ελπίδα. Ξέρω, μπορεί κατά καιρούς να φαίνεται και η απελπισία μέσα από το έργο, αλλά η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί.

▶ Κυριάκο μας, αγάπη μας, στήριγμα και έμπνευσή μας

της Κάτιας Γέρου

Δεν θα σου πω για τον θρήνο που ξέσπασε μετά το φευγιό σου από τη ζωή.

Το σοκ, τα δάκρυα και την αγάπη των φίλων. Ούτε και για το δικό μου πένθος θα σου πω, που είχα την τύχη να ζήσω δίπλα σου τριάντα πέντε χρόνια. «Είσαι το λόττο μου» σου έλεγα και συ απαντούσες με το σαρδόνιο χιούμορ σου «Εσύ είσαι μια χαρά, εμένα να δούμε πότε θα μου τύχει!»

Αυτό το φως, αυτό το γέλιο, αυτή η χαρά που τη χάριζες σε όλους τους συγγενείς σου : στα αδέρφια σου, τον Δημήτρη και τη Μαρία, στη μητέρα του παιδιού σου τη Χρύσα, στον γιο σου τον Άρη και τη γυναίκα του την Ελένη και στα δυο εγγονάκια σου, τη Ρόζα και τον Νέστορα.

Ένα πράγμα θέλω να σου πω που όμως κι αυτό το ξέρεις. Όλα αυτά τα χρόνια τα ευτυχισμένα ξυπνούσα το πρωί και σε παρακολουθούσα έκθαμβη να δουλεύεις πάνω από δέκα ώρες τη μέρα, ό,τι κι αν σου συνέβαινε, να κάθεσαι στο καβαλέτο σου, σαν να είχες ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου και να ’πρεπε να παραδόσεις μια εργασία.

Ο Κυριάκος Κατζουράκης και η σύντροφός του Κάτια Γέρου

Αφεντικό δεν υπήρχε, αφεντικό ήταν το ταλέντο σου, η έμπνευσή σου και η αγάπη σου για τους ανθρώπους.

Κατέβαινα στο εργαστήριο με το μπλοκάκι μου γεμάτο από πρακτικές δουλειές και μου ’λεγες: «Έλα σε τρεις ώρες, μη με διακόπτεις». Στην αρχή ανυπομονούσα και θύμωνα, γρήγορα όμως κατάλαβα. Έτσι κλείναμε τα ραντεβού στο σπίτι μας.

Εσύ είχες δίκιο.
Ζωγράφιζες κάτι υπέροχο και μετά το «χαλούσες», το άλλαζες κι εγώ δεν καταλάβαινα. Το καινούργιο όμως που προέκυπτε ήταν πολύ ανώτερο.

Εσύ είχες δίκιο.
Αγάπησες το σινεμά και όλοι οι φίλοι σου σε μαλώναμε και λέγαμε : «Συγκεντρώσου στη ζωγραφική σου, τι τα θες όλα τα άλλα, άσε που θα καταστραφείς και οικονομικά».

Οικονομικές καταστροφές συνέβησαν. Ομως όλοι οι συντελεστές αμειβόντουσαν κανονικά. Εκτός από σένα. Ούτε ένα καρφάκι δεν μπήκε στις ταινίες σου τζάμπα. Εκτός από την εργασία των εθελοντών, ερασιτεχνών ηθοποιών της Καλαμάτας, που για αντίδωρο χάρισες στην πόλη το τέμπλο σου.

Εσύ είχες δίκιο.
Οι ταινίες σου δεν σε εμπόδισαν να ζωγραφίσεις χιλιόμετρα ζωγραφικής σαν να ήσουνα δέκα ζωγράφοι μαζί!

Εσύ είχες δίκιο.
Και τι κεραίες είχες απλωμένες Κυριάκο μας αγαπημένε ώστε να γράψεις στο σενάριο του ’17 στην ταινία σου USSAK, τη φράση : «Μία επιδημία έρχεται, πέφτουν κάτω οι άνθρωποι, πεθαίνουν».

Είναι σαν το εμβληματικό κείμενο του Χατζιδάκι για τον φασισμό που γράφτηκε όταν κανείς μας δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.

Εσύ είχες δίκιο.
Υπάρχει μόνον ένα πράγμα που δεν ξέρεις : Αυτή τη στιγμή γίνεται μια γενναία προσπάθεια από φίλους –ευπατρίδες τούς ονομάζω εγώ– να βρεθεί ένας μόνιμος χώρος έκθεσης για κάποια εμβληματικά σου έργα.

Αν αυτό επιτευχθεί, θα είναι σπουδαίο.

Θα τα βλέπουν οι ερχόμενοι άνθρωποι και θα τα χαίρονται.

Σε ευχαριστούμε αγάπη μου, αγόρι μας ευλογημένο.

Πλήρες άρθρο: https://www.efsyn.gr/nisides/323211_o-zografos-tis-oytopias


16 September 2021

Κλασική μουσική με δροσιά σε έναν κηφισιώτικο κήπο

 της , Καθημερινή, 14/9/2021

Την ώρα που μου μιλούσε από την άλλη άκρη της γραμμής ο Γιώργος Βάρσος, άκουγα τους γνώριμους ήχους από την κουζίνα του ιστορικού ζαχαροπλαστείου του στην Κηφισιά, τα πλαταγίσματα από τα ταψιά και τις φόρμες. Το κατάλαβε από τον τόνο της φωνής μου και σχολίασε με χιούμορ: «Μακάρι να μπορούσατε να μυρίσετε και το γαλακτομπούρεκο που μόλις βγήκε από τον φούρνο». Όχι, το θέμα της συζήτησής μας δεν είχε να κάνει με τα γλυκίσματα, αλλά με το γεγονός ότι μία φορά τον χρόνο ο ιδιοκτήτης του καταστήματος ανοίγει τον κήπο του σπιτιού του για μια εκδήλωση σε συνεργασία με τον σύλλογο Οι Φίλοι της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής Κηφισιάς. Λάτρης της κλασικής μουσικής ο ίδιος, συλλέκτης τέχνης και γενναιόδωρος από τη φύση του, σκέφτηκε πως θα ήταν κρίμα να μην αξιοποιήσει αυτό το κομμάτι της παλαιάς κηφισιώτικης έπαυλης που περιήλθε στην κατοχή του πριν από χρόνια.

Mark Grauwels και Γιώργος Βάρσος

Έτσι, υπό τον τίτλο «Sprezzatura», καλεί εδώ και χρόνια τους φιλόμουσους σε μια ωραία βραδιά, η οποία όμως αναβλήθηκε πέρυσι εξαιτίας της πανδημίας. «Εφέτος αποφασίσαμε να το διοργανώσουμε, σε συνεργασία μάλιστα με την πρεσβεία του Βελγίου, και να καλέσουμε τον διάσημο Φλαμανδό φλαουτίστα Marc Grauwels (Γκράουελς). Τηρήθηκαν όλα τα μέτρα ασφαλείας, βέβαια, και το κοινό απόλαυσε αυτόν τον μοναδικό σολίστ», λέει ο κ. Βάρσος.

«Το σπίτι που αγόρασα το 1997 έχει ένα μικρό πέτρινο διατηρητέο οικοδόμημα που ανηγέρθη από μια οικογένεια Αιγυπτιωτών, πριν από έναν αιώνα. Τότε δεν προβλέπονταν βεράντες και μπαλκόνια, αλλά ωραίοι περιβάλλοντες χώροι. Ετσι, η κατοικία διαθέτει έναν πολύ μεγάλο κήπο στον οποίο έχω τοποθετήσει γλυπτά Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών που συλλέγω εδώ και χρόνια. Με λουλούδια και δένδρα, είναι το ιδεώδες περιβάλλον για να ακούσει κανείς αυτού του τύπου το ρεπερτόριο και πιστεύω ότι οι άνθρωποι που ήρθαν πραγματικά το απόλαυσαν».

Ο κήπος του Βάρσου γέμισε από… μασκοφόρους μουσικόφιλους


Τρίτης γενιάς ιδιοκτήτης του παλαιού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου, θέλει να προσφέρει στη γειτονιά του και να «γλυκάνει» τον κόσμο που περνάει δύσκολα με τους περιορισμούς τον τελευταίο καιρό. «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, εγώ και τώρα ο γιος μου έχουμε μάθει να είμαστε στην πρώτη γραμμή και να εξυπηρετούμε τους πάντες». Κλείσαμε με την υπόσχεση να περάσω για να μυρίσω εκείνο το γαλακτομπούρεκο από κοντά.

13 September 2021

«Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!»

Ένα ύστερο ανέκδοτο για τον Μίκη

Ο Σακελλάρης Σκουμπουρδής γράφει αποκλειστικά για την άγνωστη συνάντηση συμφιλίωσης ανάμεσα στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, μετά την χούντα. Στην οποία είχε την τύχη να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας. 13.09.2021

Πέρασε και το ξόδι του Μίκη, αλλά δεν κοπάζει το ενδιαφέρον του κόσμου για τις στιγμές του (και τις μουσικές του, που μας δονούν αδιαλείπτως δύο βδομάδες τώρα: πόση ήταν η πικρία του που τελευταία έμεναν στα αζήτητα όσο ζούσε…). Γράφτηκαν και ακόμα γράφονται αμέτρητα μαρτυρικά για την σπουδαία του προσωπικότητα. Βέβαια, πάντοτε όταν φεύγει ένας Μεγάλος, βρίσκουν θεμιτή ευκαιρία αυτοπροβολής πολλές ματαιόδοξες μικρότητες που έτυχε κάποτε να διασταυρωθούν με το διακριτό διάβα του. 

Σπεκουλάροντας στην γνωριμία τους, προσπορίζονται έτσι κάποιο όφελος επικαλούμενες κάμποσα καλά λόγια που κάποτε έτυχε να τους επιδαψιλεύσει εκείνος, οπότε να συμπεράνουμε ότι και αυτές είναι σπουδαίες. Κάπως έτσι κι εμείς -και να μας συγχωράτε- δεν κρατιόμαστε και ολισθαίνουμε παρομοίως, αποκαλύπτοντας εδώ μια άγνωστη «παρα-ιστορική» συνάντηση, που πιστεύουμε ότι αξίζει να δημοσιοποιηθεί.

Μια ψυχρότητα που έπρεπε να τελειώσει 

Οι παλιότεροι ξέρουν ότι αφότου ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε μεταδικτατορικά στην Ελλάδα, δεν μιλιόταν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ήταν χολωμένος που ο κορυφαίος του τραγουδιστής αβασάνιστα είχε με το καλημέρα «προσκυνήσει» την Χούντα. Και λίγο αργότερα πρωταγωνιστούσε στις κοσμικές στήλες ως «Σερ Μπιθί», κάνοντας ελαφρολαϊκή καρριέρα με άνοστες επιτυχιούλες. Και προφανώς ουδέποτε σκέφτηκε να στηρίξει έστω και υπαινικτικά τον αντιδικτατορικό αγώνα των φίλων του. 

Δυσκολευόταν μεν, βέβαια, ο Μίκης να του το συγχωρέσει, αλλά έλα που είχαν περάσει κοντά δύο χρόνια από την κατάρρευση της Χούντας και παρόλες τις πετυχημένες συναυλίες του, το κενό ήταν εμφανές. Δεν γινόταν να παρουσιάσει το μάγκνουμ όπους του, το Άξιον Εστί, χωρίς την «ξυλένια» φωνή του Μπιθικώτση, η οποία είχε ανεπιστρόφως καταστεί ταυτότητά του. Έπρεπε κάτι να γίνει, να βρεθεί τρόπος να ξαναφιλιώσουν οι δύο άντρες. 

Στο κάτω κάτω, είχε πει του Μίκη κάποια ψυχή, να μην κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Μπορεί αυτός να ήταν το παλληκάρι που τόλμησε να περιφρονήσει αγέρωχα τους δικτατορίσκους, αλλά, καθώς το 99% των Ελλήνων ήτανε «προσκυνημένοι»1, ας την χάριζε και του Γρηγόρη…

«Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης» (Κ.Π.Ε.) και Μίκης 

Ήταν αρχές του 1976, όταν ο Μίκης, έχοντας ήδη ιδρύσει με τον Αντρέα Λεντάκη, τον  Βύρωνα Σάμιο και άλλους φίλους το "Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης", υλοποιούσε άμεσα μια έξυπνη πολιτιστική πρότασή του: την «Επιχείρηση Καμιονέττα». Επρόκειτο για μια μουσική περιοδεία του Μίκη σε όλη την Μακεδονία, με ένα μικρό καμιόνι που πίσω έφερε ένα πιάνο τοίχου, παρέα με εναλλασσόμενες μπουατικές φωνές κάθε βράδυ σε μια καινούργια πόλη. 

Εννοείται ότι για όσους έζησαν από κοντά αυτή την περιοδεία, η εμπειρία Μίκης ήταν αποκαλυπτική. Σε δύο βδομάδες (και από την πρώτη στιγμή) είχε γίνει σαφές ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν Ολύμπιος. Το χάρισμά του δεν ήταν μόνο μουσικό. Δεν ήταν εμπνευστικός μόνο όταν έπαιζε και τραγουδούσε κάτι στο πιάνο είτε σου διηγείτο με τα εκφραστικά του θεόρατα χέρια μια λεπτομερή ιστορία για το πώς συνελήφθη κάποια μουσική. 

Ήταν συναρπαστικός και όταν περιέγραφε μια αντιστασιακή ενέργεια ή  και μια «γκομενοδουλειά» σε κάποια μεγαλούπολη του ανατολικού μπλοκ, στο πλαίσιο μιας «ειδικής αποστολής» προκειμένου να αλλάξει πολιτική μια χώρα επί συγκεκριμένου κρίσιμου διεθνούς ζητήματος. Γοητευτικός εξ ίσου ομιλητής ήταν και όταν τόξευε προς το ακροατήριο την πιο άσχετη χαριτωμένη ιστοριούλα που έβγαζε από την φαρέτρα του, την παραγεμισμένη από τις εκατό ζωές που είχε ζήσει ως τότε.


Το καστ της συνάντησης 

Αυτή την «Επιχείρηση» έτυχε να την διαχειριστεί η παρέα2 μου, ως "οργανωτικά στελέχη του Κινήματος", τύπου κομισσάριοι φυτευτοί από τα κεντρικά. Εγώ ήμουν και ξένος προς το Θεσσαλονικιό καλλιτεχνικό σταφφ και λίγο «ξινός» ως προς τις απόψεις. Αλλά η δουλειά μας στέφθηκε με  επιτυχία. Έτσι κάπως, βρέθηκα να αναλάβω και την σημαντικότερη επόμενη δοκιμασία, που ήταν η (πρώτη πανελλαδικά3 για το Κ.Π.Ε.) διοργάνωση μιας μεγάλης συναυλίας στο «Θέατρο Χατζώκου»4 στην Πλατεία Αριστοτέλους (Θεσσαλονίκη). 

Άλλωστε, ήδη ο Μίκης με είχε συμπαθήσει από τον συγχρωτισμό της περιοδείας. Όχι τόσο επειδή ήμουν λειτουργικά διεκπεραιωτικός, αλλά κυρίως γιατί του προκαλούσαν ενδιαφέρον οι αιρετικές έως ανάποδες πολιτικές ιδέες που ξεδίπλωνα στις «μικρές» ώρες, όταν μέναμε εμείς-κι-εμείς. 

Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, το έφερε η τύχη ο Μίκης να σχεδιάζει την επανασυμφιλίωσή του με τον Μπιθικώτση. Η συνεννόηση γινόταν με τον Γιάννη Στεφανίδη5, παλιό του φίλο από τους Λαμπράκηδες και ηγετικό στέλεχος του Κ.Π.Ε., για ένα δείπνο με τον Γρηγόρη, όπου θα έκλειναν οι πληγές της μεταξύ τους ψυχρότητας. Και μια που εγώ ήμουν η συμπαθητική γνωριμία των ημερών, αποφάσισε να με καλέσει και μένα. Βέβαια, αυτό ήταν περίεργο, καθώς εγώ ήμουν εντελώς άσχετος για τέτοια περίσταση, μια που ποτέ δεν είχαμε γνωριστεί άλλοτε με τον «Σερ», οπότε η παρουσία μου θα του προκαλούσε αμηχανία.

Η συνάντηση 

Είχε, λοιπόν, φτάσει η στιγμή που θα ξανασυναντιόταν για πρώτη φορά ο Μίκης με τον Γρηγόρη μετά από σχεδόν μια δεκαετία. Το δείπνο πραγματοποιήθηκε στην ταβέρνα «Το στέκι του Νιόνιου» (μπαίνοντας, στο πρώτο τραπέζι δεξιά δίπλα στην τζαμαρία) στην Βασιλίσσης Όλγας, στο Φάληρο. Εγώ, περιδεής, δεξιά μου ο Μίκης, αριστερά ο Στεφανίδης και απέναντι ο Μπιθικώτσης, που γρήγορα κατάλαβα ότι μάλλον ήταν περιδεέστερος εμού. 

Στην αρχή έπεσαν οι παγωμάρες με διάφορα αστειάκια ποντιακά που έλεγε ο Γιάννης, μετά ο Μίκης άρχισε να εξηγεί στον Γρηγόρη πώς φτιάχτηκε και τι πλάνα έχει το "Κίνημα" (Κ.Π.Ε.) και μετά τα πρώτα ποτηράκια οι γλώσσες λύθηκαν. Εννοείται ότι εγώ, παρά τα ειωθότα, έλεγα λιγότερα από όσα άκουγα. 

Η συζήτηση μπήκε στο ψητό και άρχισε να χοντραίνει, ο Μίκης μιλούσε σκληρά για την γνωστή «προδοσία» του Γρηγόρη, ο οποίος σιγά σιγά, όπως ήταν και αναμενόμενο, άρχισε να καταρρέει. Προέβαλε, βέβαια, τα γνωστά και κάπως εύλογα, ότι «εγώ δεν άντεχα άλλες ταλαιπωρίες, με εκβιάσανε και υπέκυψα, για την οικογένειά μου, δεν ήμουνα και τόσο σκληρός όσο εσύ Μίκη» κτλ. «Ναι αλλά δεν ήσουν ο μόνος που είχες οικογένεια, όλοι μας είχαμε, αλλά κρατηθήκαμε στο επίπεδο της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μόνο εσύ λάκισες» κτλ, του αντέτεινε ο Μίκης.

Το κρεσέντο και η κάθαρση 

Με την κλιμάκωση της πίεσης εγώ αρχίζω να αισθάνομαι κάπως άσχημα. Ολοένα και περισσότερο ο Μπιθικώτσης καταρρέει και μαζί μέσα μου στιγμιαία κλονίζεται το εντυπωμένο μυθικό θηρίο που εμβληματικά λαλεί «Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν». Φοβάμαι ότι σε λίγο θα δω τον μεγάλο βράχο να πέφτει. Τότε τους λέω ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί τέτοια στιγμή, μήπως να φύγω; Κάτσε κάτω, μου κατεβάζει το χέρι ο Μίκης, φίλοι είμαστε όλοι εδώ, κάτσε να μαθαίνεις πόσο σκληρή είναι η ζωή… 

Ο Γρηγόρης πλέον με αγνοεί, όπως και τους τριγύρω θαμώνες, από την ένταση έχει χάσει τον έλεγχο, δεν νοιάζεται πια για το πρεστίζ του. Και συνεχίζει να ψελλίζει διάφορα γοερά τύπου «εγώ πάντα σε αγαπούσα», χωρίς την χαρακτηριστική του ξερική λεβεντιά, εκλιπαρώντας τον οίκτο του Μίκη. Τότε εκείνος του απαντάει με την φοβερή ατάκα: «Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!…». Ο Γρηγόρης ξεσπάει στα κλάματα, πέφτει στην αγκαλιά του Μίκη, σηκώνονται όρθιοι αγκαλιασμένοι, τώρα και οι δύο συγκινημένοι. Ταβέρνα και θαμώνες ακινητοποιημένοι, αποσβωλωμένοι όλοι κοιτάνε τις δύο γνωστές φιγούρες. Το δράμα έχει λήξει. 

Ο μεγαλόκαρδος Μίκης φαινόταν ολοφάνερα ότι εξ αρχής ήθελε δύο πράγματα. Και να απαιτήσει στεγνά μια συγγνώμη από τον Απολωλότα Γρηγόρη, αλλά και να του ανοίξει μια μεγάλη αγκαλιά και να τα ξαναβρούνε (η Ιστορία έδειξε ότι είχε ακόμα πλάνα σημαντικά για τον Τραγουδιστή του, άλλωστε). Ίσως η παρουσία μου εκεί να ήταν η (αρχικά σχεδιασμένη από τον Μίκη) τιμωρία για τον ντροπαλό Μπιθικώτση, που με κοίταγε διαρκώς σε στυλ «οκ, να ζητήσω συγγνώμη, αλλά γιατί με κουβαλήσατε εδώ να ταπεινωθώ μπροστά σε αυτό το άγνωστο παιδαρέλι; Δεν γινόταν να εξηγηθούμε κάπου μόνοι μας εγώ με τον Μίκη;». Έτσι, λοιπόν, σχεδόν ανεπαισθήτως, ίσως και αναξίως, έτυχε να είμαι παρών στην ιστορική επανασύνδεση του Όλυμπου με τον Κίσσαβο.

Από εκείνο το βράδυ οι δυο τους ξαναρχίζουν να είναι κολλητοί, μπαίνουν μπροστά τα σχέδια για τις μεγάλες συναυλίες και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Ελάχιστες βδομάδες αργότερα προέκυψε και αυτό το αριστούργημα στο σπίτι Μίκη στη Νέα Σμύρνη.

Έκτοτε εγώ άρχισα να φεύγω για άλλα και ουδέποτε ξανασυναντήθηκα με τον Μίκη, ούτε φυσικά και με τον Μπιθικώτση. Την έκφραση «Έλα, μωρέ, αυτά είναι ερωτικά!» την έχω έκτοτε λατρέψει και την χρησιμοποιώ συχνά, όποτε έρθει κάποια ανάλογη περίσταση. Και τότε πάντα θυμάμαι εκείνη την παλιά ευτυχή συνάντηση με τον Μίκη.




Παραπομπές 


  1. Στα μαθητικά μικράτα μου επί Χούντας, μαζί με τις ροκιές, είχα τα άπαντα του Μίκη και τα άκουγα καθημερνώς. Με την πτώση της, βλέποντας ότι σούμπιτο το έθνος των χουνταίων ξεσάλωνε αλύπητα τραγουδώντας Μίκη (ίσως και επιδιώκοντας δολίως/ιδιοτελώς να αλλάξει ταυτότητα), άρχισα να κρατάω μια απόσταση. Αλήθεια, το είχε νιώσει ο Μίκης (δεν τόλμησα να τον ρωτήσω στα ίσα) ότι η μουσική του είχε καταστεί πλέον η γλώσσα του Βασικού Εγχειρίδιου του Λαϊκισμού; 

    Εγώ το ένιωσα, καθώς έτυχε να ακούσω έγκαιρα και τον ‘Πολιτευτάκια’ του Σαββόπουλου. Έτσι, βιώνοντας ως ενοχλητική την κυριαρχία των μιμητών του Μίκη (τύπου Θωμάς Μπακαλάκος κα), ευτύχησα/ευεργετήθηκα να μπω στον κόσμο της κλασικής, της τζαζ και του ρεμπέτικου. Μεταχουντικά, λοιπόν, η περίοδος του Κ.Π.Ε. απετέλεσε ένα μικρό μόνο διάλειμμα Μικισμού στην μουσική μου ζωή. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε την τελευταία τριακονταετία, οπόταν η περιφρόνηση του λαϊκισμένου-πλάστικ κοινού στα Θεοδωράκεια μουσουργήματα με βοήθησε να ξανανιώσω πόσο θεσπέσια υπήρξαν. 

  2. Κάνω ιδιαίτερη μνεία της ζωηρής μας τετράδας/παρέας: Χρήστος Ιωαννίδης, Σίμος Κοτσίνας (δευτεροετείς Νομικής, συμφοιτητές του Βαγγέλη Βενιζέλου, έκτοτε δεν έμαθα τι απέγιναν), Γιάννης Παπαδόπουλος κι εγώ (δευτεροετείς Πολ. Μηχανικοί). Ήμασταν πολιτικά ανήσυχοι και ανέστιοι δεκαενιάχρονοι αμφισβητίες του Μ-Λ. Και βρεθήκαμε στο Κ.Π.Ε., επειδή δεν βρίσκαμε κάποιο κόμμα που να μυρίζει την ρεαλιστική ουτοπία μας. Ακόμα, κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε την αντίφαση: δεν ήταν το Κ.Π.Ε. ο τόπος που γυρεύαμε. Επρόκειτο για one season stand, όχι για σοβαρή σχέση, αν μ’ εννοείτε.

  3. Άλλωστε το Κ.Π.Ε. είχε στην Θεσσαλονίκη την καλύτερη πανελλαδικά οργάνωσή του. Πιθανότατα διότι βρεθήκαμε εμείς οι λίγοι διψασμένοι για πολιτική δράση πιτσιρικάδες, που δημιουργήσαμε κατάλληλο απαραίτητο γραφειοκρατικό σκελετό υποδοχής και αφομοίωσης των πολλών νεολαίων και καλλιτεχνών που το πλαισίωσαν. Ελάχιστους μήνες αργότερα φάνηκε ότι το Κίνημα ήταν λίγο για να χωρέσει τις εκφραστικές ανάγκες της πολιτικής μας ανησυχίας.

    Γιατί εμείς σερφάραμε απολαυστικά στο ανθοφόρο κύμα αναθεωρητισμού που ετοιμαζόταν να εξαερώσει τον Μαρξισμό-Λενινισμό στην Ιταλία του Μπερλινγκουέρ (ο οποίος κλιμακωτά έπαιρνε την σκυτάλη από τους Γκράμσι και Τολιάτι), αλλά αυτό ήταν άσχετο με το Κ.Π.Ε. Έτσι, η ‘παρέα’ μας το εγκατέλειψε και σχεδόν άμεσα αυτό ατόνησε και στέρεψε, μη έχοντας πλέον την γραφειοκρατική σκαλωσιά που το κράταγε όρθιο. Εμείς πήγαμε πακέτο στην Σπ.Οργ.ΕΔΑ (ΕΔΑ σπουδάζουσα), όπου βγάλαμε τα σώψυχά μας έως την ήττα της ‘Συμμαχίας’ το 1977, οπότε και εφεξής εγκαταλείψαμε οριστικά κάθε συμμετοχή σε κομματικές διεργασίες. Ίσως επειδή είχαμε ζήσει δυνατά εκείνο τον γραφειοκρατικό κυνισμό της εξουσίας, που προκαλεί συνειρμούς τύπου «εγνώρισα τον άνθρωπο κι αγάπησα τα ζώα».

  4. Σχετικά με το Θέατρο Χατζώκου διαβάστε εδώ.

  5. Ο Γιάννης Στεφανίδης, λίγο πριν μας αφήσει χρόνους πρόπερσι, αποτύπωσε την λίαν ενδιαφέρουσα ζωή του στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Οδοιπορικό προς την ελευθερία». Προδικτατορικά υπήρξε από τα ζωηρά παιδιά που πάλεψαν μαζί με τον Μίκη από τον αριστερό δρόμο για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της ανολοκλήρωτης δημοκρατίας μας. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι τότε παντού διεθνώς επικρατούσε ο Μακαρθισμός και μόνο η τότε ευγενής διωκόμενη Αριστερά προετοίμαζε/κινητροδοτούσε την επικείμενη φιλελεύθερη δημοκρατία, διεκδικώντας χαμένα αυτονόητα πολιτικά δικαιώματα.

    Ο Στεφανίδης ήταν από εκείνους που δίνουν αξία στην έννοια της λαϊκότητας, αν και ενίοτε χαριτωμένα άγγιζε τα μικρά όρια του λαϊκισμού. Τόνιζε υπερήφανα την ποντιακή καταγωγή του και έσπερνε χαρά όπου περνούσε. Με την παρέα μας βρισκόταν σε ευγενή (και πάντως όχι εχθροπαθή) ανταγωνισμό η παρέα του, καθώς εύλογα μας ειρωνευόταν ως Γκραμσιανούς, οπότε κι εμείς τους αντιλέγαμε Γκαρντασιανούς (είχαν καταργήσει την κλήση «σύντροφοι!» υιοθετώντας την προχώ τότε κλήση «(Γ)καρντάσια!»).

    Η ζωή έδειξε φυσικά, ότι το Κ.Π.Ε. είχε μάλλον ανάγκη από περισσότερους πρακτικούς Γκαρντασιανούς και λιγότερους κουλτουριάρηδες Γκραμσιανούς. Μετά από σαραντατόσα χρόνια, αυτό ήθελα να του εξομολογηθώ λίγο πριν πεθάνει, όταν, μέσω του κοινού γνωστού Αλέξανδρου Περτσινίδη, τυχαία ανέκτησα τηλεφωνική επαφή μαζί του τότε. Επιδίωξα να τον συναντήσω, αλλά δυστυχώς δεν έγινε εφικτό λόγω ανάδρομων συγκυριών.


03 February 2020

Οι Στοίβες, Διήγημα

της Κρυσταλλίας Παπαδημητρίου

Ήταν κάμποσες μέρες που οι στοίβες με τα βιβλία στο πάτωμα προκαλούσαν τις ανοχές της στην ακαταστασία. Δεν ήταν που δεν ήθελε να τα μαζέψει, ήταν που δεν χωρούσαν στη βιβλιοθήκη. Θυμήθηκε, πριν χρόνια, λίγο μετά το γάμο τους, το Θοδωρή να καμαρώνει τα καινούργια ράφια που απλώνονταν ως το ταβάνι: «Χριστινάκι, τώρα έχουμε χώρο για βιβλία μέχρι να γεράσουμε!» Αφέλεια ή ύβρις; Όποιο από τα δύο κι αν ήταν, τιμωρήθηκε έτσι κι αλλιώς πολύ σύντομα: η βιβλιοθήκη γέμισε μέσα σε λίγους μήνες, κάποια βιβλία μπήκαν μπρος κι άλλα πίσω στο ράφι,  και οι στοίβες εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι τους. Μόλις κατάφερναν να τις μαζέψουν, ορθώνονταν ξανά.
Στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη και τη ζύγισε με τη ματιά, σαν να μετρούσε τον αντίπαλο. Έβαλε τα χέρια στη μέση και πήρε αποφασιστικά μια βαθιά αναπνοή. «Και τώρα οι δυο μας», μουρμούρισε. Θα κατέβαζε όλα τα βιβλία, να τα τακτοποιήσει ξανά. Ας γκρίνιαζε ο Θοδωρής πως του χάλασε τη σειρά, πως είχε μετατρέψει τη βιβλιοθήκη σε μαύρη τρύπα που κατάπινε βιβλία. Ξύδι. Δεν υπήρχε άλλη λύση.
Το βράδυ την βρήκε να ξεφυλλίζει και να σωριάζει βιβλία στο πάτωμα, στο μισοσκόταδο, ενώ ο μικρός κοιμόταν στον καναπέ. Άκουσε το κλειδί στην πόρτα κι έκλεισε τα μάτια σφιχτά μισοχαμογελώντας, περιμένοντας την καταιγίδα. «Τι έκανες;» γόγγυξε εκείνος βλέποντας γύρω του τα στοιβαγμένα βιβλία. Ανακάτεψε ανήσυχα ένα βουναλάκι τόμους και το πρόσωπό του πήρε μια τόσο απελπισμένη έκφραση που η Χριστίνα δαγκώθηκε για να μη βάλει τα γέλια. «Ιστορικά για τον Μεσαίωνα, αγγλικά μυθιστορήματα και η Ιστορία των Βιβλιοθηκών… Γιατί τα έβαλες μαζί; Πώς ταιριάζουν; Θα ψάχνω πάλι τα βιβλία μου και δεν θα τα βρίσκω!»
«Για κοίτα ξανά», απάντησε η Χριστίνα. «Όλα αυτά τα βιβλία είναι από τα απογεύματα στον Ελευθερουδάκη στη Δαβάκη. Ο Λουκάς μπουσουλούσε στη σκάλα, θυμάσαι; Αυτή η στοίβα είναι από το PaperTown στην Κηφισίας, όταν πρωτογνωριστήκαμε. Αυτά είναι από τον Πρωταγόρα, τα πήραμε πέρσι μαζί με τα πρώτα σχολικά του Λουκά.»
  «Εδώ είναι όλο βιβλία από την Πολιτεία, σωστά;»
Ο Θοδωρής κάθισε δίπλα της, νικημένος από την περιέργεια. Τελικά είχε ενδιαφέρον όλο αυτό το ανακάτεμα. Ήταν μια ευκαιρία να θυμηθούν βιβλία ξεχασμένα, αλλά και τόσες στιγμές, σαν μια αναπάντεχη ανασκόπηση μέσα από τους τόμους που τους είχαν ακολουθήσει από προηγούμενες ζωές για να καταλήξουν μονιασμένα στην κοινή τους βιβλιοθήκη, κι άλλους που τους είχαν διαλέξει μαζί, και τους είχαν τοποθετήσει στη μεγάλη βιβλιοθήκη σαν λιθαράκια που έχτιζαν κάτι πολύ δικό τους. 

Άρχισαν να ξεφυλλίζουν μαζί τα βιβλία, να σημειώνουν σε κάθε εσώφυλλο πού και πότε τα απέκτησαν. Ιστορικά και φωτογραφικά από τις Σαββατιάτικες βόλτες στο ΜΙΕΤ στην Αμερικής. Μυθιστορήματα και ειδικές παραγγελίες από το ΧΑΡΤΟΠΟΛΙΣ του Ψυχικού, όπου πήγαιναν στα κλεφτά κάτι πρωινά που κάνανε κοπάνα από τη δουλειά για να πιουν καφέ μαζί πριν ξεκινήσουν τη μέρα τους. Δοκίμια και ποίηση από τον ΙΑΝΟ. Ταξιδιωτικά της Road στη Σόλωνος, σημάδια προορισμών του παρελθόντος και του μέλλοντος. Βιβλία-ταινίες από τον ΔΑΝΑΟ, όπου φοιτήτρια, μετά το τέλος της ταινίας, ξεψάχνιζε τα ράφια με τα σινεφίλ βιβλία στην είσοδο του κινηματογράφου. Οι μικροί εκδότες της Διδότου, σ’έναν σωρό όλοι μαζί.
  Πέρασαν τα μεσάνυχτα, πήγαν τον μικρό στο κρεβάτι. Η Χριστίνα ετοίμασε δυο φέτες ψωμί με γραβιέρα κι έβαλε δυο ποτήρια κρασί. Χορτασμένοι συνέχισαν να φυλλομετρούν και να φτιάχνουν βουναλάκια. Κατά τις 3 το πρωί όλα τα βιβλία ήταν σημειωμένα με μολύβι, μαζεμένα σε στοίβες, καθεμιά κι από ένα βιβλιοπωλείο. Κάποιες θα μεγάλωναν κι άλλο, άλλες όχι, αφού τα βιβλιοπωλεία είχαν κλείσει. Κοιτάχτηκαν και η ίδια τρελή ιδέα έλαμψε στα μάτια τους: Αν τα μάζευαν έτσι στα ράφια;
  Έβαλαν το τελευταίο βιβλίο στο ράφι καθώς ξημέρωνε. Κοίταξαν τη μεγάλη βιβλιοθήκη ικανοποιημένοι. Ήταν σαν χάρτης της ζωής τους στην Αθήνα: κάθε ράφι κι ένα βιβλιοπωλείο, βόλτες στη γειτονιά ή στο κέντρο, στιγμές που διάλεγαν βιβλία μαζί, σημαδεύοντας λιακάδες, καταιγίδες, σχέδια, αποφάσεις…
«Ξέρεις πόσο σ’αγαπώ;» τη φίλησε ο Θοδωρής στην κορυφή του κεφαλιού, κι η καρδιά της χοροπήδηξε.
«Υποσχέσου πως αν είναι να χωρίσουμε ποτέ, θα πάμε να το κάνουμε σ’ένα βιβλιοπωλείο» του απάντησε.
«Χαζή! Πάμε να ξαπλώσουμε. Τέτοιο βιβλιοπωλείο δεν υπάρχει».
Την τράβηξε αποκαμωμένος να προλάβουν λίγο ύπνο, καθώς μια ηλιαχτίδα τρύπωνε από το παντζούρι και φώτιζε τη βιβλιοθήκη τους.

08 May 2019

Τα 35 αγαπημένα Ελληνικά βιβλία 60 συγγραφέων

Βιβλία, βιβλία

35 βιβλία στην ελληνική γλώσσα που έχουν επηρεάσει και αγαπηθεί από 60 Έλληνες συγγραφείς, από «γεννήσεως» της γραφής έως και σήμερα, (σύγχρονα και παλιά) ανεξαρτήτως περιεχομένου, κατηγορίας και έτους συγγραφής τους. Κάτι σαν μια ιδανική βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ταχυδρόμος το 2008. Οι αριθμοί είναι οι ψήφοι που πήραν τα έργα.



1. Ποιήματα, Κ.Π. Καβάφης: 97
2. Οδύσσεια, Όμηρος: 54
3. Ιλιάδα, Όμηρος: 50
4. Οιδίπους Τύραννος, Σοφοκλής: 43
5. Το κιβώτιο, Άρης Αλεξάνδρου: 38
6. Βάκχες, Ευριπίδης: 30
7. Η ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, Θουκυδίδης: 24
8. Αντιγόνη, Σοφοκλή: 23
9. Η φόνισσα, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:23
10. Συμπόσιον, Πλάτωνας: 17
11. Η ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης: 17
12. Εroïca, Κοσμάς Πολίτης: 17
13. Δοκιμές Α΄&Β΄, Γιώργος Σεφέρης: 16
14. Ο επιτάφιος θρήνος, Γιώργος Ιωάννου: 16
15. Το αμάρτημα της μητρός μου, Γεώργιος Βιζυηνός: 15
16. Πάπισσα Ιωάννα, Εμμανουήλ Ροΐδης 14
17. Ακυβέρνητες πολιτείες, Στρατής Τσίρκας: 13
18. Άπαντα, Εμμανουήλ Ροΐδης: 12
19. Ιστορία, Ηρόδοτος: 11
20. Απομνημονεύματα, Μακρυγιάννης: 11
21. Η γυναίκα της Ζάκυθος, Διονύσιος Σολωμός: 11
22. Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Νίκος Καζαντζάκης: 11
23. Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, Πηνελόπη Δέλτα: 10
24. Ορέστεια, Αισχύλος: 10
25. Παραλογές (δημοτικά τραγούδια, έκδοση Λίνου Πολίτη): 9
26. Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: 10
27. Τα ρόδινα ακρογιάλια, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: 9
28. Για ένα φιλότιμο, Γιώργος Ιωάννου: 9
29. Ο καθρέφτης και το μαχαίρι/ Τα σχόλια του τρίτου, Μάνος Χατζιδάκις
30. Κανών περιεκτικός πολλών εξαίρετων πραγμάτων: Καισάριος Δαπόντε
31. Κύρου Ανάβασις, Ξενοφώντος: 9
32. Η σονάτα του σεληνόφωτος, Γιάννης Ρίτσος: 9
33. Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Γεώργιος Βιζυηνός: 9
34. Ύμνος εις την Ελευθερία, Διονυσίου Σολωμού : 9
35. Διηγήματα, Κωνσταντίνος Θεοτόκης:8

19 December 2018

Στέφανος Βασιλειάδης


Μικρή αναφορά στον συνθέτη-μουσικοπαιδαγωγό, που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο 2004
της Ρουμπίνης Σούλη
Υπήρξε ακούραστος μαχητής της τέχνης και της ζωής, ένας πραγματικός και βαθιά πνευματικός δάσκαλος, που αγωνιούσε για το σήμερα και το αύριο του μουσικού μας πολιτισμού. Αναφερόμαστε στον συνθέτη και μουσικοπαιδαγωγό Στέφανο Βασιλειάδη, τον σημαντικό εκπρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής μουσικής δημιουργίας και σκέψης, ο θάνατος του οποίου άφησε ένα μεγάλο κενό στον μουσικό πολιτισμό του τόπου μας. Χτυπημένος από τον καρκίνο πέθανε στις 23 του Μάη, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το έργο του και την απαράμιλλη μαχητικότητά του. Με πάθος για τη μουσική δημιουργία και παιδεία, με γνώση και αγάπη αγωνίστηκε για την αναβάθμισή τους, καταθέτοντας τη δημιουργία και τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Η μεγάλη δυσκολία στην όραση που αντιμετώπιζε δεν του στάθηκε εμπόδιο να δημιουργήσει ένα πλούσιο έργο, από παιδικά τραγούδια, μέχρι συνθέσεις για το αρχαίο δράμα και το σύγχρονο θέατρο και μια σειρά από ηλεκτρονικά πολύτεχνα έργα.
Μακρά δημιουργική διαδρομή
«Η βουή του Νέστου κι ο ήχος του τρένου ήταν η μόνη μουσική στα πρώτα μου εφτά χρόνια», έγραφε ο ίδιος στο, αντί βιογραφικού, κείμενό του. «Αυτά μου έφεραν τα πρώτα μηνύματα από τους μακρινούς κόσμους των ταξιδιών τους κι αυτά πήραν μαζί τους τα δικά μου τα όνειρα και τους δικούς μου τους πόθους. Τα πήραν μαζί τους και τα πήγαν προτρέχοντας εκεί που λαχταρούσα πάντα να φτάσω κι εγώ. Οι γονείς μου, οι συγγενείς και οι παππούδες μου ήταν πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία. Έτσι, όσο κι αν γεννήθηκα στο όμορφο Παρανέστι της Μακεδονίας, αισθάνομαι σαν πατρίδα μου την ιερή, παντοτινά άβατη Ανατολή. Εκεί γεννήθηκαν και κοιμούνται οι πρόγονοί μου κι οι παραδόσεις και τα παραμύθια της μάνας και του πατέρα μου. Γι' αυτό και αγαπώ και συνδέομαι το ίδιο δυνατά με όλους τους τόπους, με όλους τους ανθρώπους και προπαντός με όλα τα παιδιά του τόπου μας, απ' όποιο μέρος κι αν είναι...».
Γεννημένος στο Θόλο Δράμας το 1933, ο Στέφανος Βασιλειάδης από τα παιδικά του χρόνια μαθήτευσε την ευρωπαϊκή και βυζαντινή μουσική, ενώ αργότερα σπούδασε ανώτερα θεωρητικά και νεότερα συστήματα σύνθεσης στο Ελληνικό Ωδείο με την Ουρ. Ιωαννίδου και στη συνέχεια με τον Γ. Α. Παπαϊωάννου. Καθοριστική για την πορεία του υπήρξε η γνωριμία του με τον Γιάννη Χρήστου, όπως και η συνεργασία του με τους Μιχάλη Αδάμη, Γ. Γ. Παπαϊωάννου και Γιάννη Ξενάκη.
Δούλεψε σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε πολλά δημοτικά σχολεία, γυμνάσια και λύκεια από το 1953 ως τώρα. Στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ('68-'96), στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, καθηγητής επί συμβάσει ('92-'95). Έγραψε σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους του πέντε βιβλία για τη μουσική, έκανε αμέτρητες εισηγήσεις, ομιλίες και εκπομπές στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές πόλεις του τόπου μας. Έγραψε μουσικά έργα: για παιδιά (πάνω από 100 τραγούδια, ενώ το τραγούδι του «Γλυκό τσαμπί σταφύλι», ήρθε πρώτο στον διεθνή διαγωνισμό της UNICEF). H ενασχόλησή του από πολύ νωρίς με τη μουσική εκπαίδευση τον οδήγησε στη συνειδητοποίηση των σοβαρών προβλημάτων της μουσικής παιδείας στον τόπο μας, την οποία υπηρέτησε με πάθος από πλήθος θέσεων.
Από το 1956 αρχίζει η μακρόχρονη θητεία του στο θέατρο με μουσική διδασκαλία και διεύθυνση των ορχηστρικών συνόλων σε αρχαίο δράμα και νεότερο δραματολόγιο (υπεύθυνος μουσικός διευθυντής στο ΚΘΒΕ 1961-67 και αργότερα, στο Εθνικό Θέατρο 1968-78). Αυτή την περίοδο ξεκινάει η δουλειά του ως συνθέτη για το θέατρο (18 αρχαίες τραγωδίες, που ακούστηκαν στα πιο πολλά αρχαία ελληνικά θέατρα, αλλά και σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ιαπωνίας και 35 έργα του κλασικού και νεότερου δραματολογίου). Από τη δεκαετία του '70 επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στην ηλεκτροακουστική μουσική, διαμορφώνοντας μια δική του οπτική για τη σύνθεση. Ονομάζει τη μουσική του «ιδεογραφική», υπονοώντας ότι οι «ιδέες» (οι καταστάσεις, τα συναισθήματα), που αποτελούν τον πρωταρχικό κόσμο, τη βαθύτερη σκέψη του συνθέτη, πραγματώνονται σε ηχητικά - μουσικά μορφώματα (δίκην «ιδεογραμμάτων» - συμβόλων). Αυτά τα στοιχεία ωθούνται από μια δραματική κινητήρια δύναμη, στην «περιπέτεια» των άπειρων συνδυασμών τους. Σ' αυτό το πνεύμα γράφει 8 ηλεκτροακουστικά πολύτεχνα έργα.
Για πολλά χρόνια διηύθυνε το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Ερευνας (ΚΣΥΜΕ) και υπήρξε Πρόεδρος του Ιδρύματος Χουρμουζίου-Παπαϊωάννου και της Στέγης Ελληνικών Χορωδιών.
«Δούλεψα σκληρά...»
Πολύ σημαντική υπήρξε η συμβολή του Στ. Βασιλειάδη στην ανάδειξη του έργου κορυφαίων δημιουργών, όπως ο Ν. Σκαλκώτας και ο Γ. Χρήστου. Ηταν αυτός που συγκέντρωσε και επεξεργάστηκε το ηχητικό υλικό της δισκογραφικής συλλογής (τέσσερα CD) με έργα του πρόωρα χαμένου Γ. Χρήστου, που εκδόθηκε πριν δυόμισι χρόνια. Μια έκδοση με πολύ μεγάλη σημασία, καθώς το ανεκτίμητο και πρωτοποριακό έργο του συνθέτη, εξαιτίας της κρατικής αδιαφορίας, ουσιαστικά παραμένει άγνωστο στο φυσικό αποδέκτη του, το σύγχρονο άνθρωπο. Στις τρεις και πλέον δεκαετίες από το θάνατο του Γ. Χρήστου οι εκτελέσεις έργων του υπήρξαν ελάχιστες, ενώ ακόμη λιγότερες - έως μηδενικές - ήταν οι δισκογραφικές παραγωγές. Αναφερόμενος στη «δραματική απουσία» του έργου του Γ. Χρήστου στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Στ. Βασιλειάδης υπογράμμιζε τις «ευθύνες της ίδιας της πνευματικής ηγεσίας του τόπου μας, όλων αυτών που λέμε ότι παλεύουμε για τον πολιτισμό και την παιδεία του τόπου».
Πριν μισό χρόνο, στην παρουσίαση του δίτομου έργου του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου «Νίκος Σκαλκώτας (1904-1949): Μια προσπάθεια είσδυσης στο μαγικό κόσμο της δημιουργίας του», ο Στ. Βασιλειάδης έκρουε για μια ακόμα φορά τον «κώδωνα», τονίζοντας την επιτακτική ανάγκη «να σωθεί πρώτα και να συντηρηθεί μια τόσο σημαντική ελληνική και ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά, όπως είναι το Αρχείο Σκαλκώτα: Οι 5.500 σελίδες των χειρογράφων του και ένα πλήθος από αξιόλογα τεκμήρια (κριτικές, ηχογραφήσεις, φωτογραφίες, μελέτες κ.ά.)».
«Σημασία έχει ότι όλα αυτά τα χρόνια δούλεψα σκληρά, γνώρισα πολλούς σπουδαίους ανθρώπους και συνεργάστηκα μαζί τους και διδάχτηκα απ' αυτούς πιο πολλά απ' όσα έμαθα από τις σπουδές μου», έλεγε κάνοντας ο ίδιος τον «απολογισμό» του. «Σκέφτηκα πολύ, πόνεσα ακόμα περισσότερο, αγάπησα και αγαπήθηκα πάρα πολύ, χάρηκα πολλές ομορφιές και, πάνω απ' όλα, τα φωτεινά μάτια, τα φωτεινά πρόσωπα και την εμπιστοσύνη των μικρών παιδιών. Απογοητεύθηκα πολύ συχνά, αλλά επιμένω να μην απελπιστώ. Έκανα πολλά λάθη και δυστυχώς ακόμα δεν έμαθα ό,τι έπρεπε να μάθω...».

09 October 2018

Ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας

Συνέντευξη στον Γιάννη Παναγόπουλο, Φιλελεύθερος, αρ. φύλλου 85
«Καθίστε», είπε, δείχνοντας την καρέκλα που θα καθόμουν. Και μετά είπε: «Αυτό είναι ένα μικρο κάτι για εσάς» αφήνοντας μια σοκολάτα με ολόκληρα αμύγδαλα στο τραπέζι δίπλα μου. Γυρνώντας την πλάτη, βηματίζοντας προς το δικό του κάθισμα, ο ζωγράφος Σωτήρης Σόρογκας πήρε αυτή τη συνέντευξη στα χέρια του λέγοντας «Ξέρετε, νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να πω. Τα έχω πει όλα αρκετές φορές. Δηλαδή για το πώς μεγάλωσα και ποιες δυσκολίες αντιμετώπισα». Πολύ καλά. Το εννοώ πολύ καλά. Πλέον μπορώ να απλώσω το σώμα μου στην καρέκλα που πρόσφερε πιο ήρεμος. Το «Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να πω για μένα. Τα έχω πει όλα» είναι από μόνο του, ολόκληρη, συνέντευξη. Ο Σόρογκας είναι ένας άνθρωπος με χαμογελαστό βλέμμα και ευγένεια στον ήχο της φωνής του. Όταν μιλά για την τέχνη, την πολιτική, τη μαγεία του έρωτα, η ευεξία που προκαλεί ο «σταθερός ενεστώτας» αυτού του σπάνιου ανθρώπου είναι ισόποσα σημαντικός ίσως με τις ρίζες, το σώμα, την εξέλιξη του καλλιτεχνικού του έργου.
Επέστρεψε πριν λίγες μέρες από τη Θεσσαλονίκη. Είναι ενθουσιασμένος από εκείνο το ταξίδι. Θεωρεί τον τρόπο που οργανώθηκε αναδρομική έκθεση με έργα του πραγματικά υπέροχο. Λέει, επίσης, πως αισθάνεται κουρασμένος από τις υποχρεώσεις που προέκυψαν γύρω από αυτή την έκθεση. Κοιτώ την ξαπλωμένη σοκολάτα που μου προσέφερε. Θα πάρω ένα κομμάτι αργότερα, σκέφτομαι, την ώρα που ρωτώ να μάθω περισσότερα γύρω από το «Δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να πω για μένα» του. Το ότι δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να πείτε για εσάς είναι καινούργιο για εμάς. Ας ξεκινήσουμε από αυτό παρακαλώ.
- Είστε σίγουρος πως ό,τι ήταν να πείτε για εσάς και το έργο, σας έχει ήδη λεχθεί;
Πιστεύω πως ναι. Έχω είδη πει πάρα πολλά. Γιατί ο ζωγράφος οφείλει να σιωπά για την προσωπική του ζωή και κυρίως για το έργο του. Τι επιδιώκει να ζωγραφίσει, ποιο το νοηματικό ή συναισθηματικό περιεχόμενο των έργων του ή τι επιθυμούσε να μεταδώσει. Ο Μπρακ ήταν πολύ αυστηρός επ' αυτού. Έλεγε ότι ο ζωγράφος πρέπει να κόβει τη γλώσσα του. Ολοι έχουμε ακούσει αστείες ιστορίες με ύφος φιλοσοφίζον και βαρύγδουπο για το τι θέλει να πει ο ίδιος με τα έργα του. Όμως σχεδόν πάντοτε τις προθέσεις των περισσοτέρων μας της παίρνει ο αέρας και χάνονται, ενώ σπανίως μορφοποιούνται σε κιβωτό που τις περιέχει. Το έργο – κιβωτός πρέπει άλλωστε να βρει και τον τρόπο να εξακτινώνεται στους ανθρώπους και στις εποχές. Δηλαδή πρέπει να έχει και διάρκεια. Αυτό όμως είναι δύσκολες κουβέντες που δεν είναι του παρόντος.
- Το παρόν, αυτό που σύντομα θ' αποκτήσει ιστορική διάσταση δεν έχει το δικό του αυτόνομο ενδιαφέρον;
Το παρόν το εντάσσω ως ένα επί μέρους στα όσα ήδη σας είπα. Αυτά μέλλεται να καταγραφούν. Εδώ δεν πρόκειται περί αυτού. Αναφερόμαστε σε μια αφήγηση. Σε μια μορφή μνήμης αν θέλετε παλαιών χρόνων που ανάλογα με τη διάθεση άλλοτε λάμπει και άλλοτε γίνεται απελπισμένη.
- Αυτή τη στιγμή πώς θα περιγράφατε τη διάθεση σας;
Εις τα δυσμάς του βίου τους οι άνθρωποι συνήθως πάσχουν από κάτι. Ο αείμνηστος φίλος μου Δημήτρης Μυταράς έπασχε από τα μάτια του. Και καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για έναν ζωγράφο. Είναι για μένα ένα ορόσημο η αγάπη που είχε για τη δουλειά του που τον κρατούσε ζωντανό αφηγούμενος στη γραμματέα του τις χρωματικές λειτουργίες και τα χαρακτηριστικά των πινάκων. Όταν του τηλεφωνούσα για να του κάνω συντροφιά την έβαζε να μου διαβάζει εδάφια του βιβλίου του. Τώρα που τα σκέφτηκα θυμάμαι πόσο τρυφερός ήταν και πόσο αγαπούσε τα παιδιά. Στα βαφτίσια της κόρης μου. Της έφερε δώρο ένα υπέροχο ζωγραφισμένο πουλί με χρώματα παστέλ.
- Ποια σχέση διατηρείτε με τα έργα σας; Πότε λέτε πως ένα έργο σας έχει ολοκληρωθεί;
Όταν αρχίζει κάποιος να ζωγραφίζει κάτι έχει στο νου του. Το βλέπει ο ίδιος πριν γίνει. Και κατά τη διάρκεια της κατασκευής του και όσο πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του. Στην ταύτιση δηλαδή αυτού που ξεκίνησε να κάνει με αυτό που έκανε. Βέβαια απόλυτη ταύτιση νομίζω πως δεν υπάρχει. Και ούτε νομίζω πως ποτέ θα υπάρξει. Θυμάμαι τον Μόραλη, τον υπέροχο δάσκαλο μου. Όταν μας έβαζε να ζωγραφίζουμε νεκρές φύσεις ή κάποιο μοντέλο εμείς περιμέναμε να μας πλησιάσει κάνοντας μια κριτική ή ένα σχόλιο αναφορικά με αυτό που είχαμε φτιάξει. Μου ’λεγε «Σόρογκα σε αυτό το κομμάτι του έργου σου, δείχνοντας μια μικρή συγκεκριμένη περιοχή του πίνακα όχι ολόκληρο το έργο έχεις την αίσθηση πως δεν μπορείς ν' αλλάξεις κάτι. Έχεις κατασταλάξει.
Είναι φανερό αφού η παραμικρότερη μετάλλαξη ή μετακίνησή του θα το αποδομήσει. Αυτό που συμβαίνει στο συγκεκριμένο σημείο του έργου δεν υπάρχει στο σύνολο. Στο σημείο ή στα σημεία αυτά είχαν γίνει από ένστικτο ή τύχη. Δεν υπάρχει λοιπόν ένας μεθοδικός έλεγχος ο οποίος χτίζει μια επιφάνεια με ένα σοφό τρόπο στο υπόλοιπό έργο. Έπρεπε λοιπόν να συγκροτούμε την επιφάνειά μας με αυτή τη γνώση. Γνωρίζοντας πως τίποτε τελικά δεν μπορεί να μετακινηθεί. Ή να τροποποιηθεί. Του λέγαμε «δάσκαλε αυτό που ζητάς είναι αδύνατο». Εκείνος το έθετε ως όριο ως ζητούμενο. Ήταν ένα μέγιστο μάθημα για μένα. Το να μη μένω στην ευκολία. Το να ακολουθώ το όραμα που έχω και να κοιτώ αντικειμενικά τη συγκρότησή του.
- Στο παρελθόν έχετε μιλήσει για τις αριστερές καταβολές της οικογένειάς σας.
Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήταν αρτεργάτης. Ένας απλός άνθρωπος που τον οικειοποιήθηκε η αριστερά με στοιχεία αγιοσύνης που τον οδήγησαν στην τότε αριστερά με καθοδηγητή τον Πλουμπίδη έγινε και Γενικός Γραμματέας του σωματείου των Αρτεργατών. Μου έλεγε: Πλουτοκρατία, στρατοκρατία, παπαδοκρατία οι τρεις πυλώνες συγκρότησης του αστικού καθεστώτος που εκμεταλλεύεται τον εργάτη και συντηρεί την αδικία του κόσμου. Την βεβαιότητα αυτή μέχρι που πέθανε το 1982, δεν μπόρεσε να την αποβάλει.
- Υπήρξε περίοδος που η αριστερά έμοιαζε να γνωρίζει τα πάντα. Πως είχε μια απάντηση για κάθε ερώτηση. Δεν είχε σημασία ποια μπορεί να ήταν αυτή. Η άποψή της ήταν κάτι σαν πιστοποίηση ποιότητας της σκέψης.
Βίωσα αυτό το ιδεολόγημα με τη λογική πως οι αριστεροί είμαστε οι προνομιούχοι του πνεύματος. Πως γνωρίζαμε πολύ περισσότερα από άλλους που λόγω αλλοτριώσεως ή από έλλειψης γνώσεως δεν μπορούν ν' αντιληφθούν. Αυτό είχε συμβεί και σε μένα μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπου ο κλονισμός αυτής της βεβαιότητος είχε συντελεστεί.
- Τι συνέβη τότε;
Αυτές οι αλλαγές δεν συντελούνται τόσο εύκολα. Έρχονται αργά. Μετά από μια άλλη οπτική του κόσμου, αλλά διαβάσματα, άλλες εικόνες, άλλη φίλοι.
Με τον Στέλιο τον Ράμφο μεγάλο γνώστη των πατερικών κειμένων και της ηλιόλουστης ορθοδοξίας όπως την έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Άγιον Όρος. Μόνο με τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου στο Πρωτάτο ή του Θεοφάνη στη Μονή Σταυρονικήτα , διαπίστωσα πόσο θαυμαστά πράγματα είχα στερηθεί από έναν ηλίθιο δογματισμό. Υπάρχει ακόμα βορείως των Πρεσπών αλλά εντός της FYROM ένα μικρο μουσείο απίστευτης ομορφιάς και σπουδαιότητας. Τέσσερις ή πέντε αμφίπλευρες εικόνες συγκροτούν κάτι εξόχως μοναδικό και ανεπανάληπτο που μένει για πάντα κάτι ξεχωριστό.
- Της Μακεδονίας...
Απορώ με αυτούς τους ανθρώπους για την έλλειψη αξιοπρέπειας που τους διακατέχει. Πώς μπορούν αφού είναι Σλάβοι ν αποποιούνται την ιερότητα της καταγωγής τους και να θέλουν να λέγονται Μακεδόνες;
- O Σύριζα πρόδωσε τους ψηφοφόρους του;
Είναι προφανές.
- Πώς σας ακούστηκε η φράση: «Aριστερόστροφος ο πιο επικίνδυνος φασισμός» που είπε ο Μίκης Θεοδωράκης στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στην Αθήνα;
Μιλάτε για γεγονός που έδωσα και εγώ το «παρών». Η φράση του Μίκη Θεοδωράκη ήταν εύστοχη. Γιατί ο αριστερόστροφος φασισμός είναι επενδεδυμένος με μια αγαθή πρόθεση. Για μένα ο Θεοδωράκης στο συλλαλητήριο ήταν συγκινητικός και αληθινός. Είναι προς τιμήν του τόλμησε να πει «Όχι» σε μια βεβαιότητα που βίωσε έντονα, που πρωτοστάτησε, που πρωταγωνίστησε. Αγαπώ και τον Γιώργο Καραμπελιά καθώς και τη γυναίκα του Χριστίνα που χρόνια ατελείωτα αγωνίστηκαν για ιδανικά αξιοσύνης και αξιοπρέπειας όμοια με τον Θεοδωράκη και τόσων άλλων. Βοηθάω και εγώ όσο μπορώ τον Καραμπελιά για την έκδοση ενός πολύ καλού περιοδικού «Νέος Λόγιος Ερμής», που δημοσιεύει κάθε τρεις μήνες επί τρία τώρα χρόνια υπέροχα κείμενα για μια ανανεωμένη Ελληνική παράδοση. Το πνευματικό κέντρο στην οδό Ξενοφώντος 4 λειτουργεί αρκετά χρόνια απρόσκοπτα χάρη στη γενναιοδωρία κυρίως και την ασταμάτητη εργασία του.
- Στην τέχνη είναι νέα η λογική που λέει πως το πλαίσιο που εκτίθεται ένα καλλιτεχνικό έργο μπορεί να είναι ίσης σημασίας με εκείνο;
Αυτό είναι βέβαια παλιό. Είχαν προηγηθεί οι Ντανταϊστές οι οποίοι διακωμωδούσαν την τέχνη ως προϊόν μιας κουλτούρας της αστικής συνθήκης, η οποία παραλλήλως έφερνε και τους καταστροφικούς πολέμους. Ο Μαρσέλ Ντυσάν, ο Πικαμπιά και άλλοι, τοποθετούσαν στις εκθέσεις τους έργα με κολλημένα σπιρτόξυλα, εισιτήρια λεωφορείων, έβαζαν μουστάκι στη Τζοκόντα ή τοποθετούσαν ανάποδα ένα ουρητήριο. Ωστόσο αυτά τα έργα – διαμαρτυρίας το σύστημα τα τοποθετούσε ξανά στα μουσεία που υποτίθεται ότι τα πολεμούσαν. Έκτοτε εδώ και εκατό τόσα χρόνια εξακολουθεί αυτή η τέχνη να είναι ή να παραστάνει την πρωτοπορία και το καινούργιο στην τέχνη.
- Τα Ντοκουμέντα της Αθήνας ήταν ένα παράδειγμα;
Κατά τη γνώμη μου ήταν ένα σύγχρονο κατάντημα της τέχνης. Παρακολουθώ τα Ντοκουμέντα του Κάσσελ πριν γεννηθείτε. Πήγαινα κάθε τέσσερα χρόνια για να βλέπω τι συμβαίνει με όλα αυτά μήπως και μείνω απληροφόρητος. Τα Ντοκουμέντα λειτούργησαν υπονομευτικά για την ίδια την τέχνη. Περιθωριοποίησαν τη ζωγραφική. Αντίθετα με τη ζωγραφική πιστεύω πως η ποίηση έχει ψηλά ακόμα το κεφάλι και διατηρεί απόλυτα την πνευματικότητα της.
- Γιατί η ζωγραφική ήταν ευκολότερη από την ποίηση στην υπονόμευσή της;
Γιατί εμπορευματοποιήθηκε. Ανοίχτηκε στις πύλες της ευκολίας. Έγινε μια τέχνης δίχως κριτήρια το κύρος της το αποκτούσε από το που εξετίθετο. Κάποτε οι ιστορικοί της τέχνης, οι διευθυντές των μουσείων έψαχναν να βρουν τα ταλέντα. Τώρα τα δημιουργούν οι ίδιοι. Τους λένε και τι να κάνουν. Έχει καταντήσει η όλη κατάσταση μια επιχείρηση όσων την διαπραγματεύονται ή τη διακινούν.
- Σε τι ελπίζετε;
Στο αίσθημα της αυτοσυντήρησης του λαού μας. Οι δύο μεγάλες πρόσφατες διαδηλώσεις νομίζω πως αντανακλούν ένα ανυποχώρητο αίσθημα αγάπης για την πατρίδα, την ορθοδοξία και την Ελληνική ιδιαιτερότητα, η οποία συνεχώς και μεθοδικά υπονομεύεται από τις δήθεν προοδευτικές δυνάμεις, τους Εθνομηδενιστές ή τους διεθνιστές, θλιβερά κατάλοιπα άλλων καιρών. Θα χρειαστούμε πιστεύω μια κυβέρνηση να αγαπάει τον τόπο και την τριχιλιετή πνευματική της παράδοση, την αναβάθμιση της παιδιάς, την προστασία της γλώσσας και την Εθνική μας ιδιαιτερότητα.