06 December 2022
26 October 2021
Κυριάκος Κατζουράκης: Ένας σπουδαίος, πολύπλευρος δημιουργός
Μάρω Βασιλειάδου, Καθημερινή, 23/10/21
«Δεν βάζω ούτε μία πινελιά, αν εκείνη τη στιγμή δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει τον κόσμο», είχε πει ο Κυριάκος Κατζουράκης, που έφυγε χθες, 22/10/21, από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών.
«Η εμμονή που υπάρχει σε κάθε έργο τέχνης που φτιάχνω είναι να πετιούνται τα περιττά και να μένει μόνον το ουσιαστικό. Να συμβαίνει δηλαδή ό,τι στην ποίηση. Ζωγραφική, γράψιμο, κινηματογράφος δεν είναι για μένα ξεχωριστές αφηγήσεις· συγκλίνουν».
Έτσι ξεκινά να μιλάει ο Κυριάκος Κατζουράκης στο σύντομο βίντεο που γυρίστηκε στο ατελιέ του το πρόσφατο διάστημα της καραντίνας (atnesculturenet.com). Στα περίπου τρία λεπτά του, ο καλλιτέχνης συνοψίζει με καθαρότητα τον στόχο της εικαστικής του προσπάθειας και στη συνέχεια αναφέρεται σε ό,τι εκείνος προσπάθησε να κάνει με την τέχνη του: να διασώσει την ιστορική μνήμη από την καταστροφή.
Ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο οποίος έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών, ήταν, όπως λέει η γκαλερίστα του και επί χρόνια φίλη Γιάννα Γραμματοπούλου, «ένας ιδιαίτερος άνθρωπος: πολύπλευρος δημιουργός με πλούσια εκφραστική “γλώσσα”, πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης και ταυτόχρονα γλυκός και προσηνής, μια ανοιχτή αγκαλιά για όλους».
Πριν η υγεία του εξασθενήσει απότομα –εξαιτίας του καρκίνου που τον ταλαιπωρούσε–, κάτι που συνέβη τον τελευταίο μήνα, εργαζόταν καθημερινά στο εργαστήριό του στα Εξάρχεια, όπου βρίσκεται επίσης το σπίτι το οποίο μοιράστηκε επί πολλά χρόνια με τη σύντροφό του, ηθοποιό Κάτια Γέρου. «Σχεδίαζε, σκεφτόταν ταινίες, παραστάσεις και περφόρμανς που θα παρουσιάζονταν σε υποβαθμισμένα σημεία της πόλης, συνεχίζοντας αυτό που έκανε πάντα: να επιστρέφει στην τέχνη, ό,τι κέρδιζε από εκείνη», λέει η κυρία Γραμματοπούλου.
Από τα λόγια των φίλων και των ομοτέχνων του σκιαγραφείται ένας δημιουργός που με το έργο του εξέφραζε τους κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής του, παραμένοντας επικεντρωμένος στον άνθρωπο: στη μνήμη και στο σώμα, στην πραγματικότητα και στο όνειρο. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη και σκηνογραφία στο εργαστήριο του Βασίλη Βασιλειάδη.
Το 1966 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, και το 1969 κέρδισε το Βραβείο Παρθένη για τη ζωγραφική του. Γρήγορα φάνηκε η αγάπη του για τον κινηματογράφο. Το 1971 σχεδίασε τα κοστούμια για τις «Μέρες του ’36» του Θόδωρου Αγγελόπουλου και ένα χρόνο αργότερα τα σκηνικά για το «Προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη. Την ίδια περίοδο συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές», μαζί με τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, τον Χρόνη Μπότσογλου, την Κλεοπάτρα Δίγκα και τον Γιάννη Βαλαβανίδη.
«Έκτοτε η ζωγραφική του ήταν στραμμένη στον λεγόμενο “κριτικό ρεαλισμό”, και η τέχνη του είχε έντονη πολιτική χροιά», λέει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Παπαχρίστου, επιμελητής της αναδρομικής έκθεσης «Κυριάκος Κατζουράκης. Εργα 1963-2013. Ζωγραφική, Θέατρο, Κινηματογράφος», που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2013.
Από το 1972 έως το 1986 έζησε στο Λονδίνο και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη χαρακτική. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον Γιώργο Λαζάνη στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν. Από το 2000 ασχολήθηκε συστηματικά με τη σκηνοθεσία φτιάχνοντας μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες. Βραβεύθηκε για τον «Δρόμο προς τη Δύση» και τη «Γλυκιά μνήμη», δημιούργησε επίσης τις «Μικρές εξεγέρσεις» και πιο πρόσφατα το «Ussak» (2017). Το 2005 εξελέγη τακτικός καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και δίδαξε μέχρι το 2011.
«Οι βάσεις της εικαστικής του δημιουργίας ήταν εκείνοι που και ο ίδιος αναγνώριζε ως δασκάλους του: ο Τσαρούχης, ο Κόντογλου, ο Θεόφιλος. Σε αυτούς επέστρεφε συχνά και με νοσταλγία αναδιαμορφώνοντας την έννοια της “ελληνικότητας” και παραμένοντας διαρκώς κοντά στην κοινωνία», σχολιάζει ο κ. Παπαχρίστος.
Η κηδεία του θα γίνει τη Δευτέρα 25/10/21 στο Α΄ Νεκροταφείο στις 3 μ.μ.
Ο ζωγράφος της ουτοπίας
Γράφουν για τον ζωγράφο Κυριάκο Κατζουράκη οι φίλοι του Αλέκος Αλαβάνος, Γιάγκος Ανδρεάδης, ο γιος του Αρης Κατζουράκης και η σύντροφος και μούσα της ζωής του Κάτια Γέρου., είχε πει ο Κυριάκος Κατζουράκης, που έφυγε χθες, 22/10/21, από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών.
▶ Ο Όμηρος και η εγγονή του...
του Αλέκου Αλαβάνου
Για τον ζωγράφο Κυριάκο Κατζουράκη πληροφορήθηκα νωρίς. Τον πρωτοσυνάντησα αρκετά χρόνια αργότερα. Αδελφικοί φίλοι γίναμε δεκαετίες μετά, στα πρόσφατα τέσσερα χρόνια. Κανονικά θα ανήκαμε στην ίδια γενιά, με έξι χρόνια διαφορά, αφού κάθε γενιά μετράει τουλάχιστον μια εικοσιπενταετία. Κι όμως, οι απότομες στροφές της Ιστορίας μπορούν να σπάσουν, αιφνιδιαστικά, μια γενιά στα δυο παρά τις ελάχιστες διαφορές ηλικίας. Η δικτατορία του 1967 με βρήκε ανώριμο, ακόμα, σχολιαρόπαιδο, μέσα στην επιβαλλόμενη πειθαρχία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ελάχιστα χρόνια, όμως, πιο μεγάλοι μας πρόλαβαν να ζήσουν στο πιο ανεκτικό πανεπιστημιακό περιβάλλον, κοντά σε νέες δημιουργικές παρέες συμφοιτητών με παρόμοιες ανησυχίες, με την πολιτική και τον έρωτα να εισορμούν στη ζωή τους.
Ο Κυριάκος από το 1972 μέχρι το 1985 εγκαθίσταται στο Λονδίνο. Τις δυο δεκαετίες μετά το 1981, τις εργάσιμες μέρες, εγώ βρίσκομαι στις Βρυξέλλες. Κι όμως, αυτόν τον καλλιτέχνη που, ίσως, δεν είχα καν συναντήσει, τον εκτιμούσα βαθιά. Για δυο κυρίως λόγους.
Ο δεύτερος: Ένας πίνακας της δεκαετίας του 1970, που έχει σφηνωθεί στη μνήμη μου με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η «Κοιμωμένη» του Χαλεπά ή τα «Κορίτσια στο Μπαλκόνι» της Κατράκη. Είναι «Ο Ομηρος με την εγγονή του». Δεν θυμάμαι αν τον είδα σε έκθεση ή σε αφίσα ή σε λεύκωμα. Στη δεξιά γωνία, σε μια πλεχτή καρέκλα της κουζίνας ο Ομηρος, πενηντάρης, με την εγγονή του στα πόδια, το μπουζούκι και το ούτι χάμω. Στο κέντρο μια βάρκα πάνω στη στεριά, τραβάει κουπί ένας Αφρικανός με το φανελάκι του, μέσα κι άλλοι τέσσερις, δυο με αρχαιοελληνικά κράνη. Πέτρινοι τοίχοι κυκλαδικοί, νησιώτικα σπίτια, μοναχικό κορίτσι με νυφικό, μαντιλοφορεμένη χωριάτισσα, τεράστιοι γρανίτες, σκούρα γαλάζια θάλασσα, ουρανός σε αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ, σε μια γωνιά ο Αϊ-Γιώργης έφιππος με κράνος κι αυτός.
Με έντονο μυστικιστικό και φαντασιακό τρόπο ο Κυριάκος ζωγραφίζει το υπαρξιακό άγχος της δεινοπαθούσας νεοελληνικής τέχνης. Να μπορέσουμε να βρεθούμε στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, όχι σαν Αμερικανοί τουρίστες, αλλά σαν παλιοί αγρότες, που με την ίδια πέτρα μπαλώνουν τις ξερολιθιές στα περιβόλια των παππούδων τους. Και, κυρίως, να μπορέσουμε, απεγνωσμένα, να φιλοξενήσουμε δοξαστικά, με έναν τρόπο οργανικό πολιτιστικού εμβολιασμού και εμπλουτισμού, τις ανοίκειες αρχαίες λέξεις, την προσωδία, την έννοια του τραγικού, τα μαρμάρινα αγάλματα χρωματισμένα, τη ζωτική επικοινωνία με την Ανατολή και τον Νότο.
Γνωριστήκαμε καλύτερα με τον Κυριάκο και με την Κάτια Γέρου, πάντα δημιουργικά μαζί του, στις κινητοποιήσεις για τον Οτσαλάν, για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και ιδιαίτερα για τον Γρηγορόπουλο, στη βάση ότι το ζητούμενο για τη νέα γενιά δεν είναι να την τιθασεύσουμε, αλλά να ακούσουμε την προφητική της κραυγή και να ερμηνεύσουμε τα «σήματα καπνού» από τα πυρά της, πριν τη βάρβαρη δημοσιονομική πειθαρχία και την επιδημία.
Χαθήκαμε για λίγο, για ένα διάστημα, ίσως περπατούσαμε, τότε, σε διαφορετικά μονοπάτια. Ξαναβρεθήκαμε σε μια διασταύρωση, μετά τα τρία μνημόνια. Μία φορά τον μήνα, μια μικρή σταθερή παρέα, συναντιόμασταν το βράδυ για φαΐ, κρασί και κουβέντα στη «Ροζαλία» στα Εξάρχεια. Συνδεθήκαμε στενά. Εκεί γνώρισα τον ορυκτό πλούτο της προσωπικότητάς του: Αγάπη, αγνότητα, καλοσύνη, ανιδιοτέλεια, ενσυναίσθηση, οικείωση, αλληλεγγύη. Ο Κυριάκος, για μένα, είναι τέκνο της ουτοπίας και των αξιών που τη γεννούν. Και αν ο ουτοπικός σοσιαλισμός θεωρείται η προδρομική ανεπεξέργαστη φάση του επιστημονικού σοσιαλισμού, που καταρρέει εδώ και δεκαετίες, είναι πολύ πιο υγιής, πιο ώριμος, πιο ανθεκτικός από τον δεύτερο. Η ουτοπία του Κατζουράκη, η επιμονή του να ζωγραφίζει, να σκηνογραφεί, να αφηγείται με την ποίηση των λέξεων, να στοχάζεται, να κοινοποιεί, να φαντάζεται, να ονειρεύεται, να καταγράφει τη βάναυση αλήθεια, να οραματίζεται το ωραίο που δεν υπάρχει, αλλά που αξίζει να επιζητούμε και να μαχόμαστε γι’ αυτό, έχει ένα στοιχείο παιδικότητας. Ισως, όμως, ο παιδικός κόσμος να είναι πιο γνήσιος, πιο εύφορος και πιο καρποφόρος από την παρακμιακή ωριμότητα και το γήρας.
▶ Η αρτιότητα, αιτία του επαίνου
του Γιάγκου Ανδρεάδη
Έπαινος: θεσμισμένος επιτάφιος τρόπος αποχαιρετισμού των πεσόντων στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.
Κορυφαίος ζωγράφος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος. Από τους ελάχιστους Ελληνες εικαστικούς με συγγραφικό έργο για την τέχνη τέτοιο, που πρέπει να ανατρέξουμε στον Τσαρούχη, τον Γκίκα και τον Εγγονόπουλο για να βρούμε ανάλογό του. Και, ακόμη, σκηνοθέτης κινηματογράφου και θεάτρου και πολιτικός ακτιβιστής με αδιάπτωτη δράση επί δεκαετίες. Υπερδραστήριος και υπερδημιουργικός ώς το τέλος της ζωής του. Εχοντας γεμάτη από έτοιμα σχέδια την ατζέντα του επόμενου χρόνου ή και περισσότερο.
Τώρα που χάσαμε τον Κυριάκο, τόσο παράλογα και άδικα, ο απολογισμός αυτός αντιμετωπίζεται -ακόμη και από το επίσημο κράτος, με το οποίο δεν διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις, τιμωρούμενος για την ανεξαρτησία του- όχι απλώς με συμπάθεια, αλλά με ύμνους. Από ορισμένους άλλους με κάποια έκπληξη. – Μα καλά. Υπάρχουν ακόμα τέτοιοι καλλιτέχνες στην εποχή μας; Αυτά τα πράγματα δεν είχαν τελειώσει στην Αναγέννηση; Κάποιοι που προφανώς πιστεύουν ότι είναι δικαιοδοτημένοι να θεσμοθετούν περί καλλιτεχνικής αξίας και απαξίας πρόβαλαν –αρκετά προσεκτικά βέβαια- ενστάσεις, άλλοτε κομψές και άλλοτε πιο βάναυσες: «Ηταν πολυδιασπασμένος. Οχι ότι αυτό είναι και κακό, αλλά να, αν συγκεντρωνόταν μόνο στο κυρίως αντικείμενό του, τη ζωγραφική, τότε πραγματικά θα ήταν το κάτι άλλο». Κάτι λίγοι προχώρησαν περισσότερο. -«Μα τόσο κόσμο που παίζει στις ταινίες του πού τον βρήκε; Μάλλον απλήρωτοι θα είναι». Που σήμαινε πως πίσω-πίσω εννοούσαν πως οι ταινίες αυτές ήταν ερασιτεχνικές. Να αγνοούσαν ότι οι πίνακες του Κυριάκου ήταν και αυτοί, αλλά όχι οι μόνοι, χορηγοί των προσπαθειών του; Και ότι πολύ συχνά ανάμεσα στους ερμηνευτές του – «πρωταγωνιστές» και «κομπάρσους» υπήρχαν σπουδαία ονόματα του χώρου του θεάματος που το θεωρούσαν χαρά και τιμή τους να συνεργαστούν μαζί του;
Δεν ήταν μια πολιτική δράση από τις συνηθισμένες. Ακόμη και αν δεν είχε κάνει την ταινία «Ουσάκ», η αγάπη του και η αγωνία για το περιβάλλον, για τον κάθε σπόρο που πεθαίνει με τη σπορά για να αναστηθεί την άνοιξη, θα ήταν ήδη στην καρδιά της δημιουργίας του. Ακόμα και αν δεν είχε ξεκινήσει την κινηματογραφική του δημιουργία με τον «Δρόμο προς τη Δύση», ο δρόμος αυτός του έρωτα για τα ανθρώπινα κορμιά και της καταγγελίας των βασανιστών και των δημίων τους υπάρχει ολάνοιχτος και φωτεινός σε πίνακές του, όπως η εκπληκτική «Υπόκλιση». Και αν ακόμα κάποια βάσκανη μοίρα τον καταριόταν- ή μάλλον μας καταριόταν- να μη γίνει ζωγράφος, μια σειρά από πολιτικές του αποφάσεις και πράξεις, από σωστές προσχωρήσεις και αποχωρήσεις/παραιτήσεις και θέσεις που δεν τις είχε, ενώ τον είχαν ανάγκη, θα ήταν με τον τρόπο τους αισθητικές δημιουργίες, μια άρτια ζωγραφική του πολιτικού πράττειν. Πολιτικός και αισθητικός φόρος τιμής στα βασανισμένα πρόσωπα των αγωνιστών στο Κουρδιστάν, στις Σκουριές ή στο Σύνταγμα και στα πληγωμένα μάρμαρα της Ακρόπολης.
Υπήρξε επαναστάτης, διότι μέχρι τέλους έμεινε πιστός στην απαγορευμένη, εξόριστη ή πλαστογραφημένη μνήμη. Πιστός στους μεγάλους μοντερνιστές, τον Φειδία, τον Πανσέληνο, τον Τζιότο και τον Θεόφιλο, στους μεγάλους κλασικούς, τον Πικάσο, τον Μπέικον, τον Τσαρούχη, τους Ρώσους κονστρουκτιβιστές. Συνεχίζοντάς τους όπως έπρεπε. Προδίδοντάς τους όταν έπρεπε για να μπορέσει να τους δει και να τους δείξει αέναα ζωντανούς. Κλέβοντας μυστικά από όλους τους ζωγράφους, όλους τους καλλιτέχνες που αγαπούσε, για να στήσει τον δικό του ναό προς τιμήν τους και να μας καλέσει να τους χαρούμε, να τους λατρέψουμε και εμείς.
Δεν είναι λοιπόν να απορούμε γιατί δεν μπορούσε να αρέσει σε όσους ένιωθαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο, απειλημένοι από τη ζωή και από το δημιουργικό έργο του είτε αυτό αφορούσε την τέχνη είτε την πολιτική που, όταν αξίζει, είναι και αυτή ποίησις, δημιουργία. Ηταν άρτιος όλες τις φορές που υλοποιούσε το αισθητικό και το πολιτικό όραμά του και ακόμα πιο άρτιος, όταν αστοχούσε, όταν έπεφτε και σηκωνόταν και ξεκινούσε από την αρχή. Αυτή η ηρωική αρτιότης ήταν, για να θυμηθούμε τον εξόριστο βυζαντινό άρχοντα του Καβάφη, «η αιτία της μομφής». Και, βέβαια, η αιτία του επαίνου με τον οποίο τον αποχαιρετούμε με δάκρυα στα μάτια.
▶ Η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί
του Άρη Κατζουράκη
Ποιος έσβησε τα φώτα; Διαβάζω με συγκίνηση και ενδιαφέρον όσα έχουνε γραφτεί για τον πατέρα μου Κυριάκο αυτές τις μέρες. Δεν ξέρω γιατί - ούτε το κενό και τη θλίψη μπορούνε να καλύψουνε, ούτε να μου μεταφέρουνε καινούργιες πληροφορίες. Είναι όμως όμορφα και αντικατοπτρίζουνε το φως αυτού του ανθρώπου που τόσοι εμπνεύστηκαν και στάθηκαν μαζί με αυτό. Διαβάζω για το έργο, την παρακαταθήκη, τον χείμαρρο δημιουργίας και δημιουργικότητας που είναι τόσο σπάνιος. Χαίρομαι πολύ που γράφονται αυτά. Σκεφτείτε μια στιγμή τι δεν πρόλαβε να κάνει, τι αστείρευτες εικόνες, δημιουργίες, ιδέες και κουβέντες δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν και άλλες που δεν αρχίσανε καν ακόμα.
Έφυγε πριν την ώρα του. Ξέρω, ξέρω, ποτέ δεν είναι η σωστή, πάντα είναι νωρίς. Δεν ήτανε όμως, και όσοι τον γνωρίζουνε από κοντά ξέρουνε τι αστείρευτη ζωή και ενέργεια είχε ακόμα μέσα του. Δεν είχε αρχίσει καν να κόβεται η φορά του ακόμα. Κόπηκε απότομα το νήμα, από μια επέμβαση που οδήγησε σε επιπλοκές, και προσπάθησε να ξεγελάσει τον θάνατο για πάνω από έναν μήνα αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν υπήρχε γυρισμός, επιστροφή, ελπίδα. Τόση αγάπη, τόσοι άνθρωποι κάνανε ό,τι πέρναγε από το χέρι τους. Τι παραπάνω να πω για το έργο του, τη ζωή του, τι αφήνει πίσω του, τους ανθρώπους που τον αγαπάνε και φωτίστηκαν από αυτόν.
Θα σταθώ στο τεράστιο κενό, αυτά που δεν πρόλαβαν να γίνουνε, τις συμβουλές σε φίλους, συγγενείς και συνοδοιπόρους που δεν πρόλαβε να δώσει, τις κουβέντες που δεν γίνανε, τα έργα που δεν πρόλαβαν να ζωγραφιστούνε. Γιατί τα άλλα, όσοι ενδιαφέρονται να τα μάθουνε, ευτυχώς έχουνε γίνει πολλά και θα γίνουνε και αλλά, θα μπορέσουνε να τα μάθουνε. Το έργο του είναι ζωντανό και συνεχίζει να δίνει ζωή και ελπίδα. Ξέρω, μπορεί κατά καιρούς να φαίνεται και η απελπισία μέσα από το έργο, αλλά η ελπίδα και η μάχη είναι πάντα εκεί.
▶ Κυριάκο μας, αγάπη μας, στήριγμα και έμπνευσή μας
της Κάτιας Γέρου
Δεν θα σου πω για τον θρήνο που ξέσπασε μετά το φευγιό σου από τη ζωή.
Το σοκ, τα δάκρυα και την αγάπη των φίλων. Ούτε και για το δικό μου πένθος θα σου πω, που είχα την τύχη να ζήσω δίπλα σου τριάντα πέντε χρόνια. «Είσαι το λόττο μου» σου έλεγα και συ απαντούσες με το σαρδόνιο χιούμορ σου «Εσύ είσαι μια χαρά, εμένα να δούμε πότε θα μου τύχει!»
Αυτό το φως, αυτό το γέλιο, αυτή η χαρά που τη χάριζες σε όλους τους συγγενείς σου : στα αδέρφια σου, τον Δημήτρη και τη Μαρία, στη μητέρα του παιδιού σου τη Χρύσα, στον γιο σου τον Άρη και τη γυναίκα του την Ελένη και στα δυο εγγονάκια σου, τη Ρόζα και τον Νέστορα.
Ένα πράγμα θέλω να σου πω που όμως κι αυτό το ξέρεις. Όλα αυτά τα χρόνια τα ευτυχισμένα ξυπνούσα το πρωί και σε παρακολουθούσα έκθαμβη να δουλεύεις πάνω από δέκα ώρες τη μέρα, ό,τι κι αν σου συνέβαινε, να κάθεσαι στο καβαλέτο σου, σαν να είχες ένα αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου και να ’πρεπε να παραδόσεις μια εργασία.
Ο Κυριάκος Κατζουράκης και η σύντροφός του Κάτια Γέρου |
Αφεντικό δεν υπήρχε, αφεντικό ήταν το ταλέντο σου, η έμπνευσή σου και η αγάπη σου για τους ανθρώπους.
Κατέβαινα στο εργαστήριο με το μπλοκάκι μου γεμάτο από πρακτικές δουλειές και μου ’λεγες: «Έλα σε τρεις ώρες, μη με διακόπτεις». Στην αρχή ανυπομονούσα και θύμωνα, γρήγορα όμως κατάλαβα. Έτσι κλείναμε τα ραντεβού στο σπίτι μας.
Οικονομικές καταστροφές συνέβησαν. Ομως όλοι οι συντελεστές αμειβόντουσαν κανονικά. Εκτός από σένα. Ούτε ένα καρφάκι δεν μπήκε στις ταινίες σου τζάμπα. Εκτός από την εργασία των εθελοντών, ερασιτεχνών ηθοποιών της Καλαμάτας, που για αντίδωρο χάρισες στην πόλη το τέμπλο σου.
Είναι σαν το εμβληματικό κείμενο του Χατζιδάκι για τον φασισμό που γράφτηκε όταν κανείς μας δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
Αν αυτό επιτευχθεί, θα είναι σπουδαίο.
Θα τα βλέπουν οι ερχόμενοι άνθρωποι και θα τα χαίρονται.
Σε ευχαριστούμε αγάπη μου, αγόρι μας ευλογημένο.
Πλήρες άρθρο: https://www.efsyn.gr/nisides/323211_o-zografos-tis-oytopias
16 September 2021
Κλασική μουσική με δροσιά σε έναν κηφισιώτικο κήπο
της Μαργαρίτας Πουρνάρα, Καθημερινή, 14/9/2021
Την ώρα που μου μιλούσε από την άλλη άκρη της γραμμής ο Γιώργος Βάρσος, άκουγα τους γνώριμους ήχους από την κουζίνα του ιστορικού ζαχαροπλαστείου του στην Κηφισιά, τα πλαταγίσματα από τα ταψιά και τις φόρμες. Το κατάλαβε από τον τόνο της φωνής μου και σχολίασε με χιούμορ: «Μακάρι να μπορούσατε να μυρίσετε και το γαλακτομπούρεκο που μόλις βγήκε από τον φούρνο». Όχι, το θέμα της συζήτησής μας δεν είχε να κάνει με τα γλυκίσματα, αλλά με το γεγονός ότι μία φορά τον χρόνο ο ιδιοκτήτης του καταστήματος ανοίγει τον κήπο του σπιτιού του για μια εκδήλωση σε συνεργασία με τον σύλλογο Οι Φίλοι της Ορχήστρας Ποικίλης Μουσικής Κηφισιάς. Λάτρης της κλασικής μουσικής ο ίδιος, συλλέκτης τέχνης και γενναιόδωρος από τη φύση του, σκέφτηκε πως θα ήταν κρίμα να μην αξιοποιήσει αυτό το κομμάτι της παλαιάς κηφισιώτικης έπαυλης που περιήλθε στην κατοχή του πριν από χρόνια.
![]() |
Mark Grauwels και Γιώργος Βάρσος |
Έτσι, υπό τον τίτλο «Sprezzatura», καλεί εδώ και χρόνια τους φιλόμουσους σε μια ωραία βραδιά, η οποία όμως αναβλήθηκε πέρυσι εξαιτίας της πανδημίας. «Εφέτος αποφασίσαμε να το διοργανώσουμε, σε συνεργασία μάλιστα με την πρεσβεία του Βελγίου, και να καλέσουμε τον διάσημο Φλαμανδό φλαουτίστα Marc Grauwels (Γκράουελς). Τηρήθηκαν όλα τα μέτρα ασφαλείας, βέβαια, και το κοινό απόλαυσε αυτόν τον μοναδικό σολίστ», λέει ο κ. Βάρσος.
«Το σπίτι που αγόρασα το 1997 έχει ένα μικρό πέτρινο διατηρητέο οικοδόμημα που ανηγέρθη από μια οικογένεια Αιγυπτιωτών, πριν από έναν αιώνα. Τότε δεν προβλέπονταν βεράντες και μπαλκόνια, αλλά ωραίοι περιβάλλοντες χώροι. Ετσι, η κατοικία διαθέτει έναν πολύ μεγάλο κήπο στον οποίο έχω τοποθετήσει γλυπτά Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών που συλλέγω εδώ και χρόνια. Με λουλούδια και δένδρα, είναι το ιδεώδες περιβάλλον για να ακούσει κανείς αυτού του τύπου το ρεπερτόριο και πιστεύω ότι οι άνθρωποι που ήρθαν πραγματικά το απόλαυσαν».
![]() |
Ο κήπος του Βάρσου γέμισε από… μασκοφόρους μουσικόφιλους |
Τρίτης γενιάς ιδιοκτήτης του παλαιού γαλακτοπωλείου και ζαχαροπλαστείου, θέλει να προσφέρει στη γειτονιά του και να «γλυκάνει» τον κόσμο που περνάει δύσκολα με τους περιορισμούς τον τελευταίο καιρό. «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, εγώ και τώρα ο γιος μου έχουμε μάθει να είμαστε στην πρώτη γραμμή και να εξυπηρετούμε τους πάντες». Κλείσαμε με την υπόσχεση να περάσω για να μυρίσω εκείνο το γαλακτομπούρεκο από κοντά.
13 September 2021
«Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!»
Ένα ύστερο ανέκδοτο για τον Μίκη
Ο Σακελλάρης Σκουμπουρδής γράφει αποκλειστικά για την άγνωστη συνάντηση συμφιλίωσης ανάμεσα στον μεγάλο μουσικοσυνθέτη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, μετά την χούντα. Στην οποία είχε την τύχη να είναι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας. 13.09.2021
Πέρασε και το ξόδι του Μίκη, αλλά δεν κοπάζει το ενδιαφέρον του κόσμου για τις στιγμές του (και τις μουσικές του, που μας δονούν αδιαλείπτως δύο βδομάδες τώρα: πόση ήταν η πικρία του που τελευταία έμεναν στα αζήτητα όσο ζούσε…). Γράφτηκαν και ακόμα γράφονται αμέτρητα μαρτυρικά για την σπουδαία του προσωπικότητα. Βέβαια, πάντοτε όταν φεύγει ένας Μεγάλος, βρίσκουν θεμιτή ευκαιρία αυτοπροβολής πολλές ματαιόδοξες μικρότητες που έτυχε κάποτε να διασταυρωθούν με το διακριτό διάβα του.
Σπεκουλάροντας στην γνωριμία τους, προσπορίζονται έτσι κάποιο όφελος επικαλούμενες κάμποσα καλά λόγια που κάποτε έτυχε να τους επιδαψιλεύσει εκείνος, οπότε να συμπεράνουμε ότι και αυτές είναι σπουδαίες. Κάπως έτσι κι εμείς -και να μας συγχωράτε- δεν κρατιόμαστε και ολισθαίνουμε παρομοίως, αποκαλύπτοντας εδώ μια άγνωστη «παρα-ιστορική» συνάντηση, που πιστεύουμε ότι αξίζει να δημοσιοποιηθεί.
Μια ψυχρότητα που έπρεπε να τελειώσει
Οι παλιότεροι ξέρουν ότι αφότου ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε μεταδικτατορικά στην Ελλάδα, δεν μιλιόταν με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ήταν χολωμένος που ο κορυφαίος του τραγουδιστής αβασάνιστα είχε με το καλημέρα «προσκυνήσει» την Χούντα. Και λίγο αργότερα πρωταγωνιστούσε στις κοσμικές στήλες ως «Σερ Μπιθί», κάνοντας ελαφρολαϊκή καρριέρα με άνοστες επιτυχιούλες. Και προφανώς ουδέποτε σκέφτηκε να στηρίξει έστω και υπαινικτικά τον αντιδικτατορικό αγώνα των φίλων του.
Δυσκολευόταν μεν, βέβαια, ο Μίκης να του το συγχωρέσει, αλλά έλα που είχαν περάσει κοντά δύο χρόνια από την κατάρρευση της Χούντας και παρόλες τις πετυχημένες συναυλίες του, το κενό ήταν εμφανές. Δεν γινόταν να παρουσιάσει το μάγκνουμ όπους του, το Άξιον Εστί, χωρίς την «ξυλένια» φωνή του Μπιθικώτση, η οποία είχε ανεπιστρόφως καταστεί ταυτότητά του. Έπρεπε κάτι να γίνει, να βρεθεί τρόπος να ξαναφιλιώσουν οι δύο άντρες.
Στο κάτω κάτω, είχε πει του Μίκη κάποια ψυχή, να μην κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Μπορεί αυτός να ήταν το παλληκάρι που τόλμησε να περιφρονήσει αγέρωχα τους δικτατορίσκους, αλλά, καθώς το 99% των Ελλήνων ήτανε «προσκυνημένοι»1, ας την χάριζε και του Γρηγόρη…
«Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης» (Κ.Π.Ε.) και Μίκης
Ήταν αρχές του 1976, όταν ο Μίκης, έχοντας ήδη ιδρύσει με τον Αντρέα Λεντάκη, τον Βύρωνα Σάμιο και άλλους φίλους το "Κίνημα Πολιτισμού και Ειρήνης", υλοποιούσε άμεσα μια έξυπνη πολιτιστική πρότασή του: την «Επιχείρηση Καμιονέττα». Επρόκειτο για μια μουσική περιοδεία του Μίκη σε όλη την Μακεδονία, με ένα μικρό καμιόνι που πίσω έφερε ένα πιάνο τοίχου, παρέα με εναλλασσόμενες μπουατικές φωνές κάθε βράδυ σε μια καινούργια πόλη.
Εννοείται ότι για όσους έζησαν από κοντά αυτή την περιοδεία, η εμπειρία Μίκης ήταν αποκαλυπτική. Σε δύο βδομάδες (και από την πρώτη στιγμή) είχε γίνει σαφές ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν Ολύμπιος. Το χάρισμά του δεν ήταν μόνο μουσικό. Δεν ήταν εμπνευστικός μόνο όταν έπαιζε και τραγουδούσε κάτι στο πιάνο είτε σου διηγείτο με τα εκφραστικά του θεόρατα χέρια μια λεπτομερή ιστορία για το πώς συνελήφθη κάποια μουσική.
Ήταν συναρπαστικός και όταν περιέγραφε μια αντιστασιακή ενέργεια ή και μια «γκομενοδουλειά» σε κάποια μεγαλούπολη του ανατολικού μπλοκ, στο πλαίσιο μιας «ειδικής αποστολής» προκειμένου να αλλάξει πολιτική μια χώρα επί συγκεκριμένου κρίσιμου διεθνούς ζητήματος. Γοητευτικός εξ ίσου ομιλητής ήταν και όταν τόξευε προς το ακροατήριο την πιο άσχετη χαριτωμένη ιστοριούλα που έβγαζε από την φαρέτρα του, την παραγεμισμένη από τις εκατό ζωές που είχε ζήσει ως τότε.
Το καστ της συνάντησης
Αυτή την «Επιχείρηση» έτυχε να την διαχειριστεί η παρέα2 μου, ως "οργανωτικά στελέχη του Κινήματος", τύπου κομισσάριοι φυτευτοί από τα κεντρικά. Εγώ ήμουν και ξένος προς το Θεσσαλονικιό καλλιτεχνικό σταφφ και λίγο «ξινός» ως προς τις απόψεις. Αλλά η δουλειά μας στέφθηκε με επιτυχία. Έτσι κάπως, βρέθηκα να αναλάβω και την σημαντικότερη επόμενη δοκιμασία, που ήταν η (πρώτη πανελλαδικά3 για το Κ.Π.Ε.) διοργάνωση μιας μεγάλης συναυλίας στο «Θέατρο Χατζώκου»4 στην Πλατεία Αριστοτέλους (Θεσσαλονίκη).
Άλλωστε, ήδη ο Μίκης με είχε συμπαθήσει από τον συγχρωτισμό της περιοδείας. Όχι τόσο επειδή ήμουν λειτουργικά διεκπεραιωτικός, αλλά κυρίως γιατί του προκαλούσαν ενδιαφέρον οι αιρετικές έως ανάποδες πολιτικές ιδέες που ξεδίπλωνα στις «μικρές» ώρες, όταν μέναμε εμείς-κι-εμείς.
Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, το έφερε η τύχη ο Μίκης να σχεδιάζει την επανασυμφιλίωσή του με τον Μπιθικώτση. Η συνεννόηση γινόταν με τον Γιάννη Στεφανίδη5, παλιό του φίλο από τους Λαμπράκηδες και ηγετικό στέλεχος του Κ.Π.Ε., για ένα δείπνο με τον Γρηγόρη, όπου θα έκλειναν οι πληγές της μεταξύ τους ψυχρότητας. Και μια που εγώ ήμουν η συμπαθητική γνωριμία των ημερών, αποφάσισε να με καλέσει και μένα. Βέβαια, αυτό ήταν περίεργο, καθώς εγώ ήμουν εντελώς άσχετος για τέτοια περίσταση, μια που ποτέ δεν είχαμε γνωριστεί άλλοτε με τον «Σερ», οπότε η παρουσία μου θα του προκαλούσε αμηχανία.
Η συνάντηση
Είχε, λοιπόν, φτάσει η στιγμή που θα ξανασυναντιόταν για πρώτη φορά ο Μίκης με τον Γρηγόρη μετά από σχεδόν μια δεκαετία. Το δείπνο πραγματοποιήθηκε στην ταβέρνα «Το στέκι του Νιόνιου» (μπαίνοντας, στο πρώτο τραπέζι δεξιά δίπλα στην τζαμαρία) στην Βασιλίσσης Όλγας, στο Φάληρο. Εγώ, περιδεής, δεξιά μου ο Μίκης, αριστερά ο Στεφανίδης και απέναντι ο Μπιθικώτσης, που γρήγορα κατάλαβα ότι μάλλον ήταν περιδεέστερος εμού.
Στην αρχή έπεσαν οι παγωμάρες με διάφορα αστειάκια ποντιακά που έλεγε ο Γιάννης, μετά ο Μίκης άρχισε να εξηγεί στον Γρηγόρη πώς φτιάχτηκε και τι πλάνα έχει το "Κίνημα" (Κ.Π.Ε.) και μετά τα πρώτα ποτηράκια οι γλώσσες λύθηκαν. Εννοείται ότι εγώ, παρά τα ειωθότα, έλεγα λιγότερα από όσα άκουγα.
Η συζήτηση μπήκε στο ψητό και άρχισε να χοντραίνει, ο Μίκης μιλούσε σκληρά για την γνωστή «προδοσία» του Γρηγόρη, ο οποίος σιγά σιγά, όπως ήταν και αναμενόμενο, άρχισε να καταρρέει. Προέβαλε, βέβαια, τα γνωστά και κάπως εύλογα, ότι «εγώ δεν άντεχα άλλες ταλαιπωρίες, με εκβιάσανε και υπέκυψα, για την οικογένειά μου, δεν ήμουνα και τόσο σκληρός όσο εσύ Μίκη» κτλ. «Ναι αλλά δεν ήσουν ο μόνος που είχες οικογένεια, όλοι μας είχαμε, αλλά κρατηθήκαμε στο επίπεδο της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, μόνο εσύ λάκισες» κτλ, του αντέτεινε ο Μίκης.
Το κρεσέντο και η κάθαρση
Με την κλιμάκωση της πίεσης εγώ αρχίζω να αισθάνομαι κάπως άσχημα. Ολοένα και περισσότερο ο Μπιθικώτσης καταρρέει και μαζί μέσα μου στιγμιαία κλονίζεται το εντυπωμένο μυθικό θηρίο που εμβληματικά λαλεί «Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν». Φοβάμαι ότι σε λίγο θα δω τον μεγάλο βράχο να πέφτει. Τότε τους λέω ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί τέτοια στιγμή, μήπως να φύγω; Κάτσε κάτω, μου κατεβάζει το χέρι ο Μίκης, φίλοι είμαστε όλοι εδώ, κάτσε να μαθαίνεις πόσο σκληρή είναι η ζωή…
Ο Γρηγόρης πλέον με αγνοεί, όπως και τους τριγύρω θαμώνες, από την ένταση έχει χάσει τον έλεγχο, δεν νοιάζεται πια για το πρεστίζ του. Και συνεχίζει να ψελλίζει διάφορα γοερά τύπου «εγώ πάντα σε αγαπούσα», χωρίς την χαρακτηριστική του ξερική λεβεντιά, εκλιπαρώντας τον οίκτο του Μίκη. Τότε εκείνος του απαντάει με την φοβερή ατάκα: «Έλα, μωρέ Γρηγόρη, αυτά είναι ερωτικά!…». Ο Γρηγόρης ξεσπάει στα κλάματα, πέφτει στην αγκαλιά του Μίκη, σηκώνονται όρθιοι αγκαλιασμένοι, τώρα και οι δύο συγκινημένοι. Ταβέρνα και θαμώνες ακινητοποιημένοι, αποσβωλωμένοι όλοι κοιτάνε τις δύο γνωστές φιγούρες. Το δράμα έχει λήξει.
Ο μεγαλόκαρδος Μίκης φαινόταν ολοφάνερα ότι εξ αρχής ήθελε δύο πράγματα. Και να απαιτήσει στεγνά μια συγγνώμη από τον Απολωλότα Γρηγόρη, αλλά και να του ανοίξει μια μεγάλη αγκαλιά και να τα ξαναβρούνε (η Ιστορία έδειξε ότι είχε ακόμα πλάνα σημαντικά για τον Τραγουδιστή του, άλλωστε). Ίσως η παρουσία μου εκεί να ήταν η (αρχικά σχεδιασμένη από τον Μίκη) τιμωρία για τον ντροπαλό Μπιθικώτση, που με κοίταγε διαρκώς σε στυλ «οκ, να ζητήσω συγγνώμη, αλλά γιατί με κουβαλήσατε εδώ να ταπεινωθώ μπροστά σε αυτό το άγνωστο παιδαρέλι; Δεν γινόταν να εξηγηθούμε κάπου μόνοι μας εγώ με τον Μίκη;». Έτσι, λοιπόν, σχεδόν ανεπαισθήτως, ίσως και αναξίως, έτυχε να είμαι παρών στην ιστορική επανασύνδεση του Όλυμπου με τον Κίσσαβο.
Από εκείνο το βράδυ οι δυο τους ξαναρχίζουν να είναι κολλητοί, μπαίνουν μπροστά τα σχέδια για τις μεγάλες συναυλίες και τα υπόλοιπα είναι Ιστορία. Ελάχιστες βδομάδες αργότερα προέκυψε και αυτό το αριστούργημα στο σπίτι Μίκη στη Νέα Σμύρνη.
Έκτοτε εγώ άρχισα να φεύγω για άλλα και ουδέποτε ξανασυναντήθηκα με τον Μίκη, ούτε φυσικά και με τον Μπιθικώτση. Την έκφραση «Έλα, μωρέ, αυτά είναι ερωτικά!» την έχω έκτοτε λατρέψει και την χρησιμοποιώ συχνά, όποτε έρθει κάποια ανάλογη περίσταση. Και τότε πάντα θυμάμαι εκείνη την παλιά ευτυχή συνάντηση με τον Μίκη.
Παραπομπές
- Στα μαθητικά μικράτα μου επί Χούντας, μαζί με τις ροκιές, είχα τα άπαντα του Μίκη και τα άκουγα καθημερνώς. Με την πτώση της, βλέποντας ότι σούμπιτο το έθνος των χουνταίων ξεσάλωνε αλύπητα τραγουδώντας Μίκη (ίσως και επιδιώκοντας δολίως/ιδιοτελώς να αλλάξει ταυτότητα), άρχισα να κρατάω μια απόσταση. Αλήθεια, το είχε νιώσει ο Μίκης (δεν τόλμησα να τον ρωτήσω στα ίσα) ότι η μουσική του είχε καταστεί πλέον η γλώσσα του Βασικού Εγχειρίδιου του Λαϊκισμού;
Εγώ το ένιωσα, καθώς έτυχε να ακούσω έγκαιρα και τον ‘Πολιτευτάκια’ του Σαββόπουλου. Έτσι, βιώνοντας ως ενοχλητική την κυριαρχία των μιμητών του Μίκη (τύπου Θωμάς Μπακαλάκος κα), ευτύχησα/ευεργετήθηκα να μπω στον κόσμο της κλασικής, της τζαζ και του ρεμπέτικου. Μεταχουντικά, λοιπόν, η περίοδος του Κ.Π.Ε. απετέλεσε ένα μικρό μόνο διάλειμμα Μικισμού στην μουσική μου ζωή. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε την τελευταία τριακονταετία, οπόταν η περιφρόνηση του λαϊκισμένου-πλάστικ κοινού στα Θεοδωράκεια μουσουργήματα με βοήθησε να ξανανιώσω πόσο θεσπέσια υπήρξαν. - Κάνω ιδιαίτερη μνεία της ζωηρής μας τετράδας/παρέας: Χρήστος Ιωαννίδης, Σίμος Κοτσίνας (δευτεροετείς Νομικής, συμφοιτητές του Βαγγέλη Βενιζέλου, έκτοτε δεν έμαθα τι απέγιναν), Γιάννης Παπαδόπουλος κι εγώ (δευτεροετείς Πολ. Μηχανικοί). Ήμασταν πολιτικά ανήσυχοι και ανέστιοι δεκαενιάχρονοι αμφισβητίες του Μ-Λ. Και βρεθήκαμε στο Κ.Π.Ε., επειδή δεν βρίσκαμε κάποιο κόμμα που να μυρίζει την ρεαλιστική ουτοπία μας. Ακόμα, κάναμε πως δεν καταλαβαίναμε την αντίφαση: δεν ήταν το Κ.Π.Ε. ο τόπος που γυρεύαμε. Επρόκειτο για one season stand, όχι για σοβαρή σχέση, αν μ’ εννοείτε.
- Άλλωστε το Κ.Π.Ε. είχε στην Θεσσαλονίκη την καλύτερη πανελλαδικά οργάνωσή του. Πιθανότατα διότι βρεθήκαμε εμείς οι λίγοι διψασμένοι για πολιτική δράση πιτσιρικάδες, που δημιουργήσαμε κατάλληλο απαραίτητο γραφειοκρατικό σκελετό υποδοχής και αφομοίωσης των πολλών νεολαίων και καλλιτεχνών που το πλαισίωσαν. Ελάχιστους μήνες αργότερα φάνηκε ότι το Κίνημα ήταν λίγο για να χωρέσει τις εκφραστικές ανάγκες της πολιτικής μας ανησυχίας.
Γιατί εμείς σερφάραμε απολαυστικά στο ανθοφόρο κύμα αναθεωρητισμού που ετοιμαζόταν να εξαερώσει τον Μαρξισμό-Λενινισμό στην Ιταλία του Μπερλινγκουέρ (ο οποίος κλιμακωτά έπαιρνε την σκυτάλη από τους Γκράμσι και Τολιάτι), αλλά αυτό ήταν άσχετο με το Κ.Π.Ε. Έτσι, η ‘παρέα’ μας το εγκατέλειψε και σχεδόν άμεσα αυτό ατόνησε και στέρεψε, μη έχοντας πλέον την γραφειοκρατική σκαλωσιά που το κράταγε όρθιο. Εμείς πήγαμε πακέτο στην Σπ.Οργ.ΕΔΑ (ΕΔΑ σπουδάζουσα), όπου βγάλαμε τα σώψυχά μας έως την ήττα της ‘Συμμαχίας’ το 1977, οπότε και εφεξής εγκαταλείψαμε οριστικά κάθε συμμετοχή σε κομματικές διεργασίες. Ίσως επειδή είχαμε ζήσει δυνατά εκείνο τον γραφειοκρατικό κυνισμό της εξουσίας, που προκαλεί συνειρμούς τύπου «εγνώρισα τον άνθρωπο κι αγάπησα τα ζώα». - Σχετικά με το Θέατρο Χατζώκου διαβάστε εδώ.
- Ο Γιάννης Στεφανίδης, λίγο πριν μας αφήσει χρόνους πρόπερσι, αποτύπωσε την λίαν ενδιαφέρουσα ζωή του στο αυτοβιογραφικό βιβλίο «Οδοιπορικό προς την ελευθερία». Προδικτατορικά υπήρξε από τα ζωηρά παιδιά που πάλεψαν μαζί με τον Μίκη από τον αριστερό δρόμο για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της ανολοκλήρωτης δημοκρατίας μας. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι τότε παντού διεθνώς επικρατούσε ο Μακαρθισμός και μόνο η τότε ευγενής διωκόμενη Αριστερά προετοίμαζε/κινητροδοτούσε την επικείμενη φιλελεύθερη δημοκρατία, διεκδικώντας χαμένα αυτονόητα πολιτικά δικαιώματα.
Ο Στεφανίδης ήταν από εκείνους που δίνουν αξία στην έννοια της λαϊκότητας, αν και ενίοτε χαριτωμένα άγγιζε τα μικρά όρια του λαϊκισμού. Τόνιζε υπερήφανα την ποντιακή καταγωγή του και έσπερνε χαρά όπου περνούσε. Με την παρέα μας βρισκόταν σε ευγενή (και πάντως όχι εχθροπαθή) ανταγωνισμό η παρέα του, καθώς εύλογα μας ειρωνευόταν ως Γκραμσιανούς, οπότε κι εμείς τους αντιλέγαμε Γκαρντασιανούς (είχαν καταργήσει την κλήση «σύντροφοι!» υιοθετώντας την προχώ τότε κλήση «(Γ)καρντάσια!»).
Η ζωή έδειξε φυσικά, ότι το Κ.Π.Ε. είχε μάλλον ανάγκη από περισσότερους πρακτικούς Γκαρντασιανούς και λιγότερους κουλτουριάρηδες Γκραμσιανούς. Μετά από σαραντατόσα χρόνια, αυτό ήθελα να του εξομολογηθώ λίγο πριν πεθάνει, όταν, μέσω του κοινού γνωστού Αλέξανδρου Περτσινίδη, τυχαία ανέκτησα τηλεφωνική επαφή μαζί του τότε. Επιδίωξα να τον συναντήσω, αλλά δυστυχώς δεν έγινε εφικτό λόγω ανάδρομων συγκυριών.
03 February 2020
Οι Στοίβες, Διήγημα
Ήταν κάμποσες μέρες που οι στοίβες με τα βιβλία στο πάτωμα προκαλούσαν τις ανοχές της στην ακαταστασία. Δεν ήταν που δεν ήθελε να τα μαζέψει, ήταν που δεν χωρούσαν στη βιβλιοθήκη. Θυμήθηκε, πριν χρόνια, λίγο μετά το γάμο τους, το Θοδωρή να καμαρώνει τα καινούργια ράφια που απλώνονταν ως το ταβάνι: «Χριστινάκι, τώρα έχουμε χώρο για βιβλία μέχρι να γεράσουμε!» Αφέλεια ή ύβρις; Όποιο από τα δύο κι αν ήταν, τιμωρήθηκε έτσι κι αλλιώς πολύ σύντομα: η βιβλιοθήκη γέμισε μέσα σε λίγους μήνες, κάποια βιβλία μπήκαν μπρος κι άλλα πίσω στο ράφι, και οι στοίβες εγκαταστάθηκαν στο σαλόνι τους. Μόλις κατάφερναν να τις μαζέψουν, ορθώνονταν ξανά.
Άρχισαν να ξεφυλλίζουν μαζί τα βιβλία, να σημειώνουν σε κάθε εσώφυλλο πού και πότε τα απέκτησαν. Ιστορικά και φωτογραφικά από τις Σαββατιάτικες βόλτες στο ΜΙΕΤ στην Αμερικής. Μυθιστορήματα και ειδικές παραγγελίες από το ΧΑΡΤΟΠΟΛΙΣ του Ψυχικού, όπου πήγαιναν στα κλεφτά κάτι πρωινά που κάνανε κοπάνα από τη δουλειά για να πιουν καφέ μαζί πριν ξεκινήσουν τη μέρα τους. Δοκίμια και ποίηση από τον ΙΑΝΟ. Ταξιδιωτικά της Road στη Σόλωνος, σημάδια προορισμών του παρελθόντος και του μέλλοντος. Βιβλία-ταινίες από τον ΔΑΝΑΟ, όπου φοιτήτρια, μετά το τέλος της ταινίας, ξεψάχνιζε τα ράφια με τα σινεφίλ βιβλία στην είσοδο του κινηματογράφου. Οι μικροί εκδότες της Διδότου, σ’έναν σωρό όλοι μαζί.
08 May 2019
Τα 35 αγαπημένα Ελληνικά βιβλία 60 συγγραφέων
35 βιβλία στην ελληνική γλώσσα που έχουν επηρεάσει και αγαπηθεί από 60 Έλληνες συγγραφείς, από «γεννήσεως» της γραφής έως και σήμερα, (σύγχρονα και παλιά) ανεξαρτήτως περιεχομένου, κατηγορίας και έτους συγγραφής τους. Κάτι σαν μια ιδανική βιβλιοθήκη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ταχυδρόμος το 2008. Οι αριθμοί είναι οι ψήφοι που πήραν τα έργα.
1. Ποιήματα, Κ.Π. Καβάφης: 97
2. Οδύσσεια, Όμηρος: 54
3. Ιλιάδα, Όμηρος: 50
4. Οιδίπους Τύραννος, Σοφοκλής: 43
5. Το κιβώτιο, Άρης Αλεξάνδρου: 38
6. Βάκχες, Ευριπίδης: 30
7. Η ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, Θουκυδίδης: 24
8. Αντιγόνη, Σοφοκλή: 23
9. Η φόνισσα, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:23
10. Συμπόσιον, Πλάτωνας: 17
11. Η ασκητική, Νίκος Καζαντζάκης: 17
12. Εroïca, Κοσμάς Πολίτης: 17
13. Δοκιμές Α΄&Β΄, Γιώργος Σεφέρης: 16
14. Ο επιτάφιος θρήνος, Γιώργος Ιωάννου: 16
15. Το αμάρτημα της μητρός μου, Γεώργιος Βιζυηνός: 15
16. Πάπισσα Ιωάννα, Εμμανουήλ Ροΐδης 14
17. Ακυβέρνητες πολιτείες, Στρατής Τσίρκας: 13
18. Άπαντα, Εμμανουήλ Ροΐδης: 12
19. Ιστορία, Ηρόδοτος: 11
20. Απομνημονεύματα, Μακρυγιάννης: 11
21. Η γυναίκα της Ζάκυθος, Διονύσιος Σολωμός: 11
22. Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Νίκος Καζαντζάκης: 11
23. Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, Πηνελόπη Δέλτα: 10
24. Ορέστεια, Αισχύλος: 10
25. Παραλογές (δημοτικά τραγούδια, έκδοση Λίνου Πολίτη): 9
26. Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: 10
27. Τα ρόδινα ακρογιάλια, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: 9
28. Για ένα φιλότιμο, Γιώργος Ιωάννου: 9
29. Ο καθρέφτης και το μαχαίρι/ Τα σχόλια του τρίτου, Μάνος Χατζιδάκις
30. Κανών περιεκτικός πολλών εξαίρετων πραγμάτων: Καισάριος Δαπόντε
31. Κύρου Ανάβασις, Ξενοφώντος: 9
32. Η σονάτα του σεληνόφωτος, Γιάννης Ρίτσος: 9
33. Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, Γεώργιος Βιζυηνός: 9
34. Ύμνος εις την Ελευθερία, Διονυσίου Σολωμού : 9
35. Διηγήματα, Κωνσταντίνος Θεοτόκης:8