23 January 2008

Η διώρυγα της Κορίνθου

...

Οι Αρχαίοι (ημών πρόγονοι, λέμε τώρα) είχαν σκεφτεί να κατασκευάσουν διώρυγα στον Ισθμό της Κορίνθου, για να περνούν τα σκάφη εύκολα από το Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο και αντίστροφα και για να μειωθούν οι κίνδυνοι στη ναυσιπλοΐα από τον περίπλου τη Πελοποννήσου. Ο τύραννος Περίανδρος (667-587 π.X.) ήταν ο πρώτος που αποφάσισε στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα να ενώσει τις δύο θάλασσες εκατέρωθεν του Ισθμού. Όμως προέκυψαν αντιδράσεις με πρόταξη του φόβου ότι μια διάνοιξη διώρυγας θα προκαλούσε την οργή των θεών, λόγω χρησμού της Πυθίας που έλεγε ότι «Ισθμόν δε μη πυργούτε μήδ’ ορύσσετε, Ζευς γαρ έθηκε νήσον η κ’ εβούλετο».

Αυτός ο χρησμός είχε οικονομικά ελατήρια και εκμαιεύθηκε από τους κατεστημένους κύκλους της Κορίνθου με τη βοήθεια του ιερατείου. Αν διέπλεαν οι ταξιδιώτες τη διώρυγα με πλοίο, δεν είχαν λόγο να παραμείνουν στην Κόρινθο και να ξοδέψουν χρήματα για διατροφή, δώρα και αφιερώματα στους ναούς. Ανάλογα συμβαίνουν και τον 21ο αιώνα, όταν διάφοροι τοπικοί παράγοντες στην επαρχία διαφωνούν να διανοιχτεί περιφερειακός δρόμος που θα παρακάμπτει χωριά και κωμοπόλεις, γιατί οι διερχόμενοι ταξιδιώτες δεν θα σταματάνε πια στα μέρη τους για φαγητό, αγορά αναμνηστικών κ.ά.

Το έργο άρχισε κάποια εποχή, αλλά η ύπαρξη σκληρών πετρωμάτων και η καθυστέρηση των εργασιών αποδόθηκε στην οργή τως θεών, όπως «πολύ σωστά» είχε προβλεφθεί από το χρησμό! Αντί της διώρυγας, κατασκεύασε τότε ο Περίανδρος στις αρχές του 6ου αι. π.X. τη δίολκο. Ηταν ένας λιθόστρωτος δρόμος, υπολείμματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα και ο οποίος χρησίμευε για τη μεταφορά των πλοίων, με τη δύναμη δούλων και ζώων, από τη μία πλευρά του Ισθμού στην άλλη. Με αυτή την «προσωρινή» λύση αξιοποιήθηκαν τα λιμάνια των κόλπων Κορινθιακού και Σαρωνικού και αυξήθηκαν η ναυτική δύναμη και το εμπόριο της Κορίνθου. Λέγεται ότι τα έσοδα από τους δασμούς των εμπορευμάτων στα κορινθιακά λιμάνια ήταν τόσο μεγάλα, ώστε ο Περίανδρος δεν επέβαλε κανένα άλλο φόρο στους Κορίνθιους.

Το 301 π.Χ. αποτυγχάνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (...-287 π.Χ.) να υλοποιήσει το έργο της διάνοιξης, αφού Αιγύπτιοι μηχανικοί τον διαβεβαιώνουν πως τα νερά του Κορινθιακού θα πνίξουν την Αίγινα και τα άλλα νησιά του Σαρωνικού. Αποτυγχάνουν επίσης ο Ιούλιος Καίσαρ (Gaius Julius Caesar, 100-44 π.Χ.) και ο Καλιγούλας (Gaius Iulius Caesar Germanicus «Caligula», 12-41 μ.Χ.) το 37 π.Χ. Το έτος 67 μ.Χ. ο Νέρων (Claudius Drusus Germanicus Nero, 15-68 μ.Χ.) που ήταν τότε 29 ετών, επισκέφθηκε τους αγώνες των Ισθμίων και πήρε την απόφαση να ενώσει τον Κορινθιακό με το Σαρωνικό Κόλπο ανοίγοντας τη διώρυγα. Ο ίδιος έκανε τα εγκαίνια των εργασιών εκσκαφής σε μια θεαματική τελετή, χρησιμοποιώντας μια χρυσή αξίνα και έδωσε εντολή να κατασκευαστεί αναμνηστική πλάκα στο τοίχωμα της διώρυγας που απεικονίζει τον εαυτό του.

Χιλιάδες εργάτες, σκλάβοι και κατάδικοι, δούλεψαν με τις συνθήκες της εποχής. Το έργο έδειχνε πως θα τελείωνε αλλά ο Νέρων πέθανε κι έτσι διακόπηκαν όλα τα πολυέξοδα έργα υποδομής στην αυτοκρατορία. Έτσι κι αλλιώς οι ελληνικές εμπορικές ανάγκες δεν ήταν εκείνη την εποχή μεγάλες, αφού κύρια εμπορική δύναμη ήταν πλέον η Ρώμη και προς εκείνη την κατεύθυνση μεταφέρονταν τα προϊόντα όλης της αυτοκρατορίας. Τα ίχνη της δουλειάς επί Νέρωνα σε μήκος 2 km από ανατολικά και 1,5 km από δυτικά διατηρήθηκαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή, όπως και η αναμνηστική πλάκα στη μια πλευρά της εκσκαφής. Ο ιστορικός Παυσανίας (110-180 μ.Χ.) περιγράφει στο βιβλίο του «Περιήγηση της Ελλάδος», μάλλον χαιρέκακα, ότι πολλοί προσπάθησαν να κάνουν την Πελοπόννησο νησί, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Διάφορες άλλες προσπάθειες για κατασκευή διώρυγας επί Ηρώδη του Αττικού, αργότερα από τους Βυζαντινούς και τους Βενετσιάνους, δεν ευδοκίμησαν για διάφορους λόγους και ο Ισθμός παρέμενε χωρίς διώρυγα.


Μετά την Τουρκοκρατία το νεοσύστατο ελληνικό κράτος εξέτασε και πάλι την περίπτωση της διάνοιξης. Αρχικά ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας ανέθεσε τη μελέτη σε ειδικό μηχανικό, διαβλέποντας τη μεγάλη σημασία που θα είχε για την ανάπτυξη του εμπορίου της χώρας η κατασκευή της διώρυγας,. Όμως ο προϋπολογισμός δαπάνης που προέκυψε, κρίθηκε ότι ήταν αδύνατον να εξευρεθεί στη διεθνή χρηματαγορά, πολύ περισσότερο δε να εισπραχθεί από τους Έλληνες φορολογούμενους εκείνης της εποχής. Έτσι, η ιδέα εγκαταλείφθηκε για άλλη μια φορά.

Το 1852 ο Λ. Λυγούνης, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής των έργων του Νείλου, επεξεργάστηκε σχέδιο τομής του Ισθμού και κατέθεσε την πρότασή του στην Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ δέκα χρόνια αργότερα ο Γάλλος μηχανικός Grimant De Caux κατέθεσε τις δικές του προτάσεις στην ελληνική βουλή. Και οι δύο προτάσεις κρίθηκαν όμως ανεδαφικές. Όταν, όμως, το 1869 πραγματοποιήθηκε η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, η τότε ελληνική κυβέρνηση (Θρ. Ζαΐμη) πήρε την απόφαση να γίνει η διώρυγα στον Ισθμό και ένα χρόνο αργότερα υπογράφηκε η σχετική σύμβαση με Γάλλους μηχανικούς. Ούτε και αυτή η προσπάθεια είχε όμως καλή τύχη και ατόνησε. Έτσι, το 1881 το έργο κατακυρώθηκε η κατασκευή της διώρυγας, μαζί με το προνόμιο εκμετάλλευσης της γέφυρας για 99 χρόνια, στο στρατηγό Στέφανο Τυρρ.

Το 1881 αναλαμβάνει μια γαλλική εταιρεία τη διάνοιξη της διώρυγας. Τα νέα έργα αρχίζουν πάνω στα σημάδια που έχαν χαραχτεί την εποχή του Νέρωνα. Κατά τη διάρκεια των εργασιών βρέθηκαν 26 δοκιμαστικά πηγάδια βάθους 10 μέτρων το καθένα και διάφοροι τάφροι της εποχής του Νέρωνα, πράγμα που δηλώνει ότι εκείνη η προσπάθεια ήταν η σημαντικότερη μέχρι τα τέλη 19ου αιώνα. Το 1889 σταματά το έργο λόγω έλλειψης χρημάτων. Ξαναρχίζει όμως το 1890 με την «Ελληνική Εταιρεία Εργοληψιών» που αναλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, με νέες συμβάσεις. Στις 25-7-1893 εγκαινιάζεται πανηγυρικά η διώρυγα, για τη δημιουργία της οποίας είχαν χρησιμοποιηθεί 2.500 εργάτες, είχε συνολικό μήκος 6,3 km, πλάτος στην επιφάνεια της θάλασσας 24,6 m και στο βυθό της 21,3 m με ωφέλιμο βάθος 7,5-8 m. Συνολικά εξορύχθηκαν 12 εκατομμύρια κυβικά μέτρα χωμάτων, ενώ σε όλο το μήκος της είχαν κατασκευαστεί κρηπιδότοιχοι μέχρι ύψους 2 m πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Το 1941 οι Βρετανοί ανατίναξαν τις γέφυρες για να καθυστερήσουν τη διέλευση των Γερμανών. Το ίδιο έπραξαν το 1944 οι Γερμανοί, ρίχνοντας στη διώρυγα επιπλέον βράχους και βαγόνια τραίνου που ήταν γεμάτα με Ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου. Η αποκατάσταση της διώρυγας κράτησε μέχρι το 1948, οπότε έγινε πάλι δυνατή η διέλευση πλοίων. Στη διώρυγα της Κορίνθου λειτουργούν σήμερα δύο βυθιζόμενες γέφυρες, μία στην Ποσειδωνία και μία στην Ισθμία, οι οποίες εξυπηρετούν την επικοινωνία μεταξύ Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου. Κάθε χρόνο διαπλέεται η διώρυγα από περίπου 15.000 πλοία, κυρίως τουριστικά και μικρά εμπορικά. Συχνά διοργανώνονται δε και ειδικές φυσιολατρικές διαπλεύσεις της διώρυγας με στόχο τη διεθνή προβολή του έργου.

(Από την Ιστορία της Τεχνολογίας)