18 May 2024

Πάρτι για χρονοταξιδιώτες

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 15/5/2024


Τo ερώτημα που προσπαθούν να απαντήσουν οι Χόρχε Τσαµ και Ντάνιελ Ουάιτσον στο βιβλίο τους «
Συχνές ερωτήσεις για το σύµπαν» (Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης, µτφρ. Νίκος Αποστολόπουλος) είναι: «Γιατί δεν µπορώ να ταξιδέψω πίσω στον χρόνο;

Θεωρητικά, οι φυσικοί δεν αποκλείουν ένα ταξίδι στον χρόνο. Ένας μηχανικός, βέβαια, θα έλεγε πως δεν έχουµε τα µέσα για να φτιάξουµε µια χρονοµηχανή. Αλλά ένας φυσικός θα απαντήσει «ότι κάτι είναι εφικτό εάν δεν γνωρίζει κάποιον νόµο της φυσικής που να το απαγορεύει».

Αλλά τι σηµαίνει ακριβώς «επιστρέφω στο παρελθόν»; Η φυσική θεωρεί ότι ο χρόνος είναι «αυτό που επιτρέπει στο σύµπαν να µεταβάλλεται. (...) Το παρελθόν ελέγχει τα είδη του µέλλοντος που µπορούν να προκύψουν. Πρόκειται για το περίφηµο “αίτιο και αποτέλεσµα”».

Αν υποθέσουµε ότι γυρίζουµε πίσω στον χρόνο και, π.χ., σπουδάζουµε κάτι άλλο από αυτό που σπουδάσαµε στα νιάτα µας, αφού επιστρέψουµε στο σήµερα, θα είµαστε επαγγελµατικά κάτι άλλο;

Όχι. Κάτι τέτοιο παραβιάζει τον νόµο της αιτίας και του αποτελέσµατος, άρα το σύµπαν παύει να είναι συνεπές µε τον εαυτό του. Και η άλλη επιλογή που κάναµε στο ταξίδι µας στον χρόνο; Ίσως σε ένα παράλληλο σύµπαν ο άλλος µας εαυτός να σπουδάζει κάτι διαφορετικό. Αλλά τα παράλληλα σύµπαντα, αν υπάρχουν, έχουν αυτό το πρόβληµα: είναι παράλληλα· δεν τέµνονται.

Μισό λεπτό, όµως. Το ότι δεν µπορούµε να αλλάξουµε το παρελθόν δεν σηµαίνει ότι είναι απαγορευτικό να πάµε σε αυτό. Από τον Αϊνστάιν γνωρίζουµε ότι χώρος και χρόνος ταυτίζονται (χωρόχρονος) και ότι ο χωρόχρονος καµπυλώνεται εκεί όπου υπάρχει µεγάλη συγκέντρωση µάζας (π.χ. αστέρες νετρονίου, µαύρες τρύπες).

Ξέρουµε ότι σε ορισµένα µέρη του σύµπαντος ο χωρόχρονος συµπεριφέρεται αλλόκοτα: όταν καµπυλώνεται ο χώρος, συµπιέζεται και ο χρόνος µαζί. Θεωρητικά πάντοτε ίσως να δηµιουργούνται φυσικές σήραγγες (οι λεγόµενες σκουληκότρυπες), οι οποίες όχι µόνο να ενώνουν µακρινά σηµεία του χώρου αλλά και διαφορετικά σηµεία του χρόνου. «Οσο δεν επιχειρείτε να αλλάξετε το παρελθόν, µπορείτε να κινηθείτε στον καµπυλωµένο χωρόχρονο και αυτός µπορεί κάλλιστα να σας µεταφέρει είτε στο παρελθόν είτε στο µέλλον».

Οι Τσαµ - Ουάιτσον προτείνουν ακόµα µία µηχανή αντιστροφής του χρόνου. «Είναι η ιδέα εξωφρενική; Ναι. Γνωρίζουµε πώς να κάνουµε τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω ή να µειώνουµε την εντροπία; Οχι. Θα µπορούσε κάτι τέτοιο να εφαρµοστεί στην πράξη; ∆εν έχουµε ιδέα. Είναι αδύνατον; Οχι, σύµφωνα µε τις σηµερινές µας γνώσεις στη φυσική!».

Ισως µια οριστική απάντηση να έδωσε κάποτε ο αστροφυσικός Στίβεν Χόκινγκ, προκειµένου να αποδείξει πως τα ταξίδια στον χρόνο είναι κάτι ανέφικτο: οργάνωσε ένα πάρτι µε προσκεκληµένους χρονοταξιδιώτες. ∆εν πάτησε ψυχή...


Υπάρχει κανείς εκεί έξω;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 16/5/2024

«Γιατί δεν μας έχουν επισκεφτεί εξωγήινοι; Ή μήπως το έχουν ήδη κάνει;» τιτλοφορείται ένα από τα κεφάλαια των Τσαμ και Ουάιτσον στο προαναφερόμενο βιβλίο τους. 

«Ο γαλαξίας μας έχει έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό άστρων (περίπου 250 δισεκατομμύρια) και υπάρχουν τρισεκατομμύρια, αν όχι άπειροι, γαλαξίες. Επίσης, περίπου ένα στα πέντε άστρα διαθέτει έναν πλανήτη παρόμοιο με τη Γη, που σημαίνει ότι υπάρχουν πεντάκις εκατομμύρια (αν όχι άπειρες!) ευκαιρίες να αναπτυχθεί ζωή».

Τότε... πού είναι; (Παράδοξο του Fermi) Οι συγγραφείς προσπαθούν να απαντήσουν εξετάζοντας τέσσερα σενάρια. Το πρώτο: Μας άκουσαν και έρχονται να μας βρουν. Αλλά «το είδος μας άρχισε να εκπέμπει ραδιοφωνικά, τηλεοπτικά και άλλα σήματα πριν από περίπου έναν αιώνα. (...) Έτσι, ακόμη και σήματα που κινούνται με την ταχύτητα του φωτός χρειάζονται πολύ χρόνο για να φτάσουν στους εξωγήινους κόσμους που ενδεχομένως υπάρχουν». Ίσως, λοιπόν, να μην υπάρχουν νοήμονες εξωγήινοι πολιτισμοί σε κοντινή στη Γη απόσταση, εξ ου και η σιωπή.

Δεύτερο σενάριο: Θα μπορούσαν να «σκοντάψουν πάνω μας», έχοντας ξεκινήσει την εξερεύνησή τους πριν από χιλιάδες ή και εκατομμύρια χρόνια, εφόσον μιλάμε για έναν τεχνολογικά προηγμένο εξωγήινο πολιτισμό. Και πάλι, σιωπή (έως τώρα). Ισως διότι «εκεί έξω δεν υπάρχουν τέτοιου είδους πολιτισμοί».

Τρίτο σενάριο: Να είναι εξαιρετικά ευφυείς, τόσο που να έχουν κατασκευάσει «αυτοαναπαραγόμενες» διαστημοσυσκευές, τέτοιες που ενώ εξερευνούν τον γαλαξία φτιάχνουν επιτόπου περισσότερα σκάφη, μειώνοντας έτσι τον χρόνο και τις αποστάσεις των ταξιδιών. Τότε, πού είναι; Πιθανή απάντηση: Ίσως ήδη μας παρατηρούν. Ίσως αποφάσισαν να μας προσπεράσουν επειδή αυτό που είδαν δεν τους άρεσε...

Τέταρτο σενάριο: Μήπως είναι ήδη εδώ και δεν το έχουμε καταλάβει; «Αν ήρθαν να μας επισκεφτούν όταν εμείς, ως πολιτισμός, φορούσαμε ακόμα πάνες; (...) Μήπως ο λόγος που δεν αντιληφθήκαμε την επίσκεψή τους είναι γιατί πολύ απλά ΔΕΝ θέλουν να γνωρίζουμε ότι μας επισκέφτηκαν;».

Είναι γνωστές οι θεωρίες συνωμοσίας από τους απανταχού... ουφολόγους, αλλά τίποτα τεκμηριωμένο, πέρα από τις πρόσφατες αλλεπάλληλες θεάσεις (καταγεγραμμένες σε βίντεο) εξαιρετικά αλλόκοτων αγνώστων ιπτάμενων αντικειμένων από το αμερικανικό ναυτικό. Το Πεντάγωνο και το Κογκρέσο αποφάνθηκαν ότι «δεν ξέρουμε τι είναι αυτά τα σκάφη· το βέβαιο είναι πως δεν είναι δικά μας». Ίσως, δηλαδή, να είναι κινεζικά ή ρωσικά – όχι απαραιτήτως εξωγήινα.

Η αγαπημένη μου σχετική ρήση είναι του Άρθουρ Κλαρκ: «Δύο δυνατότητες υπάρχουν: είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν εξωγήινοι. Και οι δύο είναι τρομακτικές».


Ζούμε μέσα σε ένα «Μάτριξ»;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 17/5/2024

Θυμάστε τον πλατωνικό μύθο του σπηλαίου; Οι σκιές στα τοιχώματα είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα για τα πλάσματα που ζουν εκεί μέσα. Όμως ο κόσμος στην ολότητά του βρίσκεται έξω, απ’ όπου έρχεται το φως και δημιουργεί τις σκιές. «Μια ιδέα που κυκλοφορεί εδώ και χιλιάδες χρόνια», γράφουν οι Τσαμ και Ουάιτσον στο προαναφερόμενο βιβλίο τους, «είναι ότι το σύμπαν στο οποίο ζούμε, αυτό δηλαδή που βιώνουμε με όλες μας τις αισθήσεις, μπορεί τελικά να μην είναι πραγματικό. (...) Σίγουρα αισθανόμαστε ό,τι είναι πραγματικό. Αλλο όμως να το αισθανόμαστε ως πραγματικό και άλλο να είναι όντως πραγματικό» (όπως στο σπήλαιο του Πλάτωνα).

Η ιδέα αυτή γνώρισε μεγάλες δόξες στην εποχή μας με την ταινία «The Matrix» και εσχάτως με την αλματώδη πρόοδο στην τεχνητή νοημοσύνη. «Παραδόξως», λένε οι Τσαμ - Ουάιτσον, «το ερώτημα για το κατά πόσον είναι πραγματικό το σύμπαν μας έχει αρχίσει να απασχολεί σοβαρά τη σύγχρονη φυσική».

Είναι όμως δυνατόν; Και πώς θα το καταλαβαίναμε, αν ισχύει; Το βέβαιο είναι ότι το σύμπαν μας ακολουθεί κανόνες, θυμίζοντας πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή. «Οπως ακριβώς τα λογισμικά, το σύμπαν στο οποίο ζούμε φαίνεται να λειτουργεί εφαρμόζοντας στα τυφλά ένα σύνολο οδηγιών που έχουν οριστεί από κάποιον αόρατο κεντρικό προγραμματιστή».

Τι θα χρειαζόταν, ωστόσο, για να προσομοιωθεί στ’ αλήθεια ένα ολόκληρο σύμπαν; Οι δύο συγγραφείς δοκιμάζουν διάφορα σενάρια («εγκέφαλος σε δοχείο», «εξωγήινος εγκέφαλος σε δοχείο», «είμαστε ένα πρόγραμμα»), καταλήγοντας στον εξής κοινό παρονομαστή: «Για να είναι ρεαλιστικό ένα προσομοιωμένο σύμπαν πρέπει να φαίνεται πραγματικό μόνο στα όντα που βιώνουν την προσομοίωση», δηλαδή εμάς.

Υπάρχει τρόπος να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει; Αυτό εξαρτάται από το πόσο καλά είναι προγραμματισμένος ο κοσμικός υπερυπολογιστής.

Το πιο κρίσιμο ερώτημα, πάντως, είναι άλλο: Γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Είναι το σύμπαν μας ένα επιστημονικό πείραμα; Ή κάποιος μας κάνει πλάκα και είμαστε τα θύματα κοσμικών φαρσέρ;

Εχει εντέλει τόση σημασία; «Ισως η πραγματική ψευδαίσθηση», καταλήγουν οι συγγραφείς, «να είναι ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε ένα προσομοιωμένο και στο πραγματικό σύμπαν».

Ισως ζούμε μέσα σε ένα «Μάτριξ». «Οι σύγχρονες τεχνολογικές τάσεις αφήνουν ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο, η δε φιλοσοφία μάς λέει ότι ένα προσομοιωμένο σύμπαν θα ήταν εξίσου έγκυρο με ένα πραγματικό».

Και μόνο σαν ιδέα είναι αρκούντως συναρπαστική. Ένας μη επιστήμονας, ένας μεγάλος αφηγητής, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, το είχε θέσει εύστοχα: «Η μόνη λέξη που θα έπρεπε να μπαίνει πάντοτε μέσα σε εισαγωγικά είναι η "πραγματικότητα"».


Υπάρχει ζωή µετά τη ζωή;

του Ηλία Μαγκλίνη, Καθημερινή 18/5/2024

«Πρόκειται, ίσως, για το βαθύτερο και αρχαιότερο ερώτηµα: “Τι συµβαίνει µετά τον θάνατό µας;”» γράφουν οι Τσαµ και Ουάιτσον στο προαναφερόμενο βιβλίο τους.

Συνήθως, σχολιάζουν οι δύο συγγραφείς, αυτό το θέµα το αφήνουν οι επιστήµονες «για τους φιλόσοφους και τους µελετητές των θρησκειών».

Οι ίδιοι θέτουν το ερώτηµα στην εξής βάση: «Είναι πιθανή η ζωή µετά τον θάνατο µε βάση όσα γνωρίζουµε για τους νόµους αυτού του σύµπαντος; (...) Θα πρέπει αρχικά να εξετάσουµε ποιο µέρος µας είναι αυτό που υποτίθεται ότι επιβιώνει», παρατηρούν. Φυσικά, γράφουν ως αυτό που είναι, δηλαδή... φυσικοί. 

Και στη Φυσική, αυτό που συνιστά την ύπαρξή µας είναι διάταξη των σωµατιδίων µας. «Αυτό σηµαίνει ότι δεν είµαστε παρά η πληροφορία για το πώς είναι διατεταγµένα αυτά τα σωµατίδια, πράγµα που σηµαίνει ότι µπορούµε να επιβιώσουµε ακόµη κι αν το σώµα µας πεθάνει. Το µόνο που έχουµε να κάνουµε είναι να αντιγράψουµε αυτή την πληροφορία και να τη βάλουµε να ζήσει κάπου αλλού».

Ωστόσο, πώς διαβάζονται ή αποσπώνται αυτές οι πληροφορίες; Αντιγράφονται όλες οι πληροφορίες ή µέρος τους; Ποια εκδοχή του εαυτού µας συνεχίζει να υπάρχει;

Η Φυσική θέτει πολύ σοβαρά εµπόδια στις διαδικασίες αυτές. Π.χ., «για να αποθηκεύσουµε σήµερα την πληροφορία που κρύβεται σε ένα νύχι του ποδιού µας, θα χρειαζόµασταν όλους τους υπολογιστές που υπάρχουν».

Πέραν αυτών, πού άραγε είναι το «κάπου αλλού;». Η αρχετυπική ιδέα είναι «στον ουρανό». Αλλά σήµερα ξέρουµε έναν άλλο ουρανό από εκείνο της εποχής του Χριστού ή του Μεσαίωνα. Ισως η «άλλη σφαίρα ύπαρξης» να είναι ένα παράλληλο σύµπαν; Αλλά πώς γίνεται η µετάβαση εκεί; Και σε τι συνθήκη θα βρεθούµε; «Θέλουµε τη ΖΩΗ µετά τον θάνατο», γράφουν, «όχι απλά να καθόµαστε αιωνίως παγωµένοι».

∆υστυχώς, «εξ όσων γνωρίζουµε, δεν υπάρχει καµία απόδειξη ότι µόλις πεθαίνουµε συµβαίνει κάτι άλλο εκτός από εντροπία» – δηλαδή φθορά.

Αρα, «άπαξ και πεθάναµε, αυτό που ήµασταν χάνεται για πάντα;». Οχι ακριβώς: η κβαντική πληροφορία δεν µπορεί να καταστραφεί στο σύµπαν. «Αυτό σηµαίνει πως όταν πεθαίνει το σώµα µας, ενώ τα σωµατίδια από τα οποία αποτελείται χωρίζονται και διασκορπίζονται, η κβαντική πληροφορία γι’ αυτά δεν χάνεται». Μένει ένα ίχνος το οποίο ίσως να µετασχηµατίζεται, πάντως δεν θα χαθεί ποτέ. «Θα παραµένει κωδικοποιηµένο στην κβαντική κατάσταση του σύµπαντος, σαν αποτύπωµα ή στοιχείο».

Η κατάληξη του κεφαλαίου ενέχει µια κάποια συγκίνηση: «Μια µέρα θα πεθάνετε και εσείς, και θα γίνετε µέρος του συµπαντικού αρχείου. Ενα παλαιό ρητό λέει ότι ζούµε στις καρδιές και στο µυαλό όσων µας γνώριζαν. Σύµφωνα µε την κβαντική µηχανική, αυτό δεν είναι απλά αληθές, αλλά µαθηµατικό γεγονός».

07 May 2024

Αποχαιρετισμός στη θρηκευτική πίστη (71)

Απελευθέρωση

Θεοδοσία Χ., 40 ετών, καθηγήτρια, άγαμη με ένα παιδί. 

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν είχε ξεκάθαρη θέση ως προς τη θρησκεία. Και εννοώ τον πατέρα μου και την μητέρα μου και το μέσα τους, δηλαδή, νομίζω πως ούτε οι ίδιοι είχαν εσωτερικά τους μια συνειδητή, συγκεκριμένη θέση, ούτε ποτέ εμβάθυναν.

Η μητέρα μου καταγόταν από χωριό, κλασικό παράδειγμα κλειστής κοινωνίας, μεγαλωμένη χριστιανικά κατεξοχήν ως προς το τυπικό της πίστης. Φρόντιζε να τηρεί τις πιο σημαντικές νηστείες, να τηρεί τα έθιμα των εορτών, να προσκυνάει εικόνες αγίων και λείψανα, αλλά δεν πήγαινε στην εκκλησία τις Κυριακές, δεν εξομολογούνταν και δεν με πίεσε ποτέ να τα κάνω εγώ αυτά. Από μένα ήθελε να είμαι σεμνή, να κρατήσω την παρθενία μου, να πιστεύω, χαρακτηριστικά λέγοντας ότι χρειάζεται και πίστη στη ζωή, να μην αμφισβητώ τον Χριστό, να μην τρώω κρέας και γαλακτοκομικά στις νηστείες και να κοινωνάω τουλάχιστον την Μεγάλη Πέμπτη.

Όλο αυτό νομίζω πως μέχρι μια ηλικία προ εφηβείας δεν με πείραζε γιατί το έβλεπα σαν παιχνίδι και σαν παράδοση, οπότε δεν το ανέλυα. Εκτός αυτών των τυπικών θεμάτων της πίστης, η μαμά μου μιλούσε επίσης πολύ συχνά για τον Χριστό και για την αγάπη που πραγματώνεται μέσω αυτού. Έλεγε ότι ο Χριστός είναι η απόλυτη έκφανση αγάπης, ότι χωρίς αυτόν είμαστε μόνοι μας και ανέλπιδοι και ότι το κουράγιο μας είναι αυτός, γιατί μας βοηθάει, μας λατρεύει και μας προστατεύει.

Αυτό ήταν μια πάρα πολύ όμορφη ιδέα και ακουγόταν πολύ παρηγορητικό και ζεστό στην παιδική ψυχή μου. Ωστόσο, μεγαλώνοντας, είδα ότι ερχόταν σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ιερωμένων και τις τακτικές της εκκλησίας. Πού ήταν αυτή η αγάπη όταν πηγαίναμε να κοινωνήσουμε, έστω μόνο την μεγάλη Πέμπτη και ο παπάς μας κοιτούσε στραβά αν δεν ξέραμε πώς να σταθούμε ή αν δεν ξέραμε το τυπικό της λειτουργίας; Τι νόημα είχε να πας στην εκκλησία τελικά αφού δεν έκανες καμία πράξη αγάπης προς κανέναν, ούτε και εισέπραττες φυσικά;

Τις φορές λοιπόν, μικρή ακόμη, που πήγαινα στην εκκλησία με παραξένευαν όλα. Το γιατί προσκυνάνε συνέχεια και ζητάνε έλεος, το γιατί πληρώνουμε το κερί, το γιατί βγάζουν δίσκο και το γιατί ο εκάστοτε παπάς μάλωνε ενίοτε κόσμο εκεί μέσα με ύφος δικτατορίσκου για διάφορα πράγματα. Πού ήταν αυτή η αγάπη και η ψυχική παρηγοριά; Επομένως, έως μια ηλικία νομίζω πως περισσότερο τα είχα βάλει με την εκκλησία παρά με τον Χριστό. Κάτι που φαινόταν να έκανε κι ο πατέρας μου δηλώνοντας πως πιστεύει, αλλά δεν "πάει" τους παπάδες.

Για την κόλαση άκουσα ωμά πράγματα για πρώτη φορά από μια καθηγήτρια Θρησκευτικών στο Γυμνάσιο. Η μητέρα μου στεκόταν πάντα στο αν δεν είμαστε καλοί άνθρωποι ο θεός θα μας τιμωρήσει και ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για να μπούμε στον παράδεισο. Κι εκεί φυσικά και πάλι αναρωτιόμουν, μικρούλα όντας, μα τώρα επειδή άναψα κερί και κάθομαι και ακούω αυτά τα ακαταλαβίστικα, θα πάω στον παράδεισο;

Πίσω στην καθηγήτρια λοιπόν... Η διδασκαλία της για την κόλαση ήταν κόλαση... Θα πήγαιναν βασικά απ’ ό,τι είχα αντιληφθεί σχεδόν όλοι. Φορούσες παντελόνι; άσεμνο-υποψήφιος θαμών της κολάσεως. Έβαψες νύχια; τα ίδια. Ξυρίστηκες, κάπνισες...; τα ίδια. Φυσικά τα πιο "μεμπτά" απ' αυτά δεν το συζητάω τι δίδασκε ότι συνεπάγονταν.

Κάπου εκεί στην αρχή της εφηβείας μου λοιπόν και ήδη με το παράλογο μέσα μου που ανέφερα πιο πάνω, ότι δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ ουσιαστικής αγάπης και εκκλησίας, άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό το δόγμα προκαλεί τελικά τύψεις και ενοχές για όλα...Και, κατ' επέκτασιν, προκαλεί τύψεις και δυστυχία με τον εαυτό σου. Τον έχεις συνέχεια στο μικροσκόπιο και τον μαστιγώνεις μην τυχόν και παρεκκλίνει... Γιατί ο Χριστός τα βλέπει όλα, τα κρίνει και τα φιλτράρει. Είναι παντού, big brother κανονικός.

Έχοντας λοιπόν τις αμφιβολίες μου για το αν αυτό το δόγμα είναι τελικά αγάπη και έχοντας θυμώσει που με φόρτωνε με τόσο ζόρι μέσα μου, με τύψεις και ενοχές, ξεκίνησα συνάμα να διαβάζω. Φιλοσοφικά βιβλία, ποίηση, ιστορικά βιβλία, κοινωνικά, πολιτικά και ο, τι μου φαινόταν ότι θα μπορούσε να μου δώσει απαντήσεις. Και ξέρετε γιατί; Γιατί μέσα μου ήθελα να υπάρχει ο Χριστός, να υπάρχει αυτή η φιγούρα απόλυτης αγάπης, να υπάρχει αυτό το φως και η ελπίδα. Να υπάρχει η αιώνια ζωή ευτυχίας στον παράδεισο.

Μάταια... Όσο διάβαζα και διάβαζα και για άλλες θρησκείες και διάφορες φιλοσοφικές προσεγγίσεις γύρω από τις θρησκείες, κατέληξα να καταλάβω ένα: ότι δηλαδή αναλόγως με το πού έχεις γεννηθεί, πιστεύεις και κάπου αλλού και ότι λίγο πολύ οι μονοθεϊστικές θρησκείες κυρίως επιβεβαίωναν ένα πανομοιότυπο μοτίβο. Υπάρχει ένας θεός που τον λατρεύουμε, χωρίς να τον ξέρουμε, τον παρακαλάμε όλη μέρα να μας ελεήσει και να μας προστατεύσει και so what; Ούτε θαύματα γίνονταν κάπου, ούτε καμιά αγάπη και ανθρωπισμός επικρατούσε.

Υπήρχε και τότε που τα συνειδητοποιούσα και υπάρχει φυσικά και στις μέρες μας ο τρίτος κόσμος, τα παιδιά που πεινάνε, οι πόλεμοι και η οικονομική ανισότητα. Και μάλιστα... πολλά δεινά έγιναν και γίνονται εξαιτίας των θρησκειών και του φανατισμού που σπέρνουν μέσα στον άνθρωπο και που τον φέρνουν να είναι εχθρός με άλλους ανθρώπους. Γεμάτη η ιστορία από παραδείγματα τέτοια.

Κάπου εκεί λοιπόν κατόπιν όλων αυτών και γύρω στα 15 κατάλαβα ότι και στο Χριστό είναι τυχαίο να πιστεύεις και στον Αλλάχ και στον Βούδα και στον Γιαχβέ κ.τ.λ. Πάει κάπως αναλόγως με το πού έτυχε να γεννηθείς. Άρα, σκέφτηκα, υπήρξε τελικά ο Χριστός; Γιατί δεν γίνεται να υπήρξε μόνο για τους χριστιανούς και οι υπόλοιποι μα μην τον πιστεύουν ή να μην τον γνωρίζουν καν. Και τι θα γίνει μ’ αυτούς δηλαδή σκεφτόμουν; Θα πάνε στην κόλαση ακόμη και αν είναι καλοί άνθρωποι και έχουν μέσα τους αγάπη;

Και τότε ξεκίνησα να σκέφτομαι με τη λογική. Γίνεται να γεννήθηκε κάποιος από παρθένα με τον κρίνο; Γίνεται να αναστήθηκε από πεθαμένος που ήταν και από τότε άντε γεια σας; Γίνεται να προφητεύσεις το μέλλον; Και τι είναι αυτός ο παράδεισος που θα μας χωρέσει όλους; Και γιατί εφόσον ο θεός υπάρχει και βλέπει τα πάντα, προτιμά να ακούσει την προσευχή ενός ανθρώπου που του ζητάει να γράψει καλά το παιδί του στις εξετάσεις και όχι την προσευχή ενός παιδιού που πεθαίνει ή που βιάστηκε ή που έτυχε κακομεταχείρισης; Μάλλον όχι με βάση και τη φυσική που εντωμεταξύ λάτρευα να διαβάζω και να μελετάω.

Το σύμπαν είναι αχανές και υπόκειται σε κάποιους νόμους. Γιατί έλεγα να σκεφτόμαστε ότι τα πάντα γυρνάνε γύρω από μας και μέσα σε όλη αυτή την απεραντοσύνη να υπάρχει και ένας θεός που ασχολείται μόνο μαζί μας και με τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μας και "ατοπήματά" μας για να δει πού θα μας στείλει; Και που δεν διορθώνει και τίποτα στο φινάλε. Μόνο κάθεται εκεί στην κορυφή του και μάλλον είναι διαταραγμένη προσωπικότητα. Άσε, σκεφτόμουν, που τελικά αυτός μας έπλασε έτσι με αδυναμίες και ελαττώματα. Συνάδει; Δεν συνάδει. Άρα δεν είναι θεός με τόση ανωμαλία, άρα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, άρα δεν υπάρχει. Έτσι λοιπόν αποτίναξα τη θρησκεία και τον Χριστό και τον χριστιανισμό και οτιδήποτε μιλάει για ένα ανώτερο ον δημιουργό των πάντων από πάνω μου.

Οφείλω βέβαια να ομολογήσω ότι σοκαρίστηκα που αυτή η πνευματική φιγούρα αγάπης απλά δεν υπάρχει. Ήταν ένα πλήγμα για μένα που το βίωσα σαν απώλεια. Από την άλλη όμως ελευθερώθηκα:
  • Ελευθερώθηκα και μπόρεσα να αγαπήσω την ανθρώπινη μου φύση με όλα της τα ελαττώματα και να μην την αποτάσσομαι ούτε να την πολεμώ. 
  • Ελευθερώθηκα και αγάπησα τη γυναικεία μου φύση, γιατί δεν είναι κατώτερο να είσαι γυναίκα, ούτε να ντρέπεσαι που σου αρέσει η σεξουαλική πράξη. 
  • Ελευθερώθηκα και μπόρεσα να αγαπήσω κι άλλους ανθρώπους με τα ελαττώματά τους και μπόρεσα να τους προσεγγίζω αντικειμενικά. 
  • Ελευθερώθηκα γιατί συνειδητοποίησα ότι κανένας Χριστός δεν θα σε βοηθήσει παρά μόνο ο εαυτός σου και το να είσαι υπεύθυνος. 
  • Ελευθερώθηκα γιατί συνειδητοποίησα ότι κανένας Χριστός δεν υπάρχει που να σε αγαπήσει, άρα πρέπει να δουλέψεις σκληρά και να φτάσεις στην αγάπη μόνος σου. Πρέπει να δουλέψεις για να δώσεις αγάπη αλλά και για να την πάρεις. Και αυτό το λέω νόημα ζωής... 
Ως άνθρωπος προσπαθώ να συζητάω με τους άλλους ανθρώπους που πιστεύουν αντικειμενικά, με λογική και να καταθέτω την άποψη μου ότι οι θρησκείες στηρίζονται σε ένα παράλογο συναίσθημα, στον ανθρωποκεντρισμό και σε μια ανύπαρκτη λογική και το κυριότερο ότι είναι υπεύθυνες για πολλά άθλια φαινόμενα όπως ρατσισμός, φασισμός και απανθρωπιά.

Είμαι μαμά ενός παιδιού 18 χρονών, το οποίο ξέρω μόνο ότι το γέννησα και μόνο σ αυτό το κομμάτι μου "ανήκει" και ότι από εκεί και πέρα ξέρω ότι έχω να κάνω με έναν ξεχωριστό άνθρωπο που, ναι, δεν μου ανήκει. Το μόνο που ήθελα ανέκαθεν και θέλω είναι να μάθει να σκέφτεται με λογική, να αγαπάει, να κρίνει και να παλέψει στη ζωή του με τον τρόπο του να είναι ελεύθερος.-

«Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι προνόμιο των ειδικών»

Μια συζήτηση με τον Πληροφορικό Ιωσήφ Σηφάκη

Καθημερινή, 4/5/2024

Δεν είναι πλέον μία ανεξερεύνητη φράση, μία αόριστη έννοια στα papers των επιστημόνων και στις εγκυκλοπαίδειες. Έχει μορφή, χαρακτηριστικά και γνωστές δυνατότητες άμεσα προσβάσιμες στον οποιονδήποτε. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι προνόμιο των «ειδικών», αλλά εργαλείο των πολλών. 

Η εξέλιξη αυτή αφήνει ένα χαμόγελο στα χείλη του καθηγητή και ομότιμου διευθυντή έρευνας της Verimag, Ιωσήφ Σηφάκη, του μοναδικού Έλληνα που έχει τιμηθεί, το 2007, με το βραβείο Τούρινγκ, αντίστοιχο του βραβείου Νομπέλ στην Πληροφορική.

Ο τομέας της πληροφορικής γνωρίζει συνεχή εξέλιξη και ο 78χρονος καθηγητής δεν είναι απαθής παρατηρητής των αλλαγών, αλλά ακαταπόνητος ερευνητής των αλγορίθμων. 

Ο κ. Σηφάκης είναι ένας επιστήμονας με γνώση των σταδίων εξέλιξης της τεχνητής νοημοσύνης. Ως όρος γεννήθηκε στα μέσα του ’50 στον τομέα της πληροφορικής που «μελετά και σχεδιάζει νοήμονα συστήματα».

Στο Διαδίκτυο υπάρχουν ακόμη οι έρευνες που υπέγραφε από το 1980, ενώ, παρακολουθώντας ασταμάτητα τις εξελίξεις της επιστημονικής κοινότητας, ο ίδιος συνέβαλε στις αρχές του 21ου αιώνα στον τομέα της σχεδίασης και επαλήθευσης συστημάτων θεμελιώνοντας το Model-Checking. Πρόκειται για την κύρια βιομηχανική μέθοδο επαλήθευσης πληροφορικών συστημάτων και σήμερα χρησιμοποιείται από εταιρείες όπως η Intel, η Microsoft και η Google. 

Με τα σημερινά ενδιαφέροντά του να επικεντρώνονται στη μελέτη μεθόδων κατασκευής ενσωματωμένων συστημάτων υψηλής ασφάλειας και πιστότητας, ο κ. Σηφάκης βλέπει την ανάδυση της τεχνητής νοημοσύνης από τον «βυθό» της πληροφορικής με θαυμασμό.

«Γύρω στο 2007 είδαμε τα πρώτα εντυπωσιακά αποτελέσματα της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε τότε ότι σήμερα θα είχαμε κάνει τέτοια πρόοδο. Τότε είχαμε συστήματα που κέρδιζαν πρωταθλητές στο σκάκι. Η μεγάλη αλλαγή έγινε με το ChatGPT, με τα συστήματα τα οποία μπορούν και επεξεργάζονται φυσικές γλώσσες», αναφέρει.

Ωστόσο βλέποντας το δάσος και όχι το δέντρο που είναι σήμερα τα chatbots, ο ίδιος πιστεύει ακράδαντα πως το μέλλον θα είναι πολύ πιο εντυπωσιακό από αυτό που ζούμε σήμερα. 



Κατά την άποψή του η σελίδα στον τομέα της πληροφορικής θα αλλάξει όταν θα υπάρχουν μηχανές που μπορούν να κατανοούν καταστάσεις και να δρουν αυτόνομα.

Ο χρόνος έως ότου αυτό γίνει είναι πολύτιμος για τον καθηγητή, καθώς η κοινωνία θα μπορέσει να προσαρμοσθεί αλλά και να ασφαλισθεί καλύτερα. Για τον ίδιο είναι επικίνδυνο πως σήμερα δεν υπάρχουν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορούμε να κρίνουμε την αξιοπιστία ενός συστήματος.

Έχοντας συνδέσει το όνομά του με την τεχνολογία fly-by-wire που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε επιβατικά αεροπλάνα (Airbus320) για τον αυτόματο έλεγχο πτήσεων, βλέπει με θετική ματιά τη δημιουργία ρυθμιστικού πλαισίου από την Ε.Ε. για την A.I., ενώ παραμένει πεπεισμένος ότι η τεχνολογία πρέπει να μένει στην υπηρεσία του ανθρώπου και ότι τα ρίσκα πάντα πρέπει να είναι λελογισμένα.

Λίγο πριν παρευρεθεί ως ομιλητής στο 21ο Διεθνές Συνέδριο Βιοϊατρικής Απεικόνισης (ISBI 2024) του Ινστιτούτου Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (ΙΕΕΕ), που διοργανώνεται από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις 27-30 Μαΐου 2024, ο κ. Σηφάκης μιλάει αποκλειστικά στην «Κ» για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της A.I.

Κύριε Σηφάκη, θεωρείτε πως σε αυτό το στάδιο που βρισκόμαστε αναφορικά με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης (υπολογιστές που εκτελούν εντολές με μεγάλες βάσεις δεδομένων) θα παραμείνουμε καιρό; 

– Σήμερα γίνεται μεγάλος θόρυβος σχετικά με το ChatGPT, που είναι ένα σύστημα με το οποίο μπορεί κανείς να συνομιλεί και να απαντά λίγο–πολύ σωστά στις ερωτήσεις μας. Ωστόσο για εμένα το ChatGPT απέχει πάρα πολύ από το να φτάσει την ανθρώπινη νοημοσύνη. 

Σίγουρα είναι εντυπωσιακό το ότι έχουμε μηχανές στις οποίες θέτουμε ερωτήματα και μπορούν και μας απαντούν, αλλά για εμένα αυτό δεν είναι αρκετό, διότι η ανθρώπινη νοημοσύνη χαρακτηρίζεται από ένα σύνολο δεξιοτήτων και ικανοτήτων, όπως να μπορείς να βαδίζεις, να οδηγείς αυτοκίνητο, ή να εγχειρίζεις ασθενείς.

Υπάρχουν βέβαια διαφωνίες όσον αφορά τους στόχους της τεχνητής νοημοσύνης. Προσωπικά θεωρώ πως βασικός στόχος είναι η δημιουργία αυτόνομων συστημάτων, δηλαδή μηχανών που να πλησιάζουν την ανθρώπινη νοημοσύνη και μπορεί να αντικαθιστούν τον άνθρωπο στις ποικίλες δραστηριότητές του.

Οπότε, κατά την άποψή μου, είμαστε ακόμα εντελώς στην αρχή της εποχής της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς το κριτήριο είναι να έχουμε μηχανές που να μπορούν να κατανοούν καταστάσεις και να δρουν αυτόνομα. Παραδείγματος χάριν, να έχουμε μια μηχανή που να μπορεί να αντικαταστήσει μια νοσοκόμα. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει, γιατί θα σημαίνει ότι η μηχανή έχει και μια αντίληψη και συναντίληψη με τον άνθρωπο.

– Άρα, κατά τη γνώμη σας, κάποια στιγμή θα έχουμε νοσοκόμες-ρομπότ; 

– Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν προβλέψεις σχετικά. Κάνω έρευνα πάνω στα αυτόνομα αυτοκίνητα για τα οποία όπως ίσως θυμάστε, γύρω στο 2010, ο Ελον Μασκ είχε πει πως μέχρι το 2020 θα είναι παντού. Ωστόσο, 14 χρόνια μετά, ο στόχος αυτός δεν έχει επιτευχθεί, διότι είναι απίστευτα δύσκολο να κατασκευάσουμε μηχανές που να συμπεριφέρονται σαν τον άνθρωπο.

– Είναι ιδέα μου ή μεγάλη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας πλέον έχει επικεντρωθεί στην ανάπτυξη αυτόνομων συστημάτων;

– Τα αυτόνομα συστήματα δεν είναι ακόμη τόσο «της μόδας» όσο η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία κατά την άποψή μου είναι η κυρίαρχη τάση σήμερα. Προσωπικά ασχολούμαι με τα αυτόνομα συστήματα πάνω από 15-20 χρόνια και θεωρώ πως αυτά είναι το τελικό στάδιο της τεχνητής νοημοσύνης. Όμως ο δρόμος που οδηγεί σε πλήρη αυτονομία είναι πολύ μακρύς.

– Έχετε τονίσει στο βιβλίο και σε διαλέξεις ότι πρέπει να μπουν όρια τόσο στη χρήση των αυτόνομων συστημάτων όσο και γενικά στη χρήση της A.I. Πόσο εύκολο είναι αυτό; 

– Κατ’ αρχάς να εξηγήσουμε πως υπάρχουν πάρα πολλές λειτουργίες και στον άνθρωπο και στην τεχνητή νοημοσύνη που κατά κάποιον τρόπο δεν είναι εξηγήσιμες. Παραδείγματος χάριν, η λειτουργία ενός ασανσέρ ή ενός αεροπλάνου είναι εξηγήσιμη, διότι έχει προγραμματιστεί πολύ συγκεκριμένα και έχει συγκεκριμένους κανόνες για την κατασκευή του.

Η μεγάλη τομή όμως σήμερα είναι πως δεν έχουμε θεωρίες που να εξηγούν τη συμπεριφορά των συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης. Πράγμα το οποίο συνεπάγεται ότι δεν μπορούμε να εγγυηθούμε την ασφάλειά τους. Και φυσικά, αν τα χρησιμοποιεί κάποιος για να συζητάει απλώς, δεν υπάρχει κανένα θέμα. Αν όμως παράγουν αποφάσεις των οποίων οι επιπτώσεις είναι κρίσιμες, τότε πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Αν παραδείγματος χάριν αποφασίζουμε για την αξιολόγηση των υπαλλήλων σε μια επιχείρηση, θα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι τα συστήματα αυτά είναι αδιάβλητα. Το πρόβλημα είναι πως σήμερα δεν υπάρχουν κριτήρια με βάση τα οποία να μπορούμε να κρίνουμε την αξιοπιστία ενός συστήματος.

– Ποιο είναι δηλαδή το χειρότερο αλλά και το καλύτερο σενάριο με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα; 

– Για εμένα το καλύτερο σενάριο είναι να χρησιμοποιούμε την τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου και να παίρνουμε λελογισμένα ρίσκα. Ως προς αυτό υπάρχει το πρόσφατο κείμενο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο λέει ότι τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης πρέπει –όπως όλα τα συστήματα που παρέχουν μία λειτουργία–ένα έχουν ένα βαθμό αξιοπιστίας ανάλογο με την κρισιμότητα της λειτουργίας. Επομένως για ένα σύστημα που είναι πολύ κρίσιμο, πρέπει η πιθανότητα να κάνει λάθος να είναι πολύ μικρή.

– Οπότε θεωρείτε ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ευρώπης θα εφαρμοστεί από τα κράτη-μέλη;

 Είναι θετικό που η Ευρώπη έχει θεσπίσει ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο πολύ διαφορετικό από αυτό των ΗΠΑ. Δεν ξέρω σε ποιον βαθμό θα μπορέσει να το εφαρμόσει. Είναι σαφές ότι υπάρχει πίεση από αμερικανικής πλευράς να μην εφαρμοστούν αυστηρά αυτοί οι κανονισμοί. Η πίεση είναι πολλαπλή και πρωτίστως τεχνολογική, διότι η Ευρώπη εξαρτάται άμεσα από την Αμερική για την τεχνητή νοημοσύνη. Οπότε θα δούμε τι θα γίνει. Αυτό που είναι θετικό, κατά την άποψή μου, είναι ότι η Ευρώπη τόλμησε να κάνει αυτό το βήμα, ακόμη κι αν υπήρξαν κριτικές και εντός της από ορισμένα κράτη-μέλη.

– Γυρίζοντας πάλι πίσω στην τεχνητή νοημοσύνη, πώς θεωρείτε πως τη χρησιμοποιεί η νέα γενιά και πώς ενδεχομένως θα ευχόσασταν να τη χρησιμοποιεί; 

– Θα ήθελα οι νέοι να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη με σύνεση και ιδιαίτερα όσοι ακόμη πηγαίνουν στο σχολείο. Ο βασικός στόχος της εκπαίδευσης είναι οι νέοι κατακτήσουν διανοητικές ικανότητες όπως αυτοσυγκέντρωση, κριτική σκέψη και δημιουργικότητα. Εάν καταφεύγουν σε αυτά τα εργαλεία για να κάνουν τις εργασίες τους, θα είναι διηνεκώς εξαρτημένοι. Δεν θα μπορέσουν να αναπτύξουν μια προσωπικότητα ικανή να κατανοεί και να κρίνει αυτόνομα και έχοντας συναίσθηση της ευθύνης των πράξεών της. Δυστυχώς, βλέπω ήδη σε πολλά παιδιά, αλλά και σε φοιτητές μου ακόμα, συμπτώματα μιας τέτοιας εξάρτησης.

– Να σταθώ λίγο στη λέξη «δημιουργικότητα». Έχετε πει πως εξαιτίας της ταχείας άνθησης της τεχνολογίας θα επιβιώσουν τα επαγγέλματα υψηλής δημιουργικότητας. Ωστόσο αυτό θα γίνει σε ένα πλαίσιο, στο οποίο οι υπολογιστές μάς αφαιρούν τη δημιουργικότητα. Πώς λοιπόν μπορούμε να διατηρήσουμε τη δημιουργικότητά μας στη σημερινή εποχή;

– Προς το παρόν υπάρχουν πάρα πολλά επαγγέλματα υψηλής δημιουργικότητας. Άμα είσαι μηχανικός, γιατρός, κουρέας, επισκευαστής αυτοκινήτων, τότε κάνεις ένα δημιουργικό επάγγελμα, αν όμως είσαι πίσω από έναν γκισέ και κάνεις μία δουλειά που τυποποιείται, τότε, ναι, αυτά τα επαγγέλματα κινδυνεύουν.

Ως προς τη διατήρηση της δημιουργικότητας, θεωρώ πως τέτοιες ερωτήσεις τίθενται στην ανθρωπότητα διαχρονικά. Δηλαδή, αφότου ο άνθρωπος ανακάλυψε τον τροχό, ανακάλυψε τους μοχλούς και δεν είχε ανάγκη τη μυϊκή του δύναμη, μετά ανακάλυψε τη φωτιά, ανακάλυψε τις μηχανές. Ακολούθησε η μεγάλη Βιομηχανική Επανάσταση με τον ατμό. Οπότε όλα αυτά είναι αναπόφευκτα, και εδώ δεν φταίει η τεχνολογία, απλώς οι κοινωνίες πρέπει προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.

– Το επάγγελμά σας, η πληροφορική, σε ποιο στάδιο βρισκόταν όταν κερδίσατε το βραβείο Τούρινγκ το 2007 και πού είναι τώρα;

– Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Εγώ είχα την ευτυχία να ζήσω όλο το «σίριαλ» της ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας της πληροφορικής. Ξεκίνησα το ’70, σπουδάζοντας πληροφορική. Μετά όλα έγιναν πολύ γρήγορα: το διαδίκτυο, ο ιστός, τα ενσωματωμένα συστήματα, η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης. Ίσως αυτό είναι ένα πρόβλημα για την ανθρωπότητα, να συνειδητοποιήσουμε όλες αυτές τις αλλαγές και να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε. Γύρω στο 2007 είδαμε τα πρώτα εντυπωσιακά αποτελέσματα της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε τότε ότι σήμερα θα είχαμε κάνει τέτοια πρόοδο. Τότε είχαμε συστήματα που κέρδιζαν πρωταθλητές στο σκάκι. Η μεγάλη αλλαγή έγινε με το ChatGPT, με τα συστήματα τα οποία μπορούν και επεξεργάζονται φυσικές γλώσσες.

Η πρόκληση είναι πλέον να κατασκευάσουμε συστήματα που να πλησιάζουν την ανθρώπινη νοημοσύνη σε όλες της τις εκφάνσεις. Ικανά να επιτυγχάνουν στόχους ατομικούς, ενώ ταυτόχρονα να μπορούν να συμβιώνουν με άλλα συστήματα για την επιδίωξη κοινών στόχων. Αυτό δεν είναι καθόλου απλό. Παραδείγματος χάριν στο Σαν Φρανσίσκο έχουμε αυτόνομα αυτοκίνητα που είναι λίγο–πολύ ασφαλή, όμως δεν επιδεικνύουν συλλογική νοημοσύνη, προκαλώντας κυκλοφοριακά προβλήματα όταν σταματούν χωρίς λόγο ή εμποδίζουν το πέρασμα ενός περιπολικού. Είναι απίστευτα δύσκολο να κάνεις μία μηχανή να συμπεριφέρεται κοινωνικά και να ζει αρμονικά με τους ανθρώπους.

– Σε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο βιβλίο σας αναφέρεστε στο μεγαλείο της γνώσης και στη χρήση της. Πόσο εύκολο είναι κάποιος να αναπτύξει τη γνώση του όταν κυρίως πια αναπτύσσουμε τη γνώμη μας;

– Είναι όντως ένα σημείο των καιρών και βλέπουμε πως ολοένα και περισσότερο στην κοινωνία της πληροφορίας βασιλεύει μια πολυφωνία γνωμών που κάποτε θεωρούσαμε θετική. Αυτό που προβληματίζει είναι η αποστασιοποίηση από την αλήθεια, αυτός ο σχετικισμός ο οποίος έχει καλλιεργηθεί, και αμφισβητείται κατά κάποιον τρόπο η αντικειμενικότητα της γνώσης.

Τελικά, η πολυφωνία γνωμών που έχουν τάση να παραποιούν την αλήθεια δημιουργεί σύγχυση και εντέλει δεν βοηθάει τον δημοκρατικό διάλογο στην κοινωνία και τους ανθρώπους να κατανοήσουν τι συμβαίνει και να βρουν τον δρόμο τους. Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί το φαινόμενο αυτό, αλλά οι κοινωνίες και οι θεσμοί τους πρέπει να βρουν ένα τρόπο να το διαχειριστούν σεβόμενες την ελευθερία έκφρασης.

– Γιατί φύγατε από την Ελλάδα; 

Είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά στο εξωτερικό. Φυσικά έκανα απόπειρες επιστροφής στην Ελλάδα, αλλά νομίζω είναι θέμα επιλογής από ένα σημείο και μετά. Αγαπώ τη χώρα μου και θα ήθελα να συμβάλω πραγματικά. Μία περίοδο διετέλεσα πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας και κατάλαβα πως η κατάσταση στη χώρα δυστυχώς δεν βελτιώνεται. Δεν μπορώ να πω τίποτα άλλο, απλώς ότι είναι λυπηρό το ότι δεν βελτιώνεται.

– Στους μαθητές σας τι λέτε; Να μείνουν στο εξωτερικό ή να επιστρέψουν;

– Αυτό που λέω στα νέα παιδιά είναι πως αν δεν αισθάνονται καλά στην Ελλάδα, μην έχουν κανένα πρόβλημα να βγουν έξω, γιατί θα μπορούν στο μέλλον να είναι πιο χρήσιμοι και για τη χώρα τους.

– Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να πετύχετε;

– Έχω πολλά να δώσω στη δουλειά μου. Έχω πάρα πολλές απορίες ακόμα να λύσω, οπότε συνεχίζουμε. Το πρώτο και βασικότερο είναι να διατηρήσω τις δυνάμεις να σκέφτομαι και να δημιουργώ.