25 November 2018

Η θλιβερή μοίρα του George Soros

του Νίκου ΔήμουΒήμα της Κυριακής, Νοέμρ. 2018

Τρεις λόγοι υπάρχουν για να μισούν οι άνθρωποι τον Τζώρτζ Σόρος: 1. Είναι Εβραίος. 2. Είναι πάμπλουτος. 3. Είναι φανατικός φιλελεύθερος.
Οι δύο πρώτοι λόγοι είναι προφανείς: 1. ο ανοιχτός ή υφέρπων παγκόσμιος αντισημιτισμός και 2. ο μόνιμος φθόνος προς τους έχοντες.
Αλλά ο τρίτος;
Η ζωή μέχρι σήμερα με έχει διδάξει ένα πράγμα: όλοι υμνούν την ελευθερία, όλοι την θεωρούν ως ύψιστη αξία – αλλά οι περισσότεροι δεν αντέχουν έναν άνθρωπο που είναι πραγματικά ελεύθερος, και ακόμα: δεν ανέχονται έναν άνθρωπο που προσπαθεί να ελευθερώσει τους άλλους. Οι άνθρωποι βολεύονται και ταμπουρώνονται μέσα στις «αλήθειες» τους.
Την περασμένη Κυριακή το έζησα αυτό ο ίδιος: είχα γράψει εδώ ένα κείμενο που έκανε σκληρή κριτική στον Τσίπρα – αλλά είχε και μία (σωστή) αρνητική παρατήρηση για τον Μητσοτάκη. Το πόσο εξόργισε αυτό πολλούς σχολιαστές δεν περιγράφεται…
Χειροκροτούμε την ελευθερία μόνο όταν δείχνει προς την δική μας κατεύθυνση. Είμαστε υπέρ της αμεροληψίας …υπό όρους. Επιστρέφω στον Σόρος.
Είναι παγκόσμια γνωστός ως επενδυτής και διαχειριστής αμοιβαίων κεφαλαίων. Στην Ελλάδα συνήθως αναφέρεται ως «κερδοσκόπος». Αυτό βέβαια δεν είναι επάγγελμα – είναι επιδίωξη. Κάθε επιχειρηματίας στοχεύει στο κέρδος.
Γεγονός είναι ότι ο Σόρος υπήρξε πολύ επιτυχημένος στην δουλειά του. Το 1992 έπαιξε εναντίον της στερλίνας (διακινδυνεύοντας δέκα δις δολάρια) και κέρδισε ένα δις.
Αυτό που με ενδιαφέρει με τους πλούσιους είναι τι κάνουν με τα χρήματά τους. Όταν ο Μπιλ Γκαίητς έχει ήδη δεσμευτεί να δωρίσει το 95% της περιουσίας του σε κοινωφελείς σκοπούς (και ήδη έχει δώσει τα μισά) τον επαινώ. Αν όμως ο στόχος είναι το μεγαλύτερο και ακριβότερο σκάφος ή ένα ιδιωτικό νησί, τότε επαναστατώ.
Ο Σόρος ανήκει στην κατηγορία των ευεργετών. Και μάλιστα των ιδιότυπων. Αγωνίζεται για την ελευθερία. Υπήρξε μαθητής του μεγάλου φιλόσοφου Καρλ Πόπερ στον οποίο οφείλουμε τον όρο και την ιδέα της «ανοιχτής κοινωνίας» και έχει θέσει σαν σκοπό της ζωής του την πραγματοποίηση αυτής της ιδέας.
Ανοιχτή κοινωνία είναι κάθε δημοκρατική κοινωνία που είναι έτοιμη να δεχθεί ιδέες, προτάσεις, σκέψεις, αξίες, από κάθε κατεύθυνση. Όπως η επιστήμη (που ήταν το μοντέλο του Πόπερ) αναγνωρίζει και ελέγχει κάθε εναλλακτική θεωρία και είναι έτοιμη να διορθώσει ή να αναθεωρήσει τις θέσεις της, έτσι και η πολιτική σκέψη θα πρέπει να παραμένει ανοιχτή σε κάθε διαφορετική γνώμη. Αυτό φυσικά προϋποθέτει απόλυτη ελευθερία έκφρασης, απουσία κάθε δογματισμού (ιδεολογικού ή παραδοσιακού)  και κυρίως ελευθερία σκέψης.
Ο Σόρος ξόδεψε τα δισεκατομμύριά του για να προωθήσει την ελευθερία των ιδεών. Ακόμα και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, έστελνε μεγάλες δωρεές πίσω από το Παραπέτασμα για να ιδρυθούν σχολεία, ακαδημίες, σπουδαστήρια, βιβλιοθήκες που, σε ένα θεόκλειστο περιβάλλον, θα προωθούσαν την ανοιχτή κοινωνία.
Μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού οι δωρεές του πολλαπλασιάστηκαν.
Τον Φεβρουάριο του 2018 τα έδωσε όλα: 18 δις δολάρια στην Open Society Foundation (Ίδρυμα Ανοιχτή Κοινωνία) για την συνέχιση του έργου της.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο Όρμπαν, που σπούδασε χάρη στα χρήματα του Σόρος, και δήλωνε αρχικά φανατικός οπαδός της Ανοιχτής Κοινωνίας, όταν έγινε εξουσία τον επικήρυξε ως τον υπ’ αριθμό ένα εχθρό της κοινής πατρίδας τους!
Είναι νωρίς βέβαια για μία αποτίμηση – αλλά μοιάζει πως η ουτοπική προσπάθεια του Σόρος δεν καρποφόρησε. Οι υπερασπιστές της ελευθερίας έχουν πολλούς εχθρούς. Στο Ιντερνέτ θα βρείτε δεκάδες φήμες και θεωρίες συνομωσίας. Άλλωστε ο άνθρωπος αυτός τα έχει βάλει με όλους: είναι εχθρός του Τραμπ και του Πούτιν, έχει κάνει σκληρή κριτική στο Ισραήλ, χρηματοδοτεί απελευθερωτικά κινήματα παντού όπου υπάρχουν δικτατορίες ή αυταρχικά καθεστώτα. Φυσικά αυτά αμύνονται με συκοφαντίες. Η τελευταία ήταν μία κυκλοφορία φωτογραφίας με τον νεαρό Σόρος ως αξιωματικό των SS. Μόνο που, όταν υπήρχαν ακόμα SS, o Σόρος ήταν 14 χρονών…
Ούτε στη χώρα μας είναι δημοφιλής. Φυσικό. Ποτέ δεν ήμασταν ανοιχτή κοινωνία κι όσο πάμε κλείνουμε. Στους Έλληνες ταιριάζει περισσότερο ο παραμυθάς Σώρρας…

19 November 2018

Τι σημαίνει «φασίστας» και...

πώς φτάσαμε ο «φασίστας» να σημαίνει «αυτός που μας τη σπάει»; 
Χρησιμοποιούμε τον όρο ανιστόρητα και «για πλάκα», την ώρα που αναδύονται από παντού πραγματικές φασιστικές συμπεριφορές
του Δημήτρη Πολιτάκη, Lifo, 8/11/2018
Ζούμε καιρούς συγχρόνως ιστορικούς και ανιστόρητους, κρίσιμα μοναδικούς αλλά και αφόρητα μπανάλ στο δυστοπικό τους περιτύλιγμα, πεπεισμένοι ότι η Αποκάλυψη μας κυκλώνει, ενώ στην πραγματικότητα επιτρέπουμε στη ρουτίνα του 24ωρου κύκλου μιας «και μη χειρότερα» διαβίωσης να μας κατατρώει χειρότερα ίσως από ποτέ. Και ένα δείγμα αυτής της σχιζοειδούς συμπεριφοράς είναι ότι χρησιμοποιούμε τόσο εύκολα (νωχελικά σχεδόν) και καταχρηστικά πλέον τον προσδιορισμό «φασίστας» για να περιγράψουμε ή να εγκαλέσουμε ή να την πούμε σε κάποιον που μας τη σπάει ή μας ενοχλεί ή μας καταπιέζει προσωρινά, την ώρα που αναδύονται από παντού πραγματικές φασιστικές συμπεριφορές και τάσεις με την «κλασική», ιστορική έννοια του όρου.
Όπως έλεγε και μια φίλη τις προάλλες, συζητώντας για κάποια φραξιονιστικά μαλλιοτραβήγματα σε ακαδημαϊκούς μάλιστα κύκλους της ευρύτερης ριζοσπαστικής αριστεράς (στην οποία ανήκει), όπου η λέξη πεταγόταν ως φτυσιά κατά την κλιμάκωση των αντιπαραθέσεων, ο όρος «φασίστας» έχει εκπέσει σε ένα διεθνές συνώνυμο του «μαλάκα», ένας χαρακτηρισμός που πετάς αβίαστα χωρίς να κινδυνεύεις να εμπλακείς σε ρητορική μίσους και, συχνά, χωρίς να ρισκάρεις να εμπλακείς σε διάλογο με νηφάλια επιχειρήματα που ίσως, εν προκειμένω, δεν διαθέτεις.
Κάπως έτσι «ξεπλένονται» από το αιματηρό ιστορικό τους πλαίσιο και κανονικοποιούνται ακόμα και οι πιο αυταρχικές, ολοκληρωτικές και ισοπεδωτικές ιδεολογίες που κόστισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους και τώρα επιστρέφουν για να εμπεδωθούν στην κοινή συνείδηση ως «αναγκαία κακά» (βλ. και «σταλινισμός»).
Η ειρωνεία είναι ότι δεν χρησιμοποιείται ο όρος αυθαίρετα και κάποιες φορές στο πλαίσιο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μόνο από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται, έστω και αφηρημένα, ως αριστεροί ή αναρχοαυτόνομοι –έχω δει να αποκαλούνται «φασίστες» από άλλους συντρόφους ακόμα και στελέχη της Antifa(!) που σημαίνει ότι δεν γλιτώνεις ακόμα κι αν γράψεις «αντιφασίστας» στο μέτωπό σου– αλλά και από φιλελεύθερους, και από νεοδεξιούς και από καραδεξιούς και από καραμπινάτους νεο-ναζί ακόμα. Εξού και διάφορα σύγχρονα συνθετικά παράγωγα τύπου «οικο-φασισμός», «ισλαμοφασισμός» αλλά και «φεμιναζισμός».
O χαρακτηρισμός «φασίστας» έχει γίνει καραμέλα, placebo, μια πασπαρτού βρισιά που δεν κόβεται στη λογοκρισία και τελειώνει κάθε συζήτηση πριν αυτή ξεκινήσει. Την ίδια στιγμή, η πλειοψηφία που υποτιμητικά αποκαλούμε «ο κοσμάκης» ή «οι νοικοκυραίοι» παρακολουθεί τη λέξη να εκστομίζεται δεξιά κι αριστερά ελλείψει σοβαρού πολιτικού λόγου, ενώ τα φασιστοειδή στοιχεία τρίβουν τα χέρια τους εκμεταλλευόμενα την απορία, την ανασφάλεια και τη σύγχυση.
Δεν πρόκειται, πάντως, για κάποια καινούργια συγκλονιστική διαπίστωση η έλλειψη κάθε οικονομίας και αυτοσυγκράτησης στη χρήση του όρου. Από το 1944 ήδη, δηλαδή έναν χρόνο πριν από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη συντριβή των φασιστικών υπερδυνάμεων, ο Τζορτζ Όργουελ, στο άρθρο του με τίτλο «Τι είναι φασισμός;», έγραφε ότι έχει χάσει νόημα ο όρος και έχει γίνει συνώνυμο του «αντιπαθητικού» ή του «νταή» και χρησιμοποιείται αδιακρίτως από τους αντιπάλους τους εναντίον συντηρητικών, σοσιαλιστών, αναρχικών, τροτσκιστών, Καθολικών, αντιρρησιών συνείδησης, εθνικιστών πάσης φύσεως και φυλής κ.ο.κ.:  
«[...] Ο φασισμός όμως είναι κυρίως ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Γιατί τότε δεν μπορούμε να τον ορίσουμε με έναν ξεκάθαρο και ευρέως αποδεκτό τρόπο; Αλίμονο, δεν νομίζω να τα καταφέρουμε – όχι σύντομα, πάντως. Οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι, αλλά βασικά εστιάζονται στο ότι είναι αδύνατον να ορίσεις ικανοποιητικά τον φασισμό χωρίς να γίνουν παραχωρήσεις που ούτε οι συντηρητικοί, ούτε οι κομμουνιστές ούτε οι ίδιοι οι φασίστες, βέβαια, δεν θα δεχόντουσαν ποτέ να κάνουν. Το μόνο που μπορεί κάποιος είναι να χρησιμοποιεί τη λέξη με κάποιο βαθμό περίσκεψης και όχι, όπως γίνεται πλέον συνήθως, να την υποβαθμίζει στο επίπεδο μιας βρισιάς του συρμού».  

16 November 2018

Η ιστορία του «πόθεν έσχες» των πολιτικών

Το πλήθος των οικονομικών σκανδάλων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Θεόδωρου Πάγκαλου συντέλεσε στην πλήρη απαξίωση των πολιτικών. Γι’ αυτό μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έγινε κοινή συνείδηση πως ήταν επιβεβλημένη η λήψη μέτρων για την πάταξη της πολιτικής διαφθοράς. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα για την καθιέρωση του «πόθεν έσχες». «Γεννήτορές» της ήταν δυο βουλευτές, πραγματικά κοσμήματα του Κοινοβουλίου: ο Μεσσήνιος Φώτης Μοσχούλας και ο Κρητικός Ρούσος Κούνδουρος.
Ο Φώτης Μοσχούλας υποβάλλοντας στη Βουλή τη 2α Δεκεμβρίου 1927 πρόταση για τη θέσπιση νόμου περί του «Πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών τόνιζε: «Δυστυχώς  δεν ελήφθη ακόμη πρόνοια περί καθαρμού και κολασμού όλων των ασεβησάντων κατά της ιδέας του κράτους και κατά του δημοσίου χρήματος. Τον καθαρμόν και τον κολασμόν τούτων έχει ως σκοπόν η πρότασίς μου περί του πόθεν έσχες».
Ο Ρούσος Κούνδουρος, βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο δήλωσε ότι συνεργάστηκε με τον Φ. Μοσχούλα στην κατάρτιση της πρότασης για το «πόθεν έσχες», γιατί πίστευε ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε ήδη στην κοινή συνείδηση και ότι από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική εξέλιξη της Ελλάδας. Μάλιστα υποστήριξε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η περιουσιακή κατάσταση όλων αυτών που πολιτεύτηκαν και ανέλαβαν λειτουργήματα στην Ελλάδα από το 1914 και εξής (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Δεκεμβρίου 1927). Τελικά στην πλειονότητά τους οι βουλευτές αρνήθηκαν να ψηφίσουν την υποβληθείσα πρόταση νόμου.


Στη συνέχεια η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου (1928 – 1932) προσπάθησε να καθιερώσει το 1931 το νόμο, ο οποίος θα προστάτευε την τιμή του πολιτικού κόσμου της χώρας, αλλά οι προσπάθειές της απέτυχαν. Έτσι είχε εδραιωθεί στην ελληνική κοινωνία η αντίληψη ότι οι πολιτικοί πλούτιζαν με αθέμιτα μέσα και γι’ αυτό τάσσονταν κατά του «πόθεν έσχες».
Το 1960 τόσο η κυβερνητική παράταξη της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης όσο και  κόμματα της Αντιπολίτευσης τόνιζαν την αναγκαιότητα καθιέρωσης του «πόθεν έσχες» εξαιτίας των πολιτικών σκανδάλων που αποδίδονταν τότε σε κυβερνητικά στελέχη. Με αφορμή τις διακηρύξεις τους αυτές ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1960) στο κύριο άρθρο εξέφραζε την απαισιοδοξία του για την υλοποίησή τους: «Δεν γίνεται τώρα διά πρώτην φοράν λόγος περί της αρχής αυτής. Πλειστάκις κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία υπεσχέθησαν την εφαρμογήν της διάφοροι πολιτικοί. Αι υποσχέσεις των όμως ουδέποτε επραγματοποιήθησαν». Ακολούθως υπογράμμιζε την αναγκαιότητα καθιέρωσης της δημοκρατικής αυτής αρχής, η οποία θα εξασφάλιζε τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή. Μάλιστα έκανε αναφορά σε ανάλογους θεσμούς που ίσχυαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου γινόταν καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των αιρετών και κληρωτών αρχόντων, όταν αναλάμβαναν την εξουσία τους, ώστε να αποτραπεί κάθε διάθεσή τους για παράνομο πλουτισμό. Και ολοκλήρωνε το άρθρο του καθορίζοντας το περιεχόμενο του «πόθεν έσχες»: « Η αρχή του «πόθεν έσχες» πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αθέμιτου πλουτισμού από την ευρύτερη πλευρά της απιστίας προς το Δημόσιον. Διότι αι περισσότεραι παράνομοι περιουσίαι δεν σχηματίζονται διά κλοπής του δημοσίου χρήματος. Σχηματίζονται διά πλαγίας εκμεταλλεύσεως της εξουσίας, δηλαδή διά προμηθειών, κερδοσκοπικής χρησιμοποιήσεως κρατικών μυστικών, δωροδοκιών και παντοίων άλλων μεθόδων».
Η απαισιοδοξία του αρθρογράφου της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ βγήκε αληθινή. Η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. το 1960 – 1963 δεν είχε τη δύναμη να καθιερώσει το νόμο για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών λόγω αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της. Έτσι η ψήφιση του νόμου θα καθυστερήσει λίγα χρόνια.
Στα τέλη Φεβρουαρίου 1964 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, σε λόγο που απεύθυνε προς τον ελληνικό λαό από το κρατικό ραδιόφωνο, ανήγγειλε την πρόθεση της κυβέρνησής του να καθιερώσει την αρχή του «πόθεν έσχες» ως θεσμό στο δημόσιο βίο της χώρας. Παράλληλα ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι καταρτιζόταν ήδη σχετικό νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν η σύσταση Ανώτατης Δικαστικής Επιτροπής Ελέγχου που θα λειτουργούσε μόνιμα ως ιδιαίτερο τμήμα του Αρείου Πάγου. Η Δικαστική αυτή Επιτροπή θα προέβαινε σε πλήρη έρευνα των διάφορων καταγγελιών ή κατηγοριών για αθέμιτο πλουτισμό πολιτικών με την εκ του νόμου υποχρέωση να περατώνει τον έλεγχο σε διάστημα ενός χρόνου (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 1ης Μαρτίου 1964).
Τελικά το νομοσχέδιο υποβλήθηκε στη Βουλή για ψήφιση στις αρχές Ιουλίου 1964. Με αυτό καθοριζόταν ότι ήταν υποχρεωτική η υποβολή κατ’ έτος δήλωσης για την περιουσιακή κατάσταση του εκάστοτε πρωθυπουργού, των αρχηγών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, των υπουργών, των υφυπουργών, των βουλευτών καθώς και των στενών συγγενών των. Οι δηλώσεις θα υποβάλλονταν στη Βουλή το μήνα Απρίλιο.
Σ’ αυτές θα αναφέρονταν επακριβώς και λεπτομερώς η ακίνητη περιουσία των πολιτικών προσώπων και των στενών συγγενών τους, οι καταθέσεις τους σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι μετοχές και τα χρεόγραφα που είχαν στην κατοχή τους καθώς και ο χρόνος κτήσης τους. Επιπλέον θα περιέχονταν αναλυτικά όλα τα εισοδήματά τους πέραν του υπουργικού μισθού ή της βουλευτικής αποζημίωσης.
Με το 5ο άρθρο του νόμου 4351/1964 «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας» καθορίζονταν ως ποινικά αδικήματα:
1.     «η αθέμιτος κτήσις περιουσιακού οφέλους», δηλαδή η απόκτηση από μέρους των πολιτικών (κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους) περιουσιακών στοιχείων, των οποίων δεν μπορούσαν να αποδείξουν τη νόμιμη και αδιάβλητη προέλευση,
2.     «η παράλειψις υποβολής δηλώσεως» και
3.     «η υποβολή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης  Μαρτίου 1965).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονταν βαριές ποινές, όπως φυλάκιση, δήμευση περιουσιών, έκπτωση από το αξίωμά τους, χρηματικές ποινές, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κ.ά.. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νόμο είχε περιληφθεί διάταξη που πρόβλεπε ότι, εφόσον υφίσταντο στοιχεία πως υπήρχαν καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού ή χρεόγραφα ή τιμαλφή κ.λπ. ελεγχόμενου πολιτικού, τα οποία δεν είχαν δηλωθεί στο «πόθεν έσχες», αυτά μετά το θάνατό του δεν τα κληρονομούσαν οι συγγενείς του, αλλά περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1964).
Ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από τον υπ’ αριθ. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών, ιδιοκτητών Μ.Μ.Ε. και άλλων κατηγοριών προσώπων». Οι διαφορές του νέου νόμου από τον παλιότερο είναι μικρές. Σήμερα προβλέπεται, όσον αφορά τους πολιτικούς, η υποβολή δήλωσης και από τους ευρωβουλευτές και από όσους διαχειρίζονται τα οικονομικά των κομμάτων και από άλλες κατηγορίες προσώπων εμπλεκόμενων με την πολιτική (οι γενικοί και οι ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής,  ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου κ. ά.). Ακόμα με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά στη διαδικασία ελέγχου καθώς και στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των υποβληθεισών δηλώσεων.
Έτσι καθιερώθηκε ο θεσμός του «πόθεν έσχες». Οι προθέσεις αυτών που ψήφισαν το σχετικό νόμο ήταν αγαθές, όμως τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιθυμητά. Στην εποχή μας οι πολιτικοί ουσιαστικά δεν δηλώνουν το «πόθεν;», αλλά το «τι;» έσχον. Ακόμα ο έλεγχος της ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων τους έχει μετατραπεί σε μια τυπική διαδικασία. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από περιπτώσεις υπουργών και συνεργατών τους που είτε είναι σήμερα τρόφιμοι του Κορυδαλλού ή παραδέχτηκαν ότι έλαβαν κάποια προεκλογική χορηγία από πολυεθνική εταιρεία ή που το όνομά τους συνδέθηκε με κάποιο οικονομικό σκάνδαλο. Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόβλημα να δικαιολογήσουν το «πόθεν έσχες». Συνέπεια, λοιπόν, της δυσλειτουργίας του θεσμού είναι η απαξίωση συλλήβδην των πολιτικών. Και είναι κρίμα μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά.
Ενδιαφέρον είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια οι πολιτικοί μας ταγοί, για να δείξουν την εντιμότητά τους, αναρτούν τις δηλώσεις για τα περιουσιακά τους στοιχεία στο διαδίκτυο (στο site του Κοινοβουλίου) επί ένα μήνα, λες και οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την ακρίβεια των δηλώσεων αυτών. Η δημοσιοποίηση, λοιπόν, συνιστά εμπαιγμό του εκλογικού σώματος και περιφρόνηση της νοημοσύνης των πολιτών. Και το χειρότερο είναι πως δεν μπορούν να πειστούν οι άνεργοι, οι άστεγοι, οι μισθοσυντήρητοι, οι συνταξιούχοι και άλλες ομάδες χειμαζόμενων πολιτών ότι θα αγωνιστούν για τη «σωτηρία» τους πολιτικοί με δεκάδες ακίνητα και με υπέρογκες καταθέσεις σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν δουλέψει ποτέ στη ζωή τους.