Η εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου είναι μια μεγάλη πρόκληση για την επίσημη Εκκλησία. Είναι η ώρα της περισυλλογής και της νηφάλιας στάθμισης των προβλημάτων και των αναγκών της. Εν πρώτοις, ο νέος αρχιεπίσκοπος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το σημερινό σύστημα σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας έχει φτάσει στα όριά του.
Η σύγχρονη δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τον ισχύοντα ασφυκτικό εναγκαλισμό, ο οποίος επιβιώνει χάρη στα φοβικά και συντηρητικά αντανακλαστικά που τόσο επιτηδευμένα καλλιεργήθηκαν. Πρώτον, διότι αλλοιώνει τον εξ ορισμού κοσμικό χαρακτήρα του δημοκρατικού κράτους, εμφανίζοντάς το υποχείριο ενός ιδιότυπου και μισαλλόδοξου θρησκευτικού πατριωτισμού. Δεύτερον, διότι καταπνίγει την Εκκλησία, μετατρέποντάς τη σε κρατικοδίαιτη και πολλαπλά ελεγχόμενη ΔΕΚΟ.
Με άλλα λόγια, ο νέος αρχιεπίσκοπος πρέπει να σηματοδοτήσει, με τρόπο πειστικό και βιωματικό, την ουσιαστική στροφή προς μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, στην κατεύθυνση του «χωρισμού» τους, όπως αυτός ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Με κύρια δηλαδή χαρακτηριστικά, αφενός, την «ευμενή» πλην πραγματική ουδετερότητα του κράτους και αφετέρου, την απελευθέρωση της Εκκλησίας από τα δεσμά της «νόμω κρατούσης πολιτείας». Να είναι δε σίγουρος ότι δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα δημοκρατίας (η οποία θα βγει αναμφισβήτητα κερδισμένη, με τη λήξη της μόνης ίσως μεγάλης ιστορικής εκκρεμότητας για την ολοκλήρωσή της).
Έχω βαθύτατη πεποίθηση ότι η πλευρά που προεχόντως θα ωφεληθεί από μια τέτοια ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας είναι η ίδια η Ορθοδοξία, η οποία ως αντίληψη και πρακτική δεν ταυτίζεται βεβαίως -και ευτυχώς- με την «αρχαία σκουριά» ορισμένων ηγετικών κλιμακίων της. Αναφερόμαστε στην Ορθοδοξία της μετριοπάθειας, της απλότητας, της πνευματικότητας, της αλληλεγγύης και των ανοιχτών οριζόντων, που όντως αποτελεί δομικό στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας και ως τέτοια δικαιούται τιμής και σεβασμού από όλους μας, ασχέτως της ειδικότερης στάσης του καθενός απέναντι στο θείο.
Η σύγχρονη δημοκρατία δεν είναι συμβατή με τον ισχύοντα ασφυκτικό εναγκαλισμό, ο οποίος επιβιώνει χάρη στα φοβικά και συντηρητικά αντανακλαστικά που τόσο επιτηδευμένα καλλιεργήθηκαν. Πρώτον, διότι αλλοιώνει τον εξ ορισμού κοσμικό χαρακτήρα του δημοκρατικού κράτους, εμφανίζοντάς το υποχείριο ενός ιδιότυπου και μισαλλόδοξου θρησκευτικού πατριωτισμού. Δεύτερον, διότι καταπνίγει την Εκκλησία, μετατρέποντάς τη σε κρατικοδίαιτη και πολλαπλά ελεγχόμενη ΔΕΚΟ.
Με άλλα λόγια, ο νέος αρχιεπίσκοπος πρέπει να σηματοδοτήσει, με τρόπο πειστικό και βιωματικό, την ουσιαστική στροφή προς μια νέα ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, στην κατεύθυνση του «χωρισμού» τους, όπως αυτός ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Με κύρια δηλαδή χαρακτηριστικά, αφενός, την «ευμενή» πλην πραγματική ουδετερότητα του κράτους και αφετέρου, την απελευθέρωση της Εκκλησίας από τα δεσμά της «νόμω κρατούσης πολιτείας». Να είναι δε σίγουρος ότι δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα δημοκρατίας (η οποία θα βγει αναμφισβήτητα κερδισμένη, με τη λήξη της μόνης ίσως μεγάλης ιστορικής εκκρεμότητας για την ολοκλήρωσή της).
Έχω βαθύτατη πεποίθηση ότι η πλευρά που προεχόντως θα ωφεληθεί από μια τέτοια ρύθμιση των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας είναι η ίδια η Ορθοδοξία, η οποία ως αντίληψη και πρακτική δεν ταυτίζεται βεβαίως -και ευτυχώς- με την «αρχαία σκουριά» ορισμένων ηγετικών κλιμακίων της. Αναφερόμαστε στην Ορθοδοξία της μετριοπάθειας, της απλότητας, της πνευματικότητας, της αλληλεγγύης και των ανοιχτών οριζόντων, που όντως αποτελεί δομικό στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας και ως τέτοια δικαιούται τιμής και σεβασμού από όλους μας, ασχέτως της ειδικότερης στάσης του καθενός απέναντι στο θείο.
(Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 31/01/2008)