(του Aντώνη Kαρκαγιάννη, Καθημερινή, 30/1/2008)
Αλήθεια, πού το βρήκαμε, από πού το ξεσηκώσαμε αυτό το «εκοιμήθη» επί το βυζαντινότερο ή το «κοιμήθηκε» επί το λαϊκότερο, όταν πρόκειται για τον θάνατο ενός προσώπου, σημαντικού ή ενίοτε και ασήμαντου; Γέμισαν οι τηλεοράσεις, γραπτά και προφορικά, από αυτό το ανόητο, το γλυκερό και παραπλανητικό «εκοιμήθη» ή «κοιμήθηκε». Οι πρόγονοί μας έλεγαν «τέθνηκεν», χρησιμοποιούσαν παρακείμενο για να δείξουν ότι ο θάνατος είναι αμετάκλητα τετελεσμένος. Και το «κείμαι» (ότι τάδε κείμεθα) είναι και αυτό πανάρχαιος παρακείμενος που αργότερα περιέπεσε σε αχρησία και καταχρηστικά επιβίωσε έως τις μέρες μας ως ενεστώτας.
Έτσι ή αλλιώς ο θάνατος είναι το τέλος, το αμετάκλητο τέλος της ζωής και της ύπαρξης. Διερωτώμαι αν ανακαλύψαμε αυτό το «εκοιμήθη» ή για λιγότερο σημαντικά πρόσωπα το «έφυγε» για να αποφύγουμε, από φόβο, τη λέξη πέθανε ή για να υπαινιχθούμε ότι αυτός που «εκοιμήθη» θα ξυπνήσει σε μια «νέα ζωή» που κάπου του επιφυλάσσεται ως αντάλλαγμα ή αμοιβή της προσωρινής και συχνά άθλιας επίγειας ζωής. Ας μη συζητήσουμε καλύτερα για ποιες πράξεις και για ποια επίγεια ζωή ελπίζουμε ότι θα προσφερθεί αυτό το αντάλλαγμα.
Το «πέθανε» μας απαλλάσσει από τέτοιες πονηρές σκέψεις γιατί και ο ενάρετος και ο αμαρτωλός, ο καλός και ο κακός, ο ευσεβής και ο ασεβής έχουν όλοι κοινή μοίρα, πεθαίνουν όλοι οριστικά και αμετάκλητα. Το τι είμαστε σε αυτή τη ζωή και πώς συμπεριφερόμαστε είναι ζήτημα της ύπαρξης και όχι της «μη ύπαρξης» και το ζήτημα αυτό ούτε μετατίθεται ούτε κρίνεται στο μεταθάνατο μέλλοντα.
Έτσι ή αλλιώς ο θάνατος είναι το τέλος, το αμετάκλητο τέλος της ζωής και της ύπαρξης. Διερωτώμαι αν ανακαλύψαμε αυτό το «εκοιμήθη» ή για λιγότερο σημαντικά πρόσωπα το «έφυγε» για να αποφύγουμε, από φόβο, τη λέξη πέθανε ή για να υπαινιχθούμε ότι αυτός που «εκοιμήθη» θα ξυπνήσει σε μια «νέα ζωή» που κάπου του επιφυλάσσεται ως αντάλλαγμα ή αμοιβή της προσωρινής και συχνά άθλιας επίγειας ζωής. Ας μη συζητήσουμε καλύτερα για ποιες πράξεις και για ποια επίγεια ζωή ελπίζουμε ότι θα προσφερθεί αυτό το αντάλλαγμα.
Το «πέθανε» μας απαλλάσσει από τέτοιες πονηρές σκέψεις γιατί και ο ενάρετος και ο αμαρτωλός, ο καλός και ο κακός, ο ευσεβής και ο ασεβής έχουν όλοι κοινή μοίρα, πεθαίνουν όλοι οριστικά και αμετάκλητα. Το τι είμαστε σε αυτή τη ζωή και πώς συμπεριφερόμαστε είναι ζήτημα της ύπαρξης και όχι της «μη ύπαρξης» και το ζήτημα αυτό ούτε μετατίθεται ούτε κρίνεται στο μεταθάνατο μέλλοντα.