25 December 2022

Διαδρομιστής δικηγόρος

Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος οικοδομών και συνεργαζόταν με γραφεία μηχανικών για κατασκευές πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, δεκαετία του '50. Όταν έριχναν πλάκα, υπήρχε στην οικοδομή κυκλοφορία φορτηγών, το ένα με χαλίκι, το άλλο με άμμο, το άλλο με σίδερα, το άλλο με τσιμέντα (δεν υπήρχαν τότε οι σημερινές θηριώδεις κινούμενες μπετονιέρες), οπότε όλο και κάποια υλικά κατέληγαν στο οδόστρωμα. Πεταγόταν λοιπόν κάποιος αστυφύλακας που παραμόνευε και αγωνιούσε να συμπληρώσει τις απαραίτητες κλήσεις της ημέρας.

Την ημέρα της δίκης (δεν θυμάμαι αν ήταν αυτόφωρο το αδίκημα), πήγαινε ο πατέρας μου (απόφοιτος τεχνικής σχολής) στη Σανταρόζα που ήταν τα δικαστήρια και περίμενε τη σειρά του. Εκεί τον περίμεναν οι διαδρομιστές δικηγόροι, μερικούς τους ήξερε. Με τα πολλά έκλεινε με έναν απ' αυτούς, όχι ότι χρειαζόταν, αλλά ήταν πιεστικοί.

Μια φορά ήμουν κι εγώ εκεί, κάλεσε ο πρόεδρος τον κατηγορούμενο πατέρα μου, λέει αυτός: "Έπεσαν κ. πρόεδρε κάποια υλικά από το φορτηγό στο οδόστρωμα... Τα μαζέψαμε αμέσως, αλλά παραμόνευε το όργανο και μας έγραψε!"

"Καλά, καλά, πηγαίνετε!" λέει ο πρόεδρος, που ήθελε να τελειώσει με το ασήμαντο περιστατικό, πετάγεται ο διαδρομιστής δικηγόρος να αγορεύσει. "Κύριε πρόεδρε, υφιστάμεθα ως κατασκευαστές απηνή διωγμό...". Ούτε σε δικαστήριο του ΟΗΕ να ρητόρευε με τέτοιο στόμφο. Τον κοιτάει εμβρόντητος ο πρόεδρος, "Καλά, έληξε το θέμα, αθώος ο κατηγορούμενος, να προσέχετε άλλη φορά..."

Φεύγοντας, ζητάει ο διαδρομιστής την αμοιβή του. Λέει ο πατέρας μου, "Μα δεν πρόλαβες να πεις τίποτα! Πάρε τα μισά", δεν θυμάμαι το ποσόν τώρα. Πω πω φασαρία, ζητούσε ο δικηγόρος το πλήρες συμφωνημένο ποσό! Με το δίκιο του εξ άλλου, ήθελε να κάνει σεφτέ, αλλά και ο πατέρας μου ως επιχειρηματίας, έπρεπε να περιορίσει τα περιττά έξοδα. Επί 100-150 μέτρα στη Σταδίου έτρεχε από πίσω ο "συνήγορος" για να πάρει τα λεφτά του...

Κάτι τέτοια περιστατικά με απέτρεψαν να γίνω μηχανικός δημόσιων ή ιδιωτικών έργων, προτίμησα να γράφω εξισώσεις...

07 December 2022

Νικολοβάρβαρα!

του Νίκου Δήμου, 4/12/2016

«'Έρ
χονται τα Νικολοβάρβαρα!» έλεγε η μητέρα αυτές τις μέρες και όλο το σπίτι ετοιμαζόταν για την γιορτή μου. Του μονάκριβου (μοναχικού) μοναχογιού.

Εκείνα τα χρόνια γενέθλια δεν γνωρίζαμε. Ακουστά είχα πως οι Άγγλοι τα γιορτάζουν και τα λένε «birthdays» (από τις πρώτες Αγγλικές λέξεις που άκουσα). Αλλά εμείς, μόνο τις ονομαστικές γιορτές.
Τα δώρα βέβαια μου άρεσαν (αν και μετά τα έξη μου χρόνια ήρθε η Κατοχή – και τι δώρα να πάρεις...). Αλλά μισούσα τις επισκέψεις. Με ντύνανε σαν μικρό κύριο με ρούχα άβολα και γραβάτα (μπλιάχ – από τότε τις μίσησα) και έπρεπε να δέχομαι φιλιά από χοντρές θείες και φιλικές φάπες από φίλους της οικογένειας. Το μόνο καλό με τις γιορτές ήταν τα παιχνίδια (έξαλλος γινόμουν όταν μου χάριζαν ρούχα) και τα γλυκά. Έκλεβα από εδώ και από κει και τα δάχτυλά μου κόλλαγαν από τα σιρόπια.
Τα παιδικά πάρτι ήταν άγνωστα. Σπάνια θυμάμαι παιδιά στην γιορτή μου – κι όταν υπήρχαν, φορούσαν κι αυτά τα «καλά» τους, που τα στένευαν και τα έσφιγγαν και κάθονταν φρόνιμα δίπλα στους γονείς τους. Περίπτωση να παίξουμε δεν υπήρχε – ούτε καν χώρος.
Φυσικά αμυνόμουν επιτυχώς σε όλες τις προκλήσεις να δώσω παράσταση.
«Ξέρει όλους τους μύθους του La Fontaine απέξω! Έλα Νίκο, πες μας «La cigale et la fourmi»! Απόλυτη μούγκα ο πεντάχρονος.
Κάθε φορά που ξημέρωνε η γιορτή μου, η μητέρα έβαζε στο κουρδιστό γραμμόφωνο ένα δίσκο. Ήταν ένα ελαφρό τραγούδι της εποχής που άρχιζε με τα λόγια: «Ξημερώνει η γιορτή σου...». Ουδείς έδινε σημασία στο ότι το δεύτερο μέρος του στίχου συνέχιζε: «...και μας βρίσκει χωρισμένους».
Μετά τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, σταμάτησαν οι γιορτές και οι επισκέψεις και στο τέλος της ήρθαν, αντί για γιορτή, τα Δεκεμβριανά. Έ, τον επόμενο χρόνο «ήμουν πια μεγάλος» και έπαψαν «να με γιορτάζουν». Άλλωστε το σπίτι ήταν σκοτεινό, η οικογένεια διαλυμένη, οι γονείς σπάνια επικοινωνούσαν μεταξύ τους – για γιορτές ήμασταν πια;
Τώρα του Αγίου Νικολάου εξαφανίζομαι, ο τηλεφωνητής γεμίζει μηνύματα από ανθρώπους που με θυμούνται μία φορά τον χρόνο, έρχονται πολλά email, SMS, και (αν είναι δυνατόν!) τηλεγραφήματα. Ακόμα καμία τούρτα, καλάθια με ποτά (που δεν πίνω) και κανένα πανέρι με λουλούδια.
Πάνε πολλά χρόνια που έπαψα να νιώθω ότι γιορτάζω...