Showing posts with label προσωπικά. Show all posts
Showing posts with label προσωπικά. Show all posts

25 December 2022

Διαδρομιστής δικηγόρος

Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος οικοδομών και συνεργαζόταν με γραφεία μηχανικών για κατασκευές πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, δεκαετία του '50. Όταν έριχναν πλάκα, υπήρχε στην οικοδομή κυκλοφορία φορτηγών, το ένα με χαλίκι, το άλλο με άμμο, το άλλο με σίδερα, το άλλο με τσιμέντα (δεν υπήρχαν τότε οι σημερινές θηριώδεις κινούμενες μπετονιέρες), οπότε όλο και κάποια υλικά κατέληγαν στο οδόστρωμα. Πεταγόταν λοιπόν κάποιος αστυφύλακας που παραμόνευε και αγωνιούσε να συμπληρώσει τις απαραίτητες κλήσεις της ημέρας.

Την ημέρα της δίκης (δεν θυμάμαι αν ήταν αυτόφωρο το αδίκημα), πήγαινε ο πατέρας μου (απόφοιτος τεχνικής σχολής) στη Σανταρόζα που ήταν τα δικαστήρια και περίμενε τη σειρά του. Εκεί τον περίμεναν οι διαδρομιστές δικηγόροι, μερικούς τους ήξερε. Με τα πολλά έκλεινε με έναν απ' αυτούς, όχι ότι χρειαζόταν, αλλά ήταν πιεστικοί.

Μια φορά ήμουν κι εγώ εκεί, κάλεσε ο πρόεδρος τον κατηγορούμενο πατέρα μου, λέει αυτός: "Έπεσαν κ. πρόεδρε κάποια υλικά από το φορτηγό στο οδόστρωμα... Τα μαζέψαμε αμέσως, αλλά παραμόνευε το όργανο και μας έγραψε!"

"Καλά, καλά, πηγαίνετε!" λέει ο πρόεδρος, που ήθελε να τελειώσει με το ασήμαντο περιστατικό, πετάγεται ο διαδρομιστής δικηγόρος να αγορεύσει. "Κύριε πρόεδρε, υφιστάμεθα ως κατασκευαστές απηνή διωγμό...". Ούτε σε δικαστήριο του ΟΗΕ να ρητόρευε με τέτοιο στόμφο. Τον κοιτάει εμβρόντητος ο πρόεδρος, "Καλά, έληξε το θέμα, αθώος ο κατηγορούμενος, να προσέχετε άλλη φορά..."

Φεύγοντας, ζητάει ο διαδρομιστής την αμοιβή του. Λέει ο πατέρας μου, "Μα δεν πρόλαβες να πεις τίποτα! Πάρε τα μισά", δεν θυμάμαι το ποσόν τώρα. Πω πω φασαρία, ζητούσε ο δικηγόρος το πλήρες συμφωνημένο ποσό! Με το δίκιο του εξ άλλου, ήθελε να κάνει σεφτέ, αλλά και ο πατέρας μου ως επιχειρηματίας, έπρεπε να περιορίσει τα περιττά έξοδα. Επί 100-150 μέτρα στη Σταδίου έτρεχε από πίσω ο "συνήγορος" για να πάρει τα λεφτά του...

Κάτι τέτοια περιστατικά με απέτρεψαν να γίνω μηχανικός δημόσιων ή ιδιωτικών έργων, προτίμησα να γράφω εξισώσεις...

01 September 2022

Προσπέρασμα για τον άλλο κόσμο

 Συζητιέται αυτές τις μέρες ένα επεισόδιο μεταξύ 2-3 κουτσαβάκηδων στην Κρήτη και μιας οικογένειας αλλοδαπών τουριστών που παρά λίγο να είχε τραγικά αποτελέσματα, επειδή έγινε μια -σωστή ή λάθος- προσπέραση. Θυμήθηκα λοιπόν με αυτή την αφορμή ένα περιστατικό που ζήσαμε μερικοί συμφοιτητές από το Darmstadt όπου σπουδάζαμε, σε μια διαδρομή κατά μήκος του Ρήνου, το οποίο είχε συναφές αίτιο.

Είχαμε πάει 5 συμφοιτητές με ένα Φιατάκι (Fiat Neckar) του Λευτέρη Μ. (δεν γράφω το επώνυμο, αν και ο ίδιος είναι πλέον ουσιαστικά απών με άνοια), επίσκεψη στο Düsseldorf που απέχει περίπου 250 χλμ. από την πόλη μας. Δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς το λόγο, μάλλον για να επισκεφτούμε κάποια τεχνολογική έκθεση.

Τριγυρίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε και το απόγευμα πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Κάποια στιγμή, κοντά στην Lorelei και πάνω στην ομοσπονδιακή οδό (Bundesstraße) που ελίσσεται δίπλα στο Ρήνο, μας προσπέρασε με μεγάλη ταχύτητα μία νταλίκα, ένα θηριώδες φορτηγό με δεύτερη καρότσα πίσω (ρυμούλκα, Anhänger). Και οι 2 καρότσες του ήταν άδειες, γι' αυτό τρανταζόταν υπερβολικά σε κάθε ανωμαλία της ασφάλτου, πέταγε σκόνη και έκανε μεγάλο θόρυβο. Όταν μας προσπέρασε, είδαμε ότι η άδεια ρυμούλκα έκανε ταλαντώσεις δεξιά-αριστερά, ίσως σαράντα εκατοστά κάθε φορά, αλλά αρκετά επικίνδυνο για τυχόν διπλανά αμάξια.


Εκεί που σχολιάζαμε την επικίνδυνη οδήγηση και τον κίνδυνο που προκαλεί ένα τέτοιο φορτηγό, φωνάζει ο οδηγός μας Λευτέρης, «Δεν επιτρέπω να προσπερνάει την αμαξάρα μου ένα τέτοιο φορτηγό...», βάζει τέταρτη ταχύτητα και πατάει το γκάζι μέχρι το έδαφος...

Πριν προλάβουμε εμείς να τον αποτρέψουμε, είχε ήδη πλησιάσει το Φιατάκι στο φορτηγό και ετοιμαζόταν να το προσπεράσει, με μηδενικές εφεδρείες κινητήρα βέβαια. «Τι κάνεις ρε Λευτέρη, σταμάτα ρε, τι σε νοιάζει που σε προσπέρασε, άστον να φύγει τον βλάκα κ.ο.κ.», αρχίσαμε να φωνάζουμε όλοι μαζί.

Ο Λευτέρης δεν άκουγε τίποτα, συνέχισε να τρέχει και να απειλεί, το Φιατάκι να ουρλιάζει, μέχρι που έφτασε στο ύψος του τελευταίου άξονα της ρυμούλκας και πλησίαζε αργά τον πρώτο άξονα. Όπως καθόμουν στην πίσω αριστερή θέση, γύρισα να κοιτάξω και είδα τον πίσω αριστερό τροχό της νταλίκας που έφτανε περίπου στον ουρανό του δικού μας αμαξιού.

Ακριβώς δίπλα στο τζάμι, δεξιά πίσω, καθόταν ο (μακαρίτης) συμφοιτητής Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο οποίος ούρλιαζε, έχω ακόμα τη φωνή του στο αυτί μου, «Κάνε πίσω ρε Λευτέρη, εδώ δίπλα είναι η ρόδα του, σταμάτα θα σκοτωθούμε...» Και ο τροχός συνέχιζε να πλησιάζει και να απομακρύνεται από το τζάμι, αφού η ρυμούλκα έκανε εγκάρσιες ταλαντώσεις.

Ο Λευτέρης αγέρωχος, είχε αγκαλιάσει το τιμόνι και με το πόδι στο γκάζι να φωνάζει, «Θα του δείξω εγώ...» Πάνω εκεί κατάλαβε ο οδηγός της νταλίκας ότι ένας «μικρός» τον ανταγωνίζεται, οπότε επιταχύνει κι αυτός. Υποθέτω ότι θα γέλαγε σαρδόνια μέσα στο κουβούκλιο και στην ασφάλειά του.

Θα κράτησε κάποια δευτερόλεπτα αυτό, τα οποία εγώ εισέπραξα σαν αιώνες. Κάποια στιγμή φάνηκε από απέναντι να έρχεται αντίθετα ένα δεύτερο ίδιο φορτηγό. Δεν υπήρχε εκεί περιθώριο λοξοδρόμησης, είτε θα συντριβείς ανάμεσα στις δύο νταλίκες, είτε θα πέσεις στο Ρήνο.

Εκεί κατάλαβε, ευτυχώς, ο Λευτέρης ότι δεν έχει διέξοδο και άφησε το γκάζι, πατώντας μαλακά το φρένο, οπότε άρχισε να χάνει δρόμο το αμάξι μας. Τη στιγμή που έμεινε το Φιατάκι πίσω και μπήκε στο κενό, πέρασε η αντίθετη νταλίκα με θόρυβο δίπλα μας, καταλάβαμε το ωστικό κύμα του αέρα που μας ταρακούνησε.

Τσουλήσαμε 1-2 χιλιόμετρα ακόμα με πλήρη σιωπή των εξουθενωμένων συνεπιβατών και τις επιτιμητικές κραυγές του επιπόλαιου οδηγού μας: «Άντε ρε χεσμένοι, θα σας πάω στην τουαλέτα να ξελαφρώστε...» Ποιος του έδινε σημασία πλέον, καλύτερα χεσμένος, παρά νεκρός στα νερά του Ρήνου, μέσα σε άμορφη μάζα σιδερικών. Αυτά που βλέπουμε συχνά στους δρόμους!

Σταμάτησε ο Λευτέρης στο πρώτο αναψυκτήριο (Raststätte) και κατεβήκαμε από το Φιατάκι ξεφυσώντας. Δεν δώσαμε πια σημασία στα λόγια και τις δικαιολογίες τού φανφαρόνου. Ζητήσαμε μόνο πληροφορίες από διερχόμενους χωρικούς για τον επόμενο σταθμό του υπεραστικού τραίνου (DB) προς το Darmstadt.

Σκεφτόμουν τότε και το σκέφτομαι ακόμα σήμερα, φεύγεις στο εξωτερικό ή σε άλλη πόλη για σπουδές και έρχεται ένα μήνυμα στους γονείς σου, «Ο γιος/η κόρη σας έπεσε με αμάξι στο ποτάμι, ελάτε να τον μαζέψετε». Όχι ότι δεν έχουν γίνει πολλά τέτοια, αλλά αυτό το παρ' ολίγον που έζησα εγώ, μου προκαλεί ακόμα ρίγη τρόμου!

14 August 2021

TYN - Μια ερωτική εμπειρία, μετά μουσικής

 της Ντίνας Σ.

Γνωρίστηκα με ένα συνάδελφο μουσικό, εγώ τότε στα 35 μου, περί τα 38 αυτός. Πρώτο φλάουτο στη συμφωνική ορχήστρα εγώ, όμποε αυτός, δεξιά δίπλα μου. Παίζαμε στις πρόβες και στις συναυλίες μαζί, συνεννοούμασταν για κάποια δύσκολα σημεία, κάναμε και ιδιαίτερες πρόβες για να συντονιστούμε, όπως και με τα άλλα όργανα εξ άλλου, δεν ήθελε και πολύ να φτάσουμε και σε προσωπικές αισθηματικές προσεγγίσεις.

Εγώ είχα βγει πρόσφατα από μια περίεργη σχέση και ήθελα ερωτική ηρεμία, αυτός δεν κατάλαβα ακριβώς πού βρισκόταν ερωτικά, ούτε και θα τον ρωτούσα, αν δεν έπαιρνε πρωτοβουλία να μου το πει ο ίδιος. Μετά από μερικά χάδια και πεταχτά φιλάκια, λίγες εβδομάδες μετά τη στενότερη γνωριμία μας αποφασίσαμε να πάμε σε κοντινό ξενοδοχείο μετά την πρόβα. Πήγαμε με το αμάξι μου, ανεβήκαμε στο δωμάτιο, βγήκαμε από το ντους και πέσαμε στο κρεβάτι.


Θα είχαν περάσει 3-4 λεπτά με προκαταρκτικά φιλιά και χάδια, όταν μπήκε μέσα μου και άρχισε να τρέχει υπέροχα ο ερωτικός χρόνος. Εγώ έμενα μάλλον ήρεμη και απολάμβανα την ηδονή με κλειστά μάτια, πρέπει να μουρμούριζα και κάποια μελωδία.

Ξαφνικά, χρααατς τρώω ένα χαστούκι! Σεισμός, πετάγομαι επάνω, κοιτάω γύρω μου, τον ρωτάω τι έγινε, τι έπαθες, γιατί με κατέβασες μ’ αυτό τον βίαιο τρόπο από τον έβδομο ουρανό; Γέλαγε περίεργα αυτός, «Μου άρεσες έτσι που ηδονιζόσουν, χαμογελούσες και μουρμούριζες», μου απαντάει…

Στην αρχή φοβήθηκα, σκέφτηκα προς στιγμή μήπως έπεσα σε κανένα βίαιο ανώμαλο, αλλά δεν μου φαινόταν έτσι. Τον ήξερα τόσο καιρό κι από τη δουλειά, δεν γυάλιζε το μάτι του που λέμε. Του λέω, μην το ξανακάνεις αυτό μαζί μου! Αν το έχεις συνηθίσει με άλλες, με μένα δεν ισχύει, δεν θέλω οτιδήποτε βίαιο, μόνο χάδια και φιλιά θέλω. Μου ζήτησε συγγνώμη, «Καλά δεν θα ξαναγίνει, έλα να συνεχίσουμε.»

Πιάσαμε πάλι το μαγκανοπήγαδο από την αρχή, είναι αδύνατον να κουμπώσεις βέβαια στην προηγούμενη χρονική στιγμή που διέκοψες. Εγώ είχα κάποια επιφύλαξη, μου αρέσει μεν να κλείνω τα μάτια όταν ηδονίζομαι, αλλά τώρα παρακολουθούσα με ένα μισάνοιχτο μάτι, μήπως συμβεί κάτι απρόβλεπτο. Πάνω εκεί, χωρίς να αντιληφθώ πώς κινήθηκε, χρααατς, τρώω πάλι ένα χαστούκι.

«Είσαι με τα καλά σου παιδάκι μου» του λέω, αφού τον έσπρωξα από πάνω μου. «Τι είπαμε μόλις πριν, τι μου απάντησες;» «Μου ήρθε αυθόρμητα έτσι που σε κοίταζα», μου λέει αυτός. Σηκώνομαι, φοράω στα γρήγορα το κοντό παντελονάκι και τη μπλούζα μου, ρίχνω στην τσάντα τα εσώρουχά μου και βγαίνω από το δωμάτιο. «Καλά, πώς κάνεις έτσι, πρωτάρα είσαι;» μου έλεγε την ώρα που κατάλαβε ότι του έδωσα απολυτήριο (tyn) και φεύγω οριστικά. Πάω κάτω, λέω στην Reception θα σας πληρώσει ο κύριος που έρχεται. Η υπάλληλος εκεί  κατάλαβε ότι ήμουν αναστατωμένη, «Σας συνέβη τίποτα;» με ρωτάει. Δεν απάντησα και πήγα στο αμάξι…

Προσπάθησε αυτός να με πάρει τηλέφωνο,  έστειλε και sms, μπλόκαρα το νούμερό του και ήταν πια βέβαιο ότι δεν επρόκειτο να ξαναμιλήσω μαζί του έξω από τη δουλειά.

Στην επόμενη πρόβα δεν ήρθε αυτός, λέω μετά στο διευθυντή «Αν είναι δυνατόν να αλλάξω θέση με το δεύτερο φλάουτο, γιατί με αποσυντονίζουν τα όμποε.» Κάτι ψυλλιάστηκε ο μαέστρος, αλλά δεν ρώτησε. Ήμουν, βλέπεις, αρκετά έμπειρη για να με αποσυντονίσουν τα γειτονικά όργανα.

Στη μεθεπόμενη πρόβα ήρθε ο χαστουκιστής, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, πήγε να καθίσει δίπλα μου, του εξήγησε όμως η συνάδελφος που έπαιζε το δεύτερο φλάουτο, ότι θα μείνει στην παλιά θέση του και θα βρίσκονται πλέον οι δυο τους δίπλα-δίπλα.

Πέρασαν αρκετοί μήνες, έγιναν πολλές πρόβες και συναυλίες, έκανε κάποιες προσπάθειες ο χαστουκιστής να μου μιλήσει, δεν έδινα σημασία, ήταν αέρας για μένα. Κοίταζα μόνο τις σημειώσεις στην παρτιτούρα  της διπλανής μου και καταλάβαινα τι συνεννοήσεις είχε κάνει με τα όμποε. Το άκουγα εξ άλλου από το μαέστρο αλλά και κατά την εκτέλεση.

Κάποια στιγμή, μετά από ένα χρόνο περίπου, μετακόμισα από την ελληνική επαρχία  στο εξωτερικό και βρήκα θέση δεύτερου φλάουτου σε γερμανική συμφωνική ορχήστρα μιας μεσαίας πόλης. Από κει γράφω τώρα…

(ΥΓ: Το φλάουτο μπορεί να είναι κλαρινέτο και το όμποε φαγκότο, μην τα παίρνετε επακριβώς και ψάχνετε να βρείτε ποιος και ποια είμαστε).

10 August 2021

Το πεύκο

 του Σ.Φρ.

Στο Ζούμπερι Αττικής είχαμε σε ένα κτήμα από το 1950 περίπου ένα παλιό και πολύ μεγάλο πεύκο, όλη η περιοχή ονομαζόταν εξ αυτού "το Πεύκο". Χρειάζονταν 2-3 παιδιά για να το αγκαλιάσουμε! Ήταν ιδανικός χώρος για μας τα παιδιά, από τη δεκαετία του '50, γιατί από κάτω δεν φύτρωνε τίποτα και μπορούσαμε να κάνουμε παιχνίδια που απαιτούσαν χώρο. Πολλά από τα γειτονόπουλα εκείνης της εποχής, 10-15 άτομα, είναι τώρα στα κοινωνικά δίκτυα και συζητάμε ακόμα.

Παρέα κάτω από το πεύκο

Κάποτε στη δεκαετία του '80 πήρε ο πατέρας μας ειδοποίηση από τη ΔΕΗ, κοντά 90 ετών πλέον, να κόψει το πεύκο για να μην φτάσουν τα κλαδιά στα σύρματα του ηλεκτρισμού. Εγώ έλειπα στο εξωτερικό και τα μάθαινα απλοποιημένα. Επί πολλά χρόνια, κλάδεψε από δω, κλάδεψε από κει, είχε αποδεκατιστεί πλέον το δέντρο και κινδύνευε να προκαλέσει ζημιά πέφτοντας. 

Αναγκάστηκε έτσι να το κόψει, αλλά δεν έβλεπε πλέον καλά και δεν άκουγε καθόλου. Εξηγούσε λοιπόν σε έναν αδελφό μου την τεχνική που είχε σκεφτεί για την καθαίρεση του πεύκου, όταν ο αδελφός τού έλεγε ότι δεν μπορείς να το ρίξεις το πεύκο, ρε πατέρα, θα πέσει και θα σε πλακώσει: «Θα σκάψω ένα χαντάκι γύρω γύρω στον κορμό και όπου βρίσκω ρίζες θα τις κόβω». Μα δεν γίνεται, του απαντούσε ο αδελφός μου, οι περισσότερες ρίζες είναι προς τα κάτω. Χμμμ, σωστό κι' αυτό! Μετά ερχόταν νέο σχέδιο: «Θα πριονίσω τον κορμό και θα τον δέσω με ένα σκοινί για να τον τραβήξω. Μόλις το δω να πέφτει, θα το βάλω στα πόδια. «Μα δεν βλέπεις βρε πατέρα και το πεύκο πέφτει πιο γρήγορα από όσο θα τρέξεις εσύ», διαφωνούσε ο αδελφός μου. Χαμογελούσε ο πατέρας μας: «Θα το ακούσω βρε που θα σπάει το ξύλο.» Πώς θα το ακούσεις αφού δεν ακούς... «Ε, τόσο λίγο ακούω.» Οργάνωνε δηλαδή μελετημένη αυτοκτονία ο πατέρας μας!

Την ημέρα που είχε κανονιστεί να πέσει το πεύκο, έφερε ο αδελφός μου από τη γειτονική Νέα Μάκρη 3-4 εργάτες, οι οποίοι προετοίμασαν τη δουλειά. Ο πατέρας μας δεν τους έβλεπε καλά, νόμιζε ότι είναι περαστικοί γείτονες που κοίταζαν από περιέργεια και ανέλαβε να τους εξηγεί ο ίδιος τι θα κάνει. Οι εργάτες ήταν δασκαλεμένοι και συμφωνούσαν σε όλα με όσα άκουγαν. 

Έκοψαν λοιπόν με το μεγάλο αλυσοπρίονο σε κάποιο βάθος τον κορμό και μετά άρχισαν να τραβάνε σκοινιά που είχαν δεθεί στα χοντρά παρακλάδια, όλοι μαζί. «Τράβα μαστρο-Γιώργη» φώναζαν στον πατέρα μας, τράβαγε κι αυτός... Στο τέλος έπεσε το πεύκο. Ο αδελφός μου πλήρωσε τους εργάτες, πήραν αυτοί και κάποια ξύλα από τον κορμό που έπεσε και τους αποχαιρέτησε, οπότε του λέει ο πατέρας μας: «Είδες που το έριξα; Αλλά βοήθησαν και οι γείτονες!»



26 October 2020

Ένας υπνάκος σε ακατάλληλη θέση και στιγμή

Στα πρώτα 2-3 χρόνια σπουδών, έμεινα σε φοιτητική εστία μιας οργάνωσης όπου καλλιεργούσαν ιστορικές γερμανικές παραδόσεις και μπυροποσία. Να πηδήξουν ήθελαν κι αυτοί, αλλά το έκαναν με πολιτισμένο τρόπο! Επειδή δεν υπήρχαν δε πολλοί Γερμανοί ενδιαφερόμενοι (οι ένοικοι έπρεπε να γίνουν μέλη της οργάνωσης), νοικιάζονταν μερικά δωμάτια σε ξένους, οι περισσότεροι Έλληνες, οι οποίοι και να ήθελαν δεν γινόντουσαν δεκτοί ως μέλη. Μπήκε ένας λοιπόν και έφερε και τους άλλους. Ήμασταν έτσι 5 Έλληνες, ένα Αφρικανός, ένας Πέρσης και 10-15 Γερμανοί.

Από τους 5 Έλληνες συγκατοίκους οι τρεις χαρτόπαιζαν, εγώ κι άλλος ένας ήμασταν θεατές. Ερχόντουσαν λοιπόν ακόμα 2-3 απ' έξω και έστηναν τραπέζι με  τσόχα, όπου παιζόντουσαν αρκετά λεφτά για την εποχή και για φοιτητές, ακόμα και 200 Μάρκα. Όταν παιζόταν όμως σε ένα δωμάτιο πόκα, με όλες τις συνοδευτικές αμαρτίες (τσιγάρα, ανέκδοτα, χτυπήματα στο τραπέζι, πειράγματα, γέλια κ.λπ.), εμείς οι άλλοι δύο δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε, αναγκαστικά καθόμασταν μαζί και σχολιάζαμε, κάναμε χαβαλέ κλπ. Κάποιες φορές έφτιαχνα εγώ τσάι για τους χαρτοπαίκτες και έπαιρνα βιδάνιο 1 Μάρκο για κάθε γύρο. Ήμουν πάντα κερδισμένος!

Ένα βράδυ κράτησε το παιχνίδι πολύ αλλά εγώ έπρεπε την άλλη μέρα να πάω στις 8.15' για παράδοση στα Μαθηματικά, δεν ήθελα να την χάσω. Πέρασε η ώρα, πήγε 5, πήγε 6 και συνεχιζόταν το παιχνίδι. Στις 7 λένε σταματάμε και συνεχίζουμε σε 1-2 ώρες. Καμιά σκέψη βέβαια για ύπνο.

Αποφασίζω να πάω εγώ στην παράδοση έτσι άυπνος. Φτάνω στις 8 παρά τέταρτο στη μεγάλη αίθουσα Φυσικής (Physikhörsaal) και κάθομαι στην άδεια αίθουσα στην πρώτη σειρά, στη μέση. Διάλεξα την καλύτερη θέση, χωρίς να σκεφτώ τι θα επακολουθούσε, με επιπτώσεις σε βάθος χρόνου. Εκεί πρέπει να ακούμπησα το κεφάλι στα χέρια και να με πήρε ο ύπνος.


Κάποια στιγμή πετάχτηκα από τα χτυπήματα των φοιτητών στα έδρανα (klopfen), κοιτάω το ρολόι μου και βλέπω ότι ήταν 10 η ώρα. Κοιμόμουν δύο ώρες στην πρώτη σειρά των εδράνων, απέναντι στο διδάσκοντα. Εκείνη τη στιγμή που ξύπνησα ο  καθηγητής, Curt Schmieden, έφευγε από τη δεξιά πόρτα και οι συμφοιτητές αποχωρούσαν από την αίθουσα. Θυμόμουν μόνο τη φυσιογνωμία ενός συμφοιτητή που καθόταν δεξιά δίπλα μου...

Φυσικά τότε δεν συνέβη τίποτα. Αρκετές φορές θυμάμαι που κάποιοι συμφοιτητές κοιμόντουσαν στα έδρανα την ώρα της παράδοσης, όχι όμως στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, κυρίως πίσω! Κανείς δεν τους ενοχλούσε πάντως. Μια απογοήτευση την αισθανόμουν βέβαια που δεν κατάφερα να μείνω ξύπνιος.

Πέρασαν 1-2 χρόνια μέχρι να πάρω το προδίπλωμα και, χωρίς να το περιμένω, με κάλεσε ένας επιμελητής από το Mathematisches Institut, Hans Friedrich Walter λεγόταν, καλή του ώρα, να μου πει κάτι. Πάω στο γραφείο του και μου ανακοινώνει ότι λόγω των επιδόσεών μου στις εξετάσεις προτάθηκα, μαζί με άλλους 2-3 Γερμανούς συμφοιτητές, να γίνουμε Hilfsassistenten (στα ελληνικά θα λέγαμε σήμερα έκτακτοι βοηθοί) στα Μαθηματικά. 

Φυσικά χάρηκα πολύ για την τιμή, αλλά κυρίως επειδή θα έπαιρνα και 400 Μάρκα το μήνα ως αποζημίωση, πολλά λεφτά τότε για φοιτητή. Μου λέει ο επιμελητής, πάμε απέναντι στο γραφείο του κ. Schmieden να του ανακοινώσουμε ότι δέχεσαι. 

Μπαίνουμε μέσα, του λέει ο Walter τα καθέκαστα, με κοιτάει ο Schmieden από πάνω μέχρι κάτω και μου λέει χαμογελώντας, «Α μάλιστα, mein Lieber (αγαπητέ μου), εσείς δεν ήσασταν που κοιμόσασταν μια φορά στην πρώτη σειρά της παράδοσής μου;» Γκλουπ, σχεδόν το είχα ξεχάσει εγώ και μου το θύμισε την πιο ακατάλληλη στιγμή ο καθηγητής. Δεν έβρισκα τι να πω, ένα κλαδάκι να κρατηθώ, να μη με πάρει το ποτάμι, αλλά η μεγαλύτερη σαστιμάρα του επιμελητή δίπλα με έβγαλε από την αμηχανία. «Τι, πότε, δεν ξέρω τίποτα», δεν ήξερε τι εννοούσε ο καθηγητής και φοβήθηκε μήπως έκανε κάποια γκάφα ο ίδιος. Τον καθησύχασε ο καθηγητής και του είπε ότι για αστείο το ανέφερε. 

Όταν βρεθήκαμε μερικές μέρες αργότερα όλοι οι Hilfsassistenten, παλιοί και νέοι για να γνωριστούμε μεταξύ μας και να πάρουμε οδηγίες για το νέο εξάμηνο, διαπίστωσα ότι ένας από τους νέους, όπως εγώ, ήταν ο συμφοιτητής που καθόταν δίπλα μου, τότε που αποκοιμήθηκα. Γνωριζόμασταν ήδη και είχαμε μιλήσει αρκετές φορές. Του λέω, θυμάσαι εκείνο το περιστατικό στην παράδοση Μαθηματικών που καθόσουν δίπλα μου κι εγώ κοιμόμουν επί δίωρο πάνω στο έδρανο; Δεν θυμόταν τίποτα... Ο καθηγητής στα 4-5 μέτρα απόσταση, με 200+ φοιτητές στο αμφιθέατρο και μετά από 2 χρόνια το θυμόταν όμως! 


29 July 2020

Δυο-δυο…

Όπως γνωρίζουν όλοι που έμειναν μακριά από τα σπίτια τους στα χρόνια των σπουδών, ιδίως για τα αγόρια υπήρχε μια δυσκολία  προσαρμογής στη ζωή του εργένη. Στο σπίτι του Στέφανου φρόντιζαν η μαμά, η γιαγιά, κάποιες θείες για όλα που απαιτούνταν και ξαφνικά έπρεπε ο γιος να κάνει μόνος του όλα αυτά που δεν έβλεπε ή δεν καταλάβαινε πώς γίνονται.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν σπουδάζει ο νέος στο εξωτερικό, όπου φορτώνονται κι άλλα προβλήματα, διαφορετικά φαγητά, διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις κ.ο.κ. 

Στα δύο χρόνια σπουδών και συγκατοίκησης του Στέφανου με άλλους δύο φίλους και συμφοιτητές πήγαιναν όλα μια χαρά, μέχρι που παρουσιάστηκαν κάποια προβλήματα, ίδια περίπου και στους τρεις και γι’ αυτό πήγαν μαζί σε ένα γειτονικό φαρμακείο να πάρουν βοήθεια. Είχαν πρηστεί τα ούλα τους, παρότι δεν παραμελούσαν ποτέ την καθαριότητα των δοντιών με βούρτσα και οδοντόκρεμα.

Κοιτάζει ο φαρμακοποιός τους νεαρούς πάσχοντες στο στόμα, ρωτάει έκπληκτος, από πού ήρθατε, ναυτικοί είστε; «Όχι καλέ», λένε αυτοί, «εδώ δίπλα μένουμε, φοιτητές είμαστε.» Δεν το πιστεύω, λέει ο φαρμακοποιός, αυτά είναι αρχικά δείγματα σκορβούτου που πάθαιναν παλιά οι ναυτικοί με κακή διατροφή. Διευκρινίστηκε ότι οι τρεις ήξεραν τη θάλασσα μόνο από το κολύμπι, οπότε ο φαρμακοποιός ανέσυρε από τη μνήμη του παλιές ιστορίες που είχε ακούσει ή διαβάσει, «Αυτό που έχετε οφείλεται στην έλλειψη βιταμίνης C!»

Τους καθησύχασε όμως ο ειδικός ότι, «είστε σε αρχικό στάδιο και δεν υπάρχει φόβος να χάσετε τα δόντια σας. Θα παίρνετε 2 φορές την ημέρα αυτά τα χάπια, και μετά από ένα μήνα θα ξανάρθετε». Σκύβει δε αμέσως πάνω από τον πάγκο του φαρμακείου και λέει με συνωμοτικό ύφος στους τρεις, ψιθυριστά όπως στις ταινίες: «Αν θέλετε,  βέβαια, να έχετε  μακροπρόθεσμα επιτυχία, φροντίστε να βρείτε από μια φιλενάδα που ξέρει να μαγειρεύει...». Και απομακρύνθηκε από τον πάγκο για να τοποθετήσει τα παραπανίσια φάρμακα στα ράφια.

Για κοίτα να δεις, αντάλλαξαν οι τρεις απόψεις έξω από το φαρμακείο, εκείνες οι ταπεινές πρασινάδες που περιφρονούσαμε είχαν τη σημασία τους… Η συζήτηση πέρασε βέβαια αμέσως στις φιλενάδες που έπρεπε να αγκαζάρουν. Όχι ότι δεν το είχαν σκεφτεί και δεν είχαν καταφέρει κατά καιρούς διάφορα, αλλά τις έβλεπαν και τις επέλεγαν μέχρι τώρα με τελείως διαφορετικά κριτήρια και με διαφορετικό πνεύμα…

οοο

Πέρασαν έτσι κάποιοι μήνες, τα συμπτώματα του σκορβούτου είχαν υποχωρήσει και η αναζήτηση φιλενάδων με στόχο το μαγείρεμα και την υγιεινή διατροφή –εννοείται–  είχε ευδοκιμήσει. Ο Στέφανος τα έφτιαξε με μια συμφοιτήτρια και συμπατριώτισσα, τη Λίτσα, η οποία έμενε στην ίδια γειτονιά σχεδόν. Έτρωγαν μαζί, διάβαζαν μαζί, όποτε χρειαζόταν, κάλυπταν και άλλες απαραίτητες ανάγκες, όπως το μπάνιο, όπου πλενόντουσαν και γαργαλιόντουσαν μαζί, «Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο, δυο δυο...». 

Η Λίτσα ήταν υπενοικιάστρια ενός δωματίου στο διαμέρισμα μιας χήρας, στον τέταρτο όροφο ενός κτιρίου κατοικιών. Είχε δικαίωμα χρήσης του μπάνιου και της κουζίνας. Μειονέκτημα ήταν ότι έπρεπε να ανέβεις και κατέβεις τέσσερις ορόφους στην ξύλινη σκάλα, αλλά τα νέα παιδιά δεν είχαν πρόβλημα, η χήρα η φουκαριάρα, Frau Gundlach, ανέβαινε έναν έναν τους ορόφους με θόρυβο και ασθμαίνοντας. Έπινε και λιγάκι τα βράδια, οπότε μερικές φορές που επέστρεφε σπίτι -όχι πολύ αργά-, φώναζε τη Λίτσα να την βοηθήσει για να ανέβουν μαζί. Της είχε ηθική υποχρέωση λοιπόν της υπενοικιάστριας.


Πέρναγαν έτσι ευχάριστα εβδομάδες και μήνες. Κάθε Τετάρτη, βρέξει-χιονίσει, η χήρα έκανε τακτική επίσκεψη σε μια συγγενή και οι δύο ερωτευμένοι έκαναν μακροβούτι στη μπανιέρα. Μέχρι που μια μέρα, εκεί που ακουγόταν μέχρι έξω το τραγούδι τους «Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο…», φωνάζει η Λίτσα που άκουγε μέχρι και το πάτημα της γάτας: «Σουτ… έρχεται η Gundlach...»

Δεν είχε απαγορέψει ρητά η γριά τις επισκέψεις ανδρών στο δωμάτιο της Λίτσας... αλλά όχι και στην μπανιέρα μας, τι το κάναμε εδώ δεσποινίς μου, έχουμε και μια ηθική, τέλος πάντων, πέρα από κάποια ζήλεια που είναι αυτονόητη με την ηλικία. Αυτά ήταν όμως φιλοσοφίες, τι κάνουμε τώρα, αν θελήσει να μπει στο μπάνιο η χήρα, λογικό θα είναι, και σε βρει μπροστά της; Ναι, τι κάνουμε; Ο Στέφανος έπρεπε να καταστρώσει επιτελικό σχέδιο, είχε να αντιμετωπίσει την επιδρομή βαρβάρων και έπρεπε να γλιτώσει από τον κίνδυνο να επιστρέψει σπίτι του γυμνός και με σαπουνάδες – που λέει ο λόγος.

Σκέφτηκε γρήγορα μια λύση και την είπε στη Λίτσα: «Αν με βρει εδώ η Gundlach και σου κάνει παρατήρηση, της λες με αυστηρό ύφος, “Με γεια σου και χαρά σου, κυρία μου, ξεχνάω ότι σε κουβάλησα τόσες φορές μεθυσμένη τέσσερις ορόφους, θα μαζέψω τα πράγματά μου και σε 2-3 ημέρες εγκαταλείπω το ανάκτορό σου. Βρες καλύτερο ενοικιαστή τότε...”. Αν σου πει, βέβαια, καλά δεν είπαμε κι έτσι, μην πάμε στα άκρα για ασήμαντο λόγο, την συγχωρείς μεγαλόψυχα και παίρνεις πίσω την απειλή σου, οπότε έχεις εξασφαλίσει όμως και το δικαίωμα των δικών μου επισκέψεων μετά χρήσης μπάνιου».

Η Λίτσα συμφώνησε αμέσως, έριξε ένα μπουρνούζι επάνω της και ήταν έτοιμη να βγει στο κλιμακοστάσιο και  να βροντοφωνάξει στην ασθμαίνουσα χήρα την απόφασή της: «Παράτα με μέ το δωμάτιό σου κυρά μου!», αλλά η χήρα ήταν ακόμα στον τρίτο όροφο, ούτε που υποπτευόταν τι σχέδια είχαν σφυρηλατηθεί στο μπάνιο του διαμερίσματός της. «Περίμενε, μην βγαίνεις από το μπάνιο μέχρι να υπάρχει σοβαρός λόγος», της λέει ο Στέφανος, πιο μεθοδικός στην εκτέλεση του σχεδίου. Τσουκ τσουκ ένα-ένα τα σκαλοπάτια, σε λίγο ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα της εισόδου, η Λίτσα ήταν στημένη, με το μπουρνούζι πάνω της, πίσω από την πόρτα του μπάνιου, ο Στέφανος έτοιμος να βουτήξει στο αφρόλουτρο κρατώντας την αναπνοή του, για 2-3-4 ώρες, ποιος ξέρει τι θα απαιτούσαν οι συνθήκες του αγώνα…

Φωνάζει η Λίτσα: «Εσείς είστε κ. Gundlach; Είμαι στο μπάνιο…» Ναι, απαντάει αυτή, «Ξέχασα να πάρω μαζί το γλυκό που ετοίμασα και θα πήγαινα με άδεια χέρια. Κατέβηκα από το τραμ και γύρισα πίσω». Και συνεχίζει, «Φεύγω αμέσως, βλέπω ότι έχετε επίσκεψη!» Αμηχανία στο ακροατήριο, από πού ήξερε η πονηρά γραία ότι υπάρχει επισκέπτης στο σπίτι; Μουρμούρισε η Λίτσα κάτι ακαταλαβίστικο, κάτι σαν: «Γιατί το λέτε αυτό, τι βλέπετε;» Και λέει η χήρα: «Μα κρέμεται εδώ το παλτό του φίλου σας δεσποινίς Λίτσα…»


03 July 2020

Ανακούφιση μέσα στην κυκλοφορία


Μου διηγήθηκε συνάδελφος εκπαιδευτικός μια περιπέτεια που του είχε συμβεί την ακριβώς προηγούμενη ημέρα. Ακούγεται διασκεδαστική για τους αμέτοχους, ήταν όμως πολύ δυσάρεστη για τον ίδιο:

Βρισκόταν ο συνάδελφος για ένα σεμινάριο στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στην Αθήνα, Βασ. Κων/νου μετά το Χίλτον. Τελείωσαν το μεσημέρι οι εισηγήσεις και συζητήσεις στο αμφιθέατρο και ξεκίνησαν όλοι να πάνε σπίτια τους για γεύμα. Μπαίνει και ο ίδιος στο αμάξι του και διαπιστώνει ότι είχε παραλείψει να πάει στην τουαλέτα. Ήταν αμφίθυμος! Να κατέβω τώρα, σκέφτηκε, να πάω μέσα, θα με πετύχει κανένας στο διάδρομο και θα μου πιάσει τη συζήτηση, όπως γίνεται συνήθως, πες το ένα, πες το άλλο, θα φάμε καμιά ώρα πάλι. Αν κολλήσει δε και δεύτερος-τρίτος στη συζήτηση, τρέχα-γύρευε ούτε αύριο δεν θα ξεκολλήσω.

Αποφασίζει λοιπόν να φύγει για το σπίτι, 20-25 λεπτά θα κάνει μέχρι το Μαρούσι κι εκεί στο σπίτι θα ανακουφιστεί με την ησυχία του. Βγαίνει Βασ. Κων/νου, φτάνει στο Χίλτον κι από κει δεξιά για βόρεια προάστια, όλα πήγαιναν μια χαρά. Όταν μπήκε στη λεωφόρο Κηφισίας κατάλαβε ο συνάδελφος το λάθος του. Κάπου πρέπει να υπήρχε εμπόδιο στην κυκλοφορία, όλα τα αυτοκίνητα πήγαιναν δέκα μέτρα κάθε φορά και σταμάταγαν.

Όμως η πίεση της ανάγκης δεν έκανε διάλειμμα, τώρα μάλιστα γινόταν πιο επιτακτική για ψυχολογικούς λόγους. Σκεφτόταν να μετακινηθεί στην ακραία λουρίδα (αδύνατον) κι από κει να μπει σε κάποιο παρκάκι της Φιλοθέης; Άντε άλλα δέκα μέτρα τα αμάξια μπροστά. Να μπει σε κάποιο εστιατόριο, αν μπορέσει να βρει ελεύθερο χώρο να παρκάρει δίπλα ή πάνω στο πεζοδρόμιο, πάλι πολύ δύσκολο. Στα δέκα μέτρα που προωθείσαι ποιος θα σου κάνει χώρο να αλλάξεις λουρίδα αριστερά ή δεξιά;  Άντε πάλι άλλα δέκα μέτρα τα αμάξια μπροστά. Πάνω εκεί σκέφτηκε ότι θα υλοποιήσει στην πράξη το ανέκδοτο με τον περιπλανώμενο οδηγό και το γρύλο και χαμογέλασε, αλλά τα πράγματα δυσκόλευαν και πίεζαν πλέον πολύ.

Αποφάσισε ο συνάδελφος να κατουρήσει στο δάπεδο του αμαξιού! Σιγά το πρόβλημα, ούτε που θα τον έβλεπε κανείς και, σκέφτηκε για παρηγοριά του, ποιος ξέρει πόσοι άλλοι το έχουν κάνει αυτές τις μέρες, όλοι αυτοί στα αμάξια δεν μπορεί να πηγαίνουν πάντα έγκαιρα στην τουαλέτα. Με τις γυναίκες είναι βέβαια αλλιώς τα πράγματα … αλλά δεν ήταν τώρα κατάλληλη η στιγμή για αναλύσεις επί της ανατομίας. Κοιτάει δεξιά κι αριστερά, σιγά μην τον κοίταζε κανένας. Ανοίγει το παντελόνι βγάζει το πουλί του έξω και αρχίζει να κατουράει ανάμεσα στα πόδια. Σήκωσε και τα πόδια λίγο πάνω από το δάπεδο για να γλιτώσει τον καταιγισμό, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε προς τα έξω δήθεν αδιάφορος.

Όταν τελείωσε ήρθε η στιγμή προωθήσεως των αμαξιών, άντε πάλι τα επόμενα δέκα μέτρα μπροστά. Αλλά τώρα είχε ανακουφιστεί και δεν τον ένοιαζε πια πόσο θα καθυστερήσει η κίνηση! Εκείνη τη στιγμή κορνάρει ένας οδηγός εξ αριστερών και κάτι του έδειχνε. Κατεβάζει το τζάμι και ρωτάει τι συμβαίνει; Του λέει ο απέναντι, από το αυτοκίνητό σας τρέχουν υγρά, μήπως έχει τρυπήσει το ντεπόζιτο της βενζίνης; Υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς και έκρηξης του λέει ο άλλος με πανικό στη φωνή…

«Ευχαριστώ πολύ», φωνάζει ο συνάδελφος στον συνταξιδιώτη που τον ενημέρωσε, «θα πάω στην άκρη και θα το κοιτάξω. Αφήστε με παρακαλώ να περάσω όταν σας δοθεί ευκαιρία». Πράγματι, με τα επόμενα δέκα μέτρα προωθήσεως, έμεινε ακίνητος ο διπλανός αριστερά του και ο συνάδελφος πήγε επάνω στο πεζοδρόμιο. Κατέβηκε και έκανε πως εξετάζει το αίτιο της διαρροής. Μετά από λίγο μπήκε πάλι στο αμάξι και ξεκίνησε χαλαρός και ανακουφισμένος προς Μαρούσι.


30 June 2020

Ο θείος Dean στη Βιέννη

Είχα ένα θείο, αδελφό της μητέρας μου, θείος Κώστας στο όνομα, Dean στα αμερικάνικα, ο οποίος το 1953 μπάρκαρε για Αμερική και μπήκε εκεί λαθραία. Οι συνθήκες ζωής στην Αθήνα και την Ελλάδα γενικότερα, ήταν εκείνα τα χρόνια για όλους δύσκολες. Ο θείος επιπλέον ήταν το 7ο παιδί της οικογένειας, η οποία είχε χάσει τον εργατικό και κουβαλητή πατέρα από το 1938, και το μόνο προσόν του ήταν, όχι ασήμαντο τότε, ότι είχε τελειώσει το Γυμνάσιο (Λύκειο που λένε σήμερα). 

Πήγε λοιπόν ο θείος πρώτα στο Άμστερνταμ όπου μπάρκαρε σε κάποιο εμπορικό σκάφος για Νότια Αμερική, αλλά θα έκανε ενδιάμεσο σταθμό στη Νέα Υόρκη. Εκεί δραπέτευσε ο Dean από το σκάφος του και συνάντησε στο λιμάνι ένα συγγενή, παλιό μετανάστη, με τον οποίο είχε συνεννοηθεί και τον περίμενε. Ο συγγενής τον φιλοξένησε 1-2 μέρες σπίτι του, μέχρι να γίνει διαπραγμάτευση με κάποια νύφη, η οποία συστηματικά πληρωνόταν για να παντρευτεί λαθρομετανάστες και να έρθουν στη συνέχεια επίσημα στην Αμερική. 

Αμέσως μετά έφυγε ο θείος Dean για την Τζαμάικα και περίμενε εκεί να του στείλει η στεφανωμένη για πολλοστή φορά σύζυγος επίσημη πρόσκληση μετανάστευσης. Όλα υπό τον έλεγχο του Αμερικάνου συγγενή και με τμηματικές πληρωμές. Ερχόμενος ο θείος επίσημα πλέον στη Νέα Υόρκη, βρήκε κάποια δουλίτσα και έκανε αίτηση για άδεια μόνιμης παραμονής.

Κάπως έτσι εγκαταστάθηκαν στην Αμερική τότε πολλές χιλιάδες συμπατριώτες μας και άλλοι Ευρωπαίοι, οι οποίοι πρόκοψαν επαγγελματικά στα ξένα, αλλά ζούσαν διαρκώς με το όνειρο να επιστρέψουν κάποια στιγμή στην πατρίδα. Ο θείος γύρισε στην Ελλάδα με την είσοδο του 21ου αιώνα, μετά από περίπου 50 χρόνια παραμονής και εργασίας στην Αμερική ως ξυλουργός (carpenter). Το 2004 πήγαμε μαζί σε 1-2 αθλητικούς αγώνες των Ολυμπιακών, το είχε καημό να δει από κοντά Ολυμπιακούς Αγώνες ο θείος!

Έπαιρνε ο μπάρμπας από την Αμερική (California) μια σύνταξη, αλλά ιατροφαρμακευτική περίθαλψη δεν είχε, περίπου 80 ετών τότε. Του είχα πει να φροντίσει να ασφαλιστεί που ήταν και εύκολο για υπερήλικες που επιστρέφουν στην πατρίδα, αλλά αυτός αμελούσε, δεν το θεωρούσε σημαντικό. «Εγώ δεν αρρώστησα ποτέ» μου έλεγε, «τώρα θα αρρωστήσω;» 

Έβλεπα το θείο 2-3 φορές το μήνα, ερχόταν καμιά Κυριακή ή γιορτή και τρώγαμε μαζί, τον ρώταγαν τα παιδιά διάφορα θέματα από την Αμερική και διασκεδάζαμε. Παράλληλα είχε πιάσει ο μπάρμπας φιλίες στο ΚΑΠΗ της περιοχής, όπου οργάνωναν μαζί συνεστιάσεις, ομαδικές εκδρομές και άλλα σχετικά με χρηματοδότηση του Δήμου. Είχε συνεχή απασχόληση και ήταν αρκετά δημοφιλής στο ΚΑΠΗ, γιατί έλεγε διάφορες ιστορίες από τη ζωή του στην Αμερική, πραγματικές ή φανταστικές.

Κάποια εποχή εξαφανίστηκε ο θείος για 2 μήνες περίπου. Πέρασα από το σπίτι που έμενε και από το ΚΑΠΗ, πουθενά! Σκέφτηκα ότι θα πήγε στην επαρχία με κάποιον φίλο του, γιατί είχε αφήσει να εννοηθεί κάτι τέτοιο 1-2 φορές. Κινητό τηλέφωνο δεν είχε κατά κανόνα, είτε δεν τα πλήρωνε και του το έκοβαν, είτε το έχανε... Όταν τελικά εμφανίστηκε μια Κυριακή στο σπίτι, ήταν κάτωχρος και αδυνατισμένος. Μου διηγήθηκε ότι ήταν στη Βιέννη!

Αποφάσισαν στο ΚΑΠΗ, λέει, να πάνε οργανωμένο ταξίδι, μέσα στο Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, στην Αυστρία. Οι συμμετέχοντες έβαλαν κάποια μικρή χρηματική συμμετοχή, τα υπόλοιπα τα πλήρωσε ο Δήμος από τον κοινωνικό προϋπολογισμό, κονδύλια της Ε.Ε. κ.λπ. Ο θείος Dean δεν είχε όμως χειμωνιάτικα ρούχα, φορούσε ακόμα τα ρούχα από την Καλιφόρνια. Δεν είχε στο σπίτι και καμιά γυναίκα να τον καθοδηγήσει. Στις φωτογραφίες που μου έδειξε από τα αξιοθέατα της Βιέννης, όλοι φορούσαν χοντρά παλτά ή μπουφάν με γούνα, αυτός ήταν με πουκάμισο και σακάκι.

Την 3η-4η ημέρα στην Αυστρία τον έπιασε υψηλός πυρετός και τον πήγαν με ασθενοφόρο από το ξενοδοχείο στο νοσοκομείο. Εκεί διέγνωσαν πνευμονία και τον άρχισαν στις ενέσεις και τα άλλα ιατρικά, οπότε κατάφεραν να τον συνεφέρουν σε 6-7 ημέρες. Έπρεπε όμως να εισαχθεί με παραπεμπτικό σε νοσοκομείο στην Ελλάδα, μόλις θα έφθανε στην Αθήνα. Μπήκε λοιπόν στον «Ευαγγελισμό», όπου έγινε δεκτός ως άπορος, αφού δεν είχε ασφάλιση.

Σε μένα ήρθε με το εξιτήριο από τον Ευαγγελισμό, τις εξετάσεις που του έκαναν στη Βιέννη και  με μια επιστολή στα γερμανικά που είχε φτάσει εντωμεταξύ σπίτι του.

Κοιτάω τις εξετάσεις, σχεδόν όλα τα αποτελέσματα κόκκινα, πάνω ή πολύ πάνω από τα όρια. «Ρε θείε», του λέω, «εσύ μου είπες ότι δεν έχεις αρρωστήσει ποτέ. Με τέτοιες εξετάσεις έπρεπε να πας εθελοντικά στο νεκροταφείο και να περιμένεις να σε θάψουν. Κοίτα εδώ Χοληστερίνη, κοίτα Ζάχαρο, κοίτα τριγλυκερίδια, το ένα το άλλο, ούτε ένα αποτέλεσμα δεν είναι στα φυσιολογικά όρια». «Μα δεν το ήξερα», δικαιολογήθηκε. «Πώς να το ξέρεις, αφού δεν πήγες ποτέ σε γιατρούς;» 

Πιάσαμε με αυτή την αφορμή μια κουβέντα για το νοσοκομειακό σύστημα στην Αμερική, δεν ήξερε καν τι ισχύει εκεί, εγώ του έλεγα διάφορα που κοίταζα στο Internet. Ο θείος ζούσε, όπως πολλά εκατομμύρια άλλων Αμερικάνων, στο περιθώριο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας, στην πόλη Modesto της Καλιφόρνιας, Riverside. Ακούγεται ίσως ρομαντικό το Riverside, αλλά πρόκειται συνήθως για μια ατελείωτη σειρά από τροχόσπιτα που βλέπουμε στις όχθες ποταμών, όταν γίνονται φυσικές καταστροφές, πυρκαγιές, πλημμύρες, σεισμοί κ.λπ. 

Μου διηγήθηκε ο θείος κάποια φορά την ταλαιπωρία που είχε, όταν μετά από πολυήμερες βροχές που πλημμύρισε ο ποταμός, παρασύρθηκαν όλα τα τροχόσπιτα στην κατωφέρεια και έψαχνε επί δύο μήνες να βρει το δικό του. Όταν το εντόπισε, σε απόσταση κάπου 20 χιλιομέτρων, διαπίστωσε ότι είχε εγκατασταθεί μέσα μια οικογένεια Μεξικάνων λαθρομεταναστών, 4-5 άτομα, που τον θερμοπαρακαλούσαν να μην τους διώξει, γιατί δεν είχαν κάπου αλλού να μείνουν. Αλλά και ο θείος δεν είχε άλλο «σπίτι», όπως  έλεγε το τροχόσπιτο. Δεν μου εξήγησε ποτέ πώς λύθηκε αυτό το πρόβλημα, αλλά μάλλον το έλυσε η Αστυνομία.

Εκτός από τις νοσοκομειακές εξετάσεις είχε φέρει ο θείος και μια επιστολή στο όνομά του, η οποία προερχόταν από το Magistrat der Stadt Wien (Διοίκηση της πόλης Βιέννης) και του ανακοίνωνε ότι για την παραμονή του στο νοσοκομείο με διάγνωση πνευμονίας χρωστάει κάπου 800€, για τα φάρμακα και τις εργαστηριακές εξετάσεις άλλα 200€ και για τη μεταφορά πηγαινέλα με το ασθενοφόρο 150€. 

Του λέω, «Θείε χρωστάς 1.150€ για την κουταμάρα σου να πας με το φανελάκι στη Βιέννη. Αν μας είχες ειδοποιήσει, θα σου δίναμε κάποια ζεστά ρούχα, παλτό, πουλόβερ, κασκόλ, γάντια κ.λπ. Εκεί είσαι κάτω από τις Άλπεις μήνα Νοέμβριο, δεν είναι αστείο». Η απάντησή του στερεότυπη: «Δεν το ήξερα μωρέ Στέλιο… Και πού να βρω τώρα τόσα λεφτά να τους ξοφλήσω;»

Έπαιρνε κάπου 700€ σύνταξη ο θείος από την Αμερική, αλλά ήταν η εποχή που έπεφτε το δολάριο έναντι του ευρώ και τα 700 έγιναν σταδιακά 600. Μου χρώσταγε κι εμένα αρκετά  κατοστάρικα, δανεικά κι αγύριστα, οπότε ήταν παγιδευμένος. 

Του λέω, θα γράψω εγώ στη Βιέννη ότι δεν έπρεπε να σε χρεώσουν, γιατί υπάρχει αλληλοκάλυψη των πολιτών λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χάρηκε πολύ ο θείος που έμαθε αυτή τη διέξοδο! Έγραψα λοιπόν στον υπολογιστή την επιστολή, την εκτύπωσα και την πήρε  να την ταχυδρομήσει ο ίδιος την άλλη μέρα.

Μετά από καμιά δεκαριά μέρες έρχεται πάλι ο θείος με την απάντηση από τη Βιέννη. Γράφουν, του μεταφράζω, ότι «Ο ασθενής  Dean T. δήλωσε εδώ Αμερικάνος πολίτης και έδειξε ένα αμερικάνικο διαβατήριο με αριθμό τάδε. Αφού είναι και Έλληνας πολίτης, γράψτε μας τον ασφαλιστικό φορέα και τον αριθμό μητρώου και θα κανονίσουμε εμείς το οικονομικό θέμα υπηρεσιακά». Μένω άφωνος εγώ, «Σφάλμα σου θείε που δεν αποφάσισες τόσο καιρό να γραφτείς στο ΙΚΑ και να λήξει αμέσως αυτή η ιστορία, αλλά γιατί έδειξες στη Βιέννη το αμερικάνικο διαβατήριο, αφού όλοι στην παρέα ήσασταν Έλληνες;» Μου απαντάει ο Dean με συνωμοτικό βλέμμα: «Σκέφτηκα να τους εντυπωσιάσω!» 

Ζούσε με το μυαλό ακόμα στην εποχή της UNRRA που έστελνε μετά τον πόλεμο τρόφιμα και δέματα σε πεινασμένους πληθυσμούς της Ευρώπης και άλλων ηπείρων. Θα ήθελε ίσως επίσης να δείξει απόσταση από τους υπόλοιπους συνταξιδιώτες του ΚΑΠΗ. Τι σχέση μπορεί να έχει ένας Αμερικάνος Καλιφορνέζος με τους ταπεινούς Βαλκάνιους, οι οποίο φορούσαν όμως παλτό, γάντια και κασκόλ, ενώ ο θείος όχι! «Καλά έκανες θείε που σκέφτηκες να εντυπωσιάσεις τους κρυόκωλους Αυστριακούς», του λέω, «αλλά οι εντυπωσιασμοί κοστίζουν. Κοίτα τώρα πώς θα ξεπληρώσεις το χρέος σου!» 

Μετά από κάπου 3-4 μήνες κι αφού κατάλαβαν, ευτυχώς, ότι δεν πρόκειται να εξοφληθεί ο λογαριασμός, ήρθε νεότερη επιστολή από τη Βιέννη που ανέφερε ότι με απόφαση του Δήμου, εντάσσουν τον θείο Dean στην κατηγορία «άπορος ασθενής» και έτσι παραγράφεται το χρέος του. Τόσο πολύ είχαν εντυπωσιαστεί! 


28 May 2017

Μια συνάντηση από το παρελθόν

του Σ.Φρ.
Ένας επαγγελματικός συνάδελφος και φίλος, Λευτέρης Κ., μού διηγήθηκε πρόσφατα την εξής ιστορία. Την εποχή που σπούδαζε (τέλη δεκαετίας του ’70) δηλώθηκε για ένα πρόγραμμα ανταλλαγών με εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού. Του όρισαν ένα Πολυτεχνείο στη Γερμανία, απ’ όπου είχε δηλωθεί επίσης και μια πολύ εμφανίσιμη Γερμανίδα φοιτήτρια, ίδιας περίπου ηλικίας και επιστημονικής κατεύθυνσης.
Πήγε λοιπόν ο Λευτέρης μετά από τις απαραίτητες συνεννοήσεις στην πόλη υποδοχής, συναντήθηκε με τη συνάδελφο και, μετά από σύντομες συζητήσεις «αξιολόγησης», του ανακοίνωσε αυτή ότι ο επισκέπτης θα μένει στο σπίτι της. Ωραίο και έξυπνο παλικάρι ο Λευτέρης, εντυπωσίασε προφανώς την καλλίπυγο φοιτήτρια και σκέφτηκε να επεκτείνει την εκπαιδευτική και επιστημονική ανταλλαγή απόψεων στο δωμάτιό της.
Στο σπίτι της Γερμανίδας που πήγαν, συνάντησε ο Λευτέρης μια ακόμα πιο εντυπωσιακή κατάσταση. Ο πατέρας της νεαρής ήταν διαχυτικός, τον υποδέχτηκε με αγκαλιές και ανέκδοτα, του συνέστησε ιδιαιτέρως και χαμηλόφωνα να μην ξαπλώσει με την κόρη του στο ξύλινο κρεβάτι που θα μπορούσε να σπάσει αλλά στο μεταλλικό που είναι πιο ανθεκτικό και, για εισαγωγή, τον κάλεσε στο τραπέζι να πιουν μερικά σναπς, τρώγοντας και τους απαραίτητους μεζέδες που έφτιαχνε η σύζυγος.
Μετά από 2-3 ποτηράκια άναψε το κέφι, είπαν ανέκδοτα και αστείες ιστορίες από τη φοιτητική ζωή και κάπου εκεί σοβάρεψε ο πατέρας. «Ξέρεις, Λευτέρη», του είπε. «Στον πόλεμο βρέθηκα στην Ελλάδα, στην Πελοπόννησο. Εκεί πέρασα τη χειρότερη στιγμή της ζωής μου. Υπάρχει ένα χωριό Ίναχος στο Άργος…» Παραξενεύτηκε ο Λευτέρης, «Τι λες τώρα, από κει κατάγεται ο πατέρας μου.» Γούρλωσε τα μάτια ο Γερμανός, «Αλήθεια λες; Μήπως με κοροϊδεύεις;» Τα χρειάστηκε ο Λευτέρης, «Όχι βρε φίλε, πού ξέρω εγώ τι έκανες στον πόλεμο, ο πατέρας μου είναι από κει και μάλιστα υπάρχει και ένας ποταμός Ίναχος που περνάει κοντά στο χωριό.»
Κοιτάει αναστατωμένος ο Γερμανός και φωνάζει: «Ακριβώς κάτω από τη γέφυρα στον Ίναχο είχα κρυφτεί, όταν με καταδίωκαν αντάρτες. Ήμασταν τέσσερις φαντάροι, είχαν σκοτώσει τους τρεις συναδέλφους μου κι εγώ ξέφυγα, το έβαλα στα πόδια και κρύφτηκα κάτω από τη γέφυρα, μέχρι που με ανακάλυψαν και αρχίσαμε να πυροβολιόμαστε. Ευτυχώς είχα αρκετά πυρομαχικά μαζί μου και κράτησα τους αντάρτες σε απόσταση, οπότε με το σούρουπο κατάφερα να ξεγλιστρήσω και να διαφύγω στο σκοτάδι. Κοίτα σύμπτωση, τώρα, μετά από 40 χρόνια, συναντάω τυχαία κάποιον από εκείνο το χωριό.»
Ξαναγέμισε τα ποτήρια ο Γερμανός, που δεν είχε πλέον μετά τον πόλεμο καμία σχέση με το στρατό και έδειχνε συγκινημένος από την επαναφορά στη μνήμη του των εικόνων του μακελειού που είχε εξελιχθεί στην Κατοχή. Είπε ακόμα διάφορες λεπτομέρειες για την περιοχή, τη γέφυρα και τον ποταμό που κατέβαζε πηχτή λάσπη και άλλα σχετικά. Η σύζυγος και η κόρη πίεζαν να σταματήσουν αυτές τις παλιές ιστορίες, «Όλο αυτά διηγείται», λέγανε στον Λευτέρη, περίπου σαν συγγνώμη, αλλά ο Γερμανός ήταν αλλού με το μυαλό του, θα άκουγε σίγουρα ακόμα τα όπλα και τις φωνές κάτω από τη γέφυρα του Ίναχου…
Ο Λευτέρης έμεινε εκστασιασμένος από την απίθανη σύμπτωση, ήξερε από τον πατέρα του για τέτοια επεισόδια που συνέβησαν στο χωριό του, αλλά δεν φαντάστηκε ποτέ ότι θα άκουγε μια περιγραφή κι από την αντίπαλη πλευρά. Σηκώνεται και λέει στην οικογένεια ότι θα πάρει στο τηλέφωνο τον πατέρα του να του πει ότι έφτασε καλά και τον υποδέχθηκαν με χαρά, αλλά και για την ιστορία που μόλις του διηγήθηκε ο φίλος οικοδεσπότης. Του φέρανε το σταθερό τηλέφωνο, κινητά δεν υπήρχαν τότε, παίρνει σπίτι του στην Αθήνα και λέει στον πατέρα του τα καθέκαστα. Στην αρχή ο πατέρας του Λευτέρη έμεινε σιωπηλός, δεν έλεγε τίποτα. Σίγουρα έφερνε στο μυαλό του τα περιστατικά, όπως έκανε προ ολίγου και ο Γερμανός. Ξαφνικά φωνάζει από την Αθήνα στο γιο του: «Σκότωσέ τον! Σκότωσέ τον! Είναι ο μπινές που τον ψάχναμε επί ώρες και μας ξέφυγε. Γλίτωσε τότε αλλά δεν πρέπει να γλιτώσει τώρα!»
Τα χρειάστηκε ο Λευτέρης, «Τι λες ρε πατέρα, ήρθα επίσκεψη σε ένα σπίτι και θα σκοτώσω τον οικοδεσπότη; και να ήθελα να το κάνω, θα γινόμασταν περίγελος σ’ όλη την ανθρωπότητα. Θα το κάνουμε σαν τον Ελληνάρα που δάρθηκε με έναν Πέρση για να εκδικηθεί τη μάχη του Μαραθώνα…» Ο πατέρας του Λευτέρη μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο, είχε ηρεμήσει εντωμεταξύ, δεν επέμενε να εκτελέσει ο γιος του τον οικοδεσπότη και άρχισε να μεμψιμοιρεί, «Τι τραβήξαμε τότε στην Κατοχή…», όπως έκαναν όλοι όσοι έζησαν εκείνη τη φοβερή εποχή.
Κλείνει ο Λευτέρης το τηλέφωνο, λέει στον οικοδεσπότη πόσο χάρηκε ο πατέρας του που τον υποδέχτηκαν τόσο καλά, τον ευχαριστεί και του στέλνει χαιρετισμούς, αφού ξέρει τόσο καλά την περιοχή του Άργους. Τις επόμενες ώρες και ημέρες αφοσιώθηκε ο Λευτέρης στις επιστημονικές γνώσεις της θυγατέρας και δεν ξανάγινε στο σπίτι συζήτηση για τις επιχειρήσεις του πολέμου.
Όταν μετά από λίγες μέρες αναχώρησε ο Λευτέρης από το σπίτι των γονέων της συναδέλφου του και αφού είπαν τις συνήθεις ευχαριστίες, ζήτησε ο Γερμανός να συνεννοηθούν, να ενημερωθεί και ο πατέρας τού Λευτέρη και να πάνε όλοι μαζί σ’ εκείνα τα μέρη που πολέμησαν. Τον απέτρεψε ευγενικά ο Λευτέρης, «Να έρθετε όποτε θέλετε, αλλά έχουν αλλάξει όλα, έφτιαξαν φαρδείς δρόμους, έχτισαν εργοστάσια και έχει ανασκαφτεί όλη η περιοχή πλέον. Ούτε ο πατέρας μου που γεννήθηκε εκεί αναγνωρίζει πια τα μέρη που μεγάλωσε. Με τα έργα υποδομής εξαφανίζεται η ιστορική μνήμη – και ευτυχώς καμιά φορά…»
Ο Γερμανός μάλλον δεν κατάλαβε το υπονοούμενο και οι γυναίκες ούτε που ενδιαφέρθηκαν, πρόσεχαν να αποχαιρετήσουν με όλους τους τύπους τον εκλεκτό επισκέπτη που συνεργάστηκε επιστημονικά με τη θυγατέρα. Έφυγε ο Λευτέρης και σκέφτηκε ότι γλίτωσε παρά κάτι από την αναβίωση των εχθροπραξιών που θα μπορούσε να προκαλέσει μια συνάντηση των παλιών αντιπάλων μαχητών…


06 December 2016

Ένα αμάξι για τις γκόμενες

του Στ.Φρ.

Στις δεκαετίες του ’50 και ’60, αλλά και αργότερα, όσοι πήγαιναν απροετοίμαστοι για σπουδές στο εξωτερικό, είχαν πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουν, πρωτίστως οικονομικά. Πέρα απ' αυτό, πρόβλημα αποτελούσε επίσης η γνώση της γλώσσας, αλλά και η σπουδή των μαθημάτων. Για πολλά χρόνια αναγκάζονταν αρκετοί συμφοιτητές να διακόψουν τη φοίτηση, επειδή είχαν κοπεί 2-3 φορές στη Μηχανική, στα Μαθηματικά ή άλλα μαθήματα, σημαντικά για κάθε ειδικότητα.
Έτσι οι νέοι φοιτητές στη Γερμανία αντιμετωπίζαμε με δέος παλαιότερους συναδέλφους που είχαν πάρει ήδη το μυθικό «προδίπλωμα» ή είχαν κιόλας τελειώσει και είχαν ήδη «στην τσέπη» το δίπλωμα, έστω μέσα από αλλεπάλληλες αναποδιές και πολλές στερήσεις. Μέχρι να τα πάρουμε κι εμείς αυτά τα «χαρτιά» κάναμε όνειρα, πώς θα είναι όταν… Και όταν τα είχαμε πλέον αποκτήσει, δεν δίναμε και μεγάλη σημασία, γιατί είχαμε βάλει ήδη ένα νέο, σπουδαιότερο στόχο, ένα άλλο πτυχίο, τη στρατιωτική θητεία ή κάποια επαγγελματική απασχόληση.
Ένας από τους συμφοιτητές μας, ο Σπύρος, είχε αρχίσει τις σπουδές το 1958-59 στο Darmstadt, τελείωσε παρά τις πολλές δυσκολίες θριαμβευτικά περί το 1965 και ήταν δικαίως όλο χαρά. Κέρναγε κάθε φίλο που συναντούσε και περιέγραφε σε παρέες πόσες δυσκολίες και αντιξοότητες είχε αντιμετωπίσει, μέχρι να πάρει το πολυπόθητο δίπλωμα. Ταυτόχρονα έλεγε τι σχέδια είχε για το μέλλον, πρόσθετες σπουδές, μελέτες κ.λπ.
Ένα βράδυ, λίγο πριν εγκαταλείψει ο Σπύρος οριστικά την πόλη μας, βρεθήκαμε τρεις φίλοι, αυτός, ένας άλλος συμφοιτητής κι εγώ στο Wienerwald — εμείς οι δύο είχαμε πάρει πολύ πρόσφατα προδίπλωμα. Εκεί μας περιέγραφε ο φρέσκος διπλωματούχος με όλα τα σκούρα χρώματα της παλέτας τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, από τότε που έφτασε να σπουδάσει σε μια πόλη που μόλις πριν 15 χρόνια είχε βγει από ένα καταστροφικό πόλεμο και στην οποία σταδιακά ξαναστηνόταν το Πολυτεχνείο με νέα κτίρια, νέα εργαστήρια και νέους καθηγητές...
Με την πάροδο της ώρας και με τη βοήθεια άφθονης μπύρας, η συζήτηση επεκτάθηκε σε διάφορα θέματα και πήρε άλλη μορφή. Ο Σπύρος άρχισε να εκθέτει τις βαθύτερες επιθυμίες και επιδιώξεις του, μπέρδευε και λίγο τα λόγια του λόγω μπύρας, όπως κι εμείς οι δύο ακροατές του άλλωστε. Κάποια στιγμή λοιπόν, όπως συζητάγαμε, τι θα κάνουμε μετά το δίπλωμα και με τι θα ασχοληθούμε, αναφώνησε ο Σπύρος με στόμφο, «Εγώ δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ με βιβλία και διαβάσματα! Με τα πρώτα λεφτά μου θα αγοράσω μια ανοικτή Porsche και θα κυκλοφορώ για να βρω γκόμενες!».


Αν και ελαφρά ζαλισμένοι, μείναμε έκπληκτοι, γιατί ο Σπύρος είχε πολύ καλές επιδόσεις στις σπουδές και πάντα έλεγε ότι θέλει να εμβαθύνει στον ένα ή στον άλλο τεχνολογικό τομέα, αφού πάρει το δίπλωμα. «Μα εσύ έλεγες βρε Σπύρο ότι θα κάνεις επιστημονικές μελέτες…» κ.λπ. Τίποτα, ανένδοτος ο φίλος, «Τα βαρέθηκα όλα, αυτό που μου λείπει τώρα είναι η διασκέδαση και οι γυναίκες» - η μπύρα είχε λύσει τη γλώσσα και μιλούσαν οι στερήσεις και τα απωθημένα πλέον. Δεν είχαμε κανένα λόγο να διαφωνήσουμε εμείς, αμφιταλαντευόμασταν όμως, έπρεπε για λόγους ευπρέπειας να κοιτάμε και την άλλη πλευρά, να υπενθυμίζουμε και λίγο τα παλιά οράματα…
ο ο ο
Θα είχαν περάσει 10-12 χρόνια από εκείνη τη συζήτηση με τις μπύρες, όταν βρέθηκα πάλι με τον Σπύρο στην Αθήνα. Ήρθε με ένα μηχανάκι, εγώ πήγα με το λεωφορείο, και καθίσαμε σε ένα καφενείο για να συζητήσουμε τι κάναμε στον ενδιάμεσο χρόνο, επαγγελματικά, οικογενειακά και άλλα τέτοια.
Κάποια στιγμή ρωτάω τον Σπύρο, με είχε παραξενέψει που οδηγούσε μηχανάκι: «Τι έγινε βρε Σπυράκο με εκείνα τα σχέδιά σου να πάρεις μια ανοικτή Porsche και να ψαρεύεις γκόμενες, κατάφερες τίποτα;»
Παραξενεύτηκε που το θυμόμουν, αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του: «Ναι βέβαια», μου απαντάει, «ατύχησα όμως…»
Και μου εξηγεί αναλυτικά: «Δεν πήρα Porsche βέβαια, δεν έφταναν τα λεφτά μου, αλλά ένα ανάλογο εγγλέζικο αμάξι, με το οποίο όργωσα την Αθήνα. Στα 2-3 χρόνια που το είχα δεν "έριξα", δυστυχώς, ούτε μία γκόμενα και η γυναίκα που παντρεύτηκα δεν ενδιαφέρεται καθόλου για αυτοκίνητα, μάλλον τα φοβάται.»
»Αλλά, ακριβώς αυτό το αυτοκίνητο μου έγινε δυστυχώς βραχνάς. Το περσινό καλοκαίρι είχαμε οργανώσει διακοπές στη Μάνη. Φόρτωσα τις βαλίτσες στο πορτ μπαγκάζ και ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω. Επειδή όμως οι γυναίκες πάντα καθυστερούν, λέω στη γυναίκα μου ότι θα πεταχτώ στο βενζινάδικο να φουλάρω βενζίνη και θα επιστρέψω να την πάρω.»
»Πάω στο βενζινάδικο, δίνω τα κλειδιά στο παιδί που δουλεύει εκεί, του λέω να γεμίσει βενζίνη και να καθαρίσει τα τζάμια και πάω στα 20 μέτρα μέχρι το περίπτερο για να κάνω λαθρανάγνωση στις εφημερίδες που κρέμονταν από το σύρμα.»
»Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε και ακούω δίπλα μου έναν εκκωφαντικό κρότο. Ένα αμάξι πήγε να βγει από το δρόμο μας με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο και έπεσε επάνω σε ένα λεωφορείο. Τρέχω κοντά και βλέπω το μπροστινό μέρος του αμαξιού, εκεί που βρίσκεται η μηχανή, να έχει γίνει φυσαρμόνικα…»
»Βρε τον ηλίθιο, σκέφτομαι… και πάνω εκεί διαπιστώνω ότι ήταν ένα αμάξι ολόιδιο με το δικό μου. Πήρε ο βλάκας τέτοιο καλό αμάξι και το στούκαρε στο λεωφορείο. Οπότε, σηκώνεται και βγαίνει από το αμάξι με δυσκολία ο οδηγός. Ήταν το παιδί του βενζινάδικου που του είχα δώσει τα κλειδιά και από το ανοικτό πορτ μπαγκάζ βλέπω τώρα να εξέχει η βαλίτσα μας!»
»Τάχε χαμένα ο μικρός, "νόμισα ότι φύγατε", λέει "και είπα να κάνω ένα γύρο στο τετράγωνο". Έχασα κάθε όρεξη για να τον βρίσω, πάει το αμάξι, πάνε οι διακοπές, πήγαμε τελικά με το λεωφορείο στη Βουλιαγμένη… Τώρα πληρώνω ακόμα τις δόσεις για να ξεπληρώσω τη φανταστική Porsche και κυκλοφορώ με αυτό το μηχανάκι!», είπε με απογοήτευση κι έδειξε το δίτροχο, με το οποίο είχε έρθει.
Έτσι κατεδαφίστηκαν άδοξα και απρόβλεπτα οι ελπίδες του Σπύρου να γίνει play boy — για επιστημονική έρευνα είχαν χαθεί οι διασυνδέσεις και το κέφι! Ένα σχέδιο για προσωπική ευζωία κατέρρευσε από μια στιγμιαία απροσεξία! 



26 May 2016

Μια συνωμοσία για δείπνο με πάπια

Όλοι ξέρουμε ότι στα χρόνια των σπουδών στο εξωτερικό υπήρχε ένα πρόβλημα με το φαγητό· έλειπαν τα χρήματα, το φαγητό στη Mensa συχνά δεν τρωγόταν, δεν ξέραμε και να μαγειρέψουμε… Περί το 1963 διαγνωστήκαμε 2-3 άτομα που μέναμε σε μια φοιτητική εστία με σκορβούτο — ο γιατρός νόμιζε ότι είμαστε, στην καρδιά της Ευρώπης, ναυτικοί της υπερπόντιας ναυτιλίας.
Αλλά ήταν αυτονόητο ότι θα καταλήξουμε εκεί, αφού σχεδόν κάθε μέρα τρώγαμε λουκάνικο με τηγανιτές πατάτες από το γωνιακό μαγαζί, άντε και καμιά πίτσα ενδιάμεσα, τι άλλο θα συνέβαινε; Εκείνες τις πρασινάδες που έβαζε η μητέρα μας στο τραπέζι, ποτέ δεν καταλάβαμε γιατί χρειάζονταν και στη Mensa ποτέ δεν τις τρώγαμε. Ευτυχώς κάποτε πιάσαμε μόνιμη φιλενάδα που ήξερε τη μαγειρική τέχνη και μάθαμε έτσι τα βασικά της σωστής διατροφής!

Ιδιαίτερα τις μέρες που τέλειωνε ο μήνας και πριν καταφθάσει το καινούργιο έμβασμα των γονέων από την Ελλάδα, όσοι δεν ήταν οικονόμοι και προνοητικοί, δηλαδή οι περισσότεροι, έπρεπε να επινοήσουν διάφορες λύσεις επιβίωσης. Έτσι  κάποτε οι ιστορικές κοινοβιακές μακαρονάδες, ο ομαδικός πατσάς, καθότι οι σκεμπέδες στα Σουπερμάρκετ προσφέρονταν σε εξευτελιστική τιμή ως σκυλοτροφές, οι πατάτες μπλουμ, ακόμη και το κυνήγι, με ανορθόδοξο τρόπο, μικρών ζώων (λαγοί, φασιανοί κ.λπ. στα περιαστικά δάση) και πολλά άλλα συζητιόνταν ως ενέργειες για εξεύρεση τροφής. 
Μια ζεστή καλοκαιρινή βραδιά του 1970 σκέφτηκαν λοιπόν τρεις ταλαίπωροι και πεινασμένοι συμφοιτητές να πιάσουν μια πάπια στο Herrngarten (κεντρικό πάρκο της πόλης δίπλα στο πολυτεχνείο) και να την μαγειρέψουν, είχαν βρει και σχετική συνταγή σε βιβλίο μαγειρικής. Πάνε βράδυ στον κήπο ο Κώστας, ο Βασίλης και ο Γιάννης. Δεν είχε κόσμο τέτοια ώρα και ευτυχώς δεν έβρεχε, ήταν όμως σκοτεινά, υπήρχαν μόνο λιγοστά φώτα σε κάποια σημεία.
Ποιος θα μπει μέσα στη λίμνη; Τέθηκε το καίριο ερώτημα, οπότε καταστρώθηκε σχέδιο, οι δύο να μπουν και να αρπάξουν μία πάπια που θα την στρίμωχναν κάπου, ενώ ο τρίτος να μείνει έξω και να κρατάει τσίλιες, προσέχοντας και τα ρούχα (φυλαρούχας!) που θα έβγαζαν οι λαθροθήρες. Βάζουν κλήρο χωρίς λαμογιές και βγαίνει να φυλάει τα ρούχα ο Κώστας, ενώ οι άλλοι δύο, μόνο με το σώβρακο επάνω τους, θα έμπαιναν μέσα. Όλα τα άλλα έξω στο χορτάρι, παπούτσια, κάλτσες, παντελόνι, φανέλα κ.λπ.

(click)
Γδύνονται οι δύο, ελέγχοντας δεξιά κι αριστερά, ο φυλαρούχας Κώστας είχε το ύφος καθοδηγητή καθώς έδινε οδηγίες αφ' υψηλού, αφού δεν θα χρειαζόταν να βραχεί ο ίδιος. Τελικά, ξεκινάει η έφοδος στη σχεδόν σκοτεινή λίμνη, στης οποίας την κεντρική νησίδα διανυκτέρευαν –σίγουρα– οι πάπιες. Η λιμνούλα περικλειόταν από πρανή (πλαγιαστά τοιχώματα), για να μπορούν τα πουλερικά να ανεβοκατεβαίνουν με άνεση.
Πάνε ο Γιάννης και ο Βασίλης να κατέβουν στο νερό, έχοντας καταστρώσει επιτελικό σχέδιο για παγίδευση μίας πάπιας και, πατώντας αμφότεροι στα πρανή της λίμνης, γλιστράνε και πέφτουν στο νερό, αφού δεν είχαν αντιληφθεί ότι υπήρχε μια γλίτσα στον πυθμένα. Πάλι καλά που δεν έσπασαν κανένα κόκαλο, βρέθηκαν όμως καθιστοί στο αμφιβόλου καθαρότητας νερό μέχρι το στήθος. Τι κάνουν τώρα; Να βγουν ή να συνεχίσουν;
Ο φυλαρούχας απ' έξω ήταν ανένδοτος, έπρεπε να βρουν οπωσδήποτε πάπια, αφού η ζημιά έγινε που έγινε και δεν ξεγινόταν πλέον. Άμα είσαι στεγνός στη στεριά, δίνεις εύκολα οδηγίες σε ναυαγούς που κολυμπάνε για τη ζωής τους – εδώ για το φαγητό τους…
Σηκώνονται οι δύο, κάνοντας την ανάγκη της πείνας φιλοτιμία, με μαλλούρες και γένια εκείνης της εποχής να στάζουν, τα σώβρακα κολλημένα επάνω τους και πασαλειμμένα με το πουρί του νερού της λίμνης, μια κατάσταση για ταινία χοντρού-λιγνού. Και ο φυλαρούχας απ' έξω άνετος να δίνει οδηγίες, τι να κάνουν και πώς να συνεχίσουν!
Συνέχισαν λοιπόν οι δύο να περπατάνε πολύ προσεκτικά στον επίπεδο πυθμένα, βήμα-βήμα προς την κεντρική νησίδα. Μέσα στη λίμνη υπήρχαν άδεια μπουκάλια μπύρας που πέταγαν κατά καιρούς στο νερό παρέες νυχτόβιων, οπότε κάθε στραβοπάτημα στο σκοτάδι μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Κάθε τόσο κι άλλη γλίστρα, άντε πάλι να βγεις από το νερό, να τρέχουν τα ζουμιά...

Φτάνοντας στη νησίδα, πήγαν κυκλωτικά, έκαναν και λίγη φασαρία με παλαμάκια και φωνές, πουθενά οι πάπιες. Βρε πα-πα-πα, τίποτα! Είτε αυτές κοιμόντουσαν βαριά, είτε είχαν αποσυρθεί σε κάποιο σπιτάκι σε άλλο μέρος του κήπου· εκεί πάντως, ούτε κιχ ή έστω πα-πα δεν ακουγόταν. Τι κάνουμε τώρα;

Αναγκάστηκαν να βγουν αργά αργά από τη λίμνη, να γλιτώσουν νέες γλίστρες και να δουν πώς θα αλλάξει το σχέδιο. Έξω πλέον, ξάπλωσαν στο γρασίδι, ευτυχώς ήταν καλός καιρός και συζητούσαν για κάποια βελτίωση του σχεδίου, με προτάσεις και αντιπροτάσεις, ιδέες και σχέδια.
Πάνω σ' αυτή την αμηχανία, βλέπει ο Κώστας από τη σκοπιά του δύο φωτάκια αυτοκινήτου να μπαίνουν αργά στα νότια του κήπου, από την πλευρά του παλιού θεάτρου και να προσεγγίζουν τη λίμνη. Εννοείται, δεν επιτρεπόταν κυκλοφορία αμαξιών στο πάρκο, οπότε θα ήταν σίγουρα η Αστυνομία. Είτε κάποιοι την ειδοποίησαν για τους λαθροκυνηγούς, οπότε έφτασε το περιπολικό, είτε υπήρχε προγραμματισμένο δρομολόγιο για να ελέγχουν μήπως καμιά παρέα μπυρόβιων έκανε φασαρίες.
Λέει ο Κώστας, «Ρε σεις, έρχεται η Αστυνομία!», αρπάζει ρούχα παπούτσια και ό,τι άλλο χωρούσε στην αγκαλιά του και αρχίζει να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση από το σημείο εισόδου του περιπολικού, βόρεια προς την Elisabethenkirche. Σηκώνονται και οι άλλοι δύο από το γρασίδι και αρχίζουν να τρέχουν από πίσω του… Τρέχοντας συνεννοήθηκαν να μην μιλήσει κανείς για το όραμα και απώτερο στόχο του δείπνου με δημοτική πάπια και μόνο ότι ήθελαν να κάνουν μπάνιο, ότι είναι γυμνιστές, τρελοί κ.λπ.
Φαίνεται, οι αστυνομικοί είχαν έρθει προληπτικά, για να εκφοβίσουν τυχόν μπαχαλάκηδες και δεν είχαν ιδέα ότι έπεσαν πάνω στην εξέλιξη διαβολικής συνωμοσίας για την αρπαγή δημοτικής πάπιας. Μετά από 1-2 κύκλους μακριά από τη λίμνη γύρισε το περιπολικό στο σημείο εισόδου και εξαφανίστηκε. Οι δύο υποψήφιοι λαθροκυνηγοί συνέχισαν όμως να τρέχουν και στους δρόμους έξω από το πάρκο, ξυπόλυτοι και γυμνοί, μόνο με το βρεγμένο σώβρακο επάνω τους, με κατεύθυνση προς την Mollerstr. Εκεί έμεναν αρκετοί Έλληνες συμφοιτητές, οπότε θα είχαν οι παρ' ολίγον λαθροθήρες τη δυνατότητα να κρυφτούν.

Ο φυλαρούχας με τα ρούχα στην αγκαλιά καθυστέρησε το βήμα του και βγήκε αμέριμνος από το πάρκο. Αν τον ρώταγαν κάποιοι πού πηγαίνει με τα ρούχα τέτοια ώρα, θα έλεγε ότι μετακομίζει και, ως πτωχός φοιτητής, δεν δύναται να πληρώσει μεταφορικό μέσο… Με τα πόδια λοιπόν η μετακόμιση κύριε αστυφύλαξ…