...
Ο δεύτερος τόμος του βιβλίου «Η Βίβλος και οι Έλληνες» του Μάριου Βερέττα που περιγράψαμε αρχικά εδώ, ασχολείται με τις ελληνικού ενδιαφέροντος αναφορές στα τέσσερα ιουδαϊκά βιβλία των «Μακκαβαίων». Αυτά τα βιβλία έχουν γραφτεί από άγνωστα άτομα και καλύπτουν συστηματικά όλα τα ιστορικά επεισόδια από την εμφάνιση του Μ. Αλεξάνδρου στην Παλαιστίνη, στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., και μετά.
Τα συγκεκριμένα ιστορικά βιβλία του ιουδαϊσμού έχουν την εξής ιδιομορφία: Ενώ δεν αποτελούν κείμενα του ιουδαϊκού κανόνα, δηλαδή δεν ανήκουν στη «Διαθήκη» των Ιουδαίων, ανήκουν στα βιβλία της χριστιανικής Π.Δ. Θα ήταν δε αυτό δευτερεύον, αν δεν διάβαζε ο αναγνώστης σ' αυτά συνεχώς υβριστικούς χαρακτηρισμούς κατά των Ελλήνων.
Ο λόγος που γράφτηκαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί οφείλεται στις ενέργειες του Αντίοχου Δ' Μιθριδάτη του Επιφανούς να απαγορέψει το 2ο αιώνα π.Χ. την ιουδαϊκή θρησκεία στην επικράτεια των Σελευκιδών, να καταστρέψει το ναό του Σολομώντα, να ορίσει ο ίδιος ηγέτες των Ιουδαίων (κυρίως ελληνιστές) και να κατάσχει την περιουσία του ιερατείου. Αυτή ακριβώς την περιουσία εποφθαλμιούσε ο Αντίοχος, γιατί είχε σημαντικά χρέη στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει η επανάσταση των Μακκαβαίων, η οποία προκάλεσε σημαντικές πολιτικο-κοινωνικές ανακατατάξεις στο χώρο της Παλαιστίνης.
Εννοείται, οι Ιουδαίοι είχαν κάθε λόγο και δικαίωμα να αντιτίθενται σ’ αυτά τα μέτρα του Αντίοχου Δ’ και να αντιδρούν δυναμικά. Πολύ καλά έκαναν λοιπόν και κατέγραψαν τα γεγονότα όπως τους εξυπηρετούσε και όσο καλύτερα ήταν σε θέση να τα γράψουν. Το ερώτημα είναι, γιατί αυτά τα βιβλία (και οι ύβρεις εναντίον του Ελληνισμού) πρέπει να αποτελούν «θεόπνευστα και ιερά κείμενα» του καθ’ ημάς χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να διδάσκονται και διαβάζονται στα σχολεία και όπου αλλού.
Κρίνοντας από τη διαχρονική αντιπαράθεση, αφενός του ιουδαϊκού ιερατείου με τη φτωχή πολιτισμική συγκρότησή του και τη διαρκή αγωνία του για διαρροές προς ελληνικές συνήθειες των πιστών του (εξελληνισμός) και αφετέρου του καταφανώς ανώτερου (αρχαιο-) ελληνικού πολιτισμού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο διάδοχος του ιουδαϊσμού χριστιανισμός υιοθέτησε τη συνέχιση αυτής της αντιπαράθεσης, η οποία λειτούργησε ως ιουδαϊκή αντεκδίκηση εναντίον των Ελλήνων. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που έγιναν αποδεκτά τα μισελληνικά βιβλία των Μακκαβαίων στη χριστιανική Π.Δ.!
Έτσι εξηγείται και ο οχετός ύβρεων των χριστιανών, πλέον, «πατέρων» εναντίον του Ελληνισμού, τον οποίο οχετό προσπαθούν να περιμαζέψουν τις τελευταίες δεκαετίες οι σύγχρονοι απολογητές με το εφεύρημα ότι ως Έλληνες νοούνται στα κείμενα οι ειδωλολάτρες. Γελοίο επιχείρημα, δεδομένου ότι «ειδωλολάτρες» ήταν οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι μικρασιατικοί λαοί, οι Κέλτες, οι Αρμένιοι και όλοι οι άλλοι, πλην των Ιουδαίων. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να επέλεξαν από όλους αυτούς ειδικά το όνομα των Ελλήνων για να χαρακτηρίσουν του ειδωλολάτρες; Κι αν πράγματι ταυτίζονταν οι έννοιες του Έλληνα και του ειδωλολάτρη, πώς χαρακτηρίζονταν οι Έλληνες εκείνη την εποχή; Πώς ερμηνεύονταν χωρικά της ελληνικής γραμματείας, π.χ. ότι με τον Μεγαλέξανδρο πολέμησαν «οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»; Καταλάβαιναν οι ακροατές ότι πολέμησαν οι ειδωλολάτρες πλην των Σπαρτιατών; Αυτονόητες οι απαντήσεις, ό,τι κι αν μηχανεύονται οι σύγχρονοι επαγγελματίες απολογητές...
Ήδη στο αρχικό εδάφιο του Α' Μακκαβαίων γίνεται αναφορά στους Έλληνες και σ' αυτή περιέχεται ένα σοβαρό σφάλμα, ενδεικτικό της αξιοπιστίας όλων αυτών των βιβλίων: Ο Αλέξανδρος «επάταξεν τον Δαρείον βασιλέα των Περσών και Μήδων και εβασίλευσεν αντ’ αυτού πρότερος επί την Ελλάδα». Από την Ιστορία γνωρίζουμε όμως ότι ο Δαρείος Γ' ο Κορδομανός ποτέ δεν βρέθηκε στην Ελλάδα και δεν βασίλεψε σ’ αυτή. Επίσης στο εδάφιο 6.2 του Α' Μακκαβαίων αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που βασίλεψε σε όλους τους Έλληνες, «ος εβασίλευσε πρώτος εν τοις Έλλησι», αγνοεί δηλαδή τον Φίλιππο. Με τέτοιο υπόβαθρο θεόπνευστων πληροφοριών είναι σίγουρα δύσκολο να ταξινομήσουν οι συγγραφείς των ιερών βιβλίων της Π.Δ. σωστά τα γεγονότα της εποχής τους και τις επιπτώσεις τους.
Αυτά δε τα γεγονότα εξελίσσονται επί τρεις αιώνες και προκύπτουν από συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου, απανωτές σφαγές, υποδουλώσεις και εξορίες μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, νεότερες εκστρατείες μέχρι τη Βακτριανή και την Ινδία, δολοφονίες συγγενών, φίλων και συνεργατών, αιμομιξίες με αδέλφια και ανιόντες ή κατιόντες συγγενείς εξ αίματος και άλλα πολλά.
Στο σχολείο γινόταν ωραιοποίηση της επέμβασης των Μακεδόνων στον ελλαδικό χώρο με το επιχείρημα ότι σταμάτησαν έτσι οι ενδοελληνικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα μετά τους καταστροφικούς πελοποννησιακούς πολέμους. Αυτό όμως που ακολούθησε κατά την ελληνιστική εποχή, αποτελεί όχι αποτροπή αλλά δραστική επέκταση των ενδοελληνικών πολεμικών συγκρούσεων σε όλο το χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής - μέχρι που επήλθε η λυτρωτική για τους λαούς επέμβαση των Ρωμαίων, οι οποίοι κατέκτησαν και υποδούλωσαν το γνωστό κόσμο από τη Βρετανία μέχρι τα όρια της Αραβίας και της Περσίας και από το Ρήνο και το Δούναβη μέχρι τα όρια της Σαχάρας - επιβάλλοντας την «pax romana».
Δυστυχώς, σε καμιά φάση αυτών των εξελίξεων ή αργότερα δεν διαφάνηκε η προοπτική να αποκτήσουν οι Έλληνες ενιαία ηγεσία και να δημιουργήσουν στον ελλαδικό χώρο μια ισχυρή εθνική εξουσία, ικανή να αντιμετωπίσει επιδρομές γειτονικών και απόμακρων κατακτητών, στρατιωτικών και θρησκευτικών. Έτσι, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί έμειναν έρμαιο κάθε κατακτητή και υπέστησαν πολιτικό και πολιτισμικό εξανδραποδισμό, μέχρι την πνευματική εξαθλίωση των ύστερων βυζαντινών χρόνων, όπου η οπισθοδρομικότητα και αμάθεια του λαού είχε γίνει το κύριο πολιτισμικό χαρακτηριστικό.
Η επιβληθείσα στη συνέχεια οθωμανική εξουσία αποτελείωσε τον ελληνισμό, μέχρι το 19ο αιώνα οπότε και απελευθερώθηκαν οι πληθυσμοί του ελλαδικού χώρου. Τότε συγκροτήθηκε με «συμμαχική» παρέμβαση ένα κράτος χωρίς ιστορία, χωρίς παρελθόν, χωρίς Αναγέννηση και Διαφωτισμό, χωρίς πολιτισμό. Ό,τι «δημιουργήθηκε» στη συνέχεια ήταν εισαγωγές και αντιδάνεια από τον ευρωπαϊκό χώρο.
Ο δεύτερος τόμος του βιβλίου «Η Βίβλος και οι Έλληνες» του Μάριου Βερέττα που περιγράψαμε αρχικά εδώ, ασχολείται με τις ελληνικού ενδιαφέροντος αναφορές στα τέσσερα ιουδαϊκά βιβλία των «Μακκαβαίων». Αυτά τα βιβλία έχουν γραφτεί από άγνωστα άτομα και καλύπτουν συστηματικά όλα τα ιστορικά επεισόδια από την εμφάνιση του Μ. Αλεξάνδρου στην Παλαιστίνη, στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., και μετά.
Τα συγκεκριμένα ιστορικά βιβλία του ιουδαϊσμού έχουν την εξής ιδιομορφία: Ενώ δεν αποτελούν κείμενα του ιουδαϊκού κανόνα, δηλαδή δεν ανήκουν στη «Διαθήκη» των Ιουδαίων, ανήκουν στα βιβλία της χριστιανικής Π.Δ. Θα ήταν δε αυτό δευτερεύον, αν δεν διάβαζε ο αναγνώστης σ' αυτά συνεχώς υβριστικούς χαρακτηρισμούς κατά των Ελλήνων.
Ο λόγος που γράφτηκαν αυτοί οι χαρακτηρισμοί οφείλεται στις ενέργειες του Αντίοχου Δ' Μιθριδάτη του Επιφανούς να απαγορέψει το 2ο αιώνα π.Χ. την ιουδαϊκή θρησκεία στην επικράτεια των Σελευκιδών, να καταστρέψει το ναό του Σολομώντα, να ορίσει ο ίδιος ηγέτες των Ιουδαίων (κυρίως ελληνιστές) και να κατάσχει την περιουσία του ιερατείου. Αυτή ακριβώς την περιουσία εποφθαλμιούσε ο Αντίοχος, γιατί είχε σημαντικά χρέη στους Ρωμαίους. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει η επανάσταση των Μακκαβαίων, η οποία προκάλεσε σημαντικές πολιτικο-κοινωνικές ανακατατάξεις στο χώρο της Παλαιστίνης.
Εννοείται, οι Ιουδαίοι είχαν κάθε λόγο και δικαίωμα να αντιτίθενται σ’ αυτά τα μέτρα του Αντίοχου Δ’ και να αντιδρούν δυναμικά. Πολύ καλά έκαναν λοιπόν και κατέγραψαν τα γεγονότα όπως τους εξυπηρετούσε και όσο καλύτερα ήταν σε θέση να τα γράψουν. Το ερώτημα είναι, γιατί αυτά τα βιβλία (και οι ύβρεις εναντίον του Ελληνισμού) πρέπει να αποτελούν «θεόπνευστα και ιερά κείμενα» του καθ’ ημάς χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να διδάσκονται και διαβάζονται στα σχολεία και όπου αλλού.
Κρίνοντας από τη διαχρονική αντιπαράθεση, αφενός του ιουδαϊκού ιερατείου με τη φτωχή πολιτισμική συγκρότησή του και τη διαρκή αγωνία του για διαρροές προς ελληνικές συνήθειες των πιστών του (εξελληνισμός) και αφετέρου του καταφανώς ανώτερου (αρχαιο-) ελληνικού πολιτισμού, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο διάδοχος του ιουδαϊσμού χριστιανισμός υιοθέτησε τη συνέχιση αυτής της αντιπαράθεσης, η οποία λειτούργησε ως ιουδαϊκή αντεκδίκηση εναντίον των Ελλήνων. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που έγιναν αποδεκτά τα μισελληνικά βιβλία των Μακκαβαίων στη χριστιανική Π.Δ.!
Έτσι εξηγείται και ο οχετός ύβρεων των χριστιανών, πλέον, «πατέρων» εναντίον του Ελληνισμού, τον οποίο οχετό προσπαθούν να περιμαζέψουν τις τελευταίες δεκαετίες οι σύγχρονοι απολογητές με το εφεύρημα ότι ως Έλληνες νοούνται στα κείμενα οι ειδωλολάτρες. Γελοίο επιχείρημα, δεδομένου ότι «ειδωλολάτρες» ήταν οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι μικρασιατικοί λαοί, οι Κέλτες, οι Αρμένιοι και όλοι οι άλλοι, πλην των Ιουδαίων. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να επέλεξαν από όλους αυτούς ειδικά το όνομα των Ελλήνων για να χαρακτηρίσουν του ειδωλολάτρες; Κι αν πράγματι ταυτίζονταν οι έννοιες του Έλληνα και του ειδωλολάτρη, πώς χαρακτηρίζονταν οι Έλληνες εκείνη την εποχή; Πώς ερμηνεύονταν χωρικά της ελληνικής γραμματείας, π.χ. ότι με τον Μεγαλέξανδρο πολέμησαν «οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»; Καταλάβαιναν οι ακροατές ότι πολέμησαν οι ειδωλολάτρες πλην των Σπαρτιατών; Αυτονόητες οι απαντήσεις, ό,τι κι αν μηχανεύονται οι σύγχρονοι επαγγελματίες απολογητές...
Ήδη στο αρχικό εδάφιο του Α' Μακκαβαίων γίνεται αναφορά στους Έλληνες και σ' αυτή περιέχεται ένα σοβαρό σφάλμα, ενδεικτικό της αξιοπιστίας όλων αυτών των βιβλίων: Ο Αλέξανδρος «επάταξεν τον Δαρείον βασιλέα των Περσών και Μήδων και εβασίλευσεν αντ’ αυτού πρότερος επί την Ελλάδα». Από την Ιστορία γνωρίζουμε όμως ότι ο Δαρείος Γ' ο Κορδομανός ποτέ δεν βρέθηκε στην Ελλάδα και δεν βασίλεψε σ’ αυτή. Επίσης στο εδάφιο 6.2 του Α' Μακκαβαίων αναφέρεται ότι ο Αλέξανδρος ήταν ο πρώτος που βασίλεψε σε όλους τους Έλληνες, «ος εβασίλευσε πρώτος εν τοις Έλλησι», αγνοεί δηλαδή τον Φίλιππο. Με τέτοιο υπόβαθρο θεόπνευστων πληροφοριών είναι σίγουρα δύσκολο να ταξινομήσουν οι συγγραφείς των ιερών βιβλίων της Π.Δ. σωστά τα γεγονότα της εποχής τους και τις επιπτώσεις τους.
Αυτά δε τα γεγονότα εξελίσσονται επί τρεις αιώνες και προκύπτουν από συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων του Μ. Αλέξανδρου, απανωτές σφαγές, υποδουλώσεις και εξορίες μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων, νεότερες εκστρατείες μέχρι τη Βακτριανή και την Ινδία, δολοφονίες συγγενών, φίλων και συνεργατών, αιμομιξίες με αδέλφια και ανιόντες ή κατιόντες συγγενείς εξ αίματος και άλλα πολλά.
Στο σχολείο γινόταν ωραιοποίηση της επέμβασης των Μακεδόνων στον ελλαδικό χώρο με το επιχείρημα ότι σταμάτησαν έτσι οι ενδοελληνικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα μετά τους καταστροφικούς πελοποννησιακούς πολέμους. Αυτό όμως που ακολούθησε κατά την ελληνιστική εποχή, αποτελεί όχι αποτροπή αλλά δραστική επέκταση των ενδοελληνικών πολεμικών συγκρούσεων σε όλο το χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής - μέχρι που επήλθε η λυτρωτική για τους λαούς επέμβαση των Ρωμαίων, οι οποίοι κατέκτησαν και υποδούλωσαν το γνωστό κόσμο από τη Βρετανία μέχρι τα όρια της Αραβίας και της Περσίας και από το Ρήνο και το Δούναβη μέχρι τα όρια της Σαχάρας - επιβάλλοντας την «pax romana».
Δυστυχώς, σε καμιά φάση αυτών των εξελίξεων ή αργότερα δεν διαφάνηκε η προοπτική να αποκτήσουν οι Έλληνες ενιαία ηγεσία και να δημιουργήσουν στον ελλαδικό χώρο μια ισχυρή εθνική εξουσία, ικανή να αντιμετωπίσει επιδρομές γειτονικών και απόμακρων κατακτητών, στρατιωτικών και θρησκευτικών. Έτσι, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί έμειναν έρμαιο κάθε κατακτητή και υπέστησαν πολιτικό και πολιτισμικό εξανδραποδισμό, μέχρι την πνευματική εξαθλίωση των ύστερων βυζαντινών χρόνων, όπου η οπισθοδρομικότητα και αμάθεια του λαού είχε γίνει το κύριο πολιτισμικό χαρακτηριστικό.
Η επιβληθείσα στη συνέχεια οθωμανική εξουσία αποτελείωσε τον ελληνισμό, μέχρι το 19ο αιώνα οπότε και απελευθερώθηκαν οι πληθυσμοί του ελλαδικού χώρου. Τότε συγκροτήθηκε με «συμμαχική» παρέμβαση ένα κράτος χωρίς ιστορία, χωρίς παρελθόν, χωρίς Αναγέννηση και Διαφωτισμό, χωρίς πολιτισμό. Ό,τι «δημιουργήθηκε» στη συνέχεια ήταν εισαγωγές και αντιδάνεια από τον ευρωπαϊκό χώρο.