03 January 2007

Χριστιανισμός έναντι του ελληνικού πολιτισμού I

....

Από τα χριστιανικά κείμενα των πρώτων αιώνων προκύπτει ανάγλυφα η αντιπαλότητα των ηγετών της χριστιανικής Εκκλησίας έναντι του ελληνικού πολιτισμού και των έργων του, παρά την προβαλλόμενη σήμερα δήθεν σύζευξη ελληνισμού και χριστιανισμού που θρυλείται ότι κατέληξε στον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» — ένα ιδεολόγημα που συνοδεύει το σύγχρονο ελληνικό κράτος και αξιοποιήθηκε κυρίως από τα δικτατορικά καθεστώτα και τις οπισθοδρομικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή η αντιπαλότητα δεν ήταν απλώς μία θεμιτή άμιλλα, ένας ανταγωνισμός ιδεών και προτάσεων, αλλά μία σαφής εχθρότητα και πρόθεση συκοφάντησης.

Ανεξάρτητα από αυτή τη συγκρουσιακή τοποθέτηση, εκείνη την εποχή μεθοδευόταν ταυτόχρονα η συστηματική αντιγραφή και ενσωμάτωση στα χριστιανικά κείμενα απόψεων και συλλογισμών Ελλήνων (Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης) και Ρωμαίων (Κικέρων, Σενέκας) φιλοσόφων, αλλά και η παραποίηση ιδεών και φιλοσοφικών προτάσεων. Ο K. Deschner παραθέτει στο βιβλίο του «Kriminalgeschichte des Christentums» πλαστογραφημένες «επιστολές», δήθεν μεταξύ του Σενέκα και του Παύλου, τις οποίες είχαν επινοήσει διάφοροι «εκκλησιαστικοί πατέρες» και από τις οποίες συμπεραίνεται η σύγκλιση της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας με τις (μέχρι τότε ακόμα αδιαμόρφωτες) χριστιανικές απόψεις. Αυτή η συστηματική υποκλοπή αλλότριων ιδεών και λόγων δεν έγινε, φυσικά, τότε ευρύτερα γνωστή και, όταν δεν ήταν πια δυνατόν να αποκρυβεί, μετονομάστηκε σε «...συμφιλίωση της διδασκαλίας των αρχαίων φιλοσόφων με τη χριστιανική θρησκεία». Το προϋπάρχον συμφιλιώθηκε δηλαδή με το μεταγενέστερο, ο εμπνευστής συμφιλιώθηκε με τον αντιγραφέα του!

Από τη μέση βυζαντινή εποχή και μέχρι σήμερα προβάλλεται όμως θορυβωδώς, λόγω και της εγγενούς πολιτισμικής ένδειας, ακριβώς το αρχικά απoσιωπώμενο και αξιοποιείται για τη στήριξη του ιδεολογήματος περί ενότητας και συνέχισης του ελληνικού πολιτισμού δια του χριστιανισμού.

Αντίλογος με ιστορικά επιχειρήματα και η πραγματικότητα των κειμένων

Η χριστιανική πλευρά διατυπώνει ως αντίλογο την άποψη ότι, πρώτον, οι χριστιανοί εκδικούνταν με τις βιαιοπραγίες τους τις αιματηρές διώξεις που είχαν υποστεί για πολλές δεκαετίες και, δεύτερον, όπου στα χριστιανικά κείμενα αναφέρονται καταγγελίες, ύβρεις και αναθεματισμοί κατά των Ελλήνων, δεν νοούνται οι εκπρόσωποι του ελληνικού πνεύματος και οι Έλληνες ή έστω οι ελληνόφωνοι πολίτες, αλλά γενικώς οι «ειδωλολάτρες» ή «εθνικοί».

Στο πρώτο σημείο δεν είναι δύσκολο να απαντηθεί, αφενός ότι, ένα πιθανόν δικαιολογημένο αίσθημα πικρίας, το οποίο μετετράπη σε εκδικητικότητα στο αριθμητικά έτσι κι αλλιώς ακόμα περιορισμένο πλήθος των οπαδών, δεν θα έπρεπε να βρίσκει συνέχεια στα λόγια και τα έργα των κορυφαίων εκπροσώπων της «θρησκείας της αγάπης». Αφετέρου είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, οι όποιες διώξεις και σφαγές κατά των χριστιανών δεν διοργανώνονταν από τους Έλληνες φιλοσόφους ή οποιουσδήποτε Έλληνες διανοούμενους, αλλά από τη ρωμαϊκή διοίκηση και το μισθοφορικό αυτοκρατορικό στρατό.

Οι Ρωμαίοι στρατηγοί, με αυτήν ακριβώς τη διοίκηση και τον ίδιο μισθοφορικό στρατό, υιοθέτησαν αργότερα και επέβαλαν το χριστιανισμό ως αποκλειστική θρησκεία και επιδόθηκαν, μαζί με τους εκπροσώπους του εκκλησιαστικού μηχανισμού, στην κατασυκοφάντηση και αποδόμηση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και την καταστροφή μεγάλου μέρους των μέχρι σήμερα θαυμαζόμενων -κάθε είδους και μορφής- έργων του!

Όσον αφορά στο δεύτερο σημείο του αντιλόγου, ότι δηλαδή με τον όρο «ελληνικός» χαρακτηριζόταν ο «ειδωλολάτρης», ό,τι κι αν σήμαινε τότε και μπορεί να σημαίνει σήμερα ουσιαστικά αυτή η λέξη, τα κείμενα που ακολουθούν φαίνεται να μαρτυρούν κάτι διαφορετικό:
  1. Στο κατά Ιωάνννην Ευαγγέλιο, κεφ 12-20 αναφέρεται ότι ήρθαν οι Έλληνες να προσκυνήσουν για τη γιορτή (Πάσχα). Προφανώς δεν είναι δυνατόν να αναφέρεται σε ειδωλολάτρες, γιατί τότε δεν θα είχαν κανένα λόγο να γιορτάζουν το Πάσχα. Συμπεραίνουμε ότι πρόκειται για Εβραίους εξ Ελλάδος, άρα στα χρόνια του Ιησού ο προσδιορισμός «Έλληνες» αναφέρεται στην καταγωγή των ανθρώπων.
  2. Την εποχή της διάδοσης του χριστιανισμού όλοι οι λαοί, με εξαίρεση τους Ιουδαίους, σύμφωνα με τη σημερινή κατεστημένη αντίληψη, ήταν «ειδωλολάτρες». Γιατί να ταυτιστεί λοιπόν και να επιβληθεί, όπως ισχυρίζονται, ο όρος Έλληνας με αυτόν του ειδωλολάτρη και όχι ο όρος «Ρωμαίος», οι οποίοι και δίωκαν τους χριστιανούς ή «Αιγύπτιος» ή οτιδήποτε άλλο; Είναι δυνατόν να αποκαλούσαν «Έλληνα» έναν Αιγύπτιο ή Πέρση ή Σκύθη ή Παλαιστίνιο, επειδή ήταν ειδωλολάτρης; Δεν θα παρεξενευόταν αυτός να τους διορθώσει; Είναι δυνατόν να αποκαλούσαν ένα Ρωμαίο πολίτη «Έλληνα», χωρίς αυτός να εκπλαγεί ή να διαμαρτυρηθεί;
  3. Ο Ιουστίνος φιλόσοφος (~100-165) έγραψε σύγγραμμα «Περί μοναρχίας θεού», την οποία θεμελιώνει, όχι μόνο στις ιερές γραφές των Ιουδαίων αλλά και στα ελληνικά φιλοσοφικά βιβλία: «Εκ των παρ' ημίν γραφών, αλλά και των ελληνικών συνίστηση βιβλίων». Να εννοεί άραγε περσικά, ινδικά ή αιγυπτιακά βιβλία ή τα ελληνικά των φιλοσοφικών σχολών, τα οποία κυκλοφορούσαν και σχολιάζονταν σε όλη την έκταση της αλεξανδρινής και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας;
  4. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας (...-~182) ερωτάται στο τρίτομο σύγγραμμά του «Προς Αυτόλυκον»:  «Τι δε ωφέλησε τον Άρατο η σφαιρογραφία του κοσμικού κύκλου ή αυτούς που είπαν όμοια πράγματα μ' αυτόν, πλην της κατ' άνθρωπον δόξας, την οποίαν εκέρδισαν όχι κατ' αξίαν; Τι αληθές είπαν; ή τι ωφέλησαν τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή ή τους άλλους τραγωδιογράφους οι τραγωδίες, τον Μένανδρο και τον Αριστοφάνη και τους λοιπούς κωμικούς οι κωμωδίες ή τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη οι ιστορίες τους ή τον Πυθαγόρα τα άδυτα αγιαστήρια και οι στήλες του Ηρακλέους ή τον Διογένη η κυνική φιλοσοφία ή τον Επίκουρο το δόγμα ότι δεν υπάρχει θεία πρόνοια ή τον Εμπεδοκλή η διδασκαλία της αθεότητας ή τον Σωκράτη ο όρκος εις τον Κύνα; Γιατί πέθανε εκουσίως, ποιόν και ποιάς φύσεως μισθό ήλπιζε, ότι θα λάβη μετά θάνατον; Τι δε ωφέλησε τον Πλάτωνα η παιδεία, την οποία διεμόρφωσε, η τους άλλους φιλοσόφους τα δόγματά τους; Αυτά λέμε, για να επιδείξουμε την ανωφελή και άθεη διάνοιά τους. Όλοι αυτοί, αγαπήσαντες την κενή και μάταιη δόξα, ούτε αυτοί εγνώρισαν την αλήθεια ούτε άλλους βεβαίως προέτρεψαν προς την αλήθεια» (βιβλ. Γ, παρ. 2-3). Μετά από αυτά και πολλά άλλα συκοφαντικά και υποτιμητικά για τους δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού, συνοψίζει ο λαμπρός αυτός εκκλησιαστικός  «γίγας»: «άθλιοι και δυσσεβέστατοι και ανόητοι... και φιλοσοφήσαντες ματαίως» (Γ, 18) Ο συγγραφέας και λαμπρός θεολόγος αγνοεί βεβαίως τι σημαίνει να ασχολείσαι με την επιστήμη, τι όφελος έχει εξ αυτού η κοινωνία και η ανθρωπότητα, γι' αυτό και (νομίζει πως) υποβαθμίζει τον Άρατο (βλέπε επόμενα), τον Εμπεδοκλή και όλους τους τραγικούς και φιλοσόφους του Ελληνισμού, τους οποίους τιμάει και μελετάει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα. Όπως και ο επόμενος χριστιανός διανοούμενος μισεί ο Θεόφιλος τον ελληνικό πολιτισμό και αυτούς που τον δημιούργησαν και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εννοεί κάποιους ειδωλολάτρες...  
  5. Ο εκκλησιαστικός ιστοριογράφος Ευσέβιος (275-339) επιτίθεται σε «αιρετικούς», λέγοντας ότι «περιφρονώντας τα ιερά κείμενα του Θεού ασχολούνται με τη Γεωμετρία (...) Με ζήλο μελετούν τη Γεωμετρία του Ευκλείδη, θαυμάζουν τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο. Μερικοί μάλιστα σχεδόν προσκυνούν τον Γαληνό» (Deschner). Ο γνωστός αυλικός και αυτοκρατορικός κόλακας Ευσέβιος δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για θρησκείες, αλλά για τους Έλληνες σοφούς, τους οποίους μισεί, όπως και ο προηγούμενος.
  6. Ο «εκκλησιαστικός πατέρας» και πατριάρχης στην Κων/πολη, Ιωάννης Χρυσόστομος εκ Συρίας (344-407), γράφει (Περί του τας κανονικάς μη συνοικείν άνδρασι, 1): «... και οι Έλληνες είχον να επιδείξουν μεταξύ των ωρισμένους που εφιλοσόφησαν περί ...» Αλλού αναφέρει (Ομιλία ιζ’ εις το Κατά Ματθαίον, 7): «...σκεφθείτε τους φιλοσόφους των Ελλήνων και τότε θα εννοήσετε ...» Ούτε κι αυτός ο «εκκλησιαστικός πατέρας» αναφέρεται σε κάποιους «ειδωλολάτρες» φιλοσόφους, αλλά στους υπαρκτούς και γνωστούς Έλληνες φιλοσόφους, στων οποίων τις ιδέες προσπάθησε να αντιπαραθέσει τις αντιλήψεις του από την έρημο (βλέπε και επόμενα)!
  7. Ο επίσκοπος Ρώμης, πάπας Γελάσιος (Gelasius) που έζησε κατά τον 5ο αιώνα (πέθανε το 496) απηύθυνε επιστολές στον αυτοκράτορα και στη διοίκηση του ρωμαϊκού κράτους, στις οποίες καταφέρεται κατά των, όπως γράφει σε πάμπολλα σημεία, «σχισματικών Ελλήνων». (E. Caspar, Geschichte des Papstums II, 1930 και W. Ullmann: Gelasius I, 1981) Αφορμή για τη συγγραφή αυτών των επιστολών ήταν αντιδικίες για κάποια δογματικά ζητήματα πίστης. ο σημερινός αναγνώστης διαβλέπει, βέβαια, συγκρούσεις για επιρροή και εξουσία μεταξύ των επισκόπων Ρώμης, Κων/πολης και Αλεξάνδρειας, πράγμα που δεν ενδιαφέρει όμως εδώ άμεσα. Προφανώς, οι αναγνώστες εκείνης της εποχής των επιστολών του Γελάσιου, στο παλάτι, στο στρατό, στην εκκλησία και στη διοίκηση, δεν καταλαβαίνουν ότι ο επίσκοπος Ρώμης κατακεραυνώνει και χλευάζει τους «ειδωλολάτρες», όταν διαβάζουν ότι οι αντιδικούντες με τον Γελάσιο «σχισματικοί Έλληνες δεν θα βρουν συγχώρεση ούτε μετά θάνατον ... », αλλά εννοεί ακριβώς αυτό που καταλαβαίνει καθένας και σήμερα: τις ηγετικές ομάδες της ανατολικής Εκκλησίας που διέθεταν ελληνική παιδεία.
  8. Στον Ακάθιστο Ύμνο, έργο άγνωστου μελωδού του 6ου αιώνα, στο διάστημα των ετών 500-520, προς τιμή της μητέρας του Ιησού, αναφέρεται σε κάποιους στίχους (εισαγωγικά στο γράμμα Ρ) ότι μετέτρεψε: «Ρήτορας πολυφθόγγους, ως ιχθύας αφώνους...» και στη συνέχεια:
      «Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα, Χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα, Χαίρε, ότι εμωράνθησαν οι δεινοί συζητηταί, Χαίρε, ότι εμαράνθησαν οι των μύθων ποιηταί, Χαίρε, των Αθηναίων τας πλοκάς διασπώσα ... »
    Κάποιος που γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και την ιστορία του πολιτισμού, αντιλαμβάνεται ότι, ως τεχνολόγοι, δεινοί συζητητές και μύθων ποιητές «περιγράφονται» οι Έλληνες, έστω και οι Ρωμαίοι, επιστήμονες, ρήτορες και ιστορικοί. Αλλά κι αν είχε ο ποιητής του Ακάθιστου Ύμνου κάτι τελείως διαφορετικό στο μυαλό του, με τους όρους Αθηναίοι και φιλόσοφοι δεν μπορεί παρά να εννοούσε, όχι αφηρημένα κάποιους ειδωλολάτρες, αλλά συγκεκριμένα τους δασκάλους του ελληνικού πολιτισμού που είχαν την έδρα τους στην Αθήνα, το Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο και τον Ζήνωνα Κιτιέα. Και ακριβώς αυτό αντιλαμβανόταν και ο ακροατής αυτών των ύμνων που έπαιρνε ως πιστός το μήνυμα, το οποίο επιθυμούσε η Εκκλησία να διαδοθεί για τους δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού και το έργο τους.
  9. Ο κορυφαίος χριστιανός υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός (493-560), περιλαμβάνει στον «Ύμνον εις Πεντηκοστήν» τους εξής στίχους (Maas Paul - Trypanis C.: A.Sancti Romani Melodi cantica - Cantica genuina, Oxford University Press, 1963):
    «Τί φυσώσιν και βαμβεύουσιν οι Έλληνες;
    Τί φαντάζονται προς 'Αρατον τον τρισκατάρατον;
    Τί πλανώνται προς Πλάτωνα;
    Τί Δημοσθένη στέργουσι τον ασθενή;
    Τί μη νοούσι Όμηρο όνειρον αργόν;
    Τί Πυθαγόραν θρυλούσιν τον δικαίως φιμωθέντα»
    Και ο Ρωμανός αναφέρεται συγκεκριμένα σε δημιουργούς του ελληνικού πολιτισμού, τον Άρατο, τον Πλάτωνα, το Δημοσθένη, τον Όμηρο και τον Πυθαγόρα. Βέβαια, ο συγκεκριμένος ποιητής ήταν εκχριστιανισμένος Ιουδαίος εκ Συρίας και προφανώς είχε μόνο σχέση σπουδών με τον ελληνικό πολιτισμό. Εκεί έμαθε να μισεί τον «τρισκατάρατον» Άρατον (305-240 π.Χ.), ο οποίος ήταν αλεξανδρινός ποιητής από την Κιλικία και έζησε για αρκετά χρόνια στη Συρία, όπου προφανώς είχε διασωθεί για πάνω από 8 αιώνες η φήμη του. Η ιδέα για «φίμωση», δηλαδή λογοκρισία του Πυθαγόρα, ο οποίος έζησε περίπου μια χιλιετία πριν από τον Ρωμανό, προδίδει την επιρροή των νεοπυθαγορείων στο πρώιμο Βυζάντιο. Αυτά τα κείμενα και, μαζί τους, οι ιδέες του Ρωμανού γίνονταν αποδεκτά από την Εκκλησία και διασώθηκαν μέχρι σήμερα, επειδή ενσωματώθηκαν στην εκκλησιαστική υμνολογία.
  10. Ο Ανανίας από το Σιράκ Αρμενίας (Anania Shirakatsi, 610-685), Αρμένιος Μαθηματικός και Γεωγράφος, γράφει για το δάσκαλό του Τυχικό από τον Πόντο, «εν τη χώρα των Ελλήνων, εις την πόλιν ονομαζομένη Τραπεζούς». Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι ένας Αρμένιος διανοούμενος εννοεί στα μέσα του 7ου αιώνα ότι ο Πόντος είναι η χώρα των «ειδωλολατρών»;
  11. Στο δοξαστικό του εσπερινού στις 18 Νοεμβρίου (Μηναία, σελ. 122) ψάλλεται μέχρι σήμερα στις εκκλησίες: «…των γαρ αλιέων ζηλώσας την παρρησίαν και την σκηνορράφων θεολογίαν, την Πλάτωνος μυθολογίαν και την Στωϊκην φλυαρίαν λόγοις και έργοις κατέρραξε…» Κι εδώ καταφανέστατα δεν πρόκειται για γενική αναφορά εναντίον «ειδωλολατρών», αλλά σχολιασμός για την πλατωνική και τη στωική φιλοσοφία οι οποίες, αφενός αναθεματίζονταν, αφετέρου αξιοποιούνταν κρυφά και παρουσιάζονταν ως χριστιανικές σοφίες - μέχρι που θεωρείται από διάφορους θεολόγους ότι ο (στωικός) Σενέκας ήταν ένας πρώιμος χριστιανός! Τότε που λέγονταν και γράφονταν αυτά δεν υπήρχε, βέβαια, καν η υποψία ότι θα μπορούσε κάποια μεταγενέστερη εποχή να βρει, να διαβάσει και να συγκρίνει κείμενα, κάθε ενδιαφερόμενος.
Είναι λοιπόν δυνατόν να τεκμηριωθεί η αντίληψη ότι η έννοια Έλλην και ελληνικός ταυτιζόταν με τις έννοιες ειδωλολάτρης και ειδωλολατρικός; Όταν σημαντικοί διανοούμενοι κάθε εποχής δεν ταυτίζουν στο λόγο και στα γραπτά τους αυτές τις έννοιες — ανύποπτοι για τις λαθροχειρίες που μηχανεύονται σύγχρονοι απολογητές κάθε διαχρονικής αθλιότητας και διαστρέβλωσης των γεγονότων;

Κι αν όλα αυτά δεν πείθουν, υπάρχει ένα πολύ απλό ερώτημα που δεν μπορεί να απαντήσει κανείς: Πώς ονομάζονταν εκείνη την εποχή οι Έλληνες, αφού δεν υπήρξε κάποια άλλη ονομασία; Πώς ερμήνευαν τα χωρικά της Ιστορίας του Ηροδότου, στα οποία αναφέρονται πάμπολλες φορές οι Έλληνες, π.χ. «τα μεν Έλλησι τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα», «μετά δεν ταύτα Ελλήνων τινάς», «το δε από τούτου Έλληνας δη μεγάλως αιτίους γενέσθαι»; Πώς αντιμετώπιζαν την αμηχανία των μαθητών ή άλλων ακροατών, όταν η διήγηση έφτανε στη μάχη του Γρανικού και λεγόταν ότι με τον Μεγαλέξανδρο πολέμησαν «οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»;

(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)

(συνεχίζεται>>>, εντωμεταξύ γίνονται δεκτά τα πάντα - υποδείξεις, διορθώσεις, αφορισμοί ή έπαινοι!)