Ο Ράσελ για τον Ράσελ
(ΝΙΚΟΣ ΝΤΟΚΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/03/2008)
Μπέρτραντ Ράσελ: Η φιλοσοφική μου εξέλιξη, «ΑΡΣΕΝΙΔΗΣ», σελ. 454.
Ο Βρετανός φιλόσοφος και μαθηματικός Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970) υπήρξε ένας πολυγραφότατος διανοητής με ενδιαφέροντα που κυμαίνονταν από τα καθαρά μαθηματικά ώς την ηθική και τη θρησκεία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία (τιμήθηκε άλλωστε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1950, ιδιαίτερα για την ανθρωπιστική του στράτευση και την ελευθερία της σκέψης του).
Η φιλοσοφική του αυτοβιογραφία δημοσιεύτηκε το 1959 και περιγράφει την εξέλιξη της σκέψης του, από τα εφηβικά του ερωτήματα μέχρι την πλήρη θεωρία γνώσης των τελευταίων του χρόνων, που όπως υποστηρίζει δεν είναι μια πλήρης θεωρία αλήθειας, αλλά πιθανότητας. Η αγωνία που διακατέχει την πορεία των αναζητήσεων του Ράσελ περιγράφεται λιτά από τον ίδιο στις πρώτες αράδες του βιβλίου του: ήταν «η διαρκής μου προσπάθεια να ανακαλύψω πόσα μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε και σε τι βαθμό βεβαιότητας ή αμφιβολίας».
Στο δεύτερο κεφάλαιο συνοψίζει αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί η πνευματική του διαθήκη και ο ίδιος το χαρακτηρίζει «η σημερινή μου θεώρηση του κόσμου». Ξεκινάει με μιαν υπόσχεση: «η θεώρηση στην οποία οδηγήθηκα σταδιακά έχει παρερμηνευτεί σχεδόν απ' όλους, γι' αυτό θα προσπαθήσω να τη διατυπώσω εδώ όσο πιο απλά και καθαρά μπορώ». Την υπόσχεση αυτή την κρατάει μέχρι την τελευταία σελίδα. Περιγράφει με εύληπτο τρόπο τη σύνθεση τεσσάρων επιστημών που οδήγησε στην τελική του θεώρηση για τον κόσμο, της φυσικής, της φυσιολογίας, της ψυχολογίας και της μαθηματικής λογικής.
Δείχνει τους λόγους της ανατροπής στη φιλοσοφική του πορεία, το 1889-1900, όταν υιοθέτησε τη φιλοσοφία του λογικού ατομισμού και τη μέθοδο του Πεάνο στη μαθηματική λογική. Αναφέρεται σε όλα τα «ευρήματά» του για τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, όπως διατυπώθηκαν στο Principia Mathematica, στις απόψεις του για τη συνείδηση και την εμπειρία, για τη σύνδεση της γλώσσας με τον μη-γλωσσολογικό κόσμο, για την «αλήθεια». Μιλάει για τη σχέση του με τον Βιτγκενστάιν, για τους τρόπους που τον επηρέασε και για το πώς τον απογοήτευσε. Καταλήγει με τις απαντήσεις του σε ορισμένους από τους επικριτές του.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την εισαγωγή του Τόμας Μπάλντουιν, την ημιτελή μελέτη επί της εξέλιξης της φιλοσοφίας του Ράσελ από τον Αλαν Γουντ και σύντομο ευρετήριο ονομάτων. Η ανάγνωσή του, μια εξαιρετική εμπειρία, δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη σκέψη του συγγραφέα, τις εμμονές του αλλά και τη βαθιά αυτοκριτική του. Γιατί ο Ράσελ κοιτάζει με μεγάλη αυστηρότητα όλα όσα υποστηρίζει: «Δεν υπαινίσσομαι ότι η παραπάνω θεωρία μπορεί να αποδειχτεί. Αυτό που με ικανοποιεί είναι ότι ...δεν μπορεί να απορριφθεί».
Ο Βρετανός φιλόσοφος και μαθηματικός Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970) υπήρξε ένας πολυγραφότατος διανοητής με ενδιαφέροντα που κυμαίνονταν από τα καθαρά μαθηματικά ώς την ηθική και τη θρησκεία, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία (τιμήθηκε άλλωστε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1950, ιδιαίτερα για την ανθρωπιστική του στράτευση και την ελευθερία της σκέψης του).
Η φιλοσοφική του αυτοβιογραφία δημοσιεύτηκε το 1959 και περιγράφει την εξέλιξη της σκέψης του, από τα εφηβικά του ερωτήματα μέχρι την πλήρη θεωρία γνώσης των τελευταίων του χρόνων, που όπως υποστηρίζει δεν είναι μια πλήρης θεωρία αλήθειας, αλλά πιθανότητας. Η αγωνία που διακατέχει την πορεία των αναζητήσεων του Ράσελ περιγράφεται λιτά από τον ίδιο στις πρώτες αράδες του βιβλίου του: ήταν «η διαρκής μου προσπάθεια να ανακαλύψω πόσα μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε και σε τι βαθμό βεβαιότητας ή αμφιβολίας».
Στο δεύτερο κεφάλαιο συνοψίζει αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί η πνευματική του διαθήκη και ο ίδιος το χαρακτηρίζει «η σημερινή μου θεώρηση του κόσμου». Ξεκινάει με μιαν υπόσχεση: «η θεώρηση στην οποία οδηγήθηκα σταδιακά έχει παρερμηνευτεί σχεδόν απ' όλους, γι' αυτό θα προσπαθήσω να τη διατυπώσω εδώ όσο πιο απλά και καθαρά μπορώ». Την υπόσχεση αυτή την κρατάει μέχρι την τελευταία σελίδα. Περιγράφει με εύληπτο τρόπο τη σύνθεση τεσσάρων επιστημών που οδήγησε στην τελική του θεώρηση για τον κόσμο, της φυσικής, της φυσιολογίας, της ψυχολογίας και της μαθηματικής λογικής.
Δείχνει τους λόγους της ανατροπής στη φιλοσοφική του πορεία, το 1889-1900, όταν υιοθέτησε τη φιλοσοφία του λογικού ατομισμού και τη μέθοδο του Πεάνο στη μαθηματική λογική. Αναφέρεται σε όλα τα «ευρήματά» του για τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, όπως διατυπώθηκαν στο Principia Mathematica, στις απόψεις του για τη συνείδηση και την εμπειρία, για τη σύνδεση της γλώσσας με τον μη-γλωσσολογικό κόσμο, για την «αλήθεια». Μιλάει για τη σχέση του με τον Βιτγκενστάιν, για τους τρόπους που τον επηρέασε και για το πώς τον απογοήτευσε. Καταλήγει με τις απαντήσεις του σε ορισμένους από τους επικριτές του.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με την εισαγωγή του Τόμας Μπάλντουιν, την ημιτελή μελέτη επί της εξέλιξης της φιλοσοφίας του Ράσελ από τον Αλαν Γουντ και σύντομο ευρετήριο ονομάτων. Η ανάγνωσή του, μια εξαιρετική εμπειρία, δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη σκέψη του συγγραφέα, τις εμμονές του αλλά και τη βαθιά αυτοκριτική του. Γιατί ο Ράσελ κοιτάζει με μεγάλη αυστηρότητα όλα όσα υποστηρίζει: «Δεν υπαινίσσομαι ότι η παραπάνω θεωρία μπορεί να αποδειχτεί. Αυτό που με ικανοποιεί είναι ότι ...δεν μπορεί να απορριφθεί».