10 March 2008

Τυπική θρησκευτικότητα

(του Θοδωρή Πελαγίδη, καθηγ. στο Πανεπ. Πειραιώς)

Παρά την υψηλή σχετικά (ορθόδοξη) θρησκευτικότητα των Ελλήνων (80% του πληθυσμού περίπου), ή και τον αυξημένο «πολιτικό» της ρόλο, η «κοινωνική επιρροή» της ελληνικής Εκκλησίας φαίνεται να έχει συρρικνωθεί τα τελευταία έτη, ενώ η αποστασιοποίηση πολιτών απέναντί της φαίνεται να έχει ανέλθει.

Ειδικότερα, η επισκεψιμότητα στην εκκλησία, παρέμεινε χαμηλή για όλα τα εισοδηματικά στρώματα (χαμηλά, μεσαία, υψηλά). Αυτοί που θρησκεύονται επισκέπτονται την εκκλησία κατά μέσο όρο 20% μία φορά τον μήνα και 40% μόνον τις γιορτές, ενώ σχεδόν 15% σπάνια ή ποτέ. Τα χαμηλά εισοδήματα, οι φτωχοί δεν επισκέπτονται τόσο συχνά, ή μάλλον πολύ συχνότερα από τις άλλες κοινωνικές τάξεις, την εκκλησία, αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη ότι συνήθως η Εκκλησία καλείται να υποστηρίξει υλικά και ψυχικά τους ανθρώπους οι οποίοι λόγω της οικονομικής τους κατάστασης αντιμετωπίζουν περισσότερα οικονομικά προβλήματα, ανασφάλεια και αβεβαιότητα στη ζωή τους, με αποτέλεσμα να έχουν κατά τεκμήριο περισσότερο ανάγκη τη στήριξή της.

Αρα, στο ζήτημα αυτό, δηλαδή στην ειδική προνοιακή παρέμβαση της υλικής και πνευματικής υποστήριξης, έχουν πολλά να γίνουν, με δεδομένη μάλιστα τη σχετικά περιορισμένη και ανεπαρκή προνοιακή επικουρία στους φτωχούς και μη προνομιούχους από το ελληνικό κράτος.

Η μέχρι σήμερα προβληματική κατάσταση έχει οδηγήσει τους πιστούς στην προσευχή... σε ιδιωτικό χώρο (48%). Αυτό πιστοποιεί τη μειωμένη κοινωνική επιρροή της Εκκλησίας, σύμφωνα με τα παραπάνω, όμως αναδεικνύει κι ένα πρόβλημα κινήτρων!

Στην ανταγωνιστική αγορά των ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου οι πιστοί συνεισφέρουν (και) οι ίδιοι την υπηρεσία που τους προσφέρεται ως μέλη της τοπικής κοινότητας, έχουν κίνητρο να παρευρεθούν στην εκκλησία της κοινότητάς τους ώστε αυτή να... επιβιώσει. Στην Ελλάδα, το υπάρχον σύστημα οδηγεί τους πιστούς με τα κίνητρα στον «λαθρεπιβατισμό» και στην «ατυπία» της ιδιωτικής προσευχής ή της θρησκευτικής ιδιώτευσης. Νιώθουν δηλαδή, ότι «άλλοι» πληρώνουν για να υπάρχει και να συντηρείται η Εκκλησία (το κράτος), κι επομένως δεν είναι απαραίτητη η παρουσία και η συνεισφορά τους. Έτσι, με την απουσία τους, βγαίνουν κατά κάποιο τρόπο κερδισμένοι, αφού μπορούν να προσευχηθούν και ιδιωτικά στο χώρο τους. Εάν όμως συνεισέφεραν (και) οι ίδιοι, θα είχαν τότε το κίνητρο να συμμετέχουν στην ενοριακή/κοινοτική ζωή.

Ως αποτέλεσμα, θα ενισχυόταν έτσι η αναδιανομή εισοδήματος μαζί με το, ιδιαίτερα κρίσιμο σήμερα, φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Προκύπτει από τα παραπάνω, λοιπόν, η ανάγκη εκτεταμένων αλλαγών στη λειτουργία της ελληνικής Εκκλησίας.

Ενδεικτική της σημερινής προβληματικής κατάστασης, και του «κοινωνικού ελλείμματος» στις δραστηριότητες της ελλαδικής Εκκλησίας, είναι η χαμηλή αποτελεσματικότητα αφού, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του World Values Survey, δεν δίνει απαντήσεις σε ηθικά (57%), οικογενειακά και κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα (70%). Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, όπου οι εκκλησίες ανταγωνίζονται για την προσέλκυση πιστών και χρηματικών συνεισφορών, ο ιερέας της κοινότητας ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του στις υπηρεσίες της κοινότητας για τους ανωτέρω σκοπούς!

Η ελληνική περίπτωση της «επικρατούσας θρησκείας», με μονοπωλιακή θέση στην αγορά και ταυτόχρονα χαμηλής επισκεψιμότητας προσιδιάζει όχι τόσο με τις παραδοσιακά υψηλής θρησκευτικότητας χώρες (Ρουμανία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ιταλία κ.ά.), αλλά, εκ πρώτης όψεως παραδόξως, με τις σκανδιναβικές χώρες, όπου κι εκεί η «επικρατούσα» θρησκεία κατέχει μονοπωλιακή θέση (75% Λουθηρανοί), ενώ τα ποσοστά συχνής επισκεψιμότητας είναι εξαιρετικά χαμηλά, 5%! (πλήρες κείμενο >>>)