στον Χρ. Γιανναρά και τον Κ. Γεωργουσόπουλο, μάλλον και στον Κ. Ζουράρι
Ο δημοσιογράφος κ. Μανώλης Βασιλάκης ανακάλυψε συνέντευξη του Κώστα Γεωργουσόπουλου στην τριμηνιαία εκκλησιαστική έκδοση «Αναλόγιον» και τη δημοσίευσε με τίτλο Κ. Γεωργουσόπουλος: Διάκονος της Ελληνορθοδοξίας. Παραθέτω κι εδώ τη συγκεκριμένη συνέντευξη, γιατί το περιεχόμενό της εμπίπτει στη θεματολογία αυτού του blog:
«ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΜΝΗΜΟΝΟΣ ΚΙΤΣΑΡΙΑΣ»
Συνέντευξη με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο (Κ.Γ.)*
Συνέντευξη με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο (Κ.Γ.)*
Είμαστε ένας λαός με μακρά ιστορία που δεν εξισώνεται χρονικά ούτε με την ιστορία των ευρωπαϊκών λαών ούτε πολύ περισσότερο με την ιστορία της Αμερικής. Πιστεύετε ότι οι Έλληνες διανοούμενοι έχουν επίγνωση αυτής της ιστορίας και άρα έχουν ανάλογη μνήμη;
Κ.Γ.: Αν και οι Έλληνες διανοούμενοι, από την εκπαιδευτική τους παλαιότερα εμπειρία, είχαν κάποια γνώση της ιστορικής συνέχειας και συνοχής, άρα και ιστορική μνήμη, η διανοουμενίστικη μόδα, που τείνει να καταστεί τρομοκρατία στις μέρες μας, απαιτεί ένα είδος λήθης, κατειρώνευσης, υπονόμευσης και αμφισβήτησης για ό,τι είναι σχετικό με την ιστορία, την μνήμη και την εθνική συνείδηση. Κι όσοι ακόμα είχαν λόγους να θυμούνται, πνίγουν ό,τι ξεμυτίσει για να μην τους πάρει το ποτάμι της μεταμοντέρνας αμνήμονος κιτσαρίας.
Εάν η ελληνική διανόηση έχει μνήμη και αίσθηση της μακραίωνης ιστορικής μας συνέχειας, πιστεύετε ότι έχει συνείδηση και της Χριστιανικής διάστασης αυτής της συνέχειας, και σε ποιο βαθμό συμμερίζεστε αυτή τη διάσταση;
Κ.Γ.: Δεν βλέπετε πως είναι δακτυλοδεικτούμενοι όσοι εντοπίζουν την Ορθόδοξη μαγιά της Ελληνικής Ιστορίας; Ονομάζονται εξ άλλου φονταμενταλιστές, λες και είναι στο κάτω κάτω αναπηρία να ανακαλύπτεις ή να βάζεις θεμέλια στην πνευματική σου συγκρότηση και οικοδομή.
Όταν οι Έλληνες διανοούμενοι κατηγορούν ή κριτικάρουν την Εκκλησία, την κατηγορούν στο πρόσωπο των λειτουργών της και εξαιτίας των ολισθημάτων και αμαρτημάτων τους, ή εξαιτίας μιας περιρρέουσας αντιεκκλησιαστικής νοοτροπίας;
Κ.Γ.: Κι αν ακόμη περιορίζουν την κριτική τους στους λειτουργούς, πράγμα κατά τη γνώμη μου νόμιμο, στο βάθος, λόγω μόδας, υποκύπτουν στη γενικότερη μηδενιστική προσέγγιση της Εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Πόσο η κυριαρχία του «διαφωτιστικού» πνεύματος (αλλά και των ποικίλων μετεξελίξεών του) στην Ελλάδα, και μάλιστα οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων χρόνων λόγω της ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, επηρεάζει τη στάση της διανόησης απέναντι στην Εκκλησία;
Κ.Γ.: Η εμμονή στην απόλυτη λογοκρατία του διαφωτισμού δείχνει μια καραμπινάτη εθελοτυφλία, δεδομένου ότι δεν θέλουν να αντιληφθούν πως ό,τι σήμερα πληρώνουμε (φασισμούς, κομμουνισμούς, βιομηχανική επανάσταση, καπιταλισμό, παγκοσμιοποίηση, οικολογικό έγκλημα) είναι τέκνα-τέρατα του διαφωτισμού, ενός διαφωτισμού που πρόδωσε τα ανθρωπιστικά θεμέλια της Αναγέννησης και κατάντησε ορθολογιστική ψυχωσική μηχανή.
Μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα για πυρήνες «πνευματικής αναγέννησης» που εμπνέονται από την Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, ή για διανοούμενους που ανακαλύπτουν γόνιμα την παράδοση αυτή;
Κ.Γ.: Υπάρχουν και πυρήνες και μεμονωμένοι ναυαγοί που υψώνουν τη σημαία της πίστης μέσα στη σύγχρονη συγκεχυμένη θύελλα των «-ισμών».
Πώς θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τη σχέση του σημερινού Έλληνα διανοούμενου με τη σημερινή Εκκλησία; Μήπως παραείναι δέσμιος της εποχής του, και μήπως η στάση του είναι κυρίως ορθολογιστική και αδιάφορη; Υπάρχει παρ’ όλα αυτά κάποια «απαίτηση» από την πλευρά του για μια πιο πνευματική και αληθινή εκκλησιαστική κατάσταση;
Κ.Γ.: Όσον αφορά τους διανοούμενους, με τη σημασία που δίνει ο διαφωτισμός στον όρο, απελπιστείτε· δεν υπάρχει ομφάλιος λώρος. Δεν είναι ούτε καν απολωλός πρόσωπο. Ούτε αναζητά ποιμένα ούτε ανήκει σε ποίμνιο. Διανοούμενος και παράδοση, διανοούμενος και εκκλησιαστικό ήθος, διανοούμενος και πίστη, είναι έννοιες ασύμβατες. Απαίτηση υπάρχει από πρόσωπα που αρνούνται τον διανοουμενίστικο ναρκισσισμό και την αλαζονική βεβαιότητα. Οι «διαφωτισμένοι» είναι τόσο πολύ διαφωτισμένοι, ώστε δεν αναζητούν ούτε έχουν ανάγκη από άλλο φως, έστω και Αληθινό!
Κ.Γ.: Αν και οι Έλληνες διανοούμενοι, από την εκπαιδευτική τους παλαιότερα εμπειρία, είχαν κάποια γνώση της ιστορικής συνέχειας και συνοχής, άρα και ιστορική μνήμη, η διανοουμενίστικη μόδα, που τείνει να καταστεί τρομοκρατία στις μέρες μας, απαιτεί ένα είδος λήθης, κατειρώνευσης, υπονόμευσης και αμφισβήτησης για ό,τι είναι σχετικό με την ιστορία, την μνήμη και την εθνική συνείδηση. Κι όσοι ακόμα είχαν λόγους να θυμούνται, πνίγουν ό,τι ξεμυτίσει για να μην τους πάρει το ποτάμι της μεταμοντέρνας αμνήμονος κιτσαρίας.
Εάν η ελληνική διανόηση έχει μνήμη και αίσθηση της μακραίωνης ιστορικής μας συνέχειας, πιστεύετε ότι έχει συνείδηση και της Χριστιανικής διάστασης αυτής της συνέχειας, και σε ποιο βαθμό συμμερίζεστε αυτή τη διάσταση;
Κ.Γ.: Δεν βλέπετε πως είναι δακτυλοδεικτούμενοι όσοι εντοπίζουν την Ορθόδοξη μαγιά της Ελληνικής Ιστορίας; Ονομάζονται εξ άλλου φονταμενταλιστές, λες και είναι στο κάτω κάτω αναπηρία να ανακαλύπτεις ή να βάζεις θεμέλια στην πνευματική σου συγκρότηση και οικοδομή.
Όταν οι Έλληνες διανοούμενοι κατηγορούν ή κριτικάρουν την Εκκλησία, την κατηγορούν στο πρόσωπο των λειτουργών της και εξαιτίας των ολισθημάτων και αμαρτημάτων τους, ή εξαιτίας μιας περιρρέουσας αντιεκκλησιαστικής νοοτροπίας;
Κ.Γ.: Κι αν ακόμη περιορίζουν την κριτική τους στους λειτουργούς, πράγμα κατά τη γνώμη μου νόμιμο, στο βάθος, λόγω μόδας, υποκύπτουν στη γενικότερη μηδενιστική προσέγγιση της Εκκλησιαστικής εμπειρίας.
Πόσο η κυριαρχία του «διαφωτιστικού» πνεύματος (αλλά και των ποικίλων μετεξελίξεών του) στην Ελλάδα, και μάλιστα οι ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων χρόνων λόγω της ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, επηρεάζει τη στάση της διανόησης απέναντι στην Εκκλησία;
Κ.Γ.: Η εμμονή στην απόλυτη λογοκρατία του διαφωτισμού δείχνει μια καραμπινάτη εθελοτυφλία, δεδομένου ότι δεν θέλουν να αντιληφθούν πως ό,τι σήμερα πληρώνουμε (φασισμούς, κομμουνισμούς, βιομηχανική επανάσταση, καπιταλισμό, παγκοσμιοποίηση, οικολογικό έγκλημα) είναι τέκνα-τέρατα του διαφωτισμού, ενός διαφωτισμού που πρόδωσε τα ανθρωπιστικά θεμέλια της Αναγέννησης και κατάντησε ορθολογιστική ψυχωσική μηχανή.
Μπορούμε να μιλήσουμε σήμερα για πυρήνες «πνευματικής αναγέννησης» που εμπνέονται από την Ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, ή για διανοούμενους που ανακαλύπτουν γόνιμα την παράδοση αυτή;
Κ.Γ.: Υπάρχουν και πυρήνες και μεμονωμένοι ναυαγοί που υψώνουν τη σημαία της πίστης μέσα στη σύγχρονη συγκεχυμένη θύελλα των «-ισμών».
Πώς θα μπορούσε να περιγράψει κανείς τη σχέση του σημερινού Έλληνα διανοούμενου με τη σημερινή Εκκλησία; Μήπως παραείναι δέσμιος της εποχής του, και μήπως η στάση του είναι κυρίως ορθολογιστική και αδιάφορη; Υπάρχει παρ’ όλα αυτά κάποια «απαίτηση» από την πλευρά του για μια πιο πνευματική και αληθινή εκκλησιαστική κατάσταση;
Κ.Γ.: Όσον αφορά τους διανοούμενους, με τη σημασία που δίνει ο διαφωτισμός στον όρο, απελπιστείτε· δεν υπάρχει ομφάλιος λώρος. Δεν είναι ούτε καν απολωλός πρόσωπο. Ούτε αναζητά ποιμένα ούτε ανήκει σε ποίμνιο. Διανοούμενος και παράδοση, διανοούμενος και εκκλησιαστικό ήθος, διανοούμενος και πίστη, είναι έννοιες ασύμβατες. Απαίτηση υπάρχει από πρόσωπα που αρνούνται τον διανοουμενίστικο ναρκισσισμό και την αλαζονική βεβαιότητα. Οι «διαφωτισμένοι» είναι τόσο πολύ διαφωτισμένοι, ώστε δεν αναζητούν ούτε έχουν ανάγκη από άλλο φως, έστω και Αληθινό!
* Η συνέντευξη δόθηκε στον συνεργάτη του Αναλογίου Σωτήρη Γουνελά. Δημοσιεύθηκε στην τριμηνιαία έκδοση «Αναλόγιον» της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, τεύχος Νο 6, Ιούν.-Ιούλ.-Αύγ. 2003