20 March 2008

Χουλιγκάνοι της γραφίδας - αρχική συνέντευξη

...

Πριν από μερικές εβδομάδες έγινε εδώ κι εδώ αναφορά στην αντιδικία με βαρείς χαρακτηρισμούς μεταξύ Κώστα Γεωργουσόπουλου (Κ.Γ.), καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπ., μεταφραστή αρχαίων κειμένων και συγγραφέα και του Βασίλη Λαμπρόπουλου (Β.Λ.), καθηγητή στην Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών Κ. Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν των ΗΠΑ, τον οποίο ο Κ.Γ. χαρακτήρισε, λόγω των γραπτών του και μιας συνέντευξης στην Καθημερινή ως «Μισιγκάνο». Στην αντιδικία αυτή ενεπλάκησαν και άλλοι διανοούμενοι, οι περισσότεροι υπερασπιζόμενοι ευθέως τον Β.Λ.

Αυτή η συνέντευξη στην Καθημερινή δεν υπήρχε στο διαδίκτυο και μόνο όσοι έτυχε να πάρουν στα χέρια το ένθετο τεύχος «Κ» της Καθημερινής, είχαν μπορέσει να την διαβάσουν. Τώρα με ειδοποίησε ο δημοσιογράφος κ. Μανώλης Βασιλάκης ότι βρήκε και δημοσίευσε το κείμενο, το οποίο μου επέτρεψε να μεταφέρω χάριν πληρότητας και στο δικό μου blog. Στις δικές του δημοσιεύσεις θα βρείτε και τη συνέχεια της αντιδικίας με επίθεση του Κ.Γ. εναντίον όλων που τον κατέκριναν - τόσο για το ύφος, όσο και για τις θέσεις του στην αντιδικία του με τον Β.Λ. Δημοσιεύω ευχαρίστως εδώ το κείμενο αυτής της συνέντευξης και ευχαριστώ πολύ τον κ. Μ. Βασιλάκη.


Βασίλης Λαμπρόπουλος: «Με χαλάει η προγονολατρεία που εστιάζεται στις “χαμένες πατρίδες”»

– Η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;
Η «ελληνικότητα» ήταν ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα διανοουμένων του Μεσοπολέμου το οποίο δημιουργήθηκε μετά τον ανεπανόρθωτο τραυματισμό του οικουμενικού Ελληνισμού το 1922. Αντικατέστησε τον κοσμοπολιτισμό ενός Καβάφη με την τοπογραφία ενός Ελύτη, προσφέροντας αίσθημα για συνείδηση. Έτσι, η αισθητική της «ελληνικότητας» έγινε η ηθική του Ελλαδισμού και άνθησε για μισό αιώνα περίπου. Στη δεκαετία του 1990 έχασε και το πολιτιστικό και το πνευματικό της κύρος και σήμερα επιβιώνει μόνο στους χώρους του υψηλού ή δημώδους λαϊκισμού. Αποτελεί πλέον αντικείμενο ιστορικής μελέτης μαζί με παλαιότερα κινήματα, όπως ο Ρομαντισμός και ο Συμβολισμός. Εδώ και είκοσι χρόνια, η διερεύνηση της μείξης και της υβριδικότητας έχει θέσει τις αντιλήψεις περί Ελληνισμού σε μια νέα, πλουσιότατη προβληματική, στην οποία συμβάλλουν τόσο οι τέχνες όσο και οι επιστήμες.

– Τι πιο μικρό ελληνικό αγάπησα.

Το κάλεσμα του κόρνου και η απάντηση του πιάνου στην αρχή του 2ου κοντσέρτου του Μπραμς. Είναι κάτι που εγώ έπλασα ελληνικό κι έτσι λειτουργεί έξω από συμβατικούς προσδιορισμούς.


– Η υπέροχη εκδοχή του Έλληνα.
Ο Έλληνας είναι υπέροχος όταν παύει να χρησιμοποιεί το δεκανίκι της εθνικής ταύτισης και πορεύεται αυτόνομος και γενικά όταν δεν αντλεί ούτε δικαίωση ούτε ενότητα από την προσκόλλησή του σε κάποιο συλλογικό μεγαλείο. Ο υπέροχος Έλλην δεν σε κάνει ποτέ να συνδέεις την υπεροχή με την καταγωγή του.


– Αυτό που με χαλάει.
Η προγονολατρεία που εστιάζεται στις «χαμένες πατρίδες» και συντελεί στο να αγνοούνται οι υπάρχουσες πατρίδες. Η νοσταλγία για Σμύρνη, Αλεξάνδρεια και Οδησσό που ενθαρρύνει την αδιαφορία για Ντιτρόιτ, Μελβούρνη και Τορόντο. Η εμμονή για ό,τι παρήλθε στη Μεσόγειο, που κλείνει τα μάτια σε ό,τι αναπτύσσεται στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό. Η προσκόλληση στην έννοια της αποδημίας ενώ ζούμε στον αιώνα της διασποράς. (Φυσικά και υπήρξε ένας πλούσιος λεβαντίνικος κόσμος, φυσικά και υπάρχει μετανάστευση. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να αίρονται σε εθνικά σύμβολα και να μονοπωλούν τον ελληνικό κοσμοπολιτισμό.)


– Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;
Προσόν όταν θεωρείται ιδιότητα προς διεκδίκηση, μειονέκτημα όταν εκλαμβάνεται σαν ταυτότητα προς κατοχύρωση.


– Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας της νέας εποχής ή μένει κολλημένος σε μια ρητορική ελληνικότητα;
Καθημερινά, εκατομμύρια ανθρώπων παράγουν πολιτισμό αναπτύσσοντας γόνιμο διάλογο με την ελληνική σκέψη, τέχνη κι επιστήμη όλων των εποχών. Ορισμένοι φιλέρευνοι Έλληνες συμμετέχουν ενεργά και ισότιμα σε αυτό τον οικουμενικό διάλογο ενώ άλλοι, από αδράνεια, άγνοια ή αυταρέσκεια, απέχουν.



– Με ποια ταυτότητα οι Έλληνες περιέρχονται στον σύγχρονο κόσμο;
Με την ταυτότητα ενός «Τζον Σμιθ», 20χρoνου φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Μίσιγκαν που, επειδή ακούει πως είχε κάποια Ελληνίδα προγιαγιά, παρακολουθεί ένα-δυο νεοελληνικά μαθήματα για να δει αν κάτι τον συνδέει με αυτή τη μακρινή πλευρά της καταγωγής του (περισσότερο, ας πούμε, από την ιταλική ή τη μεξικανική). Αυτό θα αποτελέσει μια προσωπική απόφαση, που θα χρειαστεί χρόνο και δεν ξέρουμε ακόμη πού θα καταλήξει. Η ταυτότητα συνιστά διακύβευμα.


– Το ελληνικό μου «γιατί» κι ένα «πρέπει» που πέταξα.
Αναρωτιέμαι γιατί η δημοκρατία διαπράττει συχνά ύβρη και αυτοκαταστρέφεται. Πέταξα τη σεφερική εντολή: «Δέξου ποιος είσαι. / Το ποίημα… / Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις. / Τα περισσότερα / σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις».


– Ο Έλληνας ποιητής μου.
Ο Dionisio conte Salamon, νόθος γιος, γεννημένος Γάλλος πολίτης, εβραϊκής καταγωγής, που έζησε σε ένα βρετανικό προτεκτοράτο μιλώντας Ιταλικά και δεν πήγε στην ελεύθερη Ελλάδα, αφού την βρήκε σε Γερμανούς συγγραφείς.


– Η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια μου.
Κάθε αλήθεια είναι αδιαπραγμάτευτη και μάλιστα οι ελληνικές. Μια απόλυτη αλήθεια δεν είναι ελληνική, είναι θεοκρατική. Μόνον όποιος στερείται αυτοπεποίθησης έχει ανάγκη την αδιαλλαξία και αρνείται να διαπραγματευθεί.


– Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη – ορίστε την.
Η Οδός των Ελλήνων εκεί που ζω είναι κεντρόφυγος: οδηγεί μακριά και επιζητεί το διαφορετικό. Είναι η οδός εκείνων που έφυγαν από την όποια εστία τους για να γίνουν άλλοι Έλληνες, εκείνων που γίνονται Έλληνες διαφέροντας αλλού. Οι δικοί μου Έλληνες είναι πλάνητες πολίτες του παγκόσμιου Ελληνισμού: δεν έφτασαν στην πατρίδα τους διότι παραμένουν καθ’ οδόν εφευρίσκοντας και ανασκευάζοντάς την. Πατριδογνωσία και πατριδοκλασία είναι αλληλένδετα.



* Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την Έδρα Νεοελληνικών Σπουδών Κ. Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν της Αμερικής.