Οι ρίζες των εμφύλιων συγκρούσεων στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821
του Παναγιώτη Ζαβουδάκη, από τη δεκαπενθήμερη
εφημερίδα της Σύρου «ΑΠΟΨΗ», 24 Μαρτίου 2006
εφημερίδα της Σύρου «ΑΠΟΨΗ», 24 Μαρτίου 2006
(συνέχεια)
Σύντομη παρουσίαση των γεγονότων
Oι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης. O πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής:
Oι πρόκριτοι της Πελοποννήσου ενοχλούνται από την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Oι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια, που από πολλές γενεές θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που δε μπορούν να ανεχθούν.
Oι προθέσεις των προκρίτων έχουν φανεί καθαρά στη συνάντηση 29 προκρίτων, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ' όποιον τρόπον η θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των».
Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι του 1821 έρχεται στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης που διεκδικεί την ανώτατη εξουσία στο όνομα της δράσης του αδελφού του Αλέξανδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.
O πρώτος εμφύλιος
Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συντελούν:
Σύντομη παρουσίαση των γεγονότων
Oι εμφύλιοι πόλεμοι ξεσπούν με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης της Επανάστασης. O πρώτος εμφύλιος πόλεμος, όπως ονομάστηκε, σχετίζεται με την εμφάνιση σοβαρών αντιθέσεων ανάμεσα στους προκρίτους και τους στρατιωτικούς της Πελοποννήσου. Πρωταγωνιστές θα είναι οι Ζαΐμηδες, οι Λόντοι και οι Δεληγιανναίοι, από τη μια μεριά, και ο Κολοκοτρώνης, από την άλλη. Η βάση των αντιπαραθέσεων του πολέμου αυτού θα είναι η εξής:
Oι πρόκριτοι της Πελοποννήσου ενοχλούνται από την ανάδειξη των στρατιωτικών στελεχών, που επέρχεται μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων και των πρώτων στρατιωτικών επιτυχιών και θέλουν να αποκλείσουν τους στρατιωτικούς από κάθε λόγο στις εξελίξεις. Oι πρόκριτοι της Πελοποννήσου βλέπουν ότι τα προνόμια, που από πολλές γενεές θεωρούν δεδομένα και αιώνια, απειλούνται από ανερχόμενες δυνάμεις, των οποίων την ανάδειξη δεν είχαν υπολογίσει, αλλά και που δε μπορούν να ανεχθούν.
Oι προθέσεις των προκρίτων έχουν φανεί καθαρά στη συνάντηση 29 προκρίτων, που έγινε χωρίς καμία εξουσιοδότηση, στο μοναστήρι των Καλτετζών στις 26 Μάη 1821, όπου διορίστηκε επιτροπή για να διοικήσει «καθ' όποιον τρόπον η θεία πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να ημπορή τις να αντιτείνει ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των».
Η προσπάθεια αυτή συναντά ευρείες αντιδράσεις. Το καλοκαίρι του 1821 έρχεται στην Ελλάδα ο Δημήτριος Υψηλάντης που διεκδικεί την ανώτατη εξουσία στο όνομα της δράσης του αδελφού του Αλέξανδρου. Γύρω του συσπειρώνεται μια σημαντική μερίδα Φιλικών. Φυσικά, οι πρόκριτοι αρνούνται, ο Μαυροκορδάτος αρνείται επίσης και τα πράγματα φθάνουν ως την απειλή σύγκρουσης στο στρατόπεδο των Βερβαίνων.
O πρώτος εμφύλιος
Στην πρώτη αυτή αντιπαράθεση, συντελούν:
- Η αντίθεση των ανωτέρων στρωμάτων της «αριστοκρατίας» (δηλαδή του συνόλου των «ανωτέρων» τάξεων) με εκείνα τα κατώτερα στρώματά της που, πριν γίνει η Επανάσταση, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση και τη δραστηριότητα της Φιλικής Εταιρίας και που στη φάση αυτή απειλούνται με εξαφάνιση.
- Η αντίθεση προκρίτων - στρατιωτικών. Oι πρόκριτοι θέλουν να κυριαρχούν και να διαχειρίζονται την κατάσταση όπως έκαναν πάντα, στηριγμένοι στη λειτουργία των στρατιωτικών. Δεν έχουν καταλάβει ότι η λειτουργία αυτή έχει αλλάξει και ότι οι στρατιωτικοί δεν είναι τόσο υπάκουοι όσο στο παρελθόν.
- Η αντίθεση προκρίτων - αγροτιάς. Oι προθέσεις των προκρίτων να μη θιγούν τα προνόμιά τους προκαλούν την αντίδραση της αγροτικής μάζας που έχει, σε μεγάλο βαθμό, «στρατιωτικοποιηθεί» λόγω του πολέμου.
Η παρέμβαση του Κολοκοτρώνη σώζει τους προκρίτους από απρόβλεπτες συνέπειες. O Κολοκοτρώνης, σχεδόν αυτοκαταστροφικά, αντιστρατεύτηκε τη στρατιωτική πλευρά στην οποία ανήκε δείχνοντας ότι έβλεπε το μέλλον του μέσα σε έναν κόσμο όπου υπάρχουν και οι πρόκριτοι. Στο μεταξύ, η Επανάσταση σημειώνει σοβαρές στρατιωτικές επιτυχίες. Το Σεπτέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται η Τρίπολη, ασφαλίζοντας την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Το Δεκέμβρη του 1821, καταλαμβάνεται το Ναύπλιο. Η Πάτρα πολιορκείται. Στα μέσα του Γενάρη του 1822, καταλαμβάνεται η Κόρινθος, πολύ μεγάλο οικονομικό κέντρο της εποχής.
Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.
Oι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων, αλλά κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.
Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι' αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση, ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Έτσι συγκαλείται η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.
Αυτό το βήμα είναι κατ' εξοχήν επαναστατικό, αλλά δεν είναι το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα, το οποίο, για την εποχή του, ήταν πρωτοποριακό όσο και αδιανόητο: Σε μια μακρινή γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του σουλτάνου και, επιπλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση, εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία.
Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α' Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη -αν όχι εκρηκτική- πραγματικότητα:
Η Επανάσταση εξαπλώνεται και, όπως δείχνουν τα επακόλουθα γεγονότα, εξασφαλίζεται και στη Στερεά.
Oι στρατιωτικές επιτυχίες οξύνουν τις αντιθέσεις μεταξύ στρατιωτικών και προκρίτων, αλλά κάνουν ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη οργάνωσης της Επανάστασης σε ευρύτερη κλίμακα.
Το Νοέμβρη του 1821, ο Δ. Υψηλάντης καλεί Εθνοσυνέλευση. Παρόλο που δεν είχε καμιά επίσημη αρμοδιότητα γι' αυτό, η ανάγκη της εθνικής οργάνωσης είναι τόση, ώστε κανείς δεν τολμά να φέρει αντιρρήσεις. Αντίθετα, οι πρόκριτοι θεωρούν την Εθνοσυνέλευση σαν κατάλληλη ευκαιρία για να εξασθενήσουν παραπέρα τον Υψηλάντη. Έτσι συγκαλείται η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, την 1η Γενάρη του 1822, ανακηρύσσει την Ελλάδα ανεξάρτητη.
Αυτό το βήμα είναι κατ' εξοχήν επαναστατικό, αλλά δεν είναι το μόνο. Στην πραγματικότητα, η Επίδαυρος προχωρά σε ένα βήμα, το οποίο, για την εποχή του, ήταν πρωτοποριακό όσο και αδιανόητο: Σε μια μακρινή γωνιά της Ευρώπης, μέχρι προ μηνών επαρχία του σουλτάνου και, επιπλέον, σε συνθήκες όπου, στην υπόλοιπη Ευρώπη, κυριαρχεί η μοναρχοαπολυταρχική αντεπανάσταση, εγκαθιδρύεται η αστική δημοκρατία.
Από την άποψη των συγκεκριμένων πολιτικών παραμέτρων, η Α' Εθνοσυνέλευση δημιούργησε μια ακανθώδη -αν όχι εκρηκτική- πραγματικότητα:
- Δημιουργεί τη συμμαχία προκρίτων της Πελοποννήσου και προκρίτων των νησιών, δηλαδή γαιοκτημονικής-διοικητικής αριστοκρατίας και εφοπλιστικού κεφαλαίου. Στη συμμαχία αυτή εντάσσεται και μεγάλο μέρος των κατωτέρων οπλαρχηγών της Στερεάς.
- Εξασθενεί τη θέση των στρατιωτικών που, με τις επιτυχίες τους, εξασφαλίζουν την επιβίωση της Επανάστασης. Η αντιπαράθεση δε θα μπορεί να μένει σε εκκρεμότητα για πάντα.
Το 1824, οι δυο παρατάξεις που έχουν διαμορφωθεί (έμποροι και πρόκριτοι, από τη μια μεριά, και μεγαλοκαπεταναίοι, ιδιαίτερα Πελοποννήσιοι, από την άλλη) θα προσπαθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. O πόλεμος αυτός θα χαρακτηριστεί από περιορισμένες συγκρούσεις και ατέρμονες διαπραγματεύσεις που καταλήγουν στην ήττα των στρατιωτικών. O αρχηγός των ηττημένων Κολοκοτρώνης αναγκάζεται να παραδώσει στους αντιπάλους του το Ναύπλιο. Στην πόλη εγκαθίσταται η κυβέρνηση και, έτσι, δημιουργείται και η πρώτη ελληνική πρωτεύουσα.
O συνασπισμός ναυτικών-προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. O Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη. O Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη.
Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από γειτονικές περιοχές. Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι προειδοποιούν τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή. Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.
O δεύτερος εμφύλιος
Oι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.
O Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο και τον Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, με τον όρο να εξασφαλίσουν αυτοί ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννήσιους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών, αλλά και τα δικά τους.
Από την άλλη, έχουμε τον Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του: «Oι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν διά να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος».
Oι πρώην αντίπαλοι -Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί- γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Oκτώβρη του 1824 και δεν είναι καθόλου τυχαίο: Oι κάτοικοι της Αρκαδίας αρνούνται να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί -επίσης καθόλου τυχαία- 500 Ρουμελιώτες, αλλά με επικεφαλής έναν χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, τον Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών.
Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Oι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγέτες τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.
O συνασπισμός ναυτικών-προκρίτων βγαίνει νικητής. Εκείνο που αξίζει να παρατηρηθεί εδώ είναι η στάση του «συνασπισμού των Φιλικών των Βερβαίνων» ή, για την ακρίβεια, οι διαλυτικές τάσεις στις γραμμές του. O Δικαίος, από τα βασικά στηρίγματα του Υψηλάντη στα Βέρβαινα, τώρα βοηθά τους τέως αντιπάλους του, προσπαθώντας να οργανώσει ένοπλη αντίσταση ενάντια στον Κολοκοτρώνη. O Αναγνωσταράς πάει με τους νησιώτες. Ένας παλαιός Φιλικός, ο Μποταΐτης, οργανώνει εξέγερση στην Τρίπολη ενάντια στον Κολοκοτρώνη.
Η αγροτιά μένει κυρίως συνδεδεμένη με τους καπεταναίους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η εξέγερση του Μποταΐτη στην Τρίπολη είναι κυρίως εξέγερση χειροτεχνών που καταστέλλεται με τη μετάκληση αγροτών από γειτονικές περιοχές. Είτε από σκοπιμότητα είτε από πεποίθηση (είτε, το πιθανότερο, και από τα δυο), οι καπεταναίοι προειδοποιούν τους αγρότες ότι οι γαίες της Πελοποννήσου κινδυνεύουν από τη νησιωτική επιβουλή. Για το λόγο αυτό ακριβώς, «ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος έρριψεν επί της παύσεώς του τα σπέρματα του δευτέρου», όπως λέει ο Τρικούπης.
O δεύτερος εμφύλιος
Oι εφοπλιστές είχαν υποστηρίξει τους προκρίτους γιατί θεωρούσαν ότι η νίκη τους θα τους εξασφάλιζε μια σταθερή κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση, όπως το έβλεπαν αυτοί, θα τους εξασφάλιζε τις γαίες της Πελοποννήσου, δηλαδή δυνατότητες τοποθέτησης των κεφαλαίων τους στη γη. Αυτά όλα, όμως, τα εποφθαλμιούσαν και οι πρόκριτοι της Πελοποννήσου. Έτσι, μετά την ήττα των στρατιωτικών, φάνηκαν αμέσως οι αντιθέσεις μεταξύ των ως τώρα συμμάχων.
O Κολοκοτρώνης λέει στον Λόντο και τον Ζαΐμη ότι τους παραδίδει το Ναύπλιο, με τον όρο να εξασφαλίσουν αυτοί ότι δε θα επιτραπεί σε «ξένους» να «καβαλικέψουν το άτι του Μοριά, διότι το σακατεύουν». Λέει, δηλαδή, στους Πελοποννήσιους προκρίτους ότι η νησιωτική απειλή δεν αφορά μόνο τα συμφέροντα των καπεταναίων ή των αγροτών, αλλά και τα δικά τους.
Από την άλλη, έχουμε τον Γ. Κουντουριώτη που γράφει στον αδελφό του: «Oι Πελοποννήσιοι, αδελφέ, δεν επιθυμούσι να ενδυναμώσωσι την διοίκησιν διά να ημπορέσει να πωλήση τα εθνικά εισοδήματα, επειδή εσυνήθισαν να τα φάγωσιν οι ίδιοι και όχι να καταναλίσκωνται εις τας ανάγκας της πατρίδος».
Oι πρώην αντίπαλοι -Πελοποννήσιοι πρόκριτοι και οπλαρχηγοί- γίνονται τώρα σύμμαχοι. Το έναυσμα για την τελική αναμέτρηση δίνεται τον Oκτώβρη του 1824 και δεν είναι καθόλου τυχαίο: Oι κάτοικοι της Αρκαδίας αρνούνται να πληρώσουν φόρους. Η κυβέρνηση στέλνει εκεί -επίσης καθόλου τυχαία- 500 Ρουμελιώτες, αλλά με επικεφαλής έναν χαρακτηριστικό Πελοποννήσιο, τον Δικαίο, που είχε γίνει, στο μεταξύ, υπουργός Εσωτερικών.
Γρήγορα, οι συγκρούσεις γενικεύονται και η κυβέρνηση δίνει εντολή στα στρατεύματα της Στερεάς να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Oι αντίπαλοι της κυβέρνησης χτυπιούνται αποφασιστικά, οι δυνάμεις τους γρήγορα διαλύονται και οι πιο πολλοί ηγέτες τους παράγοντες αναγκάζονται να παραδοθούν. Μεταφέρονται στην Ύδρα, όπου και φυλακίζονται στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία.