Καμήλες, μιναρέδες και πελαργούς έβλεπαν οι περιηγητές στην Αθήνα μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα
(της Παρασκευής Κατημερτζή, ΤΑ ΝΕΑ, 27/12/2007)
Στιγμές ιστορικές και εικόνες σβησμένες οριστικά από την αφανή περίοδο ζωής της Αθήνας (16ος- 19ος αιώνας) ζωντανεύουν μέσα από τα μάτια των αυτοπτών μαρτύρων περιηγητών και ζωγράφων. Ένα λεύκωμα όπου δυσεύρετα κείμενα και απεικονίσεις φωτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται σε μια μοναδική σύνθεση λόγου και εικόνας.
«Η Αθήνα έχει πληθυσμό 7.000 ψυχές και τα δύο τρίτα είναι Έλληνες. Υπάρχουν 1.300 σπίτια Ελλήνων, 600 Τούρκων, 150 Αλβανών και τρία Λατίνων... Τα αθηναϊκά σπίτια είναι καλοχτισμένα και τα περισσότερα είναι ισόγεια ή το πολύ διώροφα. Μερικά έχουν και στοές με τρεις ή τέσσερις μαρμάρινες κολόνες». Έτσι περιγράφει την Αθήνα του 17ου αιώνα ο Γάλλος πρόξενος Ζαν Ζιρό, λίγο πριν η μικρή τουρκοκρατούμενη πολιτεία, όπου έβλεπες άθικτους ακόμα τους αρχαίους ναούς στο Κάστρο της Ακρόπολης, βρεθεί ξανά στη δίνη της Ιστορίας.
Είκοσι χρόνια πριν από την ανατίναξη του Παρθενώνα, ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί αναφωνεί για το τζαμί Παρθενώνα: Όλα τα τζαμιά του κόσμου είδα, μα όμοιο μ΄ αυτό δεν είδα. Αυτό το δίστιχο ταιριάζει σ΄ αυτό τον φωτεινό, τον λαμπρό ναό, γιατί παρόμοιός του δεν υπάρχει». Όμως η φήμη των αρχαιοτήτων της Αθήνας, που άρχισε να διαδίδεται στις ευρωπαϊκές αυλές, άνοιγε παράλληλα την όρεξη για την απόκτησή τους. Γράφει ο Γάλλος πρέσβης Φρανσουά Ολιβιέ Μαρκήσιος του Νουαντέλ απευθυνόμενος στον Λουδοβίκο ΙΔ΄ για τα γλυπτά του Παρθενώνα που ήταν ακόμα στη θέση τους: «Η θέση αυτών των έξοχων γλυπτών είναι στα γραφεία της Μεγαλειότητάς σας, όπου θα έχουν την προστασία του μεγάλου μονάρχη που τιμά τις επιστήμες και τις τέχνες».
Ο Νουαντέλ δεν πρόλαβε, αλλά ένα μέλος της ακολουθίας του, ο ζωγράφος Ζακ Καρέ, το 1674, πρόλαβε να σχεδιάσει τα γλυπτά του Παρθενώνα στη θέση τους, λίγο πριν αποβιβασθεί στις 21 Σεπτεμβρίου 1687 στον Πειραιά ο Βενετός Φραντσίσκο Μοροζίνι, που διέσχισε ανενόχλητος τον ελαιώνα και μετά από ανηλεή βομβαρδισμό ανατίναξε τον Παρθενώνα στις 26 Σεπτεμβρίου. Γράφει ο Μοροζίνι στη Σύγκλητο της Βενετίας για το κατόρθωμά του: «Με την πετυχημένη αυτή βολή, που χτύπησε ένα απόθεμα πυρίτιδας, δεν μπόρεσε πια να σβήσει η φωτιά που προχωρούσε έρποντας και για δύο ολόκληρες μέρες κατέτρωγε το κτίριο επιφέροντας σημαντικές καταστροφές. Έτσι ήρθε στην κατοχή της ένδοξης Γαληνότητάς σας το φρούριο το τόσο ονομαστό της Αθήνας».
Ένα ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται για πρώτη φορά από την ιστορικό τέχνης Φανή-Μαρία Τσιγκάκου (που συνέθεσε το οπτικό υλικό των απεικονίσεων με τις γραπτές μαρτυρίες) στη διαμονή και τις εντυπώσεις των ξένων επισκεπτών και των συγχρόνων τους στην Αθήνα. Αυτό που έβλεπαν ήταν ένα μεγάλο χωριό με κεραμοσκέπαστα σπίτια, που τη μονοτονία τους διέκοπταν φοινικόδεντρα, κυπαρίσσια και μιναρέδες. Κάτω από την Ακρόπολη εκτείνονταν αγροί με στάρι και λιβάδια όπου έβοσκαν ζώα. Ο ταξιδιώτης ξαφνιαζόταν από την ανατολίτικη όψη της πόλης, με τις καμήλες, τα τζαμιά και τους τρούλους που κοσμούνταν με φωλιές πελαργών.
(*) Η φωτογραφία του πίνακα προέρχεται από τον ιστότοπο http://www.iranon.gr/, και δείχνει τον Γάλλο πρέσβη με τη συνοδεία του στους πρόποδες του Λυκαβηττού το έτος 1674.
«Η Αθήνα έχει πληθυσμό 7.000 ψυχές και τα δύο τρίτα είναι Έλληνες. Υπάρχουν 1.300 σπίτια Ελλήνων, 600 Τούρκων, 150 Αλβανών και τρία Λατίνων... Τα αθηναϊκά σπίτια είναι καλοχτισμένα και τα περισσότερα είναι ισόγεια ή το πολύ διώροφα. Μερικά έχουν και στοές με τρεις ή τέσσερις μαρμάρινες κολόνες». Έτσι περιγράφει την Αθήνα του 17ου αιώνα ο Γάλλος πρόξενος Ζαν Ζιρό, λίγο πριν η μικρή τουρκοκρατούμενη πολιτεία, όπου έβλεπες άθικτους ακόμα τους αρχαίους ναούς στο Κάστρο της Ακρόπολης, βρεθεί ξανά στη δίνη της Ιστορίας.
Είκοσι χρόνια πριν από την ανατίναξη του Παρθενώνα, ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί αναφωνεί για το τζαμί Παρθενώνα: Όλα τα τζαμιά του κόσμου είδα, μα όμοιο μ΄ αυτό δεν είδα. Αυτό το δίστιχο ταιριάζει σ΄ αυτό τον φωτεινό, τον λαμπρό ναό, γιατί παρόμοιός του δεν υπάρχει». Όμως η φήμη των αρχαιοτήτων της Αθήνας, που άρχισε να διαδίδεται στις ευρωπαϊκές αυλές, άνοιγε παράλληλα την όρεξη για την απόκτησή τους. Γράφει ο Γάλλος πρέσβης Φρανσουά Ολιβιέ Μαρκήσιος του Νουαντέλ απευθυνόμενος στον Λουδοβίκο ΙΔ΄ για τα γλυπτά του Παρθενώνα που ήταν ακόμα στη θέση τους: «Η θέση αυτών των έξοχων γλυπτών είναι στα γραφεία της Μεγαλειότητάς σας, όπου θα έχουν την προστασία του μεγάλου μονάρχη που τιμά τις επιστήμες και τις τέχνες».
Ο Νουαντέλ δεν πρόλαβε, αλλά ένα μέλος της ακολουθίας του, ο ζωγράφος Ζακ Καρέ, το 1674, πρόλαβε να σχεδιάσει τα γλυπτά του Παρθενώνα στη θέση τους, λίγο πριν αποβιβασθεί στις 21 Σεπτεμβρίου 1687 στον Πειραιά ο Βενετός Φραντσίσκο Μοροζίνι, που διέσχισε ανενόχλητος τον ελαιώνα και μετά από ανηλεή βομβαρδισμό ανατίναξε τον Παρθενώνα στις 26 Σεπτεμβρίου. Γράφει ο Μοροζίνι στη Σύγκλητο της Βενετίας για το κατόρθωμά του: «Με την πετυχημένη αυτή βολή, που χτύπησε ένα απόθεμα πυρίτιδας, δεν μπόρεσε πια να σβήσει η φωτιά που προχωρούσε έρποντας και για δύο ολόκληρες μέρες κατέτρωγε το κτίριο επιφέροντας σημαντικές καταστροφές. Έτσι ήρθε στην κατοχή της ένδοξης Γαληνότητάς σας το φρούριο το τόσο ονομαστό της Αθήνας».
Ένα ειδικό κεφάλαιο αφιερώνεται για πρώτη φορά από την ιστορικό τέχνης Φανή-Μαρία Τσιγκάκου (που συνέθεσε το οπτικό υλικό των απεικονίσεων με τις γραπτές μαρτυρίες) στη διαμονή και τις εντυπώσεις των ξένων επισκεπτών και των συγχρόνων τους στην Αθήνα. Αυτό που έβλεπαν ήταν ένα μεγάλο χωριό με κεραμοσκέπαστα σπίτια, που τη μονοτονία τους διέκοπταν φοινικόδεντρα, κυπαρίσσια και μιναρέδες. Κάτω από την Ακρόπολη εκτείνονταν αγροί με στάρι και λιβάδια όπου έβοσκαν ζώα. Ο ταξιδιώτης ξαφνιαζόταν από την ανατολίτικη όψη της πόλης, με τις καμήλες, τα τζαμιά και τους τρούλους που κοσμούνταν με φωλιές πελαργών.
(*) Η φωτογραφία του πίνακα προέρχεται από τον ιστότοπο http://www.iranon.gr/, και δείχνει τον Γάλλο πρέσβη με τη συνοδεία του στους πρόποδες του Λυκαβηττού το έτος 1674.