Ο χαμένος πολιτισμός των Σουμερίων
Μια από τις κυριότερες εστίες του ανθρώπινου πολιτισμού, η Σουμερία, βρίσκεται στις μέρες μας υπό αμερικάνικη κατοχή και σε πόλεμο. Η Σουμερία εντοπίζεται μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, στη χώρα που έγινε αργότερα γνωστή ως Βαβυλωνία και σήμερα ταυτίζεται με το νότιο Ιράκ. Εκεί ακριβώς έκανε τα πρώτα του βήματα και αναπτύχθηκε, ο αρχαιότερος γνωστός πολιτισμός.
Στους Σουμέριους, οι οποίοι κατοικούσαν στο νότιο τμήμα της Μεσοποταμίας, οφείλεται η συγκρότηση των αρχαιότερων πόλεων στον κόσμο, καθώς και των αρχαιότερων πολιτειακών δομών αστικής μορφής όπως η πόλη-κράτος. Οι πρώτες αυτές πόλεις στη χώρα των Σουμερίων και, εν συνεχεία, των Ακκαδίων διέθεταν όλα εκείνα τα αστικά χαρακτηριστικά που, ακόμη και σήμερα, θεωρούνται τυπικά στοιχεία της έννοιας της πόλης.
Η εν λόγω αστική ακμή των Σουμερίων μεταμόρφωσε τη χώρα τους σε πολιτιστικό κέντρο, με επιρροές που ξεπερνούσαν τα σύνορά της και έφταναν σε περιοχές όπου κατοικούσαν διαφορετικές φυλές και λαοί. Αυτή η πληθυσμιακή ποικιλία είχε αντίκτυπο και στον καλλιτεχνικό τομέα, πρωτίστως στη γλυπτική, όπως γίνεται καταφανής στα αρχαιολογικά ευρήματα. Χάρη, όμως, στην ευρεία γεωγραφική και εθνολογική απήχηση προέκυψε και το όνομα πολιτισμός της Μεσοποταμίας και όχι των Σουμερίων. Αυτό, βεβαίως, μπορεί να τους επισκίασε, ωστόσο, δεν τους στερεί τις αφετηρίες ούτε το βασικό μερίδιο που δικαιούνται οι Σουμέριοι στις καινοτομίες και τις εξελίξεις.
Επινόηση της γραφής
Στην προϊστορική Μεσοποταμία των συναντάμε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, το σημαντικότερο, ίσως, επίτευγμα του ανθρώπινου πολιτισμού: τη γραφή. Η σφηνοειδής γραφή των Σουμερίων, αυτό το εκπληκτικό εργαλείο πνευματικής και υλικής προόδου, εφευρέθηκε, σχεδόν με κάθε βεβαιότητα, υπό την πίεση των οικονομικών και κοινωνικών απαιτήσεων, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στη διοίκηση της αστικής κοινωνίας. Τα πρώτα κείμενα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τα οποία ανακαλύφθηκαν στη μητρόπολη των Σουμερίων, την Ουρούκ, είναι κείμενα οικονομικού και διοικητικού χαρακτήρα.
Η σφηνοειδής γραφή υιοθετήθηκε, στη συνέχεια, από λαούς της Εγγύς Ανατολής, για να αποδώσει τις πιο διαφορετικές μεταξύ τους γλώσσες, από τη σουμερική (για την οποία δημιουργήθηκε αρχικά) έως την ακκαδική και από τη χουρριτική έως τη χεττική. Η ευρύτατη αυτή χρήση της γλώσσας διατήρησε σε υψηλό επίπεδο το γόητρο του κόσμου της Μεσοποταμίας, αλλά και τη δόξα της Βαβυλώνας, του «σημιτικού κληρονόμου» του αρχαιότερου πολιτισμού των Σουμερίων.
Είναι πολύ πιθανόν ότι, λόγω της γοητείας που ασκούσε ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας ακόμα και στα πιο προοδευτικά μυαλά του κλασικού κόσμου, ο Μέγας Αλέξανδρος επέλεξε ως δική του πρωτεύουσα, όχι μια από τις πολλές νέες πόλεις που ίδρυσε στην Ασία ή στην Αφρική, αλλά τη Βαβυλώνα, η οποία, στις μέρες του, ήταν ακόμα μια τεράστια πόλη έκτασης περίπου 1.000 στρεμμάτων που υποδεχόταν ανθρώπους από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, αδιάψευστο στοιχείο της οικουμενικότητας της νέας έδρας του μεγάλου Μακεδόνα.
Τα χαμένα ίχνη
Ο αρχαιότερος πολιτισμός των Σουμερίων παραδόθηκε στη λήθη, χωρίς να αναφέρεται ούτε καν στα κείμενα της Βίβλου. Το τελευταίο, προφανώς επειδή οι Ιουδαίοι ενσωμάτωναν στο ιερό βιβλίο τους, μόνο ό,τι εξυπηρετούσε τις εθνικές και θρησκευτικές ιδεοληψίες τους και μόνο αυτά που γνώριζαν από μαρτυρίες ομοφύλων τους.
Όταν οι Γάλλοι αρχαιολόγοι έφεραν στο φως τα μνημεία των Σουμερίων, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο ευρωπαϊκός κόσμος στάθηκε σαστισμένος μπροστά στο χρονικό βάθος αυτού του πολιτισμού και εντυπωσιάστηκε από την τελειότητα των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων, που είχαν δημιουργηθεί στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. σε κέντρα όπως τη Λαγκάς ή τη Γκρασού, των οποίων κάθε ίχνος είχε σβηστεί από την ιστορία. Τα ευρήματα αυτά συμπληρώνονταν αμοιβαία με τα κείμενα από το λεγόμενο «Έπος του Γκιλγκαμές», μάλλον το παλαιότερο στην Ιστορία λογοτεχνικό έργο που έχει διασωθεί (3η χιλιετία π.Χ.)
Ανάλογη αίσθηση δημιουργήθηκε στο δυτικό κόσμο, κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, όταν, κατά τη διάρκεια μιας αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου της Ρώμης στην Άνω Συρία, στη θέση της αρχαίας Έμπλα, ήρθε στο φως ταυτόχρονα ένας αρχαιότατος αστικός πρωτοσυριακός πολιτισμός, του οποίου τα ίχνη είχαν εντελώς χαθεί, καθώς και μια εξίσου ξεχασμένη σημιτική γλώσσα, η εβλαϊτική, η οποία είχε υιοθετήσει την κλασική σφηνοειδή γραφή των Σουμερίων. Η ανακάλυψη των διάσημων σήμερα Βασιλικών Αρχείων της Έμπλα (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1975), ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Τα πάνω από 17.000 κείμενα ενός κεντρικού αρχείου μιας ισχυρής αρχαϊκής πόλης-κράτους επιβεβαίωσαν ότι η σφηνοειδής γραφή παρέμεινε σε χρήση έως και το 2300 π.Χ. περίπου στη Συρία, η οποία απείχε πολύ από τη χώρα των Σουμερίων.
(Πληροφορίες από Καθημερινή, 9/12/2007)