Η Εκκλησία μισεί ακόμη την αρχαιότητα
Πριν από ένα μήνα περίπου δημοσιεύσαμε κριτική για τη γαλλική έκδοση του βιβλίου του Βασίλη Αλεξάκη «μ.Χ.» (=μετά Χριστόν). Τώρα κυκλοφόρησε το βιβλίο και στα ελληνικά και παρουσιάστηκε στους δημοσιογράφους. Ιδού μερικά από τα σχόλιά τους:
(της Χρυσούλας Παπαϊωάννου, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 04/12/2007)
«Η τραγωδία μας είναι ότι η Ελλάδα έχει αποκοπεί από την αρχαιότητα. Υπάρχει μια αγεφύρωτη ρωγμή ανάμεσα στην αρχαιότητα και στον χριστιανικό πολιτισμό. Η σημερινή Ελλάδα είναι προϊόν του τελευταίου»
Ο Βασίλης Αλεξάκης δεν μασάει τα λόγια του. Το ίδιο έκανε και στο καινούργιο του βιβλίο «μ.Χ.», που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τον «Εξάντα», λίγες μόνο μέρες μετά το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος που του απένειμε η Γαλλική Ακαδημία. Είναι η πιο πρόσφατη από τις δεκάδες διακρίσεις που του χάρισε η Γαλλία, μόνιμος τόπος κατοικίας του από το 1968. Εμείς πάντως τον συναντήσαμε στο σπίτι του στο κέντρο της Αθήνας.
«Το θέμα μου είναι το κενό 13 αιώνων πνευματικής γραφής από τον 5ο αιώνα, που έκλεισε ο Ιουστινιανός τη Σχολή Φιλοσοφίας της Αθήνας, μέχρι την Επανάσταση του '21», προσδιορίζει. Ο ήρωάς του είναι ένας 24χρονος ιστορικός, που αγαπάει τους Προσωκρατικούς και αναλαμβάνει μια αποστολή από την ηλικιωμένη κυρία Ναυσικά: να μάθει τα πάντα για το Άγιον Όρος.
Το Άγιον Όρος επισκέφθηκε και ο Αλεξάκης. Πρώτα διάβασε ό,τι έχει γραφτεί για την περίοδο που εμφανίστηκε ο χριστιανισμός, μίλησε με αρχαιολόγους, ιστορικούς, βυζαντινολόγους, τέως παπάδες και μοναχούς, ώστε τελικά να υποστηρίζει «ότι οι πληροφορίες στο βιβλίο είναι απόλυτα εξακριβωμένες». «Έμεινα κατάπληκτος με αυτά που βρήκα. Γύρω από τα κεράκια που λάμπουν, υπάρχουν άπειρες σκιές», λέει. Οι πληροφορίες που μάζευε και τα πρόσωπα που συναντούσε βρήκαν θέση στην πλοκή τού «μ.Χ.»
Ο ήρωας ανακαλύπτει ότι 5 αρχαίες πόλεις κατεδαφίστηκαν από μοναχούς που έχτισαν μοναστήρια. Κι ακόμα ότι ένα αρχαίο άγαλμα βρίσκεται θαμμένο στο κελάρι της μονής Βατοπεδίου. Όλα αυτά ενισχύουν την άποψή του ότι «το μίσος της Εκκλησίας για την αρχαιότητα ισχύει και σήμερα». Το βιβλίο διατρέχουν οι βιαιότητες του χριστιανισμού, ο φανατισμός του μονοθεϊσμού, η μάχη ανάμεσα στη θεολογία και τη φιλοσοφία, την ελευθερία και το χριστιανισμό.
Στο Άγιον Όρος ο Αλεξάκης γνώρισε απίθανους ανθρώπους, όπως τον Γάλλο ερημίτη που ονειρεύεται να επιστρέψει στο πατρικό του στη Νορμανδία, όπου ο αββάς Πρεβό έγραψε τη «Μανόν Λεσκό», ή τον γραφικό μοναχό που χαιρετάει αεροπλάνα κουνώντας μια τεράστια βυζαντινή σημαία. Διάβασε μέχρι και την επιστολή προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών του Πούτιν, που ζητούσε, κατά την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, να μην ανοιχτούν οι βαλίτσες των 40 συνοδών του, πράγμα που το ελληνικό κράτος δέχτηκε!
Τα επίμαχα θέματα θίγονται μέσα από τις συναντήσεις του ήρωα με επινοημένα ή υπαρκτά πρόσωπα. Στα πρώτα, μια θεούσα, με την οποία ανοίγει κουβέντα για το άβατο στο... κρεβάτι. «Με απασχόλησε», εξηγεί ο Αλεξάκης, «η ανόητη αρσενική έπαρση που υπάρχει στο Άγιον Όρος, τη στιγμή, μάλιστα, που πολλοί μοναχοί καταλήγουν εκεί από ερωτική απογοήτευση».
Στα πραγματικά πρόσωπα συναντάμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη: υποτίθεται ότι δίνει μια διάλεξη στην αυλή του στην Τήνο για την απάτη της ελληνικής παιδείας. Ευκαιρία για τον Αλεξάκη να δηλώσει ότι «ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός είναι ένα τεράστιο ψέμα. Μπορούμε να μιλάμε ή για ελληνικό ή για χριστιανικό. Είτε για φιλοσοφία είτε για θεολογία. Αλλιώς, συνεχίζουμε ένα είδος σκοταδισμού και απάτης». Μας είχε προειδοποιήσει εξαρχής: το θέμα του είναι «τσουχτερό». Μια εποχή μάλιστα, που τα εθνικά μας θέματα είναι της μόδας.
«Το θέμα μου είναι το κενό 13 αιώνων πνευματικής γραφής από τον 5ο αιώνα, που έκλεισε ο Ιουστινιανός τη Σχολή Φιλοσοφίας της Αθήνας, μέχρι την Επανάσταση του '21», προσδιορίζει. Ο ήρωάς του είναι ένας 24χρονος ιστορικός, που αγαπάει τους Προσωκρατικούς και αναλαμβάνει μια αποστολή από την ηλικιωμένη κυρία Ναυσικά: να μάθει τα πάντα για το Άγιον Όρος.
Το Άγιον Όρος επισκέφθηκε και ο Αλεξάκης. Πρώτα διάβασε ό,τι έχει γραφτεί για την περίοδο που εμφανίστηκε ο χριστιανισμός, μίλησε με αρχαιολόγους, ιστορικούς, βυζαντινολόγους, τέως παπάδες και μοναχούς, ώστε τελικά να υποστηρίζει «ότι οι πληροφορίες στο βιβλίο είναι απόλυτα εξακριβωμένες». «Έμεινα κατάπληκτος με αυτά που βρήκα. Γύρω από τα κεράκια που λάμπουν, υπάρχουν άπειρες σκιές», λέει. Οι πληροφορίες που μάζευε και τα πρόσωπα που συναντούσε βρήκαν θέση στην πλοκή τού «μ.Χ.»
Ο ήρωας ανακαλύπτει ότι 5 αρχαίες πόλεις κατεδαφίστηκαν από μοναχούς που έχτισαν μοναστήρια. Κι ακόμα ότι ένα αρχαίο άγαλμα βρίσκεται θαμμένο στο κελάρι της μονής Βατοπεδίου. Όλα αυτά ενισχύουν την άποψή του ότι «το μίσος της Εκκλησίας για την αρχαιότητα ισχύει και σήμερα». Το βιβλίο διατρέχουν οι βιαιότητες του χριστιανισμού, ο φανατισμός του μονοθεϊσμού, η μάχη ανάμεσα στη θεολογία και τη φιλοσοφία, την ελευθερία και το χριστιανισμό.
Στο Άγιον Όρος ο Αλεξάκης γνώρισε απίθανους ανθρώπους, όπως τον Γάλλο ερημίτη που ονειρεύεται να επιστρέψει στο πατρικό του στη Νορμανδία, όπου ο αββάς Πρεβό έγραψε τη «Μανόν Λεσκό», ή τον γραφικό μοναχό που χαιρετάει αεροπλάνα κουνώντας μια τεράστια βυζαντινή σημαία. Διάβασε μέχρι και την επιστολή προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών του Πούτιν, που ζητούσε, κατά την επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, να μην ανοιχτούν οι βαλίτσες των 40 συνοδών του, πράγμα που το ελληνικό κράτος δέχτηκε!
Τα επίμαχα θέματα θίγονται μέσα από τις συναντήσεις του ήρωα με επινοημένα ή υπαρκτά πρόσωπα. Στα πρώτα, μια θεούσα, με την οποία ανοίγει κουβέντα για το άβατο στο... κρεβάτι. «Με απασχόλησε», εξηγεί ο Αλεξάκης, «η ανόητη αρσενική έπαρση που υπάρχει στο Άγιον Όρος, τη στιγμή, μάλιστα, που πολλοί μοναχοί καταλήγουν εκεί από ερωτική απογοήτευση».
Στα πραγματικά πρόσωπα συναντάμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη: υποτίθεται ότι δίνει μια διάλεξη στην αυλή του στην Τήνο για την απάτη της ελληνικής παιδείας. Ευκαιρία για τον Αλεξάκη να δηλώσει ότι «ο ελληνοχριστιανικός πολιτισμός είναι ένα τεράστιο ψέμα. Μπορούμε να μιλάμε ή για ελληνικό ή για χριστιανικό. Είτε για φιλοσοφία είτε για θεολογία. Αλλιώς, συνεχίζουμε ένα είδος σκοταδισμού και απάτης». Μας είχε προειδοποιήσει εξαρχής: το θέμα του είναι «τσουχτερό». Μια εποχή μάλιστα, που τα εθνικά μας θέματα είναι της μόδας.
Η Ελλάδα θύμα μιας «μεγάλης απάτης»
(BHMA, 4/12/2007)
O Βασίλης Αλεξάκης συνηθίζει να παρουσιάζει τα καινούργια βιβλία στο σπίτι του. Έτσι λοιπόν και χθες υποδέχθηκε τους δημοσιογράφους στον υπόγειο κήπο της οδού Αναγνωστοπούλου και κάθησε στο γνώριμο πλέον τραπέζι του πινγκ πονγκ. Χωρίς επισημότητες, παρ΄ ότι η διάκριση του μυθιστορήματος «μ.Χ.» θα επέτρεπε μεγαλεία: τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας 2007.
Η εκδότριά του κυρία Μάγδα Κοτζιά είπε ότι η ελληνική εκδοχή του κειμένου τής άρεσε περισσότερο από τη γαλλική (ως γνωστόν, ο Αλεξάκης γράφει και στις δύο γλώσσες, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι μεταφράζει τα βιβλία του, διότι ουσιαστικά πρόκειται για μετάπλαση κειμένου). Προτού αρχίσει να περιγράφει με αδρές γραμμές τη μυθοπλασία ο συγγραφέας είπε ότι «η συγγραφή είναι δουλειά που δεν μπορείς να τη μάθεις», ωστόσο στα τελευταία βιβλία του τείνει προς τον κανόνα ότι χρειάζονται δύο άξονες αφήγησης, «όπως το πλέξιμο θέλει δύο βελόνες». Οι δύο άξονες αυτή τη φορά αφορούν την αρχαία Ελλάδα, την οποία μελετά ο φοιτητής που έχει ρόλο αφηγητή στο βιβλίο.
Ο δεύτερος άξονας είναι το Αγιον Ορος, με το οποίο ο αφηγητής ασχολείται για λογαριασμό μιας ηλικιωμένης η οποία έχει χάσει έναν αδελφό που ήταν μοναχός. Το «μ.Χ.» είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα όπου επιχειρείται μια σύγκρουση ιδεών. «Δεν προσπάθησα να γράψω δοκίμιο, κάτι τέτοιο δεν με ενδιέφερε. Εκανα όμως μεγάλη έρευνα για το ζήτημα, μίλησα με 60 ιστορικούς,αρχαιολόγους,πα- πάδες...».
Αυτό πάντως που επιχειρεί να αποδείξει ο συγγραφέας είναι ότι ο Ελληνισμός δεν προκύπτει από μείξη της αρχαίας σκέψης με τον χριστιανισμό. «Δεν μπορείς να είσαι και με τη φιλοσοφία και με τη θεολογία.Η Ελλάδα είναι θύμα μιας μεγάλης απάτης την οποία διδάσκονται οι νέοι στα σχολεία». Ο Αλεξάκης αναφέρεται σε σειρά ζητημάτων που αποφεύγονται, όπως οι αυτοκτονίες των μοναχών. «Το Αγιον Ορος είναι σαν τον Στρατό και τις φυλακές: οι αυτοκτονίες είναι κάτι σύνηθες» λέει. Επιχειρεί να περάσει τις πληροφορίες μέσα από την πλοκή και τους χαρακτήρες, συχνά με παιγνιώδη τρόπο: «Μου αρέσει που έχω μια σκηνή όπου ο ήρωας θέλει να κοιμηθεί με μια θεούσα και εκείνη, όταν τελικά πέφτουν στο κρεβάτι, του πιάνει κουβέντα για το άβατο». Ολα πάντως στην εξέλιξη της ιστορίας εξυπηρετούν την ανάδειξη της κεντρικής ιδέας, η οποία συνοψίζεται στην εξής φράση: «Ο χριστιανισμός δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλώς την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί την ημέρα».
Η εκδότριά του κυρία Μάγδα Κοτζιά είπε ότι η ελληνική εκδοχή του κειμένου τής άρεσε περισσότερο από τη γαλλική (ως γνωστόν, ο Αλεξάκης γράφει και στις δύο γλώσσες, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι μεταφράζει τα βιβλία του, διότι ουσιαστικά πρόκειται για μετάπλαση κειμένου). Προτού αρχίσει να περιγράφει με αδρές γραμμές τη μυθοπλασία ο συγγραφέας είπε ότι «η συγγραφή είναι δουλειά που δεν μπορείς να τη μάθεις», ωστόσο στα τελευταία βιβλία του τείνει προς τον κανόνα ότι χρειάζονται δύο άξονες αφήγησης, «όπως το πλέξιμο θέλει δύο βελόνες». Οι δύο άξονες αυτή τη φορά αφορούν την αρχαία Ελλάδα, την οποία μελετά ο φοιτητής που έχει ρόλο αφηγητή στο βιβλίο.
Ο δεύτερος άξονας είναι το Αγιον Ορος, με το οποίο ο αφηγητής ασχολείται για λογαριασμό μιας ηλικιωμένης η οποία έχει χάσει έναν αδελφό που ήταν μοναχός. Το «μ.Χ.» είναι ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα όπου επιχειρείται μια σύγκρουση ιδεών. «Δεν προσπάθησα να γράψω δοκίμιο, κάτι τέτοιο δεν με ενδιέφερε. Εκανα όμως μεγάλη έρευνα για το ζήτημα, μίλησα με 60 ιστορικούς,αρχαιολόγους,πα- πάδες...».
Αυτό πάντως που επιχειρεί να αποδείξει ο συγγραφέας είναι ότι ο Ελληνισμός δεν προκύπτει από μείξη της αρχαίας σκέψης με τον χριστιανισμό. «Δεν μπορείς να είσαι και με τη φιλοσοφία και με τη θεολογία.Η Ελλάδα είναι θύμα μιας μεγάλης απάτης την οποία διδάσκονται οι νέοι στα σχολεία». Ο Αλεξάκης αναφέρεται σε σειρά ζητημάτων που αποφεύγονται, όπως οι αυτοκτονίες των μοναχών. «Το Αγιον Ορος είναι σαν τον Στρατό και τις φυλακές: οι αυτοκτονίες είναι κάτι σύνηθες» λέει. Επιχειρεί να περάσει τις πληροφορίες μέσα από την πλοκή και τους χαρακτήρες, συχνά με παιγνιώδη τρόπο: «Μου αρέσει που έχω μια σκηνή όπου ο ήρωας θέλει να κοιμηθεί με μια θεούσα και εκείνη, όταν τελικά πέφτουν στο κρεβάτι, του πιάνει κουβέντα για το άβατο». Ολα πάντως στην εξέλιξη της ιστορίας εξυπηρετούν την ανάδειξη της κεντρικής ιδέας, η οποία συνοψίζεται στην εξής φράση: «Ο χριστιανισμός δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλώς την ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί την ημέρα».