Βιβλία, βιβλία
Κριτικοί βιβλίων έπρεπε να γίνουμε για να μπορούμε να σκοτώνουμε το χρόνο μας με αρλουμπολογίες!
Είχα διαβάσει το βιβλίο του J.D. Salinger «Ο φύλακας στη σίκαλη» στα γερμανικά («Der Fänger im Roggen» σε μετάφραση του μετέπειτα νομπελίστα Heinrich Böll) τη δεκαετία του 1960· θα ήμουν 20-22 ετών. Πρέπει να πω ότι δεν μου είχε κάνει εντύπωση, δεν θυμόμουν καν αν είχα διαβάσει το βιβλίο μέχρι τέλους, γιατί δεν ήξερα πια την κατάληξη της ιστορίας… Τώρα που συζητήθηκε το συγκεκριμένο βιβλίο με αφορμή το θάνατο του συγγραφέα του, το ξαναδιάβασα στα ελληνικά και κατάλαβα γιατί δεν θυμόμουν την κατάληξη: δεν υπάρχει κατάληξη, όλα εξελίσσονται χωρίς στόχο και χωρίς αποτέλεσμα.
Διαβάζοντας όμως τώρα παράλληλα και διάφορες βιβλιοκριτικές από επαγγελματίες του είδους, βρίσκω φράσεις του τύπου ότι ο ήρωας της ιστορίας Χόλντεν Κόλφιλντ είναι αναγκασμένος «να γίνει μέλος της ζωής και αντιτάσσεται με νύχια και με δόντια»! Αναρωτιέμαι, διαβάσαμε το ίδιο βιβλίο; Πού και ποιος αντιτάσσεται ρε Καραμήτρο; Το παιδί που παρουσιάζει ο Σάλιντζερ, συμπαθητικό στα προβλήματά του, δεν έχει κανένα στόχο, καμιά φιλοδοξία, κανένα σχέδιο, κανένα πρότυπο, κανένα προσανατολισμό, φοβάται τους πάντες, γιατί τον καρπαζώνουν και τον «ρίχνουν» σε όλες τις συναλλαγές –με δική του ευθύνη– και, τελικά, ο ίδιος διαλέγει πάντα το δρόμο της ελάχιστης αντίστασης.
Εμπιστεύεται μόνο τον (πεθαμένο) αδελφό του, ο οποίος φαντάζει στα μάτια του σαν υπερήρωας και τη μικρή αδελφή του, το Φοιβάκι, ακόμα στο δημοτικό σχολείο. Εύκολα πρότυπα λοιπόν που δεν θα του φέρουν μεγάλη αντίσταση, αν και η μικρή δείχνει σκληρό καρύδι! Ο άλλος αδελφός που γράφει σενάρια για ταινίες στο Χόλυγουντ, απορρίπτεται γιατί έχει προσχωρήσει στους «κάλπηδες», μια τυποποιημένη έκφραση του ήρωα για ό,τι δεν καταλαβαίνει και απεχθάνεται – όχι πάντα δικαίως! Εμπιστεύεται ακόμα έναν παλιό καθηγητή του, ο οποίος αποδεικνύεται όμως κι αυτός «κάλπης» και γι' αυτό δραπετεύει από το σπίτι του... Τίποτα «κάλπικο» δεν αντέχει ο Κόλφιλντ, αλλά κι ο ίδιος δεν ξέρει τί και πότε είναι «κάλπικο», ποιος και γιατί είναι «κάλπης»...
Ειδικότερα η γλώσσα του Κόλφιλντ με αργκό γεμάτη προβληματικές εκφράσεις (για την εποχή της συγγραφής!), δεν αποτελεί σημείο θετικής αναφοράς, αν κάποιος ψάχνει κάτι σ' αυτή την ιστορία για να ταυτιστεί. Διαρκώς αναφέρονται «κάλπικος» και «κάλπηδες», κωλο- και γερο-. Νομίζω στα αγγλικά οι αντίστοιχες εκφράσεις είναι «phony», «corny» κτλ. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου απαγορεύτηκε το 1951 σε διάφορες αγγλοσαξωνικές χώρες (επιτρεπόταν να πουλιέται μόνο σε ενήλικους, χωρίς διαφήμιση και χωρίς προβολή στις βιτρίνες), επειδή περιείχε 255 φορές τη φράση «goddam» και 44 φορές «fuck».
Πιο σωστός είναι εκείνος ο βιβλιοκριτικός που γράφει ότι ο Κόλφιλντ «δεν πουλάει επανάσταση, απολύτως τίποτα δεν πουλάει, απελπίζεται, αλλά δεν το λέει φωναχτά. Παραιτείται, αλλά δεν το κάνει ζήτημα!» Άρα ο παραιτημένος ήρωας δεν έχει να μας πει τίποτα, δεν προσφέρει (πουλάει) τίποτα, μας είναι αδιάφορος! Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι ο νεαρός ήρωας του βιβλίου θέλει αναγνώριση αδαπάνως... χωρίς να την έχει κερδίσει, είτε με την προσωπικότητά του, είτε με κάποια επίδοσή του.
Απ' την άλλη πλευρά, γιατί θα έπρεπε να πουλήσει ειδικά «επανάσταση», δεν το καταλαβαίνω. Ίσως αυτό να περίμενε ο βιβλιοκριτικός, αλλά προσωπικά δεν νομίζω ότι μας λείπει, με τόση φανταστική επανάσταση που πλασάρεται γύρω μας. Οι περισσότεροι «επαναστάτες» που γνώρισα, μέχρι το 1974 στο εξωτερικό και μετέπειτα στην Ελλάδα (καλά, εδώ αποδείχθηκε ότι όλοι ήταν επαναστάτες, αλλά δεν το λένε από σεμνότητα!), ήταν παιδιά με γερό χαρτζιλίκι από το σπίτι που ήθελαν να καλύψουν την ανία τους. Η καθημερινή «επανάσταση» στο χώρο της εργασίας και της δημιουργίας μένει πάντα στη σκιά!
Στα χρόνια εκείνα που διάβαζα το βιβλίο, είχα γνωρίσει ήδη 3-4 τύπους σαν τον φουκαρά τον Κόλφιλντ, όχι υποχρεωτικά καρπαζοεισπράκτορες, αλλά ανθρώπους χωρίς στόχους ή με λάθος στόχους. Ανθρώπους που ξεκίνησαν να σπουδάσουν επιστημονικά αντικείμενα, χωρίς να έχουν τέτοιες δυνατότητες ή χωρίς να τους ενδιαφέρουν οι συγκεκριμένες σπουδές, μάλλον επειδή το ήθελαν οι γονείς ή επειδή ήθελαν οι ίδιοι να μοιάσουν σε κάποιο θείο ή φίλο.
Προγραμματισμένες αποτυχίες δηλαδή, οι οποίες κατέληγαν σε συντρίμμια· όχι σπάνια με κατάρες για τους δήθεν ρατσιστές καθηγητές που «αντιπαθούν τους ξένους» (κι ας είχαν περάσει την ίδια εξεταστική περίοδο δεκάδες αλλοδαποί στις ίδιες ακριβώς εξετάσεις) ή σε έριδες με συναδέλφους, συμπατριώτες ή άλλους, οι οποίοι δεν βοήθησαν τους ανεπαρκείς συμφοιτητές… Τρίχες, ούτε τις συνήθεις ασκήσεις προπαρασκευής δεν είχαν καταφέρει να επεξεργαστούν, παρόμοιες των οποίων ήταν και στα θέματα των εξετάσεων.
Δεν γίνεται να ξεκινήσεις να σπουδάσεις κάτι, απλά επειδή σε περιμένει πίσω μια «σίγουρη δουλειά» κι εσύ χρειάζεται μόνο να φέρεις το «χαρτί». Κάπως ανάλογα συμπεριφέρεται στο βιβλίο και ο Κόλφιλντ που μεθάει περιφερόμενος στη Νέα Υόρκη λίγο πριν τα Χριστούγεννα, 16χρονος ακόμα αυτός, αφού τον διώξανε για τρίτη φορά από ένα σχολείο. Είχε κοπεί σε όλα τα μαθήματα, εκτός από ένα.
Δεν βλάπτει, βέβαια, να περιγράφονται αυτές οι καταστάσεις, αφού είναι υπαρκτές και μπορεί να προειδοποιήσουν γονείς και εφήβους για προγραμματισμένες αποτυχίες, αλλά να προβάλλεται αυτή η ζωή χωρίς στόχο του νεαρού ως υπόδειγμα, πάει πολύ. Ένας αρλουμπολόγος βιβλιοκριτικός μάλιστα (αμφιβάλλω αν διάβασε το βιβλίο) έγραψε ότι ο ήρωας αποτελεί «πρότυπο των νέων που εξεγέρθηκαν τον Δεκέμβρη» — εννοεί τον Δεκέμβρη του 2008 στην Αθήνα που μία εγκληματική ενέργεια με νεκρό εξελίχθηκε σε όργιο καταστροφών και λεηλασιών, λόγω αμηχανίας και αδράνειας της Αστυνομίας. Αλλά χρειάζονται και οι μύθοι σε κάποιους για να επιβιώσουν στις συζητήσεις του καφενείου… Κι αν δεν προκύπτουν οι μύθοι από τη ζωή, κατασκευάζονται!
Ο Κόλφιλντ βρίσκεται σε μόνιμη σύγχυση. Είναι ασταθής και αμφίσημος χαρακτήρας: Δεν ενδιαφέρεται για χρήματα, αλλά εκτιμάει τους πλούσιους... Αναζητά στο τηλέφωνο μια όμορφη φίλη να βγουν έξω και σε λίγο την βρίζει και την προσβάλλει... Αισθάνεται ότι δεν είναι μορφωμένος, αν και διαβάζει πολλά βιβλία, όπως μονολογεί κατ' ιδίαν... Έχει ο ίδιος προβλήματα επιβιώσεως και επαγγελματικού προσανατολισμού, αλλά προβληματίζεται για ασήμαντα πράγματα, π.χ. τί κάνουν οι πάπιες στο Central Park το χειμώνα, όταν παγώνουν τα νερά της λίμνης. Πηγαίνει μάλιστα να διαλευκάνει το μυστήριο αυτοπροσώπως και σχεδόν πέφτει μέσα στη λίμνη. Τέτοια ευήθεια ο ήρωας-πρότυπο!
Ακόμα και το επάγγελμα που ονειρεύεται, το πιο ταπεινό που μπορεί να σκεφτεί, προέρχεται από παρεξήγηση: κάπου αναφέρει ο Κόλφιλντ το στίχο ενός ποιήματος «Όταν τσακώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη…» Αλλά ο στίχος είναι λάθος, στην πραγματικότητα λέει: «Όταν ανταμώνεις κάποιον που 'ρχεται μεσ' απ' τη σίκαλη». Ο συγγραφέας εκθέτει τον ήρωά του, τον αφήνει να μένει προσκολλημένος στη δική του εκδοχή και να φαντάζεται μικρά παιδιά που παίζουν ένα παιχνίδι σ' ένα μεγάλο σικαλοχώραφο. Χιλιάδες πιτσιρίκια, τα οποία δεν εποπτεύει κανένας ενήλικας, οπότε αναλαμβάνει ο Κόλφιλντ ως φύλακας, για να μην πέσουν τα παιδιά στο γκρεμό! Ένα σικαλοχώραφο δίπλα στο γκρεμό...
«Αυτό που πρέπει να κάνω, είναι να τα πιάνω άμα κάνουν να πέσουν στο γκρεμό — θέλω να πω, άμα τρέχουν και δε βλέπουν πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θα κάνω όλη μέρα. Θα 'μαι μονάχα ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα. Το ξέρω πως είναι παλαβομάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα 'θελα να 'μαι στ' αλήθεια...», είναι η ακριβής περιγραφή στο βιβλίο. Η φράση «και τα ρέστα» δεν μπήκε τυχαία από μένα στην πρόταση, είναι μόνιμη επωδός του Κόλφιλντ, σχεδόν σε κάθε δεύτερη πρότασή του, μάλλον επειδή δεν μπορεί να περιγράψει και περιχαρακώσει με σαφήνεια αυτό που σκέφτεται κι αυτό που θέλει να εκφράσει.
Σ' αυτό τον ταπεινό στόχο ζωής, σ' αυτή την «παλαβομάρα» κατέληξε ο ήρωας του βιβλίου (ο ίδιος ο Σάλιντζερ), σε μια εποχή μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο που δούλευαν οι βιομηχανίες και οι κατασκευές έργων υποδομής στο φουλ. Αυτή ήταν η τελική επιλογή για να μπορεί να ζήσει ο ψυχολογικά μειονεκτικός Κόλφιλντ μακριά από τους «κάλπηδες». Ο ίδιος ο Σάλιντζερ έγινε γνωστός για την αγοραφοβία και ανθρωποφοβία του. Ελάχιστες φορές εμφανίστηκε δημόσια, μέχρι που πέθανε πλήρης ημερών, ίσως επειδή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους «κάλπηδες» που τρομάζουν τον ήρωά του στο βιβλίο. Κι αυτός αποτελεί, δήθεν, το πρότυπο για τους ντόπιους «επαναστάτες» στο παρακμιακό ελληνικό περιβάλλον, 60 χρόνια αργότερα… Με τέτοιο πρότυπο που διάλεξαν, ανάλογη θα είναι και η επανάστασή τους!