Ο πατέρας μου ήταν εργολάβος οικοδομών και συνεργαζόταν με γραφεία μηχανικών για κατασκευές πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, δεκαετία του '50. Όταν έριχναν πλάκα, υπήρχε στην οικοδομή κυκλοφορία φορτηγών, το ένα με χαλίκι, το άλλο με άμμο, το άλλο με σίδερα, το άλλο με τσιμέντα (δεν υπήρχαν τότε οι σημερινές θηριώδεις κινούμενες μπετονιέρες), οπότε όλο και κάποια υλικά κατέληγαν στο οδόστρωμα. Πεταγόταν λοιπόν κάποιος αστυφύλακας που παραμόνευε και αγωνιούσε να συμπληρώσει τις απαραίτητες κλήσεις της ημέρας.
Την ημέρα της δίκης (δεν θυμάμαι αν ήταν αυτόφωρο το αδίκημα), πήγαινε ο πατέρας μου (απόφοιτος τεχνικής σχολής) στη Σανταρόζα που ήταν τα δικαστήρια και περίμενε τη σειρά του. Εκεί τον περίμεναν οι διαδρομιστές δικηγόροι, μερικούς τους ήξερε. Με τα πολλά έκλεινε με έναν απ' αυτούς, όχι ότι χρειαζόταν, αλλά ήταν πιεστικοί.
Μια φορά ήμουν κι εγώ εκεί, κάλεσε ο πρόεδρος τον κατηγορούμενο πατέρα μου, λέει αυτός: "Έπεσαν κ. πρόεδρε κάποια υλικά από το φορτηγό στο οδόστρωμα... Τα μαζέψαμε αμέσως, αλλά παραμόνευε το όργανο και μας έγραψε!"
"Καλά, καλά, πηγαίνετε!" λέει ο πρόεδρος, που ήθελε να τελειώσει με το ασήμαντο περιστατικό, πετάγεται ο διαδρομιστής δικηγόρος να αγορεύσει. "Κύριε πρόεδρε, υφιστάμεθα ως κατασκευαστές απηνή διωγμό...". Ούτε σε δικαστήριο του ΟΗΕ να ρητόρευε με τέτοιο στόμφο. Τον κοιτάει εμβρόντητος ο πρόεδρος, "Καλά, έληξε το θέμα, αθώος ο κατηγορούμενος, να προσέχετε άλλη φορά..."
Φεύγοντας, ζητάει ο διαδρομιστής την αμοιβή του. Λέει ο πατέρας μου, "Μα δεν πρόλαβες να πεις τίποτα! Πάρε τα μισά", δεν θυμάμαι το ποσόν τώρα. Πω πω φασαρία, ζητούσε ο δικηγόρος το πλήρες συμφωνημένο ποσό! Με το δίκιο του εξ άλλου, ήθελε να κάνει σεφτέ, αλλά και ο πατέρας μου ως επιχειρηματίας, έπρεπε να περιορίσει τα περιττά έξοδα. Επί 100-150 μέτρα στη Σταδίου έτρεχε από πίσω ο "συνήγορος" για να πάρει τα λεφτά του...
Κάτι τέτοια περιστατικά με απέτρεψαν να γίνω μηχανικός δημόσιων ή ιδιωτικών έργων, προτίμησα να γράφω εξισώσεις...