(ΒΗΜΑ, 10/3/2010)
Ένα ακόμα βήμα για να γίνει πραγματικότητα κάποια στιγμή το σενάριο του «Τζουράσικ Παρκ», έκαναν αυστραλοί επιστήμονες, οι οποίοι, για πρώτη φορά στον κόσμο, κατάφεραν να αποσπάσουν και να απομονώσουν DNA από τα απολιθωμένα τσόφλια αυγού εξαφανισμένων σήμερα πουλιών, όπως το γιγάντιο μόα και το πουλί-ελέφαντας, που έζησαν πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια.
Το επίτευγμα αυτό αποτελεί σημαντική πρόοδο στην προσπάθεια να ανακατασκευαστεί το γονιδίωμα εξαφανισμένων ειδών, αν και οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι πως κάτι τέτοιο δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι είναι δυνατό -ή επιθυμητό- να «ξαναζωντανέψει» στην εποχή μας ένα προ πολλού χαμένο ζώο, όπως είχε συμβεί στο βιβλίο του Μάικλ Κράιτον και στην ομώνυμη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Η απομόνωση του μιτοχονδριακού DNA έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου Μέρντοχ του Περθ, υπό τον Μάικλ Μπουνς, και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Proceedings of Royal Society B» της Βασιλικής Εταιρίας επιστημών της Βρετανίας, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο.
Οι ερευνητές απέσπασαν το γενετικό υλικό από αποξηραμένες μεμβράνες στο εσωτερικό των αυγών, που είχαν βρεθεί σε 13 τοποθεσίες στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Πήραν, με τον τρόπο αυτό, αρχαίο DNA του γιγάντιου μόα (Dinornis), ενός «ξαδέλφου» της στρουθοκαμήλου, που δεν πετούσε κι έφτανε τα τέσσαρα μέτρα σε ύψος. Το πουλί αυτό είχε οδηγηθεί σε εξαφάνιση από τους κυνηγούς Μαορί της Ν.Ζηλανδίας μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα.
Επίσης απομονώθηκε γενετικό υλικό από το πουλί-ελέφαντα (Aepyornis), που έφτανε τα τρία μέτρα σε ύψος και εξαφανίστηκε κατά τον ευρωπαϊκό αποικισμό της Μαδαγασκάρης ως το 1700. Το αυγό αυτού του πουλιού είναι 160 φορές μεγαλύτερο από το αυγό μιας κότας και αποτελεί το μεγαλύτερο αυγό πουλιού που έχει ποτέ βρεθεί.
Ακόμα, ελήφθη DNA από μια αρχαία αυστραλιανή κουκουβάγια, μια νεοζηλανδική πάπια αγνώστου χρονολογίας, καθώς και από ένα έμου (Dromaius novaehollandiae), που έζησε πριν 19.000 χρόνια περίπου και ήταν το παλαιότερο απολίθωμα από όλα.
Οι ερευνητές, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν μπόρεσαν να απομονώσουν DNA από παλαιότερα δείγματα, ηλικίας έως και 50.000 ετών, όπως από το πουλί Genyornis.
Η νέα τεχνική απομόνωσης του DNA περιλαμβάνει τον θρυμματισμό του απολιθωμένου κελύφους του αυγού σε σκόνη, την εξαγωγή του γενετικού υλικού με χημικές μεθόδους στο εργαστήριο και μετά την ενίσχυσή του με πολυμεράση.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι μπόρεσαν να «διαβάσουν» ένα πολύ μικρό τμήμα του συνολικού DNA, λιγότερο από το 1% του συνολικού γονιδιώματος του πουλιού, κατάφεραν όμως να αποδείξουν ότι είναι εφικτή η απομόνωση αρχαίου DNA από απολιθώματα. Σε επόμενο στάδιο, θα επιχειρήσουν να αποκωδικοποιήσουν μεγάλα πλέον τμήματα του DNA, ώστε να ανοίξουν στους παλαιοντολόγους ένα νέο «παράθυρο» στα πλάσματα του απώτερου παρελθόντος.
Μέχρι σήμερα, αρχαίο DNA είχε απομονωθεί από οστά (π.χ. του Νεάντερταλ) και από τρίχες. Τα τσόφλια των αυγών είχαν αγνοηθεί, αλλά τώρα πια επανεκτιμώνται ως μια εν δυνάμει πολύτιμη πηγή γενετικού υλικού, καθώς, μεταξύ άλλων, ανθίστανται περισσότερο από τα οστά στη διείσδυση βακτηρίων και συνεπώς στην μετέπειτα «μόλυνση» του πρωτογενούς DNA. Επιπλέον, τα υπολείμματα αυγών υπάρχουν σε αφθονία σε διάφορα μέρη της Γης.
Αν το περιβάλλον υπήρξε αρκετά κρύο, σύμφωνα με τους ερευνητές, τότε είναι δυνατό να απομονωθεί DNA από απολιθωμένα αυγά πολύ παλαιότερα των 19.000 ετών, όχι όμως από αυγά που, μετά από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, έχουν πλήρως «ορυκτοποιηθεί», έχουν δηλαδή γίνει σαν πέτρες.