(της Anne-Marie Guimier-Sorbets, περιοδικό Αρχαιολογία)
Ο Διόνυσος, θεός της άγριας φύσης, της βλάστησης και της αμπέλου, προσέφερε στους ανθρώπους τον οίνο και τη χαρά του συμποσίου. Στις αίθουσες συμποσίου του 4ου και του 3ου αι. π.Χ., τα ψηφιδωτά δάπεδα απεικονίζουν πολύ συχνά τον άγριο χαρακτήρα του θεού μέσα από τις σκηνές κυνηγίου, τις αναπαραστάσεις αρπακτικών, θηρίων και άγριων πλασμάτων όπως οι Κένταυροι (Πέλλα, Αλεξάνδρεια, Ρόδος, κ.ά.)
Ο θαλάσσιος κόσμος με τον οποίο ο θεός συνδέεται επίσης (Θέτις, Νηρηίδες, Τρίτωνας, Σκύλλα και άλλα υβριδικά θαλάσσια όντα), απαντά στο ένα τρίτο των ψηφιδωτών δαπέδων (Όλυνθος, Ερέτρια). Στα ψηφιδωτά των κατοικιών της ύστερης ελληνιστικής εποχής (2ος-1ος αι. π.Χ.), η βία των άγριων πλασμάτων χαλιναγωγείται δίνοντας το προβάδισμα στην εκπολιτιστική διάσταση του θεού.
Ψηφοθετήματα μεγάλης ποιότητας και κόστους (Δήλος, Πομπηία, Ηράκλειο, κ.ά.) παρουσιάζουν τον Διόνυσο να ιππεύει ένα άγριο ζώο ή κατά το θαλάσσιο ταξίδι του ή ακόμη τα μέλη του θιάσου του, ενώ συχνά εμφανίζονται σκηνές εμπνευσμένες από τον κόσμο του θεάτρου. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου η κεντρική σύνθεση των ψηφιδωτών, συνήθως ένα αγγείο ή άνθος, αποτελεί μια μεταφορική μορφή του Διονύσου που προσφέρει τη βλάστηση και τον οίνο, σηματοδοτώντας την παρουσία του θεού στο κέντρο του ανδρώνα.