η ήττα και τα αίτια της κακοδαιμονίας
(του Γιώργου Μπράμου, Καθημερινή, 17/1/2009)
Ξαναδιάβασα «Το κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Για το βιβλίο έχει κατατεθεί ο αξεπέραστος κριτικός στοχασμός του Δημήτρη Μαρωνίτη, κατά τη γνώμη μου, αντίστοιχης ευθυβολίας με το κείμενο του Βάλτερ Μπένγιαμιν για το μυθιστόρημα του Aλφρεντ Ντέμπλιν «Berlin Alexanderplatz».
Θέλω, όμως, με την ευκαιρία αυτής της ανάγνωσης να διατυπώσω μια σκέψη, που ίσως είναι λίγη και αδικεί το μέγεθος του μυθιστορήματος. Όταν εκδόθηκε «Το κιβώτιο» -και σε αντίθεση με την τριλογία του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες πολιτείες» που υποστηρίχθηκε από μια φωτισμένη «φράξια» της Αριστεράς- είχε την τύχη να έχει έναν προνομιακό χώρο υποδοχής. Ήταν ο ευρύτερος πολιτικός και κυρίως πνευματικός χώρος, που κινιόταν γύρω από το ΚΚΕ εσ. χωρίς υποχρεωτικά να ταυτιζόταν κομματικά μαζί του.
Eνα μικρό, μειοψηφικό ρεύμα της εγχώριας Αριστεράς αποδέχθηκε ένα βιβλίο που πήγαινε πέρα από το μαρτυρολόγιο και την αγιογραφία της ήττας, που έμπαινε στις πιο σκοτεινές περιοχές του Ελληνικού Εμφυλίου, στην απ' εδώ πλευρά της αυταπάτης, του δόγματος και του αντιηρωισμού.
Οι δρόμοι της πρόσβασης στο μέχρι τότε αδιανόητο, όχι μόνο λογοτεχνικά, αλλά και πολιτικά, corpus του «Κιβωτίου» ήταν κυρίως δύο: υπήρχε διαμορφωμένο ήδη το υπόστρωμα για έναν διευρυμένο αναστοχασμό σχετικά με τον Εμφύλιο, που είχε τις πηγές του στους λεγόμενους «ποιητές της Ήττας», τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον ίδιο τον Άρη Αλεξάνδρου. (Κι εδώ η συμβολή του Δ. Μαρωνίτη είναι καθοριστική.)
Και υπήρχε επίσης το αίτημα να μη σταθούμε μόνο στον μελοδραματισμό της χαμένης επανάστασης, αλλά να εμβαθύνουμε και στα «Αίτια της Κακοδαιμονίας» (όπως έγραψε και ο αξέχαστος Βασίλης Νεφελούδης).
Στα χρόνια που ακολούθησαν, «Το κιβώτιο» καταξιώθηκε και λογοτεχνικά και ιστορικά. Το γνωρίζω πως δεν έχει ανάγκη, όπως άλλωστε δεν έχει κανένα λογοτέχνημα, την κομματική δικαίωση. Αλλά η τότε μορφή της λεγόμενης Ανανεωτικής Αριστεράς είχε κυρίως ένα διαπαιδαγωγικό περιεχόμενο, ευρύτερο από την στενά κομματική και πολιτική εκδοχή της.
Η αντίληψη αυτή δεν ήταν, όπως κακώς διαβάστηκε και θεωρήθηκε, μια νεωτερική εκδοχή του πολιτικού «σαβουάρ βιβρ». Hταν κάτι εντελώς διαφορετικό — η αγωνία μιας διαπαιδαγωγικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, που δεν καταριόταν και, από την άλλη όχθη, δεν αγιοποιούσε το παρελθόν, αλλά μες στην οδύνη και την επαναδιαπραγμάτευση του εθνικού διχασμού άνοιγε τα παράθυρα για μια νέα χειραφέτηση της Αριστεράς στο μέλλον.
Θέλω, όμως, με την ευκαιρία αυτής της ανάγνωσης να διατυπώσω μια σκέψη, που ίσως είναι λίγη και αδικεί το μέγεθος του μυθιστορήματος. Όταν εκδόθηκε «Το κιβώτιο» -και σε αντίθεση με την τριλογία του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες πολιτείες» που υποστηρίχθηκε από μια φωτισμένη «φράξια» της Αριστεράς- είχε την τύχη να έχει έναν προνομιακό χώρο υποδοχής. Ήταν ο ευρύτερος πολιτικός και κυρίως πνευματικός χώρος, που κινιόταν γύρω από το ΚΚΕ εσ. χωρίς υποχρεωτικά να ταυτιζόταν κομματικά μαζί του.
Eνα μικρό, μειοψηφικό ρεύμα της εγχώριας Αριστεράς αποδέχθηκε ένα βιβλίο που πήγαινε πέρα από το μαρτυρολόγιο και την αγιογραφία της ήττας, που έμπαινε στις πιο σκοτεινές περιοχές του Ελληνικού Εμφυλίου, στην απ' εδώ πλευρά της αυταπάτης, του δόγματος και του αντιηρωισμού.
Οι δρόμοι της πρόσβασης στο μέχρι τότε αδιανόητο, όχι μόνο λογοτεχνικά, αλλά και πολιτικά, corpus του «Κιβωτίου» ήταν κυρίως δύο: υπήρχε διαμορφωμένο ήδη το υπόστρωμα για έναν διευρυμένο αναστοχασμό σχετικά με τον Εμφύλιο, που είχε τις πηγές του στους λεγόμενους «ποιητές της Ήττας», τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Τίτο Πατρίκιο, τον ίδιο τον Άρη Αλεξάνδρου. (Κι εδώ η συμβολή του Δ. Μαρωνίτη είναι καθοριστική.)
Και υπήρχε επίσης το αίτημα να μη σταθούμε μόνο στον μελοδραματισμό της χαμένης επανάστασης, αλλά να εμβαθύνουμε και στα «Αίτια της Κακοδαιμονίας» (όπως έγραψε και ο αξέχαστος Βασίλης Νεφελούδης).
Στα χρόνια που ακολούθησαν, «Το κιβώτιο» καταξιώθηκε και λογοτεχνικά και ιστορικά. Το γνωρίζω πως δεν έχει ανάγκη, όπως άλλωστε δεν έχει κανένα λογοτέχνημα, την κομματική δικαίωση. Αλλά η τότε μορφή της λεγόμενης Ανανεωτικής Αριστεράς είχε κυρίως ένα διαπαιδαγωγικό περιεχόμενο, ευρύτερο από την στενά κομματική και πολιτική εκδοχή της.
Η αντίληψη αυτή δεν ήταν, όπως κακώς διαβάστηκε και θεωρήθηκε, μια νεωτερική εκδοχή του πολιτικού «σαβουάρ βιβρ». Hταν κάτι εντελώς διαφορετικό — η αγωνία μιας διαπαιδαγωγικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, που δεν καταριόταν και, από την άλλη όχθη, δεν αγιοποιούσε το παρελθόν, αλλά μες στην οδύνη και την επαναδιαπραγμάτευση του εθνικού διχασμού άνοιγε τα παράθυρα για μια νέα χειραφέτηση της Αριστεράς στο μέλλον.