(του Παντελή Μπουκάλα, Καθημερινή, 22/12/2010)
Η Ζακλίν ντε Ρομιγύ, ο Ζαν-Πιερ Βερνάν, ο Πιερ Βιντάλ-Νακέ, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ... Και άλλοι, παλαιότεροί τους αλλά και νεότεροι, ζώντες. Στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ιταλία, κι όπου αλλού. Όσοι μελέτησαν, και συνεχίζουν να μελετούν, τα ελληνικά γράμματα, και όχι μόνο τα αρχαία, οπότε πρέπει να προσθέσουμε στον κατάλογο και τον Κλωντ Φωριέλ, τον πρώτο που δημοσίευσε συλλογή με δημοτικά μας τραγούδια.
Και είναι μακρότατος ο κατάλογος αυτός. Το διαπιστώνουμε όποτε ρίχνουμε μια ματιά στη βιβλιογραφία που παρατίθεται σε οποιοδήποτε αρχαιογνωστικό έργο, ειδικού ενδιαφέροντος ή γενικότερου: πλεονάζουν εκεί τα ονόματα των ξένων ελληνιστών και ακολουθούν από μεγάλη απόσταση τα ονόματα των Ελλήνων.
Η τύφλωση του Πολύφημου
Οφείλουμε λοιπόν να αναγνωρίσουμε, αν μας το επιτρέπει η ομφαλοσκοπική εμμονή μας, ότι πάρα πολλά απ’ όσα γνωρίζουμε για τους Αρχαίους, ή τέλος πάντων απ’ όσα θα μπορούσαμε να μάθουμε αν το ενδιαφέρον μας δεν ναυαγούσε στα ρηχά της συναισθηματικής ρητορικής, τα χρωστάμε σε ξένους. Λογική μοιάζει πάντως η δυσαναλογία αυτή, κι όχι μόνο επειδή στη χώρα των καυχωμένων απογόνων είναι ακόμα πολύ μακριά η μέρα που θα έχει εκδοθεί όλο το σώμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Μετράει φυσικά και το ότι η γλώσσα μας είναι περιφερειακή, δεν ηγεμονεύει, κι όσα έργα γράφονται σε αυτήν, δοκιμιακά ή λογοτεχνικά, δύσκολα μεταφράζονται σε κάποια «ισχυρή» γλώσσα. Κι ωστόσο υπάρχει γερή αρχαιογνωστική παραγωγή από Ελληνες, φιλολόγους, ιστορικούς, μεταφραστές. Πάντοτε υπήρχε, με φωτεινά ονόματα, και δίνει και στις μέρες μας σπουδαίους καρπούς, κι ας βιαζόμαστε συχνά να ισχυριστούμε το αντίθετο, από αγνωσία ή προπέτεια, ή απλώς επειδή μάς παρασέρνει η συνήθεια του μουρμουρητού και της ισοπεδωτικής κλάψας.
Πώς αγαπήσαμε ωστόσο, πώς αγαπάμε, με τι ζύγια μετράμε τη Ρομιγύ, τον Βερνάν ή οποιονδήποτε άλλον ξένον ελληνιστή που παθιάζεται για την αρχαιότητα χωρίς να αποστρέφει τα μάτια του από την τωρινή Ελλάδα; Διαβάζουμε άραγε τα βιβλία τους για να μάθουμε, να ψυχαγωγηθούμε και να παιδαγωγηθούμε, ανταποκρινόμενοι έτσι στον δικό τους κόπο με τον δικό μας, έστω κατά πολύ μικρότερο; Εκμεταλλευόμαστε τους δρόμους που ανοίγουν και τις μεθόδους που μας προσφέρουν για να γνωρίσουμε λίγο βαθύτερα την ιστορία μας, αφτιασίδωτη από τις εξιδανικεύσεις; Ή μήπως μένουμε στον τίτλο, στο εξώφυλλο, δηλαδή καταναλώνουμε απλώς τη φήμη που συνοδεύει όσους ελληνιστές γίνονται διάσημοι και αφήνουμε «για αργότερα» το διάβασμα; Μήπως αυτό που τρώει το μυαλό μας είναι να χρησιμοποιήσουμε τα έργα των ελληνιστών μας (ή τις αγαπητικές ή δοξαστικές δηλώσεις τους για την Ελλάδα, που είναι ευκολότερα διαχειρίσιμες) σαν πιστοποιητικά όχι τόσο της προγονικής λάμψης, όσο της κληρονομημένης αίγλης ημών των επιγόνων;