12 December 2010

Σε τι χρειάζομαι ένα θεό; (3)

Ανώνυμη, 48 ετών, ελεύθερη δημοσιογράφος, έγγαμη, 2 παιδιά


(Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή >>>, η απόδοση του
αρχικού κειμένου γίνεται ελεύθερα και με περικοπές!)


Παραμένω ανώνυμη επειδή κατοικώ σε ένα καρα-καθολικό χωριό και είμαι υποχρεωμένη να προστατεύσω την επαγγελματική και κοινωνική θέση του άντρα μου και των παιδιών μου.

Η μητέρα μου, γενν. το 1920, ήταν καθολική και ο πατέρας μου, γενν. το 1921, προτεστάντης. Θεός, θρησκεία και πίστη δεν έπαιζε στην οικογένειά μας ποτέ σημαντικό ρόλο, στην εκκλησία πηγαίναμε μόνο τα Χριστούγεννα.

Πότε πότε προσπαθούσαν οι γονείς να με παρακινήσουν να πηγαίνω Κυριακές στην εκκλησία, αλλά χωρίς επιτυχία και, στη συνέχεια, δεν επέμεναν. Θυμάμαι ακόμα ότι, όταν ήμουν πολύ μικρή, έκανα με τη μητέρα μου βραδινή προσευχή. Με τη μητέρα μου είχα πάντα το συναίσθημα ότι με απέρριπτε, ίσως επειδή έμεινε σε μένα έγκυος στα 40 της χρόνια.

Η δασκάλα μου στο σχολείο ήταν μια ηλικιωμένη κυρία, γεροντοκόρη, που έμενε πάντα με τους γονείς της. Ήταν πολύ αυστηρή χριστιανή και μας διηγιόταν ότι, αν ένα παιδάκι πεθάνει βαπτισμένο, το τοποθετούν σε λευκό φέρετρο, αλλιώς σε μαύρο. Αυτά τα παιδιά δεν θα είχαν καλή τύχη, γιατί είχαν το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας.

Μερικές φορές, σε μικρή ηλικία, έκανα προσευχές στο θεό να με βοηθήσει, αλλά ποτέ δεν είδα κάποια ανταπόκριση. Στο σχολείο μας έλεγαν ότι ο θεός βοηθάει πάντα αυτούς που προσεύχονται σ’ αυτόν και τον αγαπούν. Όταν όμως είχα προβλήματα με τη μητέρα μου και ζήταγα βοήθεια από το θεό, ποτέ δεν κατάλαβα να είχα τη στήριξή του κι αυτό με απογοήτευε.

Όταν ήμουν 14 ετών πέθανε ο πατέρας μου. Τις 4 εβδομάδες που παρέμεινε στο νοσοκομείο μέχρι το θάνατό του, προσπαθούσε μία καθολική μοναχή να τον προσηλυτίσει στον καθολικισμό. Οι αντιδράσεις του ετοιμοθάνατου πατέρα μου ήταν τόσο αμφιλεγόμενες, ώστε τελικά ούτε ο καθολικός, ούτε ο ευαγγελικός παπάς θέλησαν να τον κηδέψουν, και οι δύο τον θεωρούσαν αλλόδοξο!

Στα 18 χρόνια μου παντρεύτηκα και μετακόμισα σε γειτονική χώρα του εξωτερικού. Η οικογένεια του άντρα μου ήταν αυστηρά καθολική, με «πνευματικό» καθοδηγητή της ένα θείο, αδελφό της πεθεράς  μου. Ο πεθερός μου ήταν φιλάσθενος, ενώ ο θρησκόληπτος θείος καλοζωισμένος, υπερβολικά παχύς και αυταρχικός. Όταν βρισκόμασταν σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, η πεθερά μου παραμελούσε τον άντρα της και ασχολιόταν με το χοντρό αδελφό της.

Μια φορά βρέθηκα στο αυτοκίνητο με τον αφοσιωμένο στο θεό θείο, ο οποίος θεώρησε απαραίτητο να εκδηλώσει το φιλάνθρωπο ήθος του, όταν συνάντησε στο δρόμο μια οικογένεια μουσουλμάνων με πολλά παιδιά, οι γυναίκες με μαντίλα: «Αυτούς πρέπει να τους ισοπεδώσουμε με τον οδοστρωτήρα», δήλωσε με υπερηφάνεια! Μου έκαναν εντύπωση αυτή και άλλες ανάλογες ρατσιστικές εκδηλώσεις του, γι’ αυτό απέφευγα πολλές σχέσεις μαζί του...

Δέκα χρόνια μετά τον πολιτικό γάμος μας και αφού είχαμε μετακομίσει πάλι στη Γερμανία, γεννήθηκε η κόρη μας Sandra και 2 χρόνια μετά η Marleen. Ο άντρας μου επέμενε να βαφτίσουμε τις κόρες μας και τελικά δέχτηκα, αφού είχε υποχωρήσει αυτός στο θέμα του εκκλησιαστικού γάμου. Κατά αστεία σύμπτωση, μερικούς μήνες μετά τα βαφτίσια, εξαφανίστηκε ο καθολικός παπάς του χωριού, παίρνοντας μαζί του και το ταμείο της ενορίας… Στη σχέση μας με το θεό είχε μεσολαβήσει λοιπόν ένας λωποδύτης παπάς.

Λόγω της μικρής κοινωνίας στο χωριό μας (8.000 κάτοικοι), δέχτηκα να πάνε τα κορίτσια στο κατηχητικό, μαζί με τα άλλα παιδιά. Λυπάμαι που τα έβλεπα να πηγαίνουν εκεί και να φοράνε τις γιορτές λευκά «νυφικά» φουστανάκια, επειδή παντρεύονται τον Ιησού, όπως τους έλεγε ο παπάς, αλλά ήταν μια θυσία στην κοινωνική ομοιομορφία και υποκρισία.

Δεν είχα εκφραστεί ποτέ αρνητικά για τη θρησκεία στις κόρες μου, ούτε ο άντρας μου τις παρακινούσε να γίνουν πιστές. Κάποια εποχή εκδήλωσαν όμως και οι δύο τη δυσφορία τους με τα θρησκευτικά μαθήματα στο σχολείο και δήλωσαν ότι δεν πιστεύουν στο θεό και όλα αυτά που τους δίδασκαν.

Πριν από δέκα χρόνια περίπου αποκτήσαμε πρόσβαση στο Internet και αμέσως άνοιξαν νέοι δρόμοι ενημέρωσης, τους οποίους αγνοούσα όλα αυτά τα χρόνια στη μικρή κοινωνία μας. Είχα έτσι την ευκαιρία να συλλέγω πληροφορίες για θρησκευτικά και κοινωνικά θέματα και να συζητώ με ανθρώπους, τόσο με πιστούς όσο και με άθεους.

Συζητώντας με πιστούς χριστιανούς διαπίστωσα ότι είχαν κατά κανόνα ένα έλλειμμα γνώσεων. Όσο περισσότερο πιστοί ήταν, τόσο μεγαλύτερη ήταν η άγνοια και η υποκρισία τους. Έτσι επιβεβαιώθηκα στην αντίληψή μου ότι πρόκειται για φοβισμένους και παραπλανημένους ανθρώπους.

Αναρωτιόμουν και έθετα ερωτήσεις, πού κρυβόταν ο θεός όταν οι πιστοί του διέδιδαν το χριστιανισμό με τη βία; Πού ήταν ο «παντοδύναμος» όταν οι εκλεκτοί του έκαιγαν «μάγισσες» και «αιρετικούς»; Γιατί παρακολουθούσε άπραγος όταν εξοντώνονταν κατά εκατομμύρια οι ιθαγενείς της Αμερικής από τους προσηλυτιστές με το σταυρό και το σπαθί; Γιατί χρειάζεται ο θεός ναούς, οι οποίοι διακοσμούνται με κλεμμένα χρήματα; Αυτές και άλλες ερωτήσεις μου δημιουργούνταν με την πάροδο του χρόνου και με τις συζητήσεις που εξελίσσονταν...

Οι σχέσεις με τους ανθρώπους του περίγυρού μου δίνουν στήριγμα και νόημα στη ζωή μου. Επειδή ποτέ δεν πίστευα σε κάποιον θεό, δεν κατάλαβα ότι μου λείπει κάτι, όταν συνειδητοποίησα και σταθεροποίησα αυτή την επιλογή μου. Δεν έχω καμιά ανασφάλεια στη ζωή μου και δεν βρίσκω καμιά δυσκολία να αντιληφθώ με τη λογική τον κόσμο. Επίσης δεν έχω καμία φοβία σχετικά με το θάνατό μου.

Όποτε προκύπτει σχετική συζήτηση, δηλώνω ευθαρσώς ότι είμαι άθεη. Μερικές φορές με ενοχλεί που ο άντρας μου δεν παίρνει θέση σε θρησκευτικά θέματα που με απασχολούν και συζητάω με άλλους. Μετά από 28 χρόνια γάμου δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, αν ο άντρας μου είναι πιστός!

Το φάσμα των συναισθημάτων μου απέναντι σε πιστούς εκτείνεται από συμπόνια μέχρι απόρριψη. Η συμπόνια προκύπτει από την εκτίμησή μου ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν μία ετεροπροσδιορισμένη ζωή, με ελεγχόμενη σκέψη, με επιβεβλημένη περιφρόνηση κάθε αλλόθρησκου και με κοινωνικές σχέσεις μέσα από ταμπού. Απόρριψη αισθάνομαι γι’ αυτούς που αγνοούν τις ιστορικές συνθήκες επιβολής της θρησκείας τους και τις επιπτώσεις τους και επιπλέουν μόνο σ’ αυτά επάνω που διηγείται κάθε φορά ο παπάς.

Γενικότερα αισθάνομαι όμως αβοήθητη από το κράτος, επειδή οι θρησκευόμενοι έχουν εκπροσώπηση στους θεσμούς, ενώ οι άθεοι, οι οποίοι είμαστε και αριθμητικά οι περισσότεροι, βρισκόμαστε εκτός κοινωνικής προστασίας, με κίνδυνο να υποστούμε μειωτική μεταχείριση από τους επαγγελματίες της πίστης.