T.F., 28 ετών, υποψήφιος διδάκτωρ της Βιολογίας, άγαμος
(Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή >>>, η απόδοση του
αρχικού κειμένου γίνεται ελεύθερα και με περικοπές!)
Μεγάλωσα σε μια καθολική, αλλά όχι ιδιαίτερα αυστηρή θρησκευόμενη ή συντηρητική οικογένεια. Οι περισσότερες θρησκευτικές διαδικασίες εκτελούνταν αυτονόητα, χωρίς ενθουσιασμό ή βαρεμάρα. Από τα 8 μου χρόνια πήγαινα σχεδόν κάθε Κυριακή στην εκκλησία και στην κατήχηση, αργότερα υπηρετούσα ως παπαδάκι και έπαιζα στο εκκλησιαστικό όργανο.
Έχω απόλυτα θετική ανάμνηση από τις εκκλησιαστικές εμπειρίες μου, ο παπάς του χωριού ήταν ένας πολύ αξιαγάπητος άνθρωπος και θα έλεγα ότι ήμουν ένας πιστός χριστιανός. Όταν κάποτε επισκέφτηκα ένα μοναστήρι και διανυκτέρευσα εκεί, μαζί με άλλους, είχα ευχάριστες εμπειρίες και συζητήσεις, οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί και φιλικοί και μας αντιμετώπιζαν με μεγάλη προσοχή.
Μια συγκεκριμένη ημερομηνία και ένα γεγονός που με οδήγησαν σε απόσταση από τη θρησκεία και την εκκλησία, δεν υπάρχει. Σταδιακά έχασα κάθε ενδιαφέρον και, όταν έγινα 21 ετών, ως φοιτητής πλέον, ζήτησα από το πρωτοδικείο να διαγραφώ από τα κατάστιχα της καθολικής εκκλησίας.
Από τότε περίπου είμαι απόλυτα πεπεισμένος για την ανυπαρξία κάποιου θεού ή κάποιας ανώτερης, υπερφυσικής δύναμης. Αρχικά θεωρούσα ότι όλα αυτά που εξελίσσονται στην εκκλησία και τα έζησα από μικρός, δεν με αφορούν άμεσα, αλλά μετά ανέπτυξα μία σαφή απόρριψη για κάθε τι θρησκευτικό και εκκλησιαστικό και θεωρούσα ότι πρόκειται για μια θεσμοποιημένη δεισιδαιμονία.
Η πρώτη αφορμή με σαφώς «θρησκευτικό περιεχόμενο» που θυμάμαι, αφορούσε το θέμα του θανάτου. Πώς είναι δυνατόν να φοβάται κάποιος το θάνατο, αφού είναι πιστός και θα πάει στον παράδεισο; Αυτές οι αμφιβολίες μού έδειχναν ότι δεν πιστεύω αρκετά, αλλά ποτέ δεν άκουσα κάποιες πειστικές απαντήσεις από τους άλλους. Ως έφηβος πάλι σκεφτόμουν αντίστοιχα πράγματα και έκανα ερωτήσεις σε αρμοδιότερους, αλλά κι αυτοί πάντα έπνιγαν την απάντηση σε τυποποιημένα λεκτικά σχήματα.
Στα 16-17 χρόνια μου κόντευα να πιστέψω ότι μάλλον δεν είμαι στα καλά μου, αφού όλοι γύρω μου στο χωριό είχαν «σαφείς» απόψεις για τη θρησκεία και ήταν ικανοποιημένοι κι εγώ διατύπωνα αμφιβολίες. Σε μια εκδρομή βρέθηκα με φίλους σε ένα καταφύγιο στο βουνό και πήρα κατά μέρος δύο συμμαθητές, οι οποίοι είχαν δηλώσει ότι θα ακολουθήσουν το επάγγελμα του κληρικού.
Τους εκμυστηρεύτηκα τις αμφιβολίες μου, περίπου σαν μια κραυγή βοήθειας! Τους είπα ότι αυτοί, αφού αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτό τον επαγγελματικό δρόμο, πρέπει να έχουν για τον εαυτό τους και για μένα σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν είχαν καμιά συγκροτημένη απάντηση. Ο ένας είπε: «Πρέπει να πιστεύεις, να πιστεύεις και μόνο να πιστεύεις! Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις.» Ο άλλος δεν είπε τίποτα! Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση μου άνοιξε τα μάτια για τη φύση της «πίστης» και για το επάγγελμα του κληρικού.
Στις τάξεις του Λυκείου βρήκα μέσα από τα μαθήματα απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματά μου και δεν χρειαζόταν πια να σκέφτομαι ότι αυτό συμβαίνει, επειδή το επέλεξε ο θεός και δεν μου πέφτει λόγος. Με κάθε νέο μάθημα εύρισκα για τον εαυτό μου απλές απαντήσεις σε προβλήματα, τα οποία προηγουμένως έπρεπε να διευθετεί κάθε φορά ένας θεός…
Μέσα σε λίγα χρόνια ανοίγονταν καθημερινά στο μυαλό μου πόρτες της γνώσης, πίσω από τις οποίες εύρισκα νέες γνώσεις και νέα ερωτήματα. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχα καμιά σχέση πλέον με θρησκευτικά θέματα, ήμουν μόνο τυπικά χριστιανός. Με την έναρξη της πανεπιστημιακής σπουδής στη Βιολογία έκανα και το τελευταίο συνεπές βήμα, με τη διαγραφή μου από τα κατάστιχα της καθολικής εκκλησίας.
Η επιστήμη και η λογική με γεμίζουν. Η επιστήμη υποκαθιστά κάθε θρησκευτική θέση για το περιεχόμενο και την προέλευση του κόσμου και της ζωής. Η λογική μού δίνει τη σταθερή βάση και τη δυνατότητα δράσης στη ζωή.
Το νόημα στη ζωή μου δίνω εγώ ο ίδιος! Από τη φύση δεν προκύπτει κάποιο «νόημα», ακόμα κι όταν μερικοί θεωρούν ότι η αυτοσυντήρηση και ο πολλαπλασιασμός του είδους αποτελούν ένα φυσικό νόημα. Ο άνθρωπος είναι προϊόν της εξέλιξης, η οποία του προδιαγράφει μεν κάποιες συμπεριφορές, αλλά αυτές δεν είναι αποκλειστικές και δεν αποτελούν μονόδρομο. Απ’ την άλλη πλευρά, έχω επιθυμίες, των οποίων η ικανοποίηση με κάνει να αισθάνομαι ευτυχισμένος• και η ευτυχία είναι ο επιθυμητός στόχος στη ζωή μου.
Μακροσκοπικά μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι οι ενέργειές μου για να είμαι ευτυχισμένος δεν διαφέρουν από αυτές άλλων ανθρώπων, ο οποίος θεωρεί ότι έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα ανώτερο σκοπό. Υποθέτω ότι κι αυτός ο άνθρωπος κάνει κάτι που τον κάνει ευτυχισμένο, για παράδειγμα μέσω κάποιου υπαρκτού ή φανταστικού καθήκοντος που αισθάνεται ότι εκπληρώνει.
Ο θάνατος μού έχει γίνει αδιάφορος και δεν χρειάζομαι κάποιον θεό για να καταλήξω σ’ αυτό το συμπέρασμα. Όταν συμβεί, δεν θα υπάρχω για να σκέπτομαι τι συνέβη. Δεν έχω κάποιον «ουρανό» που θα μου κάνει το θάνατο πιο αποδεκτό, αλλά κι αυτοί που είναι πιστοί, δεν βλέπω να έχουν αποδεχτεί το θάνατο. Με την ιδέα να κάνω τη ζωή μου όσο το δυνατόν καλύτερη και μένα ευτυχισμένο, παραμερίζω την ιδέα του θανάτου.
Πολλά πράγματα είναι αποδεκτά, χωρίς να τα επενδύω με ανωτερότητα και θεϊκότητα. Απολαμβάνω την ομορφιά του ουράνιου τόξου από παιδί, πριν ακόμα μάθω για τη διάθλαση του φωτός. Και, όπως μπορούμε με φάρμακα και χάπια να προκαλέσουμε φοβίες ή ευφορία, έτσι και με κάποιες βιοχημικές διεργασίες πετυχαίνουμε «ευγενή» συναισθήματα, όπως η αγάπη. Όλα αυτά, παρ’ όλο που ερμηνεύονται ορθολογικά, δεν χάνουν την ομορφιά και τη θελκτικότητά τους στη ζωή.
Αυτά και άλλα πολλά δεν μπορούσα αρχικά να τα ερμηνεύσω και δεν είχα απάντηση για κάθε γεγονός και κάθε συναίσθημα. Οι απαντήσεις των άλλων με προετοιμασμένες θεολογικές κουβέντες δεν με ενθουσίασαν ποτέ. Σταδιακά βρήκα όμως την απάντηση σε κάθε πρόβλημα που με απασχολούσε και νομίζω το ίδιο θα συμβαίνει και στο μέλλον, αφού συνέβη με τόσους πολλούς ανθρώπους στο παρελθόν και συμβαίνει και στο παρόν.
Αυτό που μου έδινε πάντα θάρρος και μου δίνει ακόμα, είναι ότι μπορώ με τη λογική να δίνω απάντηση σε κάθε πρόβλημα που μου παρουσιάζεται. Έτσι θεωρώ ότι η ζωή μου έχει γίνει πολύ πιο ευέλικτη με πάμπολλες δυνατότητες από την προδιαγεγραμμένη ζωή κάποιου άλλου που ακολουθεί έτοιμες συνταγές.
Προβλήματα με την επιλογή μου να αισθάνομαι άθεος δεν είχα καθόλου. Οι γονείς μου το γνωρίζουν και δεν διατύπωσαν κάποια αντίρρηση. Πέρα απ’ αυτό, διαπίστωσα ότι οι συνάδελφοι και οι φίλοι μου είχαν καταλήξει, ανεξάρτητα από μένα, σε όμοιες σκέψεις και θεωρούσαν επίσης τον εαυτό τους άθεο.
Αν και δεν το επιδιώκω, γιατί έχω σοβαρότερες ασχολίες στη ζωή μου, σε μια συζήτηση με έναν «πιστό» δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να παρουσιάσω τις απόψεις μου και ξέρω να αντιμετωπίζω τις φτωχές επικλήσεις του άλλου στην «πίστη». Θα ήταν ένας άνισος ρητορικός αγώνας με σίγουρο το αποτέλεσμα.
Θα συνιστούσα σε κάθε άνθρωπο να μην πιάνεται από καλαμάκια της πορτοκαλάδας για να αντιμετωπίσει τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς του. Εφόσον βλέπει ότι όλο το οικοδόμημα της «πίστης» είναι σαθρό, δεν έχει παρά να το παραμερίσει και να προσπαθήσει να συγκροτήσει τη ζωή του με δικές του δυνάμεις.
Κυρίως, να αρχίσει να σκέφτεται! Να φτιάξει στο μυαλό του ένα «κόσμο» χωρίς θεό και έναν άλλο «κόσμο» με θεό. Θα διαπιστώσει τότε ότι, στο πρώτο ψηφιδωτό ταιριάζει χωρίς πρόβλημα κάθε ψηφίδα που προκύπτει από τη γνώση, ενώ στο θρησκευτικό ψηφιδωτό πρέπει να στρίψει, να αλλοιώσει, να πιέσει την ψηφίδα για να την ταιριάξει κακήν κακώς στο έργο του. Εκεί θα φανεί ποιο δρόμο πρέπει να επιλέξει!
Έχω απόλυτα θετική ανάμνηση από τις εκκλησιαστικές εμπειρίες μου, ο παπάς του χωριού ήταν ένας πολύ αξιαγάπητος άνθρωπος και θα έλεγα ότι ήμουν ένας πιστός χριστιανός. Όταν κάποτε επισκέφτηκα ένα μοναστήρι και διανυκτέρευσα εκεί, μαζί με άλλους, είχα ευχάριστες εμπειρίες και συζητήσεις, οι άνθρωποι ήταν ευγενικοί και φιλικοί και μας αντιμετώπιζαν με μεγάλη προσοχή.
Μια συγκεκριμένη ημερομηνία και ένα γεγονός που με οδήγησαν σε απόσταση από τη θρησκεία και την εκκλησία, δεν υπάρχει. Σταδιακά έχασα κάθε ενδιαφέρον και, όταν έγινα 21 ετών, ως φοιτητής πλέον, ζήτησα από το πρωτοδικείο να διαγραφώ από τα κατάστιχα της καθολικής εκκλησίας.
Από τότε περίπου είμαι απόλυτα πεπεισμένος για την ανυπαρξία κάποιου θεού ή κάποιας ανώτερης, υπερφυσικής δύναμης. Αρχικά θεωρούσα ότι όλα αυτά που εξελίσσονται στην εκκλησία και τα έζησα από μικρός, δεν με αφορούν άμεσα, αλλά μετά ανέπτυξα μία σαφή απόρριψη για κάθε τι θρησκευτικό και εκκλησιαστικό και θεωρούσα ότι πρόκειται για μια θεσμοποιημένη δεισιδαιμονία.
Η πρώτη αφορμή με σαφώς «θρησκευτικό περιεχόμενο» που θυμάμαι, αφορούσε το θέμα του θανάτου. Πώς είναι δυνατόν να φοβάται κάποιος το θάνατο, αφού είναι πιστός και θα πάει στον παράδεισο; Αυτές οι αμφιβολίες μού έδειχναν ότι δεν πιστεύω αρκετά, αλλά ποτέ δεν άκουσα κάποιες πειστικές απαντήσεις από τους άλλους. Ως έφηβος πάλι σκεφτόμουν αντίστοιχα πράγματα και έκανα ερωτήσεις σε αρμοδιότερους, αλλά κι αυτοί πάντα έπνιγαν την απάντηση σε τυποποιημένα λεκτικά σχήματα.
Στα 16-17 χρόνια μου κόντευα να πιστέψω ότι μάλλον δεν είμαι στα καλά μου, αφού όλοι γύρω μου στο χωριό είχαν «σαφείς» απόψεις για τη θρησκεία και ήταν ικανοποιημένοι κι εγώ διατύπωνα αμφιβολίες. Σε μια εκδρομή βρέθηκα με φίλους σε ένα καταφύγιο στο βουνό και πήρα κατά μέρος δύο συμμαθητές, οι οποίοι είχαν δηλώσει ότι θα ακολουθήσουν το επάγγελμα του κληρικού.
Τους εκμυστηρεύτηκα τις αμφιβολίες μου, περίπου σαν μια κραυγή βοήθειας! Τους είπα ότι αυτοί, αφού αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτό τον επαγγελματικό δρόμο, πρέπει να έχουν για τον εαυτό τους και για μένα σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
Με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν είχαν καμιά συγκροτημένη απάντηση. Ο ένας είπε: «Πρέπει να πιστεύεις, να πιστεύεις και μόνο να πιστεύεις! Αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις.» Ο άλλος δεν είπε τίποτα! Νομίζω ότι αυτή η συζήτηση μου άνοιξε τα μάτια για τη φύση της «πίστης» και για το επάγγελμα του κληρικού.
Στις τάξεις του Λυκείου βρήκα μέσα από τα μαθήματα απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματά μου και δεν χρειαζόταν πια να σκέφτομαι ότι αυτό συμβαίνει, επειδή το επέλεξε ο θεός και δεν μου πέφτει λόγος. Με κάθε νέο μάθημα εύρισκα για τον εαυτό μου απλές απαντήσεις σε προβλήματα, τα οποία προηγουμένως έπρεπε να διευθετεί κάθε φορά ένας θεός…
Μέσα σε λίγα χρόνια ανοίγονταν καθημερινά στο μυαλό μου πόρτες της γνώσης, πίσω από τις οποίες εύρισκα νέες γνώσεις και νέα ερωτήματα. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν είχα καμιά σχέση πλέον με θρησκευτικά θέματα, ήμουν μόνο τυπικά χριστιανός. Με την έναρξη της πανεπιστημιακής σπουδής στη Βιολογία έκανα και το τελευταίο συνεπές βήμα, με τη διαγραφή μου από τα κατάστιχα της καθολικής εκκλησίας.
Η επιστήμη και η λογική με γεμίζουν. Η επιστήμη υποκαθιστά κάθε θρησκευτική θέση για το περιεχόμενο και την προέλευση του κόσμου και της ζωής. Η λογική μού δίνει τη σταθερή βάση και τη δυνατότητα δράσης στη ζωή.
Το νόημα στη ζωή μου δίνω εγώ ο ίδιος! Από τη φύση δεν προκύπτει κάποιο «νόημα», ακόμα κι όταν μερικοί θεωρούν ότι η αυτοσυντήρηση και ο πολλαπλασιασμός του είδους αποτελούν ένα φυσικό νόημα. Ο άνθρωπος είναι προϊόν της εξέλιξης, η οποία του προδιαγράφει μεν κάποιες συμπεριφορές, αλλά αυτές δεν είναι αποκλειστικές και δεν αποτελούν μονόδρομο. Απ’ την άλλη πλευρά, έχω επιθυμίες, των οποίων η ικανοποίηση με κάνει να αισθάνομαι ευτυχισμένος• και η ευτυχία είναι ο επιθυμητός στόχος στη ζωή μου.
Μακροσκοπικά μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι οι ενέργειές μου για να είμαι ευτυχισμένος δεν διαφέρουν από αυτές άλλων ανθρώπων, ο οποίος θεωρεί ότι έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα ανώτερο σκοπό. Υποθέτω ότι κι αυτός ο άνθρωπος κάνει κάτι που τον κάνει ευτυχισμένο, για παράδειγμα μέσω κάποιου υπαρκτού ή φανταστικού καθήκοντος που αισθάνεται ότι εκπληρώνει.
Ο θάνατος μού έχει γίνει αδιάφορος και δεν χρειάζομαι κάποιον θεό για να καταλήξω σ’ αυτό το συμπέρασμα. Όταν συμβεί, δεν θα υπάρχω για να σκέπτομαι τι συνέβη. Δεν έχω κάποιον «ουρανό» που θα μου κάνει το θάνατο πιο αποδεκτό, αλλά κι αυτοί που είναι πιστοί, δεν βλέπω να έχουν αποδεχτεί το θάνατο. Με την ιδέα να κάνω τη ζωή μου όσο το δυνατόν καλύτερη και μένα ευτυχισμένο, παραμερίζω την ιδέα του θανάτου.
Πολλά πράγματα είναι αποδεκτά, χωρίς να τα επενδύω με ανωτερότητα και θεϊκότητα. Απολαμβάνω την ομορφιά του ουράνιου τόξου από παιδί, πριν ακόμα μάθω για τη διάθλαση του φωτός. Και, όπως μπορούμε με φάρμακα και χάπια να προκαλέσουμε φοβίες ή ευφορία, έτσι και με κάποιες βιοχημικές διεργασίες πετυχαίνουμε «ευγενή» συναισθήματα, όπως η αγάπη. Όλα αυτά, παρ’ όλο που ερμηνεύονται ορθολογικά, δεν χάνουν την ομορφιά και τη θελκτικότητά τους στη ζωή.
Αυτά και άλλα πολλά δεν μπορούσα αρχικά να τα ερμηνεύσω και δεν είχα απάντηση για κάθε γεγονός και κάθε συναίσθημα. Οι απαντήσεις των άλλων με προετοιμασμένες θεολογικές κουβέντες δεν με ενθουσίασαν ποτέ. Σταδιακά βρήκα όμως την απάντηση σε κάθε πρόβλημα που με απασχολούσε και νομίζω το ίδιο θα συμβαίνει και στο μέλλον, αφού συνέβη με τόσους πολλούς ανθρώπους στο παρελθόν και συμβαίνει και στο παρόν.
Αυτό που μου έδινε πάντα θάρρος και μου δίνει ακόμα, είναι ότι μπορώ με τη λογική να δίνω απάντηση σε κάθε πρόβλημα που μου παρουσιάζεται. Έτσι θεωρώ ότι η ζωή μου έχει γίνει πολύ πιο ευέλικτη με πάμπολλες δυνατότητες από την προδιαγεγραμμένη ζωή κάποιου άλλου που ακολουθεί έτοιμες συνταγές.
Προβλήματα με την επιλογή μου να αισθάνομαι άθεος δεν είχα καθόλου. Οι γονείς μου το γνωρίζουν και δεν διατύπωσαν κάποια αντίρρηση. Πέρα απ’ αυτό, διαπίστωσα ότι οι συνάδελφοι και οι φίλοι μου είχαν καταλήξει, ανεξάρτητα από μένα, σε όμοιες σκέψεις και θεωρούσαν επίσης τον εαυτό τους άθεο.
Αν και δεν το επιδιώκω, γιατί έχω σοβαρότερες ασχολίες στη ζωή μου, σε μια συζήτηση με έναν «πιστό» δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να παρουσιάσω τις απόψεις μου και ξέρω να αντιμετωπίζω τις φτωχές επικλήσεις του άλλου στην «πίστη». Θα ήταν ένας άνισος ρητορικός αγώνας με σίγουρο το αποτέλεσμα.
Θα συνιστούσα σε κάθε άνθρωπο να μην πιάνεται από καλαμάκια της πορτοκαλάδας για να αντιμετωπίσει τις αμφιβολίες και τους προβληματισμούς του. Εφόσον βλέπει ότι όλο το οικοδόμημα της «πίστης» είναι σαθρό, δεν έχει παρά να το παραμερίσει και να προσπαθήσει να συγκροτήσει τη ζωή του με δικές του δυνάμεις.
Κυρίως, να αρχίσει να σκέφτεται! Να φτιάξει στο μυαλό του ένα «κόσμο» χωρίς θεό και έναν άλλο «κόσμο» με θεό. Θα διαπιστώσει τότε ότι, στο πρώτο ψηφιδωτό ταιριάζει χωρίς πρόβλημα κάθε ψηφίδα που προκύπτει από τη γνώση, ενώ στο θρησκευτικό ψηφιδωτό πρέπει να στρίψει, να αλλοιώσει, να πιέσει την ψηφίδα για να την ταιριάξει κακήν κακώς στο έργο του. Εκεί θα φανεί ποιο δρόμο πρέπει να επιλέξει!