Αναρωτιέμαι πάντα: Γιατί οι άνθρωποι, όταν μπαίνουν σε επιτροπές, γίνονται ανθρωπάκια;
(από τον ΝΙΚΟ ΔΗΜΟΥ, www.lifo.gr, 16.10.2008)
Πριν από 33 χρόνια, στους αφορισμούς 163-165 του βιβλίου μου «Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» (που εξακολουθεί να ανατυπώνεται) είχα κάνει ένα ειρωνικό σχόλιο για τις επιτροπές κρατικών και λογοτεχνικών βραβείων.
Έγραφα τότε για τη «γλοιώδη κολακεία, τη χαμέρπεια και τον φαβοριτισμό που χαρακτηρίζουν την πνευματική μας ζωή».
Τίποτα πιο επίκαιρο!
Κυκλοφόρησε πέρυσι μία μετάφραση που δεν θα χαρακτήριζα απλώς ως την καλύτερη της χρονιάς αλλά την καλύτερη της δεκαετίας - και βάλε. Ένα πανδύσκολο έργο, από τα κορυφαία του 20ού αιώνα, το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας του Λουί Φεντινάν Σελίν, ένα βιβλίο με το οποίο έζησα έφηβος, που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά - μεταφράστηκε. Δεν ήταν απλώς μετάφραση (η γλώσσα και οι ρυθμοί του Σελίν δεν μεταφράζονται), ήταν αναδημιουργία, «επαναποίηση», αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν «Nachdichtung». Έμεινα άναυδος.
Αυτή η κορυφαία δουλειά τιμήθηκε ανάλογα από την κριτική και τους αναγνώστες. Αλλά όταν ήρθε η ώρα του Κρατικού Βραβείου Μετάφρασης, κόλλησε. Γιατί όπως σωστά γράφει ο Γιώργος Βέλτσος (που έχει χρηματίσει πρόεδρος επιτροπής κρατικών βραβείων): «... αποκλείεται να βραβευθεί το καλύτερο λογοτέχνημα ή μετάφρασμα, διότι περισσότερο από το έργο κρίνεται το πρόσωπο, οι επιρροές και οι συμμαχίες του...». («Βήμα», 5.10.08).
Το πρόσωπο λοιπόν δεν ήταν «του χώρου», δεν είχε διασυνδέσεις και διαπλοκές. Είχε μοχθήσει βέβαια επί πολλά χρόνια (τεράστιο το βιβλίο), είχε πετύχει άριστο αποτέλεσμα, αλλά δεν ήταν «δική μας» η κυρία Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου. Το βραβείο δόθηκε σε μία καλή μετάφραση, καθιερωμένης όμως πανεπιστημιακού και κριτικού.
Από όλα τα φάλτσα των κρατικών επιτροπών μας (και είναι δεκάδες) τούτο είναι το πιο κραυγαλέο. Θυμίζει την ιστορική γκάφα του Ζιντ να απορρίψει τον Προυστ για τις εκδόσεις Γκαλιμάρ.
Αναρωτιέμαι πάντα: Γιατί οι άνθρωποι, όταν μπαίνουν σε επιτροπές, γίνονται ανθρωπάκια;
Έγραφα τότε για τη «γλοιώδη κολακεία, τη χαμέρπεια και τον φαβοριτισμό που χαρακτηρίζουν την πνευματική μας ζωή».
Τίποτα πιο επίκαιρο!
Κυκλοφόρησε πέρυσι μία μετάφραση που δεν θα χαρακτήριζα απλώς ως την καλύτερη της χρονιάς αλλά την καλύτερη της δεκαετίας - και βάλε. Ένα πανδύσκολο έργο, από τα κορυφαία του 20ού αιώνα, το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας του Λουί Φεντινάν Σελίν, ένα βιβλίο με το οποίο έζησα έφηβος, που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά - μεταφράστηκε. Δεν ήταν απλώς μετάφραση (η γλώσσα και οι ρυθμοί του Σελίν δεν μεταφράζονται), ήταν αναδημιουργία, «επαναποίηση», αυτό που οι Γερμανοί αποκαλούν «Nachdichtung». Έμεινα άναυδος.
Αυτή η κορυφαία δουλειά τιμήθηκε ανάλογα από την κριτική και τους αναγνώστες. Αλλά όταν ήρθε η ώρα του Κρατικού Βραβείου Μετάφρασης, κόλλησε. Γιατί όπως σωστά γράφει ο Γιώργος Βέλτσος (που έχει χρηματίσει πρόεδρος επιτροπής κρατικών βραβείων): «... αποκλείεται να βραβευθεί το καλύτερο λογοτέχνημα ή μετάφρασμα, διότι περισσότερο από το έργο κρίνεται το πρόσωπο, οι επιρροές και οι συμμαχίες του...». («Βήμα», 5.10.08).
Το πρόσωπο λοιπόν δεν ήταν «του χώρου», δεν είχε διασυνδέσεις και διαπλοκές. Είχε μοχθήσει βέβαια επί πολλά χρόνια (τεράστιο το βιβλίο), είχε πετύχει άριστο αποτέλεσμα, αλλά δεν ήταν «δική μας» η κυρία Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλου. Το βραβείο δόθηκε σε μία καλή μετάφραση, καθιερωμένης όμως πανεπιστημιακού και κριτικού.
Από όλα τα φάλτσα των κρατικών επιτροπών μας (και είναι δεκάδες) τούτο είναι το πιο κραυγαλέο. Θυμίζει την ιστορική γκάφα του Ζιντ να απορρίψει τον Προυστ για τις εκδόσεις Γκαλιμάρ.
Αναρωτιέμαι πάντα: Γιατί οι άνθρωποι, όταν μπαίνουν σε επιτροπές, γίνονται ανθρωπάκια;