...
Αυτές τις εβδομάδες του 2008 ξεκίνησε στη Γερμανία η προβολή ταινίας, με την οποία γίνεται κινηματογραφική αναπαράσταση των γεγονότων με και γύρω από την τρομοκρατική οργάνωση RAF – Rote Armee Fraktion (=Φράξια του κόκκινου στρατού). Η δράση της συγκεκριμένης οργάνωσης κόστισε τότε πολλές ζωές, πολλές δίκες και φυλακίσεις, πολλές καριέρες, αλλά και αρκετούς περιορισμούς των πολιτικών ελευθεριών στη Γερμανία.
Μέσα σ’ όλα αυτά υπήρξαν και πολλά οικογενειακά και προσωπικά δράματα. Π.χ. οι (δίδυμες) κόρες της ηγετικής προσωπικότητας της RAF, Ulrike Meinhof (Ουλρίκε Μάινχοφ), ζούσαν για ένα διάστημα με τη μητέρα τους, όταν αυτή κρυβόταν από την Αστυνομία και μετακόμιζε από κρυψώνα σε κρυψώνα. Όταν όμως απέκτησε δικαστικά ο πατέρας το δικαίωμα της ανατροφής, μεταφέρθηκαν τα κοριτσάκια από φίλους της Ουλρίκε κρυφά στη Σικελία, απ’ όπου επαναπατρίστηκαν επίσης με επεισοδιακό τρόπο.
Μια από αυτές τις προσωπικές και οικογενειακές τραγωδίες που σχετίζεται άμεσα με την τρομοκρατία στη Γερμανία, ξεκίνησε σε ανύποπτο χρόνο στο Αμβούργο, εξελίχθηκε για κάποια χρόνια σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας και κατέληξε με δραματικό τρόπο στη Φραγκφούρτη, όπου δολοφονήθηκε ο διοικητής της Dresdner Bank Jürgen Ponto.
O Jürgen Ponto (Πόντο) και ο Hans-Christian Albrecht (Άλμπρεχτ) γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου, λίγο μετά τη λήξη του β' παγκόσμιου πολέμου. Ο Πόντο είχε τραυματιστεί βαριά από θραύσμα οβίδας στο κεφάλι και επέζησε απρόβλεπτα. Ο Άλμπρεχτ είχε επιστρατευτεί επίσης, αλλά εκδιώχθηκε από το στρατό, επειδή κάποιος πρόγονός του ήταν Εβραίος.
Όλα αυτά άρχισαν με το χρόνο να ξεχνιώνται, γιατί οι δύο νέοι είχαν μπροστά τους τις νομικές σπουδές και την προοπτική να συμβάλλουν στην ανόρθωση μιας ηττημένης και κατεστραμμένης χώρας. Ο Άλμπρεχτ δραστηριοποιήθηκε, παράλληλα με τις σπουδές, πολιτικά και εξελέγη στο δημοτικό συμβούλιο του Αμβούργου. Ο Πόντο είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, έπαιζε στη θεατρική σκηνή του πανεπιστημίου και έγραφε κείμενα για μια εφημερίδα της πόλης.
Οι δύο φίλοι τελείωσαν περίπου ταυτόχρονα το πανεπιστήμιο, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και καριέρα. Ο Άλμπρεχτ έγινε εταίρος σε ένα δικηγορικό γραφείο και σταδιακά, λαμπρά καταρτισμένος και με άριστα φυσικά προσόντα, αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους Γερμανούς δικηγόρους με εξειδίκευση στο ναυτικό δίκαιο. Ανάλογη ήταν και η κοινωνική παρουσία του στο Αμβούργο, με συχνές δεξιώσεις στην ωραία βίλα του στο ακριβό προάστιο Blankenese και συναντήσεις με άλλους πετυχημένους επαγγελματίες.
Ο Πόντο εξελίχθηκε επίσης ταχύτατα. Αν και είχε την επιθυμία να ασχοληθεί με τη μουσική, εισήλθε ως νομικός στη μεγάλη τράπεζα Dresdner Bank, υποδιεύθυνση Αμβούργου, και έφτασε μέσα σε λίγα χρόνια, από εισηγητής, στη θέση του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου. Θεωρείτο, με πολύ καλό παρουσιαστικό και άριστη κατάρτιση, ένας πολύ καλός ομιλητής και διαπραγματευτής. Στα 46 χρόνια του διορίστηκε εκπρόσωπος του Δ.Σ. της τράπεζας. Λίγα χρόνια μετά ακουγόταν το όνομά του ως υποψήφιου για τη θέση του υπουργού οικονομικών της Γερμανίας (καγκελάριος ο Helmut Schmidt).
Η φιλία μεταξύ Άλμπρεχτ και Πόντο επεκτάθηκε, όπως είναι φυσικό, και στις οικογένειές τους. Τα τέσσερα παιδιά των Άλμπρεχτ, τρεις κόρες και ένας γιος, είχαν γίνει φίλοι με την κόρη (Corinna) και τον γιο (Stefan) Πόντο. Μάλιστα, ο πατέρας Άλμπρεχτ έγινε νονός της Corinna και ο πατέρας Πόντο νονός της νεότερης κόρης των Άλμπρεχτ, Julia. Όταν η οικογένεια Πόντο μετακόμισε, λόγω της υψηλής θέσης του πατέρα στην τράπεζα, από το Αμβούργο στη Φραγκφούρτη, συνεχίστηκαν οι φιλικές σχέσεις και οι αμοιβαίες επισκέψεις, αν και αραιότερα λόγω της μεγάλης απόστασης.
Μία από τις κόρες των Άλμπρεχτ, η Susanne, με το χαϊδευτικό Susi (Σούζη) γεννήθηκε το 1951 και ήταν λίγο διαφορετική από τα αδέλφια της στη συμπεριφορά. Ψηλή, με κάπως αδέξιες κινήσεις, ήταν πάντα κλειστή στον εαυτό της, έμενε ώρες κλειδωμένη στο δωμάτιό της και δεν πολυμίλαγε με την οικογένεια και φίλους ή φίλες. Μετά το απολυτήριο του Λυκείου η Σούζη ήταν ακόμα πιο κλεισμένη στον εαυτό της και οι γονείς ανησυχούσαν αλλά, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, «δεν είχαν καιρό»!
Η κόρη εμφανώς μισούσε τους γονείς της, ιδίως τον πατέρα της που ήταν, όπως έλεγε η ίδια αργότερα, ένας πλούσιος μεγαλοαστός που δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τη δουλειά του. Ο κόσμος άλλαζε, η νεολαία είχε ξεσηκωθεί, στο Βιετνάμ γινόταν ένας φονικός πόλεμος και ο πατέρας έλειπε όλη μέρα στο γραφείο και στα δικαστήρια για τις νομικές δουλειές του. Η Σούζη έλεγε συχνά ότι η κοινωνική και οικονομική θέση του πατέρας της (και η δική της, εννοείται) τής ήταν πολύ δυσάρεστη και απέφευγε να μιλήσει για το θέμα αυτό σε φίλους και γνωστούς.
Το έτος 1972 φεύγει η Σούζη από το σπίτι, 21 ετών ήδη, και πηγαίνει στο Μόναχο για να σπουδάσει Παιδαγωγικά και Κοινωνιολογία. Παράλληλα προσφέρει εκεί εθελοντικά κοινωνικό έργο, οργανώνει παιχνίδια και ομαδική απασχόληση για εφήβους, πλένει στο Βρεφοκομείο εγκαταλειμμένα μωρά, γενικά θέλει να βοηθήσει να μειωθεί η αδικία στον κόσμο. Σ’ αυτή την προσπάθειά της γνωρίζεται με ομοϊδεάτες φίλους και καταλήγει σε ακροαριστερές ομάδες ακτιβιστών.
Κάποια στιγμή συλλαμβάνει η Αστυνομία τη Σουζάνα Άλμπρεχτ, επειδή αυτή έμεινε πεισματικά ακίνητη και γατζωμένη σε ένα σώμα καλοριφέρ και έπρεπε να συρθεί με τη βία έξω από ένα κατειλημμένο συγκρότημα διαμερισμάτων που είχαν καταλάβει φοιτητές. Η καινοφανής για τους λεπτούς τρόπους της και, μάλλον, άγρια αντιμετώπιση που είχε από την Αστυνομία, στην κλούβα και στο αστυνομικό τμήμα (χειροπέδες, χαστούκια, σπρωξίματα), την εξόργισαν ακόμα περισσότερο. Ήταν στα μάτια της η απόδειξη για τα βασανιστήρια των μπάτσων σε βάρος «πολιτικών κρατουμένων». Κάποια στιγμή έκανε η Σούζη παρέα με μέλη δεύτερης γενιάς της RAF – η ίδια λέει ότι αρχικά δεν ήξερε για τις δραστηριότητές τους, αλλά αργότερα ήξερε πολύ καλά σε ποιο χώρο βρισκόταν. Κυρίως, συμφωνούσε με αυτά που λέγονταν εκεί.
Και όχι μόνο συμφωνούσε, αλλά συμμετείχε επίσης στην παραγωγή πλαστών ταυτοτήτων, στη μεταφορά εκρηκτικών, φυλλαδίων, πληροφοριών κτλ. κτλ. Αυτό που δεν πέτυχε ποτέ της η Σουζάνα, ήταν η αναγνώριση ως ισότιμο μέλος από τους επαναστάτες συντρόφους της. «Μεγαλοαστική γουρούνα» (Großbürgerliche Sau) την ανέβαζαν «ξεπουλημένο γουρούνι» την κατέβαζαν. Είχε σύμπλεγμα για την καταγωγή της και, για να το ξεπεράσει, χρειαζόταν αναγνώριση από τις γιάφκες της RAF και καθόλου από τους μεγαλοαστούς φίλους της οικογένειας.
Όταν κάποια στιγμή το έτος 1974 επισκέφτηκε η Σουζάνα, μετά από αρκετό καιρό και με συνοδεία ενός φίλου, την οικογένειά της στο Αμβούργο, τα μεν μέλη της οικογένειας έμειναν άφωνα από την εμφάνιση της κόρης και αδελφής -μάλλον άπλυτη και απεριποίητη, ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ, σκισμένο παντελόνι, διαλυμένα παπούτσια, φτηνά τσιγάρα στο στόμα και μια απίθανη αργκό στην ομιλία της-, ο δε φίλος της, Heinz Dellwo, έμεινε άφωνος από την πολυτέλεια στη βίλα των Άλμπρεχτ και από τον τρόπο ζωής της οικογένειας της φίλης του που, όπως έλεγε, ούτε φανταζόταν ότι μπορεί να υπάρχει.
Ο Dellwo ενεπλάκη αργότερα στην κατάληψη της γερμανικής πρεσβείας στη Στοκχόλμη που έγινε από τη RAF με στόχο να επιτευχθεί η απελευθέρωση φυλακισμένων μελών της οργάνωσης. Συνελήφθη ο ίδιος ως ηγετικό στέλεχος και καταδικάστηκε αργότερα σε ισόβια δεσμά λόγω των δολοφονιών, με τις οποίες έληξε η συγκεκριμένη κατάληψη. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος στη Στοκχόλμη και άλλων ενεργειών που έκαναν τότε το γύρο του κόσμου, αναζητούσαν τα μέλη της RAF στην παρανομία ένα στόχο, ο οποίος θα ανέβαζε το κύρος τους και θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα που επιθυμούσαν: την απελευθέρωση των συντρόφων τους από τις φυλακές υψηλής ασφάλειας, του Andreas Baader, της Gudrun Ensslin και του Jan-Carl Raspe (η Meihnhof είχε ήδη πεθάνει).
Πάνω σ’ εκείνες τις συζητήσεις και αναζητήσεις, ο τελευταίος τροχός της άμαξας της παρέας και διαρκώς λοιδορούμενη Σούζη πετάει μια μοιραία κουβέντα, ότι έχει πρόσβαση στο σπίτι του μεγαλοτραπεζίτη Πόντο στη Φραγκφούρτη. Δεν χρειαζόταν πολύ για να πέσουν επί εβδομάδες επάνω της όλοι οι σύντροφοι και να την πείσουν να συμβάλλει στην οργάνωση μιας απαγωγής του Πόντο. Τα επιχειρήματα ήταν καταλυτικά: «Είσαι γουρούνα έτσι κι αλλιώς και, αν δεν βοηθήσεις, θα είσαι ακόμα μεγαλύτερη γουρούνα». Ήταν η προσβολή που κουδούνιζε στα αυτιά της, που δεν ήθελε να ακούει για τον εαυτό της η Σούζη, γουρούνι (Schwein) και γουρούνα (Sau)! Δεν χρειαζόταν πολύ για να το αποφασίσει, αφού με μια βοήθεια που ωφειλόταν στη μεγαλοαστική καταγωγή της, θα ανέβαινε στην εκτίμηση των συντρόφων στις γιάφκες της RAF.
Η Σούζη ζητάει από τους γονείς της να μεσιτεύσουν για να επισκεφτεί την οικογένεια Πόντο. Δεν υπήρχε πρόβλημα, ο «θείος Jürgen», όπως αποκαλούσε από μικρή τον μεγαλοτραπεζίτη η Σούζη, είχε μια βίλα στο Oberursel κοντά στη Φραγκφούρτη, η οποία βίλα ήταν γνωστός τόπος συγκέντρωσης καλλιτεχνών της ευρύτερης περιοχής Rhein-Main (Ρήνου-Μάιν). Στα σαλόνια των Πόντο άκουγες σχεδόν αποκλειστικά συζητήσεις για όπερες και κοντσέρτα, για ζωγραφική και γλυπτική, για πεζογραφία και ποίηση και σπανιότατα κάτι για πολιτική ή οικονομία.
Η Σουζάνα βρέθηκε έκτοτε πολλές φορές στη βίλα, άλλοτε περνώντας «τυχαία» από τη Φραγκφούρτη, άλλοτε μένοντας στην πόλη για (δήθεν) θέματα των σπουδών της και άλλοτε για διακοπές. Στις συζητήσεις με τους καλεσμένους στο σαλόνι των Πόντο έμενε η Σούζη πάντα σιωπηρή, θυμούνται όλοι οι παρευρεθέντες. Μετά έγινε αντιληπτό ότι ήθελε μόνο να κατασκοπεύσει το χώρο, να ξέρει πώς μπαίνεις, πώς κλειδώνεις, αν υπάρχουν σκυλιά, κάμερες… Μια φορά ρώτησε τη φίλη της Corinna Ponto, 20 ετών τότε, αν έχουν σκεφτεί να πάρουν μέτρα ασφαλείας...
Για τις 30 Ιουλίου 1977 είχε ειδοποιήσει άλλη μια φορά η Σουζάνα ότι θα περάσει το απόγευμα για καφέ. Όταν λίγο μετά τις 5 κτύπησε το κουδούνι της πόρτας, ο τραπεζίτης μιλούσε στο τηλέφωνο με μια συγγενή του. Ο γραμματέας του Πόντο ανακοίνωσε ότι ήρθε η Σουζάνα με δύο φίλους. Ο Πόντο έδωσε το ακουστικό στη γυναίκα του και πήγε να υποδεχτεί την καλεσμένη οικογενειακή φίλη. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι «δύο φίλοι» της Σουζάνας ήταν τα γνωστά στην Αστυνομία μέλη της RAF Brigitte Mohnhaupt και Christian Klar. Ο τραπεζίτης είπε στην οικιακή βοηθό να βάλει κι άλλα σερβίτσια στο τραπέζι και πήγε προς την πόρτα να υποδεχτεί τους επισκέπτες λέγοντας: «Ολόκληρη επιτροπή μάς επισκέπτεται σήμερα!»
Παίρνοντας ο Πόντο από τα χέρια της Σουζάνας την ανθοδέσμη, πηγαίνει προς την κουζίνα να βρει ένα βάζο να τοποθετήσει τα λουλούδια. Εκεί βλέπει ότι ο Κλαρ τον σημάδευε με ένα όπλο: «Έλα μαζί μας, κάνουμε απαγωγή!», του φωνάζει. Ο Πόντο αφήνει να πέσει η ανθοδέσμη στο πάτωμα και φωνάζει: «Καλά, τρελαθήκατε;» Πάνω εκεί έπεσαν οι πυροβολισμοί, από κοντινή απόσταση. Στη συνέχεια έβγαλε και η Μόνχαουπτ το όπλο της και πυροβόλησε τον πεσμένο στο έδαφος και ήδη σοβαρά τραυματισμένο τραπεζίτη. Ο Πόντο εξέπνευσε λίγο μετά, σε ηλικία 53 ετών. Οι τρεις τρομοκράτες έτρεξαν έξω και διέφυγαν με ένα αμάξι που τους περίμενε.
Λίγες μέρες μετά στάλθηκε στις εφημερίδες δαχτυλογραφημένη ανακοίνωση της RAF, στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι «Δεν ξέραμε ότι αυτοί οι τύποι που ευθύνονται για την πείνα στον τρίτο κόσμο, τρομάζουν τόσο πολύ όταν βρεθούν απέναντι στα όπλα των εκδικητών τους.» Υπογραφή: «Σουζάνα Άλμπρεχτ». Αργότερα δήλωσε η Σουζάνα ότι ποτέ δεν έγραψε η ίδια αυτή την (έτσι κι αλλιώς ανόητη) ανακοίνωση, εκμεταλλεύτηκαν το όνομά της, γενικά την εκμεταλλεύτηκαν, είχαν συμφωνήσει ότι θα γινόταν μόνο απαγωγή και όχι δολοφονία, μάλιστα η ίδια δεν πυροβόλησε, δεν έβγαλε ποτέ το όπλο της, από το οποίο είχε έτσι κι αλλιώς αφαιρέσει τις σφαίρες…
24 ώρες μετά την επίθεση και τη δολοφονία του Πόντο, επισκέφτηκαν οι γονείς Άλμπρεχτ από το Αμβούργο τη χήρα και τα δύο παιδιά στο Oberursel. Μια βουβή συνάντηση, τι να πεις και τι να συζητήσεις…
Μέσα σ’ όλα αυτά υπήρξαν και πολλά οικογενειακά και προσωπικά δράματα. Π.χ. οι (δίδυμες) κόρες της ηγετικής προσωπικότητας της RAF, Ulrike Meinhof (Ουλρίκε Μάινχοφ), ζούσαν για ένα διάστημα με τη μητέρα τους, όταν αυτή κρυβόταν από την Αστυνομία και μετακόμιζε από κρυψώνα σε κρυψώνα. Όταν όμως απέκτησε δικαστικά ο πατέρας το δικαίωμα της ανατροφής, μεταφέρθηκαν τα κοριτσάκια από φίλους της Ουλρίκε κρυφά στη Σικελία, απ’ όπου επαναπατρίστηκαν επίσης με επεισοδιακό τρόπο.
Μια από αυτές τις προσωπικές και οικογενειακές τραγωδίες που σχετίζεται άμεσα με την τρομοκρατία στη Γερμανία, ξεκίνησε σε ανύποπτο χρόνο στο Αμβούργο, εξελίχθηκε για κάποια χρόνια σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας και κατέληξε με δραματικό τρόπο στη Φραγκφούρτη, όπου δολοφονήθηκε ο διοικητής της Dresdner Bank Jürgen Ponto.
O Jürgen Ponto (Πόντο) και ο Hans-Christian Albrecht (Άλμπρεχτ) γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου, λίγο μετά τη λήξη του β' παγκόσμιου πολέμου. Ο Πόντο είχε τραυματιστεί βαριά από θραύσμα οβίδας στο κεφάλι και επέζησε απρόβλεπτα. Ο Άλμπρεχτ είχε επιστρατευτεί επίσης, αλλά εκδιώχθηκε από το στρατό, επειδή κάποιος πρόγονός του ήταν Εβραίος.
Όλα αυτά άρχισαν με το χρόνο να ξεχνιώνται, γιατί οι δύο νέοι είχαν μπροστά τους τις νομικές σπουδές και την προοπτική να συμβάλλουν στην ανόρθωση μιας ηττημένης και κατεστραμμένης χώρας. Ο Άλμπρεχτ δραστηριοποιήθηκε, παράλληλα με τις σπουδές, πολιτικά και εξελέγη στο δημοτικό συμβούλιο του Αμβούργου. Ο Πόντο είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, έπαιζε στη θεατρική σκηνή του πανεπιστημίου και έγραφε κείμενα για μια εφημερίδα της πόλης.
Οι δύο φίλοι τελείωσαν περίπου ταυτόχρονα το πανεπιστήμιο, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά και καριέρα. Ο Άλμπρεχτ έγινε εταίρος σε ένα δικηγορικό γραφείο και σταδιακά, λαμπρά καταρτισμένος και με άριστα φυσικά προσόντα, αναδείχθηκε σε έναν από τους καλύτερους Γερμανούς δικηγόρους με εξειδίκευση στο ναυτικό δίκαιο. Ανάλογη ήταν και η κοινωνική παρουσία του στο Αμβούργο, με συχνές δεξιώσεις στην ωραία βίλα του στο ακριβό προάστιο Blankenese και συναντήσεις με άλλους πετυχημένους επαγγελματίες.
Ο Πόντο εξελίχθηκε επίσης ταχύτατα. Αν και είχε την επιθυμία να ασχοληθεί με τη μουσική, εισήλθε ως νομικός στη μεγάλη τράπεζα Dresdner Bank, υποδιεύθυνση Αμβούργου, και έφτασε μέσα σε λίγα χρόνια, από εισηγητής, στη θέση του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου. Θεωρείτο, με πολύ καλό παρουσιαστικό και άριστη κατάρτιση, ένας πολύ καλός ομιλητής και διαπραγματευτής. Στα 46 χρόνια του διορίστηκε εκπρόσωπος του Δ.Σ. της τράπεζας. Λίγα χρόνια μετά ακουγόταν το όνομά του ως υποψήφιου για τη θέση του υπουργού οικονομικών της Γερμανίας (καγκελάριος ο Helmut Schmidt).
Η φιλία μεταξύ Άλμπρεχτ και Πόντο επεκτάθηκε, όπως είναι φυσικό, και στις οικογένειές τους. Τα τέσσερα παιδιά των Άλμπρεχτ, τρεις κόρες και ένας γιος, είχαν γίνει φίλοι με την κόρη (Corinna) και τον γιο (Stefan) Πόντο. Μάλιστα, ο πατέρας Άλμπρεχτ έγινε νονός της Corinna και ο πατέρας Πόντο νονός της νεότερης κόρης των Άλμπρεχτ, Julia. Όταν η οικογένεια Πόντο μετακόμισε, λόγω της υψηλής θέσης του πατέρα στην τράπεζα, από το Αμβούργο στη Φραγκφούρτη, συνεχίστηκαν οι φιλικές σχέσεις και οι αμοιβαίες επισκέψεις, αν και αραιότερα λόγω της μεγάλης απόστασης.
Μία από τις κόρες των Άλμπρεχτ, η Susanne, με το χαϊδευτικό Susi (Σούζη) γεννήθηκε το 1951 και ήταν λίγο διαφορετική από τα αδέλφια της στη συμπεριφορά. Ψηλή, με κάπως αδέξιες κινήσεις, ήταν πάντα κλειστή στον εαυτό της, έμενε ώρες κλειδωμένη στο δωμάτιό της και δεν πολυμίλαγε με την οικογένεια και φίλους ή φίλες. Μετά το απολυτήριο του Λυκείου η Σούζη ήταν ακόμα πιο κλεισμένη στον εαυτό της και οι γονείς ανησυχούσαν αλλά, όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, «δεν είχαν καιρό»!
Η κόρη εμφανώς μισούσε τους γονείς της, ιδίως τον πατέρα της που ήταν, όπως έλεγε η ίδια αργότερα, ένας πλούσιος μεγαλοαστός που δεν ενδιαφερόταν παρά μόνο για τη δουλειά του. Ο κόσμος άλλαζε, η νεολαία είχε ξεσηκωθεί, στο Βιετνάμ γινόταν ένας φονικός πόλεμος και ο πατέρας έλειπε όλη μέρα στο γραφείο και στα δικαστήρια για τις νομικές δουλειές του. Η Σούζη έλεγε συχνά ότι η κοινωνική και οικονομική θέση του πατέρας της (και η δική της, εννοείται) τής ήταν πολύ δυσάρεστη και απέφευγε να μιλήσει για το θέμα αυτό σε φίλους και γνωστούς.
Το έτος 1972 φεύγει η Σούζη από το σπίτι, 21 ετών ήδη, και πηγαίνει στο Μόναχο για να σπουδάσει Παιδαγωγικά και Κοινωνιολογία. Παράλληλα προσφέρει εκεί εθελοντικά κοινωνικό έργο, οργανώνει παιχνίδια και ομαδική απασχόληση για εφήβους, πλένει στο Βρεφοκομείο εγκαταλειμμένα μωρά, γενικά θέλει να βοηθήσει να μειωθεί η αδικία στον κόσμο. Σ’ αυτή την προσπάθειά της γνωρίζεται με ομοϊδεάτες φίλους και καταλήγει σε ακροαριστερές ομάδες ακτιβιστών.
Κάποια στιγμή συλλαμβάνει η Αστυνομία τη Σουζάνα Άλμπρεχτ, επειδή αυτή έμεινε πεισματικά ακίνητη και γατζωμένη σε ένα σώμα καλοριφέρ και έπρεπε να συρθεί με τη βία έξω από ένα κατειλημμένο συγκρότημα διαμερισμάτων που είχαν καταλάβει φοιτητές. Η καινοφανής για τους λεπτούς τρόπους της και, μάλλον, άγρια αντιμετώπιση που είχε από την Αστυνομία, στην κλούβα και στο αστυνομικό τμήμα (χειροπέδες, χαστούκια, σπρωξίματα), την εξόργισαν ακόμα περισσότερο. Ήταν στα μάτια της η απόδειξη για τα βασανιστήρια των μπάτσων σε βάρος «πολιτικών κρατουμένων». Κάποια στιγμή έκανε η Σούζη παρέα με μέλη δεύτερης γενιάς της RAF – η ίδια λέει ότι αρχικά δεν ήξερε για τις δραστηριότητές τους, αλλά αργότερα ήξερε πολύ καλά σε ποιο χώρο βρισκόταν. Κυρίως, συμφωνούσε με αυτά που λέγονταν εκεί.
Και όχι μόνο συμφωνούσε, αλλά συμμετείχε επίσης στην παραγωγή πλαστών ταυτοτήτων, στη μεταφορά εκρηκτικών, φυλλαδίων, πληροφοριών κτλ. κτλ. Αυτό που δεν πέτυχε ποτέ της η Σουζάνα, ήταν η αναγνώριση ως ισότιμο μέλος από τους επαναστάτες συντρόφους της. «Μεγαλοαστική γουρούνα» (Großbürgerliche Sau) την ανέβαζαν «ξεπουλημένο γουρούνι» την κατέβαζαν. Είχε σύμπλεγμα για την καταγωγή της και, για να το ξεπεράσει, χρειαζόταν αναγνώριση από τις γιάφκες της RAF και καθόλου από τους μεγαλοαστούς φίλους της οικογένειας.
Όταν κάποια στιγμή το έτος 1974 επισκέφτηκε η Σουζάνα, μετά από αρκετό καιρό και με συνοδεία ενός φίλου, την οικογένειά της στο Αμβούργο, τα μεν μέλη της οικογένειας έμειναν άφωνα από την εμφάνιση της κόρης και αδελφής -μάλλον άπλυτη και απεριποίητη, ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ, σκισμένο παντελόνι, διαλυμένα παπούτσια, φτηνά τσιγάρα στο στόμα και μια απίθανη αργκό στην ομιλία της-, ο δε φίλος της, Heinz Dellwo, έμεινε άφωνος από την πολυτέλεια στη βίλα των Άλμπρεχτ και από τον τρόπο ζωής της οικογένειας της φίλης του που, όπως έλεγε, ούτε φανταζόταν ότι μπορεί να υπάρχει.
Ο Dellwo ενεπλάκη αργότερα στην κατάληψη της γερμανικής πρεσβείας στη Στοκχόλμη που έγινε από τη RAF με στόχο να επιτευχθεί η απελευθέρωση φυλακισμένων μελών της οργάνωσης. Συνελήφθη ο ίδιος ως ηγετικό στέλεχος και καταδικάστηκε αργότερα σε ισόβια δεσμά λόγω των δολοφονιών, με τις οποίες έληξε η συγκεκριμένη κατάληψη. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος στη Στοκχόλμη και άλλων ενεργειών που έκαναν τότε το γύρο του κόσμου, αναζητούσαν τα μέλη της RAF στην παρανομία ένα στόχο, ο οποίος θα ανέβαζε το κύρος τους και θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα που επιθυμούσαν: την απελευθέρωση των συντρόφων τους από τις φυλακές υψηλής ασφάλειας, του Andreas Baader, της Gudrun Ensslin και του Jan-Carl Raspe (η Meihnhof είχε ήδη πεθάνει).
Πάνω σ’ εκείνες τις συζητήσεις και αναζητήσεις, ο τελευταίος τροχός της άμαξας της παρέας και διαρκώς λοιδορούμενη Σούζη πετάει μια μοιραία κουβέντα, ότι έχει πρόσβαση στο σπίτι του μεγαλοτραπεζίτη Πόντο στη Φραγκφούρτη. Δεν χρειαζόταν πολύ για να πέσουν επί εβδομάδες επάνω της όλοι οι σύντροφοι και να την πείσουν να συμβάλλει στην οργάνωση μιας απαγωγής του Πόντο. Τα επιχειρήματα ήταν καταλυτικά: «Είσαι γουρούνα έτσι κι αλλιώς και, αν δεν βοηθήσεις, θα είσαι ακόμα μεγαλύτερη γουρούνα». Ήταν η προσβολή που κουδούνιζε στα αυτιά της, που δεν ήθελε να ακούει για τον εαυτό της η Σούζη, γουρούνι (Schwein) και γουρούνα (Sau)! Δεν χρειαζόταν πολύ για να το αποφασίσει, αφού με μια βοήθεια που ωφειλόταν στη μεγαλοαστική καταγωγή της, θα ανέβαινε στην εκτίμηση των συντρόφων στις γιάφκες της RAF.
Η Σούζη ζητάει από τους γονείς της να μεσιτεύσουν για να επισκεφτεί την οικογένεια Πόντο. Δεν υπήρχε πρόβλημα, ο «θείος Jürgen», όπως αποκαλούσε από μικρή τον μεγαλοτραπεζίτη η Σούζη, είχε μια βίλα στο Oberursel κοντά στη Φραγκφούρτη, η οποία βίλα ήταν γνωστός τόπος συγκέντρωσης καλλιτεχνών της ευρύτερης περιοχής Rhein-Main (Ρήνου-Μάιν). Στα σαλόνια των Πόντο άκουγες σχεδόν αποκλειστικά συζητήσεις για όπερες και κοντσέρτα, για ζωγραφική και γλυπτική, για πεζογραφία και ποίηση και σπανιότατα κάτι για πολιτική ή οικονομία.
Η Σουζάνα βρέθηκε έκτοτε πολλές φορές στη βίλα, άλλοτε περνώντας «τυχαία» από τη Φραγκφούρτη, άλλοτε μένοντας στην πόλη για (δήθεν) θέματα των σπουδών της και άλλοτε για διακοπές. Στις συζητήσεις με τους καλεσμένους στο σαλόνι των Πόντο έμενε η Σούζη πάντα σιωπηρή, θυμούνται όλοι οι παρευρεθέντες. Μετά έγινε αντιληπτό ότι ήθελε μόνο να κατασκοπεύσει το χώρο, να ξέρει πώς μπαίνεις, πώς κλειδώνεις, αν υπάρχουν σκυλιά, κάμερες… Μια φορά ρώτησε τη φίλη της Corinna Ponto, 20 ετών τότε, αν έχουν σκεφτεί να πάρουν μέτρα ασφαλείας...
Για τις 30 Ιουλίου 1977 είχε ειδοποιήσει άλλη μια φορά η Σουζάνα ότι θα περάσει το απόγευμα για καφέ. Όταν λίγο μετά τις 5 κτύπησε το κουδούνι της πόρτας, ο τραπεζίτης μιλούσε στο τηλέφωνο με μια συγγενή του. Ο γραμματέας του Πόντο ανακοίνωσε ότι ήρθε η Σουζάνα με δύο φίλους. Ο Πόντο έδωσε το ακουστικό στη γυναίκα του και πήγε να υποδεχτεί την καλεσμένη οικογενειακή φίλη. Αργότερα έγινε γνωστό ότι οι «δύο φίλοι» της Σουζάνας ήταν τα γνωστά στην Αστυνομία μέλη της RAF Brigitte Mohnhaupt και Christian Klar. Ο τραπεζίτης είπε στην οικιακή βοηθό να βάλει κι άλλα σερβίτσια στο τραπέζι και πήγε προς την πόρτα να υποδεχτεί τους επισκέπτες λέγοντας: «Ολόκληρη επιτροπή μάς επισκέπτεται σήμερα!»
Παίρνοντας ο Πόντο από τα χέρια της Σουζάνας την ανθοδέσμη, πηγαίνει προς την κουζίνα να βρει ένα βάζο να τοποθετήσει τα λουλούδια. Εκεί βλέπει ότι ο Κλαρ τον σημάδευε με ένα όπλο: «Έλα μαζί μας, κάνουμε απαγωγή!», του φωνάζει. Ο Πόντο αφήνει να πέσει η ανθοδέσμη στο πάτωμα και φωνάζει: «Καλά, τρελαθήκατε;» Πάνω εκεί έπεσαν οι πυροβολισμοί, από κοντινή απόσταση. Στη συνέχεια έβγαλε και η Μόνχαουπτ το όπλο της και πυροβόλησε τον πεσμένο στο έδαφος και ήδη σοβαρά τραυματισμένο τραπεζίτη. Ο Πόντο εξέπνευσε λίγο μετά, σε ηλικία 53 ετών. Οι τρεις τρομοκράτες έτρεξαν έξω και διέφυγαν με ένα αμάξι που τους περίμενε.
Λίγες μέρες μετά στάλθηκε στις εφημερίδες δαχτυλογραφημένη ανακοίνωση της RAF, στην οποία αναφερόταν, μεταξύ άλλων, ότι «Δεν ξέραμε ότι αυτοί οι τύποι που ευθύνονται για την πείνα στον τρίτο κόσμο, τρομάζουν τόσο πολύ όταν βρεθούν απέναντι στα όπλα των εκδικητών τους.» Υπογραφή: «Σουζάνα Άλμπρεχτ». Αργότερα δήλωσε η Σουζάνα ότι ποτέ δεν έγραψε η ίδια αυτή την (έτσι κι αλλιώς ανόητη) ανακοίνωση, εκμεταλλεύτηκαν το όνομά της, γενικά την εκμεταλλεύτηκαν, είχαν συμφωνήσει ότι θα γινόταν μόνο απαγωγή και όχι δολοφονία, μάλιστα η ίδια δεν πυροβόλησε, δεν έβγαλε ποτέ το όπλο της, από το οποίο είχε έτσι κι αλλιώς αφαιρέσει τις σφαίρες…
24 ώρες μετά την επίθεση και τη δολοφονία του Πόντο, επισκέφτηκαν οι γονείς Άλμπρεχτ από το Αμβούργο τη χήρα και τα δύο παιδιά στο Oberursel. Μια βουβή συνάντηση, τι να πεις και τι να συζητήσεις…
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos) (συνεχίζεται >>>)