17 October 2008

Γαλάτσι I


Βρήκα απόκομμα από μια παλιά αθηναϊκή εφημερίδα του 1910, δηλαδή σχεδόν πριν από 100 χρόνια. Σ’ αυτό το απόκομμα έχει διασωθεί μια επιφυλλίδα του γνωστού λογοτέχνη, δημοσιογράφου και ακαδημαϊκού, Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940). Θέμα του είναι η παρουσίαση του «εξοχικού προαστίου» με το όνομα Γαλάτσι! Μεταφέρω εδώ το κείμενο με τη σύνταξη και ορθογραφία του πρωτοτύπου:

Το Γαλάτσι είναι μία εξοχή που έχει μέλλον. Δένδρα δεν έχει και το θέλγητρόν της είναι μόνο ο λαμπρός αέρας που φυσά εκεί αφθόνως από την μικράν λοφοσειράν του Ψυχικού. Άλλως τε τα δένδρα δεν είναι εύκολον πράγμα εις την Αττικήν. Γενεαί γενεών επέρασαν εδώ χωρίς να τα ιδούν. Ο Πλάτων μας περιγράφει την Αττικήν άφυλλον, τον Υμηττόν φαλακρόν και εις την εποχήν του, όπως είνε σήμερον, και μόνο μας πληροφορεί ότι χίλια έτη προ της εποχής του ήτο κατάφυτος, πράγμα το οποίον μπορεί και να συνέβαινε ή, αν συνέβαινε, δεν μας ενδιαφέρει.

Τέλος πάντων, εγεννήθημεν εις τον τόπον της φαλάκρας. Οι σχολιασταί δεν ημπορούν να εξηγήσουν πού ευρίσκετο αυτό το άλσος Κολωνού, εις το οποίον ο Σοφοκλής ετοποθέτησε τρομεράς θεότητας και πλήθος αηδόνων. Φαίνεται ότι οι ποιηταί της αρχαιότητας, μη βλέποντες δένδρα, τα έγραφαν.

Άδικον λοιπόν να οργισθή κανείς ότι το Γαλάτσι δεν έχει πολλά άλλα δένδρα από τας πελωρίας λεύκας του καφενείου του. Κατά τα άλλα, εφόσον κάθηται κανείς εις αυτό το καφενείον, η διαμονή είναι ευχάριστος, και το αερόλουτρον που παίρνει από τα ηδονικώτερα. Εκεί μάλιστα υπάρχει και πηγή με νερό χωνευτικόν, μέγα και τούτο αγαθόν. Πριν ολίγου καιρού η πηγή είχε την αθλιότητα γούρνας, εις την οποίας εβύθιζαν τα ρύγχη των ζώα και άνθρωποι, αλλά ήδη ο δήμαρχος την έκαμε μαρμαρόκτιστον και άσπρη ως νύφη.

Συνέβη μάλιστα και το νόστιμον ότι οι Γαλατσιώται δυσπιστούσαν εις την γενναιοδωρίας του κ. Μερκούρη, υποπτευόμενοι ότι θα τους πάρει το νερό δια τον δήμον. Και ο δήμαρχος δια να τους καθυσηχάσει έβαλε να σκαλίσουν επί του μαρμάρου τας λέξεις: «Τοις ιδιοκτήταις του ύδατος Γαλατσίου». Με την επιγραφήν αυτήν, επέχουσαν θέσιν όρκου, ησύχασαν και πίνουν αφθόνως.

Πράγμα άξιον μελέτης εις το Γαλάτσι είνε η τεράστια τέντα του καφενείου, ένα υπόστεγον απέραντον που κόστισε 5.000 φράγκα. Το ίδρυμα αυτό ποίος το έκανε νομίζετε; Αι ελληνικαί προπόσεις. Πουθενά δεν γίνονται τόσαι προπόσεις, όσαι εις το Γαλάτσι. Εκεί τα περισσότερα ελληνικά σωματεία εκτελούν τον μόνο και κύριον σκοπόν των – το ετήσιον γεύμα, κατά το οποίον προπίνουν από πρωίας μέχρι εσπέρας και ευχαριστούνται. Φαίνεται λοιπόν ότι ο καφετζής ήτο μεγαλοφυής και εσκέφθη: επειδή πάσα ελληνική μανία είνε κεφάλαιον, το οποίον πρέπει να εκμεταλλευθεί πας έξυπνος επιχειρηματίας, ας κάμω την μεγαλύτερην τέντα της Ελλάδος. Όταν οι Έλληνες μάθουν ότι εδώ μπορούν να προπίνουν όλην την ημέραν, χωρίς να τους κάψη ο ήλιος, όχι μόνον θα έρχωνται να τρώγουν πολλοί μαζί, αλλά θα κάνουν και σωματεία επίρηδες. Όπερ και έγεινε, καθώς υποθέτω.

(συνεχίζεται>>>)
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)