Προ ημερών ο συμπολίτης μας κ. Κεκάδης εβάπτισε το μικρό του καφετζή. Το ωνόμασεν Αλέξανδρον. Ο δε Αλέξανδρος ούτος είνε αληθώς μέγας διότι περιπατεί, παίζει και προχθές παρ’ ολίγον να μου σκίσει το καπέλλο, ωσεί καταληφθείς από πολεμικόν μένος αμέσως μόλις ήκουσεν ότι του έδοσαν όνομα στρατηλάτου.
Το όνομα παίζει μέγαν ρόλον εις τον κόσμον. Φαντασθήτε ότι ο μικρός ήρχισε να μου τραβά και τα γένεια. Εγώ δε πώς να αντιστώ εναντίον Αλεξάνδρου, αφού ονομάζομαι μόλις Ζαχαρίας; Παρεδόθην ως μαλθακός Πέρσης εις τον κατακτητήν.
Τέλος εκαθήσαμεν εις το γεύμα εις το οποίον παρεκάθησε και ο Δήμαρχος Αθηναίων κ. Μερκούρης. Αλλά το γεύμα ήτο υπό την τέντα. Έπρεπε να γίνη κάποια πρόποσις. Κι επειδή ουδείς εξ ημών ανελάμβανε το βαρύ τούτο έργον, δια το οποίον απαιτούνται τόσα προσόντα, η μικρά δεσποινίς Χαρδουβάκη υψώνουσα το ποτήριον είπε:
«Να ζήσει ο υιός του καταστηματάρχου
και εις υγείαν του κ. Δημάρχου».
και εις υγείαν του κ. Δημάρχου».
Η ομοιοκαταληξία είνε μεγάλη οικονομία. Όταν την εύρη κανείς, όπως η χαριτωμένη εκείνη μικρά, προπίνει ταυτοχρόνως υπέρ της υγείας δύο ανθρώπων. Συνεκρούσαμεν τα ποτήρια και την συνεχάρημεν.
Μετά τούτο οι βιολιντζήδες έκρουσαν ελληνικόν χορόν και τα κορίτσια εχόρεψαν. Ο παίζων το σαντούρι, κινών τον λάρυγγά του ως κότα καταπίνουσα νερό, τραγουδούσε γλυκύτατα δια την πρώτην κόρην που έσυρε λεβέντικα τον χορόν:
«Να σε χαρεί που σ’ έχει
και που σε λαχταρεί
και που σε καμαρώνει
λεβέντικο κορμί»
και που σε λαχταρεί
και που σε καμαρώνει
λεβέντικο κορμί»
Ο δροσερός αέρας της εξοχής, τόσον αρμονισμένος με το τρίο των λαϊκών οργάνων, εφτέρωνε τον χορόν και η λεύκα παρέκει εσάλευεν, όλη τρόμον και αγαλλίασιν, δια την νεότητα της χορεύτριας.
Αίφνης ηκούσθη κρότος πηρουνιού εις πιάτο και εφάνη κάποιος εγειρόμενος δια να κάμη πρόποσιν. Θα το πιστεύσετε; Ήταν ο παπάς, ο βαπτίσας το παιδί. Εσιωπήσαμεν βαθέως περιμένοντας να ακούσωμεν τί θα έλεγε ο ιερεύς του Υψίστου, ο οποίος μέχρι της ώρας εκείνης έτρωγε σιωπηλότατος. Θα βρήκε ασφαλώς άλλην ομοιοκαταληξίαν. Και όμως όχι. Δεν κατώρθωσε να βρη άλλην. Επανέλαβεν εκείνην της μικράς κόρης και έκαμε την πρόποσίν του ως εξής:
«Εις υγείαν του καταστηματάρχου
και συγχρόνως του κυρίου Δημάρχου»
-«Σεις δεν θα κάμετε καμμίαν πρόποσιν;» με ηρώτησαν.
-«Να σας πω ειλικρινώς, σκέπτομαι να κάμω την ίδια που έκαμαν η κόρη και ο παπάς». Και προσχωρήσας προς την δροσεράν πηγήν, προέπιον δύο χωνευτικά ποτήρια ύδατος, μονολογήσας περίπου κατά τον επόμενον τρόπον:
-«Να σας πω ειλικρινώς, σκέπτομαι να κάμω την ίδια που έκαμαν η κόρη και ο παπάς». Και προσχωρήσας προς την δροσεράν πηγήν, προέπιον δύο χωνευτικά ποτήρια ύδατος, μονολογήσας περίπου κατά τον επόμενον τρόπον:
«Εις υγείαν του καταστηματάρχου
και του κυρίου Δημάρχου.
Ομοιοκαταληξίαι άλλαι δεν υπάρχου(ν)».
και του κυρίου Δημάρχου.
Ομοιοκαταληξίαι άλλαι δεν υπάρχου(ν)».
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)