Στους τοίχους του σπιτιού της έχει κρεμάσει πολλά σκίτσα, όλα με γυναικείες φιγούρες. Η πιο συνήθης γυναικεία φυσιογνωμία στα σκίτσα είναι μια γυναίκα με μικρά μάτια, μεγάλη μύτη και πεισματάρικο στόμα. Ένα στόμα για να πετάει δηλητηριώδεις λέξεις σαν σπόρους καρπουζιού. Είναι η ίδια η Περιχάν Μαγκντέν. «Κάθε πρόταση της Περιχάν είναι κοφτερή σαν ξυράφι», λένε για τη συγγραφέα στην Τουρκία.
Η κ. Μαγκντέν προκαλεί, παρενοχλεί. Πετάει τις απόψεις της στην τούρκικη δημοσιότητα σαν δακρυγόνες βόμβες, ώστε όλων τα μάτια να γεμίζουν δάκρυα. Όταν καθαρίσει η ατμόσφαιρα, βλέπουν όλοι καθαρότερα, ακόμα κι όταν οι διαπιστώσεις προκαλούν πόνο. Γι’ αυτήν ακριβώς την ικανότητά της αγαπιέται η Περιχάν από τους συμπατριώτες της αλλά μισείται από άλλους επίσης. Θεωρείται μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες συγγραφείς της Τουρκίας. Τα βιβλία της κατακτούν συστηματικά τις πρώτες θέσεις στα τούρκικα βιβλιοπωλεία. Το μυθιστόρημά της «Δύο κορίτσια: Ιστορία στην Ιστανμπούλ» μεταφράστηκε φέτος στα γερμανικά («Zwei Mädchen: Istanbul Story», εκδόσεις Suhrkamp).
Στο σπίτι της μπαίνει φουριόζα, ζητάει συγγνώμη που άργησε, «κυκλοφορία, πολυκοσμία», όπως παντού στις μεγαλουπόλεις, «Μήπως σας φόβισε ο σκύλος μου;», κάθεται και έχει τον σκύλο ανάμεσα στα πόδια. Έχει μια δυνατή, κακαριστή φωνή, ενεργητικό βλέμμα, είναι μικρόσωμη και ευκίνητη, μια τυπική νοτιο-ευρωπαία.
«Η μητέρα μου αγόρασε αυτό το σπίτι πριν από 20 χρόνια, για πολύ καιρό κάναμε επιδιορθώσεις και ανανεώσεις», πέφτει στο δερμάτινο καναπέ και αρχίζει να πολυβολεί, με τα λόγια. Λεκτικές εκτελέσεις κατά ριπάς, ενάντια στο τούρκικο εκπαιδευτικό σύστημα («κεμαλιστικό πλύσιμο εγκεφάλου»), ενάντια στο τούρκικο πρότυπο ομορφιάς («οι ωραίες γυναίκες μετράνε εδώ σαν ένα κομμάτι κρέας»), ενάντια στους Τούρκους άντρακλες («Δεν αφήνουν την κόρη μου ήσυχη, τη γδύνουν με τα μάτια»), ενάντια στο τούρκικο σύνταγμα που χρειάζεται τροποποιήσεις: «Είναι σαν ρούχο που φτιάχτηκε για παιδιά. Το παιδί έχει μεγαλώσει και τα μανίκια είναι κοντά, τα μπατζάκια στενά, ο γιακάς σφίγγει… Και, αντί να φτιάξουν ένα νέο ρούχο στον έφηβο, προσθέτουν οι γονείς κουμπιά και κουμπότρυπες, αλλάζουν το χρώμα, το μαντάρουν σε πολλά σημεία όπου έχει τριφτεί και κάθε τόσο σκίζεται!»
Η σχέση της κ. Μαγκντέν με την Τουρκία είναι αυτή του ερωτικού μίσους. Είναι ενοχλητική, μια αλογόμυγα για τους πολεμοκάπηλους και τους στρατηγούς, για τους οπισθοδρομικούς και τους θεόπληκτους, για τους αυταρχικούς εισαγγελείς και τους βλαμμένους εθνικιστές, εναντίον των οποίων γράφει διαρκώς στα βιβλία της και στη στήλη της στην εφημερίδα «Radikal», ένα «υποχρεωτικό» ανάγνωσμα για τους διανοούμενους στην Τουρκία. Ήδη έχει φορτωθεί και την περιμένουν καμιά δωδεκάδα δίκες, όλες πολιτικού περιεχομένου. Με το άρθρο 301 που ποινικοποιεί την «προσβολή του τουρκικού έθνους» δεν έχει κατηγορηθεί ακόμα, αλλά «όλα τα άλλα μου τα έχουν φορτώσει», λέει η Περιχάν και γελάει κακαριστά.
Όταν πριν από τρία χρόνια υποστήριξε το δικαίωμα των νέων να αρνούνται τη στράτευση, κατηγορήθηκε η Περιχάν για «προσπάθεια αποξένωσης στρατού και λαού». Όπως συνέβη με τη δίκη του Ορχάν Παμούκ και του αργότερα δολοφονημένου Χραντ Ντινκ, επιτέθηκε ο ακροδεξιός όχλος στο δικαστήριο που δικαζόταν η μικρόσωμη συγγραφέας και δημοσιογράφος. «Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, νόμιζα ότι αυτοί οι φασίστες ενδιαφέρονταν μόνο για το θέμα της Αρμενίας», λέει η Περιχάν. Εκεί μέσα άκουσε και βρισιές όπως «πουτάνα του PKK». Σηκώνεται επάνω και τραβάει στον αέρα ένα υποθετικό ημικύκλιο για να δείξει πόσο κοντά της είχαν φτάσει οι τραμπούκοι. Οι αστυφύλακες του δικαστηρίου απλώς κοίταζαν.
Οι άντρες της φρουράς που έστειλε αργότερα η κυβέρνηση στο σπίτι της Περιχάν, έμειναν μόνο δύο ημέρες. «Μετά τους έδιωξα», λέει, «γιατί δεν έχω κανένα φόβο και κανένα πρόβλημα με τους γείτονές μου, ούτε αυτοί μαζί μου. Μοναδικό πρόβλημα είναι το παρακράτος».
Το προάστιο Αρναούτκιοϊ (Αρβανιτοχώρι) που μένει η Περιχάν στην Κων/πολη, το ονομάζει η ίδια «χωριό των διανοουμένων». Κατοικούν συγγραφείς και καλλιτέχνες δίπλα σε ταξιτζήδες, μπακάληδες και παλιούς χειρώνακτες. Όταν ρωτάς την Περιχάν για την ιθαγένειά της, απαντάει ότι είναι «Ιστανμπουλίτισσα, όλα πάνω μου είναι Ιστανμπούλ. Το πώς κάθομαι, πώς μιλάω, πώς γελάω». Η γιαγιά της μεγάλωσε στο Βόσπορο, το ίδιο η μητέρα της, ακριβώς το ίδιο και η Περιχάν – τρεις γενιές μονογονεϊκές οικογένειες. Στη δεκαετία του ’70 ένα σκάνδαλο για την τούρκικη κοινωνία, ίσως και σήμερα. Πολλά μυθιστορήματα της Περιχάν έχουν ως πρωταγωνίστριες ανύπαντρες μητέρες, ηρωίδες που μπορούν ακόμα και να σκοτώσουν για χάρη του παιδιού τους.
Το μυθιστόρημά της «Δύο κορίτσια: Ιστορία στην Ιστανμπούλ», εξελίσσεται στην αγαπημένη πόλη της Περιχάν και περιγράφει την καταστροφική φιλία δύο κοριτσιών πριν από την ενηλικίωση, της Χαντάν και της Μπεχιγιέ. Η πρώτη είναι πανέμορφη και κόρη μιας ανύπαντρης μητέρας, η οποία κερδίζει τη ζωή της ως μαιτρέσα πλούσιων αντρών. Η δεύτερη μισεί τον εθνικιστή αδελφό της και την τούρκικη κοινωνία, στην οποία έχουν προοπτική για επιτυχία μόνο όμορφες γυναίκες.
«Ίσως έχω ταυτιστεί με την Μπεχιγιέ», λέει η Περιχάν. «Μπορώ να καταλάβω πολύ καλά την αντιπάθειά της για την κοινωνία του άντρακλα και του εθνικιστή κεμαλιστή». Επειδή η ίδια δεν εμπιστεύεται την τούρκικη κοινωνία, θα στείλει, λέει, την κόρη της σε ένα διεθνές γυμνάσιο. Αν και η μικρή δεν έχει παραπονεθεί, ξέρει η Περιχάν ότι υφίσταται στο σχολείο λοιδωρίες, επειδή η μητέρα της γράφει κατά της κοινωνικής καταπίεσης. «Η κόρη μου φοβάται», λέει η μητέρα, «ότι, άμα μάθω ότι την πειράζουν για μένα, μπορεί να πάω στο σχολείο και να τους κάνω άνω κάτω» Και κλείνει τη σκέψη της, όπως το περιμένει ο συνομιλητής που γνωρίζει το χαρακτήρα της: «Να ξέρετε, δεν έχω κανένα πρόβλημα να το κάνω!»
(Στέλειος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Η κ. Μαγκντέν προκαλεί, παρενοχλεί. Πετάει τις απόψεις της στην τούρκικη δημοσιότητα σαν δακρυγόνες βόμβες, ώστε όλων τα μάτια να γεμίζουν δάκρυα. Όταν καθαρίσει η ατμόσφαιρα, βλέπουν όλοι καθαρότερα, ακόμα κι όταν οι διαπιστώσεις προκαλούν πόνο. Γι’ αυτήν ακριβώς την ικανότητά της αγαπιέται η Περιχάν από τους συμπατριώτες της αλλά μισείται από άλλους επίσης. Θεωρείται μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες συγγραφείς της Τουρκίας. Τα βιβλία της κατακτούν συστηματικά τις πρώτες θέσεις στα τούρκικα βιβλιοπωλεία. Το μυθιστόρημά της «Δύο κορίτσια: Ιστορία στην Ιστανμπούλ» μεταφράστηκε φέτος στα γερμανικά («Zwei Mädchen: Istanbul Story», εκδόσεις Suhrkamp).
Στο σπίτι της μπαίνει φουριόζα, ζητάει συγγνώμη που άργησε, «κυκλοφορία, πολυκοσμία», όπως παντού στις μεγαλουπόλεις, «Μήπως σας φόβισε ο σκύλος μου;», κάθεται και έχει τον σκύλο ανάμεσα στα πόδια. Έχει μια δυνατή, κακαριστή φωνή, ενεργητικό βλέμμα, είναι μικρόσωμη και ευκίνητη, μια τυπική νοτιο-ευρωπαία.
«Η μητέρα μου αγόρασε αυτό το σπίτι πριν από 20 χρόνια, για πολύ καιρό κάναμε επιδιορθώσεις και ανανεώσεις», πέφτει στο δερμάτινο καναπέ και αρχίζει να πολυβολεί, με τα λόγια. Λεκτικές εκτελέσεις κατά ριπάς, ενάντια στο τούρκικο εκπαιδευτικό σύστημα («κεμαλιστικό πλύσιμο εγκεφάλου»), ενάντια στο τούρκικο πρότυπο ομορφιάς («οι ωραίες γυναίκες μετράνε εδώ σαν ένα κομμάτι κρέας»), ενάντια στους Τούρκους άντρακλες («Δεν αφήνουν την κόρη μου ήσυχη, τη γδύνουν με τα μάτια»), ενάντια στο τούρκικο σύνταγμα που χρειάζεται τροποποιήσεις: «Είναι σαν ρούχο που φτιάχτηκε για παιδιά. Το παιδί έχει μεγαλώσει και τα μανίκια είναι κοντά, τα μπατζάκια στενά, ο γιακάς σφίγγει… Και, αντί να φτιάξουν ένα νέο ρούχο στον έφηβο, προσθέτουν οι γονείς κουμπιά και κουμπότρυπες, αλλάζουν το χρώμα, το μαντάρουν σε πολλά σημεία όπου έχει τριφτεί και κάθε τόσο σκίζεται!»
Η σχέση της κ. Μαγκντέν με την Τουρκία είναι αυτή του ερωτικού μίσους. Είναι ενοχλητική, μια αλογόμυγα για τους πολεμοκάπηλους και τους στρατηγούς, για τους οπισθοδρομικούς και τους θεόπληκτους, για τους αυταρχικούς εισαγγελείς και τους βλαμμένους εθνικιστές, εναντίον των οποίων γράφει διαρκώς στα βιβλία της και στη στήλη της στην εφημερίδα «Radikal», ένα «υποχρεωτικό» ανάγνωσμα για τους διανοούμενους στην Τουρκία. Ήδη έχει φορτωθεί και την περιμένουν καμιά δωδεκάδα δίκες, όλες πολιτικού περιεχομένου. Με το άρθρο 301 που ποινικοποιεί την «προσβολή του τουρκικού έθνους» δεν έχει κατηγορηθεί ακόμα, αλλά «όλα τα άλλα μου τα έχουν φορτώσει», λέει η Περιχάν και γελάει κακαριστά.
Όταν πριν από τρία χρόνια υποστήριξε το δικαίωμα των νέων να αρνούνται τη στράτευση, κατηγορήθηκε η Περιχάν για «προσπάθεια αποξένωσης στρατού και λαού». Όπως συνέβη με τη δίκη του Ορχάν Παμούκ και του αργότερα δολοφονημένου Χραντ Ντινκ, επιτέθηκε ο ακροδεξιός όχλος στο δικαστήριο που δικαζόταν η μικρόσωμη συγγραφέας και δημοσιογράφος. «Δεν περίμενα κάτι τέτοιο, νόμιζα ότι αυτοί οι φασίστες ενδιαφέρονταν μόνο για το θέμα της Αρμενίας», λέει η Περιχάν. Εκεί μέσα άκουσε και βρισιές όπως «πουτάνα του PKK». Σηκώνεται επάνω και τραβάει στον αέρα ένα υποθετικό ημικύκλιο για να δείξει πόσο κοντά της είχαν φτάσει οι τραμπούκοι. Οι αστυφύλακες του δικαστηρίου απλώς κοίταζαν.
Οι άντρες της φρουράς που έστειλε αργότερα η κυβέρνηση στο σπίτι της Περιχάν, έμειναν μόνο δύο ημέρες. «Μετά τους έδιωξα», λέει, «γιατί δεν έχω κανένα φόβο και κανένα πρόβλημα με τους γείτονές μου, ούτε αυτοί μαζί μου. Μοναδικό πρόβλημα είναι το παρακράτος».
Το προάστιο Αρναούτκιοϊ (Αρβανιτοχώρι) που μένει η Περιχάν στην Κων/πολη, το ονομάζει η ίδια «χωριό των διανοουμένων». Κατοικούν συγγραφείς και καλλιτέχνες δίπλα σε ταξιτζήδες, μπακάληδες και παλιούς χειρώνακτες. Όταν ρωτάς την Περιχάν για την ιθαγένειά της, απαντάει ότι είναι «Ιστανμπουλίτισσα, όλα πάνω μου είναι Ιστανμπούλ. Το πώς κάθομαι, πώς μιλάω, πώς γελάω». Η γιαγιά της μεγάλωσε στο Βόσπορο, το ίδιο η μητέρα της, ακριβώς το ίδιο και η Περιχάν – τρεις γενιές μονογονεϊκές οικογένειες. Στη δεκαετία του ’70 ένα σκάνδαλο για την τούρκικη κοινωνία, ίσως και σήμερα. Πολλά μυθιστορήματα της Περιχάν έχουν ως πρωταγωνίστριες ανύπαντρες μητέρες, ηρωίδες που μπορούν ακόμα και να σκοτώσουν για χάρη του παιδιού τους.
Το μυθιστόρημά της «Δύο κορίτσια: Ιστορία στην Ιστανμπούλ», εξελίσσεται στην αγαπημένη πόλη της Περιχάν και περιγράφει την καταστροφική φιλία δύο κοριτσιών πριν από την ενηλικίωση, της Χαντάν και της Μπεχιγιέ. Η πρώτη είναι πανέμορφη και κόρη μιας ανύπαντρης μητέρας, η οποία κερδίζει τη ζωή της ως μαιτρέσα πλούσιων αντρών. Η δεύτερη μισεί τον εθνικιστή αδελφό της και την τούρκικη κοινωνία, στην οποία έχουν προοπτική για επιτυχία μόνο όμορφες γυναίκες.
«Ίσως έχω ταυτιστεί με την Μπεχιγιέ», λέει η Περιχάν. «Μπορώ να καταλάβω πολύ καλά την αντιπάθειά της για την κοινωνία του άντρακλα και του εθνικιστή κεμαλιστή». Επειδή η ίδια δεν εμπιστεύεται την τούρκικη κοινωνία, θα στείλει, λέει, την κόρη της σε ένα διεθνές γυμνάσιο. Αν και η μικρή δεν έχει παραπονεθεί, ξέρει η Περιχάν ότι υφίσταται στο σχολείο λοιδωρίες, επειδή η μητέρα της γράφει κατά της κοινωνικής καταπίεσης. «Η κόρη μου φοβάται», λέει η μητέρα, «ότι, άμα μάθω ότι την πειράζουν για μένα, μπορεί να πάω στο σχολείο και να τους κάνω άνω κάτω» Και κλείνει τη σκέψη της, όπως το περιμένει ο συνομιλητής που γνωρίζει το χαρακτήρα της: «Να ξέρετε, δεν έχω κανένα πρόβλημα να το κάνω!»
(Στέλειος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)