30 November 2007

Ουραγός η Ελλάδα στην κατάταξη PISA του ΟΟΣΑ

Άλλη μια θλιβερή διεθνής στατιστική, από την οποία προκύπτει ότι η εκπαιδευτική κατάσταση στην Ελλάδα χειροτέρεψε από το 2003 μέχρι σήμερα.

Στην 38η θέση οι Έλληνες μαθητές ανάμεσα σε 15χρονους
από 57 χώρες, στον διαγωνισμό φυσικών επιστημών


(του Απόστολου Λακασά, Καθημερινή)

Για μια ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε στην εκπαιδευτική οπισθοφυλακή διεθνώς. Οι επιδόσεις των 15χρονων Ελλήνων μαθητών στον εκπαιδευτικό διαγωνισμό PISA του Oργανισμού Oικονομικής Συνεργασίας και Aνάπτυξης (OOΣA), που πραγματοποιήθηκε το 2006 κατέταξαν την Ελλάδα στην 38η θέση στον τομέα των φυσικών επιστημών - εκεί όπου έδωσε βάρος ο περυσινός διαγωνισμός. Μάλιστα, η χώρα οπισθοχώρησε σε σχέση με την κατάταξή της στους διαγωνισμούς του 2000 και του 2003. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία που παρουσιάζει σήμερα η «Κ», η Ελλάδα στον τομέα των φυσικών επιστημών κατετάγη 38η σε σύνολο 57 χωρών που συμμετείχαν.Ο διαγωνισμός γίνεται κάθε τρία χρόνια, με αρχή το 2000. Το 2003 η Ελλάδα ήταν στην 30η θέση σε σύνολο 40 χωρών, ενώ στον διαγωνισμό του 2000 στην 25η θέση σε σύνολο 31 χωρών. Τα αποτελέσματα αναμένεται να δημοσιοποιηθούν επισήμως από τον ΟΟΣΑ την Τρίτη, όπου θα ανακοινωθεί και η κατάταξη στην κατανόηση κειμένου και τα μαθηματικά· δύο τομείς στους οποίους δόθηκε βάρος στους δύο προηγούμενους διαγωνισμούς αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, οι Ελληνες μαθητές 15 ετών που συμμετείχαν στον διαγωνισμό συγκέντρωσαν 473 βαθμούς, 8 βαθμούς λιγότερους από τον διαγωνισμό του 2003, όταν πήραν 481 βαθμούς. Την Ελλάδα προσπέρασαν δύο χώρες που συμμετείχαν και στον προηγούμενο διαγωνισμό (Δανία και Πορτογαλία), καθώς και έξι χώρες που δεν συμμετείχαν το 2003 (Ταϊβάν, Εσθονία, Σλοβενία, Βρετανία, Κροατία, Λιθουανία).Τα διεθνή εκπαιδευτικά σκήπτρα διατήρησε για μια ακόμη φορά η Φινλανδία, η οποία στον τομέα των φυσικών επιστημών βελτίωσε και τη βαθμολογία της στον τομέα των φυσικών επιστημών (από 548 βαθμούς το 2003 σε 563 το 2006). Ακολούθησε στη δεύτερη θέση το Χονγκ Κονγκ, που ανέβηκε ένα σκαλοπάτι σε σχέση με το 2003.

Ο διαγωνισμός PISA στις φυσικές επιστήμες αξιολογεί τον λεγόμενο, κατά τον ΟΟΣΑ, επιστημονικό αλφαβητισμό. Πρόκειται για την «ικανότητα του ατόμου να χρησιμοποιεί την επιστημονική γνώση, να βγάζει συμπεράσματα τα οποία να βασίζονται στην επιστήμη, έτσι ώστε να κατανοεί τον φυσικό κόσμο που το περιβάλλει και να συμβάλει στη λήψη των αποφάσεων για τις αλλαγές που η ανθρώπινη δραστηριότητα επιφέρει σε αυτό», όπως ορίζει ο ΟΟΣΑ.
«Στις άλλες χώρες συνδέουν τη γνώση με την άμεση εφαρμογή της. Για παράδειγμα τα μαθηματικά μπορεί να είναι πιο απλά με ό,τι διδάσκονται τα Ελληνόπουλα. 


Ομως, στο εξωτερικό τα παιδιά αντιλαμβάνονται την αξία της εφαρμογής των μαθηματικών και αυτό τα ικανοποιεί και τα κάνει να χαίρονται το σχολείο», ανέφερε στην «Κ» ο Ελληνας εθνικός συντονιστής του προγράμματος PISA, αναπληρωτής καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών κ. Παναγιώτης Καζαντζής. «Οι κακές ελληνικές επιδόσεις οφείλονται στο ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι επικεντρωμένο στην πρόσληψη ακαδημαϊκών γνώσεων και όχι στην ανάπτυξη δεξιοτήτων για την επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής», τονίζει στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Έρευνας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο κ. Βάσω Χατζηνικήτα, που έχει διατελέσει και εθνική διαχειρίστρια στο πρόγραμμα PISA.

Ουσιαστικά, το ελληνικό σύστημα δίνει κατακερματισμένες γνώσεις, ενώ κύρια χαρακτηριστικά του είναι η παπαγαλία και η έλλειψη συνδυαστικής σκέψης. «Τα θέματα που εξετάζει το PISA δεν είναι μακριά από όσα διδάσκονται τα Ελληνόπουλα. Αλλά δίνονται με διαφορετικό τρόπο. Θα είχαμε καλύτερα αποτελέσματα εάν τα διδάσκαμε με διαφορετικό τρόπο. Και αυτό πρέπει να κάνουμε», λέει ο κ. Καζαντζής. Γιατί όμως δεν έγινε κάτι, αφού ήταν μέτριες οι επιδόσεις μας και το 2003; Επί θητείας στο υπουργείο Παιδείας της κ. Μαριέττας Γιαννάκου παρουσιάστηκε από Φινλανδούς το φινλανδικό -πρωτεύσαν- σύστημα.

Όμως, η παρουσία των Σκανδιναβών δεν αξιοποιήθηκε, καθώς «κουβέντα επί της ουσίας και σε βάθος δεν ακολούθησε στην Ελλάδα», όπως λέει η κ. Χατζηνικήτα. Μάλιστα, όπως τονίζει ο κ. Καζαντζής «πώς μπορούν να γίνουν αλλαγές, πώς μπορεί να αξιοποιηθούν οι επενδύσεις όταν δεν αρχίζουμε από το βασικό: την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος»;