20 November 2007

Ξεκίνησε καθολικός ιερέας…

κατέληξε αγνωστικιστής


Ο Josef Hochstrasser ανατράφηκε σε «καθολική οικογένεια πιστών» στη Λουκέρνη (Ελβετία), έγινε σε νεαρή ηλικία βοηθός ιερέα (παπαδάκι), εντάχθηκε αργότερα στην ελβετική φρουρά του Βατικανού και από το 1973 δέχθηκε τη χειροτονία του ιερέα. Λίγα χρόνια μετά, το 1976, γνωρίστηκε με μια καλή δεσποινίδα και παντρεύτηκε, όπως οφείλει κάθε νέος στην τρίτη ή το πολύ την τέταρτη δεκαετία της ζωής του, με αποτέλεσμα να βρεθεί εκτός ιερατικού σχήματος και (καθολικού) εκκλησιαστικού μηχανισμού.

Επειδή ο Josef είχε οικογενειακές υποχρεώσεις, δούλεψε για κάποιο διάστημα σε διάφορες θέσεις και παράλληλα έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Η θρησκεία γιατρεύεται» (Religion ist heilbar, Zytglogge Verlag), μέχρι που εντάχθηκε στο απέναντι εκκλησιαστικό μαγαζί, δηλαδή δήλωσε Ευαγγελικός (προτεστάντης). Εντωμεταξύ είχε πάρει σε κάποια Σχολή της Βέρνης μαθήματα για τη «μεταρρυθμιστική θεολογία» και ανέλαβε μια θέση ως ευαγγελικός ενοριακός ιερέας.

Όμως, κι αυτή η αλλαγή δεν τον ευχαριστούσε ιδεολογικά, παρ’ ότι πίστευε τότε ακόμα ότι είχε μια απευθείας σχέση με το θεό, δεδομένου ότι δεν αναγνώριζε σε κανένα εκκλησιαστικό μηχανισμό το δικαίωμα να μεσολαβεί για λογαριασμό του
στο θεό. Ο Josef εγκατέλειψε κι αυτή τη θέση του ευαγγελικού ιερέα, κυρίως γιατί ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του: δυσκολευόταν να απαντήσει «υπηρεσιακά» (που σημαίνει υποκριτικά) στις αγωνιώδεις ερωτήσεις των των, κυρίως υπερήλικων, πιστών της ενορίας του για την «άλλη ζωή», τον παράδεισο και την κόλαση, με τις παιδιάστικες αντιλήψεις που είχαν δημιουργήσει όλοι αυτοί οι άνθρωποι στο μυαλό τους – από την σχολική κατήχηση προφανώς.

Έτσι βρέθηκε ο προβληματισμένος Josef σε μια νέα θέση δασκάλου Θρησκευτικών σε Γυμνάσιο της πόλης Zug, όπου δεν χρειαζόταν πια να μιλάει για «αληθινή θρησκεία», για το άγνωστο και αμφίβολο αντικείμενο
της πίστης, το θεό κ.ο.κ. Ο Josef ήταν πλέον αγνωστικιστής και δίδασκε Θρησκειολογία, για τις θρησκείες που δημιουργήθηκαν στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, για τα αίτια που τις δημιούργησαν, τις ανάγκες που πιθανόν ικανοποιούν και ό,τι άλλο προκύψει. Ο διευθυντής του σχολείου δήλωσε ότι ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα του που οι μαθητές δεν έκαναν καζούρα στο μάθημα των θρησκευτικών, γιατί ο δάσκαλός τους κ. Hochstrasser δεν ταυτιζόταν με αυτά που παρουσίαζε, όπως ένας καθηγητής Ιστορίας δεν ταυτίζεται με κάποιον πόλεμο, όταν τον περιγράφει στο μάθημα.

Φυσικά, ο Josef έχει καταργήσει όλες τις λατρευτικές συνήθειες που είχε αποκτήσει από μικρό παιδί, δεν μπαίνει πια σε εκκλησίες - εκτός αν εκτελείται κάποια (ευαγγελική) λειτουργία του Μπαχ ή (καθολική) λειτουργία του Μότσαρτ, δεν προσεύχεται πια - αφού είναι βέβαιος ότι το «ελθέτω η βασιλεία σου» μπορεί να αναφέρεται μόνο στην επόμενη κυβέρνηση που
θα καταλάβει την εξουσία με την ψήφο των πολιτών, δεν εξομολογείται πια ως νηπιοβαπτισμένος καθολικός, αφού ξέρει εξ ιδίας πείρας ότι ο εξομολογητής είναι κατά κανόνα, αφενός αδιάφορος και εκτελεί υπηρεσιακά το «έργο» του και αφετέρου εξ ίσου «αμαρτωλός» - ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο όρος για ένα σκεπτόμενο άνθρωπο.

Ο Josef δηλώνει ένθερμος αγνωστικιστής (Agnostiker). Θεωρεί ότι δεν ανήκει σε κάποια φιλοσοφική αίρεση, η οποία «γνωρίζει τα πάντα» και έχει έτοιμες συνταγές, είτε με βιβλικές παραπομπές, είτε με αμφίβολα λόγια εκκλησιαστικών «πατέρων» που, κι αν είχαν βαρύτητα τα λεγόμενά τους, αφορούσαν αυτά άλλες εποχές και άλλες περιστάσεις και μόνο λεκτικά μπορεί να ταιριάζουν με προβλήματα του σημερινού ανθρώπου και της σύγχρονης κοινωνίας. Θεϊστής (Theist) δεν είναι επίσης, δηλαδή να αποδέχεται την ύπαρξη ενός θεού που δημιούργησε τον κόσμο και στη συνέχεια τον άφησε να λειτουργεί, όπως ένα ρολόι, αλλά και Πανθεϊστής (Pantheist) δεν είναι, δηλαδή να ταυτίζει τη φύση με το θεό και το θεό με τη φύση (Spinoza).

Όταν ερωτάται από παλιούς συναδέλφους κληρικούς «τι θα συμβεί, αν βρεθεί μπροστά στην κρίση του θεού
και διαπιστώσει ότι είχε κάνει λάθος;», απαντάει με την περιπαικτική κουβέντα του Bertrand Russell, «Κύριε, δεν μου έδωσες επαρκή δεδομένα για να καταλήξω οριστικά και υπεύθυνα». Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα υπολείμματα από τις παιδικές φοβίες τον οδηγούν να κρατάει μια «πισινή». Οι φίλοι του αντιτείνουν όμως ότι, απλά, ο Josef δεν θέλει να φανεί απέναντι στους παλιούς συναδέλφους τους ως προσηλυτιστής στην ιδέα του αγνωστικισμού, γιατί θα χαρακτηριζόταν δικαίως ο ίδιος ως πιστός μιας άλλης θρησκείας.

Ο αγνωστικιστής εκδηλώνεται με τη λογική και το συναίσθημα και όχι με την άκριτη πίστη σε αναπόδεικτα όντα, ένας καταναγκασμός που δημιουργείται και θεμελιώνεται πρωτίστως με τον παιδικό φόβο, πριν υπεισέλθουν αργότερα στους συλλογισμούς οι σκοπιμότητες από το όφελος μιας έμμισθης θέσης στην υπηρεσία του Κυρίου.

(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
(Από το ελβετικό καθολικό portal)