02 October 2008

Οι ιστορικές ρίζες της χριστιανικής πίστης


Απόσπασμα από μια συζήτηση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine, με τον ομότιμο καθηγητή θεολογίας Karl-Heinz Ohlig, του οποίου το βιβλίο «Schlaglichter - Die ersten beiden islamischen Jahrhunderte» (Αντιφεγγιά - Οι δύο πρώτοι αιώνες του ισλαμισμού), Verlag Hans Schiler, 617 σελίδες, 64 €.

Κύριε καθηγητά, είναι πιθανόν να μας ενδιαφέρει η εκκλησιαστική ιστορία της Αρχαιότητας περισσότερο, απ’ όσο αντιλαμβάνονται οι σύγχρονοι άνθρωποι;


Είναι σωστό ήδη εξ αιτίας του γεγονότος ότι τότε ο χριστιανισμός πήρε τη μορφή, με την οποία τον παραλάβαμε εμείς στην Ευρώπη. Μια μορφή, η οποία έχει περιέλθει τώρα σε κρίση.

Ποια από τις πολλές κρίσεις εννοείτε;

Πολλά από το χριστιανισμό που κληρονομήσαμε από την Αρχαιότητα, γίνονται σήμερα αντιληπτά ως μύθοι και όχι πλέον ως περιεχόμενο πίστης. Γι’ αυτό πρέπει να διερευνήσουμε την Αρχαιότητα για να καταλάβουμε, τι ακριβώς ήταν ο χριστιανισμός και τί οφείλεται σε ελληνιστική επένδυση, η οποία δεν μπορεί να αποτελέσει σήμερα αντικείμενο πίστης.

Τι προτείνετε εσείς; Επιστροφή στις ρίζες; Νέα συγκρότηση του εκκλησιαστικού κανόνα;

Ο κανόνας παραμένει η βάση. Πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι η ελληνοποίηση του χριστιανισμού ήταν μία από τις πολλές δυνατότητες. Παράλληλα υπήρχε η συριακή εκκλησία, της οποίας η επιρροή πέρναγε το περσικό κράτος και έφτανε στα όρια της Ινδίας και η οποία απέκτησε μια διαφορετική πολιτισμική πλαισίωση. Το ίδιο περίπου αντιμετωπίζουμε τώρα στην Ασία, στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική, όπου οι νέοι πιστοί σκέπτονται διαφορετικά για τον Ιησού, διαφορετικά για το θεό.

Τι έγινε διαφορετικό στην ανατολική εκκλησία;

Ήταν μια εκκλησία, της οποία η φιλοσοφία συγγένευε με εκείνη των ιουδαϊκού χριστιανισμού. Δεν είχαν, για παράδειγμα, την ελληνική επιθυμία για θεοποίηση, η οποία οδήγησε στην ιδέα ότι ο Ιησούς ήταν μια ενσάρκωση του θεού. Για τη συριακή εκκλησία ήταν η ηθική σημαντική και ο Ιησούς ένας άνθρωπος, τον οποίο έστειλε ο θεός, κάποιος ο οποίος δοκιμάστηκε και τον οποίο εμείς, εφόσον δοκιμαστούμε με επιτυχία, πρέπει να ακολουθήσουμε. Έτσι δεν υπήρχε εκεί η βάση για μια διδασκαλία περί τριαδικού θεού.

Είναι η τριαδική διδασκαλία ειδωλολατρικό φορτίο στο χριστιανισμό;

Μπορεί να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτή η τριαδικότητα δεν θα υπήρχε χωρίς τον εξελληνισμό. Ο θεός του Ιησού, ο θεός των Ιουδαίων Γιαχβέ, ήταν ο μοναδικός θεός. Ήταν ένας Μονοθεϊσμός με μία υπόσταση του θεού, από τον οποίο στην πορεία του χριστιανισμού προέκυψε ο διαδικός θεός και στη συνέχεια ο τριαδικός. Αυτό ήταν τότε απαραίτητο, γιατί στην κατανόηση του Ελληνισμού ο θεός είναι η αρχή του κόσμου, αμετάβλητος, άχρονος.

Στο Νεοπλατωνισμό ήταν ένας και αδιαφοροποίητος θεός, ώστε να μην ξέρει κανείς, αν υπάρχει καν, ένας θεός δυσπραγής. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής χρειάζονταν λοιπόν και μια χαμηλότερη θεότητα, για να αποδεχτούν ότι ο θεός ήταν η αρχή και το τέλος του κόσμου, ότι είναι ο δημιουργός του και ότι παρεμβαίνει στην ιστορία. Αυτή η αντίληψη προκύπτει ιδιαίτερα καθαρά στον πρόλογο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου, όπου «εν αρχή ην ο Λόγος», με τον οποίο και δια του οποίου όλα δημιουργούνται και ο οποίος στη συνέχεια ενσαρκώνεται.

Αντίστροφα διατυπώνεται επίσης προς το χριστιανισμό η κατηγορία ότι έχει ενσωματώσει την ειδωλολατρία, τις γιορτές, τις τελετουργίες…

Ο χριστιανισμός είναι σίγουρα η θρησκεία, η οποία εισπήδησε επιθετικά στους πολιτισμούς. Αρχικά ήταν μια ιουδαϊκή ανανεωτική κίνηση, η οποία σύντομα απευθύνθηκε σε μη Ιουδαίους, στη συγκεκριμένη περίπτωση στην οικουμένη του ρωμαϊκού κράτους. Και εφόσον προσηλυτίζει σ’ αυτό το περιβάλλον, πρέπει να εκφραστεί έτσι, ώστε οι άνθρωποι που έχουν ενστερνιστεί τον ελληνικό τρόπο σκέψης, να αναγνωρίζουν στο χριστιανισμό τη θρησκεία τους. Τέτοιες διεργασίες ενσωμάτωσης σε πολιτισμούς συμβαίνουν και σήμερα στην Ασία και την Αφρική. Πρόκειται για κάτι που δεν κατάφεραν άλλες θρησκείες.

Γιατί εξαφανίστηκε χωρίς υπολείμματα ο παλιός κόσμος των θεών;

Η διάβρωση είχε αρχίσει ήδη, όταν εμφανίστηκε ο χριστιανισμός. Οι μορφωμένοι Ρωμαίοι αντιλαμβάνονταν το θεϊκό πάνθεον σαν φοκλόρ. Οι τελετές συνεχίζονταν, αλλά συσχετίζονταν με τη μοναδική θεότητα. Πολλοί μορφωμένοι έβρισκαν διέξοδο στη φιλοσοφία, άλλοι προσέγγιζαν τις μυστικιστικές τελετές.

Αυτό ακούγεται εντυπωσιακά σύγχρονο. Η δεσμευτικότητα της πίστης έχει σβήσει, καθένας αναζητάει αυτό που χρειάζεται.

Πρόκειται για περισσότερα, για την αναζήτηση ενός νοήματος. Σήμερα έχουμε την εντύπωση ότι οι προσαρμοσμένοι χριστιανισμοί δεν δίνουν μια ικανοποιητική απάντηση. Οι άνθρωποι προσανατολίζονται σε εσωτερισμούς ή αναζητάνε αυτό που τους ταιριάζει…

Αποτελεί και η δημιουργία του Ισλάμ ένα μέρος της αρχαίας εκκλησιαστικής ιστορίας;

Ήδη το έτος 1919 είχε πει ο ερευνητή του Ισλάμ Friedrich Schwally: Οι θεολόγοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι το Ισλάμ είναι ένα τμήμα της δικής μας εκκλησιαστικής ιστορίας. Όσο ακριβέστερα ασχολείται κάποιος με το Κοράνι, τόσο ευκρινέστερα βλέπει ότι στις απαρχές του Ισλάμ βρίσκεται ένα είδος χριστιανισμού. Πιθανόν από το έτος 800 και μετά προέκυψε μια αυτοτελής θρησκεία.

Ποιες αποδείξεις υπάρχουν πάνω σ’ αυτό;

Όπως προείπα, η συριακή χριστιανική εκκλησία έβλεπε τον Ιησού ως προφήτη, ως απεσταλμένο του θεού. Ο Σύριος εκκλησιαστικός πατέρας Αφραάτης (Afrahat, 270-345) ονομάζει τον Ιησού συχνά τον «μεγάλο προφήτη», όχι τον «υιό του θεού» αλλά τον γιο της Μαρίας και ακριβώς σ’ αυτή τη συριακή θεολογία στηρίζεται το Κοράνι.

Οι πρώτοι μουσουλμάνοι δεν ήξεραν λοιπόν ότι είναι μουσουλμάνοι, θεωρούσαν τους εαυτούς τους χριστιανούς;

Ναι, μια ιδιαίτερη μορφή του χριστιανισμού, ο οποίος στηριζόταν στις γραφές και κατηγορούσαν τους τριαδιστές ότι αλλοιώνουν τη γραφή.

Θα μπορούσε να αποτελεί αυτό μια αιτία για την ταχεία διάδοση του Μωαμεθανισμού; Ότι οι άνθρωποι δεν χρειάστηκε να μεταστραφούν και προσηλυτιστούν;

Ναι, το Ισλάμ διαδόθηκε εκεί ακριβώς, όπου η εκκλησιαστική παράδοση αφορούσε μία μοναδική υπόσταση του θεού, όπου ο Ιησούς τιμόταν ως άνθρωπος και απεσταλμένος του θεού και όχι ως θεός.

(Στέλειος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)

Θεωρείται δεδομένο ότι ο χριστιανισμός ξεκίνησε -ως παρακλάδι του Ιουδαϊσμού- μονοθεϊστικός με ένα και μοναδικό θεό, επεκτάθηκε με αύξηση της ελληνιστικής επιρροής σε διπλοθεΐα, πατέρας-υιός, και εξελίχθηκε σε τριαδικό, με προσθήκη του "αγίου πνεύματος" για να αντιμετωπιστεί η αιγυπτιακή τριαδικότητα που ήταν πολύ διαδεδομένη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και διέθετε επίσης πτηνό ως τρίτο μέλος.

Παρ' όλα αυτά, η συγκεκριμένη επιλογή είχε το μειονέκτημα ότι δεν διέθετε θηλυκό μέλος για να αντιμετωπιστούν οι διαδεδομένες θηλυκές θεότητες Κυβέλη, Αστάρτη, Αφροδίτη, Ίσις, Αθηνά κ.ά. Έτσι, από τον 5ο αιώνα περίπου αγιοποιήθηκε και καθιερώθηκε πανηγυρικά η μητέρα του Ιησού, με αποτέλεσμα να επικρατεί σήμερα πάλι ένας τριαδικός θεός με κορυφαίο πρόσωπο την Παναγία και μετά οι άλλοι. Το άγιο πνεύμα αναφέρεται μόνο από τους παπάδες πλέον.

Όλες αυτές οι ακροβασίες, πέρα από τις αρνητικές ιστορικές επιπτώσεις τους, δημιουργούν και αδυναμία συνεννοήσεως με τους μουσουλμάνους. Κάποια εποχή, όσο υποχωρεί ο χριστιανισμός και αναζητάει συνεννοήσεις για να περισώσει ό,τι μπορεί, θα διασκεδάσει τις πολλαπλές υποστάσεις και, στο απώτερο μέλλον, θα οδηγηθεί σε ένα μοναδικό θεό, με προφήτες, αγίους κτλ. - αν υπάρχει ακόμα ως θρησκεία!

Εν ολίγοις, πρόκειται για εγκεφαλικές κατασκευές για μεθοδευμένη παραπλάνηση του όχλου και προσφορά από το ιερατείο συναλληλίας στην κρατική εξουσία, ώστε να κατακτάται ακόπως πλούτος και τμήμα της εξουσίας.