του Δρ. Αντώνη Καμμά
αντιπροέδρου του ΤΕΙ Αθήνας
Πριν από μερικά χρόνια ανάρτησα ένα κείμενο για τις εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ ορθοδόξων χριστιανών του 14ου αιώνα, οι οποίες είχαν θρησκευτικές προμετωπίδες αλλά στην πραγματικότητα έκρυβαν προσωπικά και πολιτικά κίνητρα. Οι «δυνατοί» (=πλούσιοι) του υπολείμματος αυτοκρατορίας είχαν συνεταιριστεί με τους Οθωμανούς και τους Σλάβους υπό τον εξουσιομανή Ιωάννη Καντακουζηνό και συγκρούστηκαν με τους Ζηλωτές Βαρλαμικούς, οι οποίοι στη Θεσ/νίκη δημιούργησαν τότε λαϊκό ανεξάρτητο κράτος.
Να σημειωθεί ότι η παράταξη του Καντακουζηνού είναι αυτή που έφερε στην Ευρώπη τους Τούρκους και έκτοτε βρίσκονται αυτοί εδώ, διώχνοντας το 1922 και το1956 και τους τελευταίους ελληνικούς πληθυσμούς από τη Μικρά Ασία. Είναι εκείνοι οι θρησκόληπτοι και εξουσιομανείς, των οποίων οι πνευματικοί απόγονοι μαγείρεψαν τα γεγονότα στην Κύπρο και επέτρεψαν το 1974 στην Τουρκία να καταλάβει το μισό νησί.
Ο συνάδελφος καθηγητής και φίλος Α.Καμμάς έχει παραχωρήσει κι άλλα κείμενά του για δημοσίευση σ' αυτό το blog και τον ευχαριστώ πολύ.
Ουδείς το αμφισβητεί ότι η Ελλάδα υπήρξε, δια μέσου των αιώνων, γεωπολιτικά το σύνορο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Αυτό όμως που δύσκολα μπορεί κάποιος να εξηγήσει είναι, γιατί ο κοινωνικός μετασχηματισμός που ξεκίνησε στη Δύση την εποχή της ύστερης Αναγέννησης και του Διαφωτισμού συνάντησε, στην τότε ελληνική κοινωνία, μια ισχυρότατη αντίδραση που, επιπόλαια και -ίσως- σκόπιμα ανιστόρητα, αποδίδουμε στη μακρόχρονη οθωμανική επικυριαρχία.
Ιδιαίτερα από τα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο κοινωνικός μετασχηματισμός των Ευρωπαϊκών κρατών, βάσει των αρχών του Διαφωτισμού, άρχισε πλέον να επιβάλλεται και πολιτικά και πολλοί Έλληνες λόγιοι, υπό την επίδραση αυτών των ιδεών, έβλεπαν την απελευθέρωση του γένους σαν το πρώτο στάδιο ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της ελεύθερης Ελλάδας προς αυτή την κατεύθυνση, η αντίδραση σ’ αυτή την πορεία ήταν ιδιαίτερα έντονη.
Αυτή όμως η αντίδραση ούτε προϊόν παρθενογενέσεως ήταν, ούτε δημιούργημα μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου υπήρξε. Ήδη από το 14ο αιώνα η ιστορική διένεξη μεταξύ Βαρλαάμ του Καλαβρού και Γρηγορίου Παλαμά μαρτυρούσε την ύπαρξη δύο, διαμετρικά αντίθετων, απόψεων που, φαινομενικά μεν κινούνταν στο χώρο της θεολογικής ερμηνείας, ουσιαστικά όμως φανέρωναν την ύπαρξη δύο διαμετρικά αντίθετων κοινωνικών προσανατολισμών.
Ο λόγιος μοναχός Βαρλαάμ (1290-1348) από την Καλαβρία, σπούδασε στη Ρώμη και, πολύ ενωρίς, εξελίχθηκε σε ένθερμο υποστηρικτή της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφίας. Η επιστροφή του στα ελληνικά εδάφη συνέπεσε με την περίοδο της «ανακάλυψης» της αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής γραμματείας από τη δυναστεία των Παλαιολόγων, οπότε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ (Παλαιολόγος) τον διόρισε καθηγητή στην Κωνσταντινούπολη και του ανέθεσε θεολογικές αποστολές.
Ο Βαρλαάμ πίστευε ακράδαντα στη χρήση της διαλεκτικής μεθοδολογίας και, μέσω αυτής, στη φιλοσοφική προσέγγιση του Θεού, αντίληψη η οποία τον έφερε σε ευθεία αντίθεση με την κρατούσα τότε ησυχαστική αντίληψη που πρέσβευε ότι η αποκάλυψη του Θεού δεν είναι αντικείμενο της διάνοιας (νου) αλλά της πίστης και επιτυγχάνεται μόνο μέσω της προσοχής, όπως δίδασκε η ησυχαστική ασκητική μέθοδος.
Υπέρμαχος της ησυχαστικής αντίληψης ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς (1296-1359), ο οποίος ήταν μαθητής του Θεόδωρου Μετοχίτη και, αργότερα, μοναχός, αρχικά μεν στο Παπίκιο όρος της Θράκης, τελικά δε στην Αθωνική Πολιτεία.
Η προσωποποιημένη διένεξη μεταξύ Βαρλαάμ και Παλαμά ξεκίνησε, φαινομενικά, από παιδαριώδεις θεολογικές διαφωνίες σχετικά με το «κτιστόν» ή «άκτιστον» θείο φως που περιέβαλε τους «ησυχαστές» μοναχούς την ώρα της «νοεράς προσευχής», εξελίχθηκε όμως σε κοινωνική αντιπαράθεση μεταξύ Παλαμά και Ησυχαστών αφενός και Βαρλαάμ και Ζηλωτών αφετέρου, η οποία προσέλαβε την μορφή κοινωνικής επανάστασης στη Θεσσαλονίκη, όταν ο εξουσιομανής μέγας Δομέστιχος, Ιωάννης Κατακουζηνός επιχείρησε, με τη βοήθεια Σλάβων και Τούρκων, να καταλάβει την πόλη.
Και όταν ο τελευταίος πέτυχε, μετά από επτά χρόνια το στόχο του, η ανάδειξη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Θεσσαλονίκης του Γρηγορίου Παλαμά επιβεβαίωσε ιστορικά τη συμπόρευση της πολιτικοστρατιωτικής με την εκκλησιαστική εξουσία, όπως συνέβαινε πάντοτε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Όπως ήταν φυσικό, η διαμάχη Παλαμά-Βαρλαάμ κατέληξε οριστικά υπέρ του πρώτου ο οποίος, το 1368, δηλαδή εννέα χρόνια μετά το θάνατό του, αγιοποιήθηκε από την ορθόδοξη εκκλησία, με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η μεταθανάτια αυτή επικράτηση των θεολογικών απόψεων του, αγίου πλέον, Γρηγορίου Παλαμά συνιστά και στην πράξη την οριστική άρνηση της Ορθοδοξίας σε οιαδήποτε διαλεκτική προσέγγιση της έννοιας του Θεού και την οριστική αποβολή της «έξωθεν» σοφίας από κάθε απόπειρα Θεογνωσίας.
Οι απόψεις και τα κείμενα του Γρηγορίου Παλαμά εντάσσονται σε μία μακρά σειρά αντίστοιχων, που χρονολογούνται από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, και συνιστούν την ουσία της Νηπτικής Θεολογίας, δηλαδή της τάσης της Ορθόδοξης Θεολογίας που πρεσβεύει την κοινωνία με τον Θεό μέσα από τη συνεχή προσευχή, την ειλικρινή μετάνοια και τη νήψη (νηφαλιότητα), σε συνθήκες διαρκούς ασκητικής ζωής.
Η κοινωνική αδρανοποίηση την οποία, νομοτελειακά, συνεπαγόταν η επικράτηση της νηπτικής αντίληψης κάθε άλλο παρά ενόχλησε τους Οθωμανικούς κατακτητές, αν δεν συνετέλεσε σε κάποιο βαθμό και στην έλευση και επικυριαρχία των. Οι παραινέσεις εξάλλου για υποτέλεια στους Οθωμανούς είχαν ξεκινήσει πολύ πριν την άλωση της Πόλης, όχι μόνο από ευγενείς της Βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά -και κυρίως- από σημαίνοντες προκαθήμενους του Ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου (π.χ. Μάρκος Ευγενικός, 1392-1444) αλλά και την Αθωνική Κοινότητα.
Οι Αγιορείτες μοναχοί μάλιστα, διαβλέποντες τη ραγδαία επέλαση των Οθωμανών, φρόντισαν να κατοχυρώσουν με σουλτανικά φιρμάνια την ιδιοκτησία των εδαφών που, κατά καιρούς, τους είχαν παραχωρήσει διάφοροι Βυζαντινοί αυτοκράτορες.
Με την έωλη «επιχειρηματολογία» της επίσημης εκκλησίας και των Αγιορειτών ότι «πρώτο μέλημα είναι η διατήρηση της ορθής πίστης και όχι η απόκρουση των Οθωμανών», οι απολογητές του δωσιλογισμού και της εθνοπροδοσίας συνέβαλαν ουσιαστικά στην υλοποίηση του διπλωματικού δόγματος των σουλτάνων «Χαλίφης αυτοκράτορας - Ρωμιός πατριάρχης» που αποτελούσε και το στόχο των Οθωμανών, αφού έτσι απομακρυνόταν αμετάκλητα κάθε πιθανότητα σύμπραξης με τον Πάπα, άρα και συγκρότησης ενιαίου μετώπου Ορθόδοξων και Δύσης, κατά των αλλόθρησκων κατακτητών.
Ο ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στους ηγέτες της Ορθοδοξίας και τους επικυρίαρχους Οθωμανούς σηματοδότησε με αρνητικά και μοιρολατρικά μηνύματα την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα αφού εμφάνισε την οθωμανική κατοχή σαν πραγμάτωση της Θεϊκής Βούλησης. Εφόσον, επομένως, ήταν «θέλημα Θεού η Πόλη να Τουρκέψει» κάθε αντίσταση στον κατακτητή ήταν, ταυτόχρονα, και παραβίαση της εντολής του Θεού.
Αν λοιπόν υπήρξε -και πράγματι υπήρξε και υπάρχει- «βαβυλώνια αιχμαλωσία» της Ορθοδοξίας και -μέσω αυτής- και ολόκληρου του ελληνικού έθνους, αυτή θα πρέπει να αποδοθεί, όπως τονίζει στην εισαγωγή του έργου του «Το αδιανόητο τίποτα» ο Στέλιος Ράμφος: «στο κύρος αιώνιας αλήθειας που εμείς αποδίδουμε στη βυζαντινή θεολογική σκέψη, η οποία προφανώς δεν επαρκεί πια και στην οποία, μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 787, υποτάσσουμε το εκάστοτε ιστορικό παρόν μας.»
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτή η θεολογική σκέψη, κατάλληλα ερμη- ή παρερμηνευόμενη από τις κεφαλές της Ορθόδοξης εκκλησίας, εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνον την κοσμική ισχυροποίηση και την Οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας, ανεξάρτητα οποιουδήποτε Εθνικού ή Κοινωνικού τιμήματος.
Στα μέσα του 18ου αιώνα (1754), οι Αθωνίτες μοναχοί της Σκήτης της Αγίας Άννας αποφάσισαν να τελούν τα μνημόσυνα για τους νεκρούς των δωρητών της μονής τις Κυριακές, αντί των -μέχρι τότε- καθιερωμένων Σαββάτων. Ο μεγάλος αυτός, για τα δεδομένα της εποχής, νεωτερισμός συνάντησε σφοδρή αντίδραση από σημαντική μερίδα μοναχών οι οποίοι αρνούνταν να μοιράσουν κόλλυβα την αναστάσιμη ημέρα της Κυριακής (γι’ αυτό και αποκλήθηκαν «Κολλυβάδες»).
Ξέσπασε τότε, και για πολλές δεκαετίες, άγριος «εμφύλιος» πόλεμος μεταξύ Νεωτεριστών (μοίραζαν κόλλυβα και την Κυριακή!) και Κολλυβάδων (μοίραζαν κόλλυβα μόνο το Σάββατο!), ο οποίος, σε ακραίες φάσεις του, έφθασε μέχρι τη σύναψη συμβολαίων θανάτου με επώνυμους λήσταρχους-εγκληματίες εκείνης της εποχής.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, σαν πνευματική αρχή της Αθωνικής κοινότητας, στις πολλαπλές αναφορές των Κολλυβάδων προς αυτό, απάντησε με την κλασσική φαναριώτικη «ενδιάμεση» τακτική του, ότι: «Οι μεν γαρ εν Σάββασι τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων καλώς ποιούσι, οι δε δ’ αν εν Κυριακή ουκ υπόκεινται κρίματι.»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διανομή κολλύβων την Κυριακή δεν ήταν παρά η αφορμή για να εκδηλωθεί ανοικτά η διαμάχη μεταξύ νεωτεριστών και παραδοσιακών σε μια εποχή που η Ευρωπαϊκή ανθρωποκεντρική αντίληψη των Διαφωτιστών άρχισε να παίρνει σημαντική κοινωνική διάσταση και να επηρεάζει, αργά αλλά σταθερά, όλο και περισσότερους λόγιους - πνευματικούς Έλληνες που ερχόντουσαν σε επαφή με αυτήν.
Το 1782 τυπώθηκε στη Βενετία, με άδεια των λογοκριτών του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, η «Φιλοκαλία», μία συλλογή ασκητικών κειμένων δώδεκα αιώνων (4ος-15ος) τα οποία είχαν συλλέξει και επεξεργασθεί δύο από τους κορυφαίους πρεσβευτές της Ορθόδοξης παράδοσης, ο επίσκοπος Κορίνθου, Μακάριος Νοταράς και ο Αγιορείτης μοναχός Νικόδημος.
Κοινό σημείο των εξήντα επτά κειμένων του βιβλίου αυτού (αλλά και στόχος των επιμεληθέντων την έκδοσή του) ήταν η επιστροφή της Ορθοδοξίας στη νηπτική παράδοση των Πατέρων της Ανατολικής Εκκλησίας και, ιδιαίτερα στις αρχές και τις εκδοχές του Γρηγορίου Παλαμά.
Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου «Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών· συνερανισθείσα παρά των αγίων και θεοφόρων πατέρων ημών, εν η δια της κατά πράξιν και θεωρίαν ηθικής φιλοσοφίας ο νους καθαίρεται, φωτίζεται και τελειούται» αλλά και το ταυτοχρόνως κυκλοφορήσαν από τον Αγιορείτη Νικόδημο «Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον», που φιλοδοξούσε να αποτελέσει την αυθεντική ερμηνεία της «Φιλοκαλίας», δεν αφήνουν αμφιβολίες για την πραγματική πρόθεση των δύο αυτών Πατέρων της Ορθοδοξίας.
Η «Φιλοκαλία», ουσιαστικά, ήταν η απάντηση της Ορθοδοξίας στις ιδέες και τα μηνύματα του ανθρωποκεντρικού Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και του επιστημονικού ορθολογισμού που δυναμικά προήλαυναν στην Ευρωπαϊκή Δύση και επηρέαζαν σημαντικά τους μορφωμένους Έλληνες.
Απέναντι σ’ αυτή την πορεία της Δύσης που έβαζε τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας ο Μακάριος και ο Νικόδημος, μέσα από τα κείμενα των πατέρων της Ορθοδοξίας, διακήρυτταν, σαν γνήσιοι Κολλυβάδες, ότι η σωτηρία του ανθρώπου πραγματοποιείτο μέσα από την ένωσή του με το Θεό και αυτή η ένωση επιτυγχάνετο μόνο με τη «φυλακή του νου» (νήψις), την «απόθεση των σκέψεων» (ησυχία) και τη «διαρκή, νοερή προσευχή».
Η «Φιλοκαλία» μεταφράσθηκε, κατά καιρούς, στις περισσότερες γνωστές γλώσσες της εποχής και αποτέλεσε, έκτοτε, μαζί με το Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο του Νικόδημου, έναν -ουσιαστικά- καταστατικό χάρτη της Ορθοδοξίας που όριζε τον τρόπο σκέψης και ζωής όσων επεδίωκαν την Θεία Χάρη και τη μεταθανάτια ταύτισή των με το μοναδικό Υπαρκτό Θεό.
Αν και στην Ελλάδα χρειάσθηκαν δύο περίπου αιώνες για να ξεκινήσει ουσιαστικά η διάδοση των αρχών της «Φιλοκαλίας», στην ορθόδοξη Ρωσία και στις σλαβόφωνες περιοχές των Βαλκανίων, η επιρροή της ήταν, εξαρχής, σημαντική.
Το ρεύμα όμως του εκσυγχρονισμού της Ελληνικής κοινωνίας, μετά την ίδρυση του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, καθυστέρησε απελπιστικά και, για ενάμιση περίπου αιώνα, η κοινωνία αυτή παρέπαιε μεταξύ αισθήματος και λογικής, μέσα σε μία διαρκή σύγκρουση ανατολικής παράδοσης και δυτικού ορθολογισμού, χωρίς τη δυνατότητα δημιουργικής πρόσληψης και αφομοίωσης της παράδοσης που έμεινε, και παραμένει πάντα, μια ασύνδετη με το παρόν ενότητα, ανίκανη να προσφέρει ουσιώδεις λύσεις σε σύγχρονους προβληματισμούς αλλά, απλά, αναμηρυκάζει το παρελθόν, χωρίς όμως να το αναλύει και να το εννοεί.
Αν τα κείμενα της «Φιλοκαλίας» παρέμειναν στο επίπεδο της Θεολογικής ερμηνείας της Χριστιανικής Ορθοδοξίας θα αποτελούσαν έναν ανεκτίμητο θησαυρό, σημείο αναφοράς των μελετητών της ανά τους αιώνες. Δεν πρόκειται όμως γι’ αυτό!
Η απουσία ουσιαστικής ερμηνευτικής προσέγγισής της, η δογματική μεταφορά της σε επίπεδο ιερωμένων και λαϊκών και η τυπολατρία της, διαμόρφωσαν έναν περιβάλλον συνεχιζόμενης σύγκρουσης αισθήματος και λογικής που δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από το να δημιουργεί ένα συνεχές κενό στη νεοελληνική ιστορική πορεία η οποία παραπαίει μεταξύ νοσταλγίας και μίμησης, χωρίς συνειδητοποίηση των ραγδαίων μεταβολών που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο.
Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίοι οι άπειροι, από άμβωνος, πύρινοι λόγοι των ορθόδοξων ιερωμένων κατά της «κατάρας» της παγκοσμιοποίησης, χωρίς καν να επιδιώκουν μία ερμηνευτική προσέγγιση ενός όρου που μόνο σαν σύμβολο διολίσθησης προς τον αφανισμό του γένους, αξιοποιείται.
Αιώνες ολόκληρους η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συνεχούς σύγκρουσης διαφόρων συστημάτων εξουσίας που αγωνίζονται να παραχαράξουν την ιστορία, να καπηλευθούν και να οικειοποιηθούν το μοναδικό για την ανθρωπότητα συνολικό επίτευγμα της κλασσικής Αρχαιότητας και να μετατρέψουν ένα λαό σε ιδεολογικό ή θρησκευτικό ομφαλοσκόπο, μέχρι τον οριστικό αφανισμό του.
Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ανά τους αιώνες, όλοι αυτοί οι παραχαράκτες της ιστορίας εύρισκαν (και πάντα θα βρίσκουν) συμμάχους - γενίτσαρους και εφιάλτες μέσα από τα σπλάγχνα ενός τόπου που γέννησε ό,τι λαμπρότερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα από την εποχή που συγκροτήθηκε αυτή σε κοινωνία.