Η απόδοση του χαρακτηρισμού «υιός θεού» σε μεμονωμένους ανθρώπους ή σε ομάδες ανθρώπων χάνεται στα βάθη των αιώνων. Στο πλαίσιο της αντιστοίχησης θεός-βασιλιάς των μεσοποτάμιων πολιτισμών παρουσιάζεται ο χαρακτηρισμός «υιός θεού» ήδη 2.000 χρόνια π.Χ.
Στην Αίγυπτο χαρακτηρίζονται οι Φαραώ ως «υιοί θεού» και συγκεκριμένα του θεού Άμμωνα. Στην ελληνική μυθολογία υιοί ή θυγατέρες θεού είναι οι απόγονοι κάποιου θεού με μια θνητή, δηλαδή οι ημίθεοι, π.χ. ο Ηρακλής. Είναι προφανής ο λόγος που κάποιοι σημαντικοί άνθρωποι (υπαρκτοί ή μυθολογικοί) "απέκτησαν" θεϊκή καταγωγή, ώστε να θεωρηθεί και το έργο τους θεϊκής έμπνευσης.
Στην ελληνιστική εποχή υιός θεού είναι ο Αλέξανδρος, ειδικότερα υιός του Δία. Αυτό τον τίτλο υιοθέτησαν στη συνέχεια και όλοι οι Σελευκίδες βασιλιάδες. Στο ρωμαϊκό κράτος θεοποιήθηκε ο δολοφονημένος Ιούλιος Καίσαρ, οπότε ο διάδοχός του Οκταβιανός, μετέπειτα Οκτάβιος Αύγουστος Καίσαρ χαρακτηρίστηκε από το έτος 27 π.Χ. «θεού υιός» ή «θεός εκ θεού». Αυτή τη λατρεία αυτοκρατόρων συνέχισαν και οι επόμενοι αυτοκράτορες, μέχρι που κάθε στρατιωτικός μισθοφόρος που ανέβαινε στο θρόνο ανακηρυσσόταν και θεός ή υιός θεού, ανάλογα με την εκάστοτε επικρατούσα ιδεοληψία.
Στην ιουδαϊκή θρησκεία δεν θεοποιούνταν συγκεκριμένα άτομα, αναφέρονται όμως ως υιοί θεού οι απόγονοι του Αδάμ, δηλαδή οι Ιουδαίοι. Ενδιαφέρον είναι, βέβαια, ότι ο ένας γιος του Αδάμ σκότωσε τον άλλον και απόγονοι μπορεί να προέκυψαν μόνο από οικογενειακή ενδογαμία - αλλά αυτά είναι οι συνήθεις αντιφάσεις των ανατολίτικων μυθοπλασιών. Ειδικότερα ως προς το χαρακτηρισμό «υιός θεού», σε διάφορα σημεία της Π.Δ. γίνεται αναφορά σε σχέση πατρός (θεού) και υιού (λαός Ισραήλ), π.χ. στους Ψαλμούς 2,7 «υιός μου ει σύ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Στο βιβλίο Ωσηέ αναφέρεται το Ισραήλ ως υιός θεού κατά τα μεσοποταμικά πρότυπα. Στο βιβλίο 2 Σαμουήλ 7,14 αναφέρεται ο Δαυίδ με μια σχέση πατέρα-υιού. Επίσης στους παπύρους της Νεκράς Θάλασσας (4Q 246) συσχετίζεται ο αναμενόμενος Μεσσίας με τον «υιό του θεού».
Εξ αυτού υιοθέτησαν οι χριστιανοί τη σχέση αυτή, δεδομένου ότι και ο αιγυπτιακός Ώρος, από τον οποίο έχει αντιγραφεί το βιογραφικό του Ιησού, ήταν «υιός θεού». Έτσι προέκυψε το εφεύρημα της σχέσης πατρός-υιού και οι συνεπαγόμενες μυθοπλασίες, με την παρθένο, τον κρίνο και όλα τα συναφή, τα οποία δημιουργούν στο συσχετισμό μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που επρόκειτο να διευκρινίσουν.
Στη συνέχεια, αντιστάσεως μη ούσης, κατασκευάστηκαν μυστικιστικοί συσχετισμοί μεταξύ της ιδιότητας του υιού και της αυτογνωσίας του ανθρώπου, τις οποίες "κατανοεί" μόνο κάποιος που αγνοεί την πραγματική σημασία των λέξεων.