(της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ, Ελευθεροτυπία, 4/10/2009)
Είσαι «βαμμένος» Ελληνας, πανηγυρίζεις για την επικράτησή σου στον αγώνα Ελλάδας-Αλβανίας, τραγουδάς «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανεεέ», και σ' αρέσει να προσβάλλεις τους ξένους της γειτονιάς σου και να μποϊκοτάρεις την ανέγερση μνημείου υπέρ της διαπολιτισμικής αλληλεγγύης που στήνεται στην πλατεία σου: «Ποιος ψηφίζει εδώ ρε;»
Ποιος είναι ο χειρότερος εφιάλτης σου; Να διαπιστώσεις πως, ύστερα από εγκεφαλικό, η μητέρα σου αρχίζει να μιλάει άπταιστα την... αλβανική. Και πως έχεις έναν χαμένο αλβανό αδερφό -τον μπογιατζή της γειτονιάς. Κοινώς, πως είσαι Αλβανός!
Η υπόθεση, γιατί περί ταινίας πρόκειται, που διαδραματίζεται στην Ακαδημία Πλάτωνος, στον Κολωνό, δημιουργεί ένα αυθόρμητο χαμόγελο στα χείλη των περισσοτέρων. Κι όμως, η βραβευμένη στο Λοκάρνο «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου (στις αίθουσες στις 15/10) δεν είναι αμιγής κωμωδία. Σου δημιουργεί και μια μελαγχολία. Ισως γιατί ο ήρωας, που τόσο πετυχημένα ερμηνεύει ο Αντώνης Καφετζόπουλος, στην πραγματικότητα δεν είναι διόλου αντιπαθής. Και βιώνει ένα πραγματικό δράμα: σοκ, οργή, άρνηση, κατάθλιψη, ακόμα και ταπείνωση μέχρι τελικά να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα.
«Δεν είναι ρεπορτάζ»
Γερμανοτραφείς, ο Φίλιππος Τσίτος, μας είχε προϊδεάσει για το ταλέντο και την εύστοχη ματιά του ήδη από το 2001, όταν η πρώτη ταινία του, το «Sweet home», εκπροσώπησε τη Γερμανία ανοίγοντας το τότε Φεστιβάλ του Βερολίνου. Η «Ακαδημία Πλάτωνος» είναι η πρώτη ελληνική του δουλειά.
- Πώς προέκυψε η ιδέα;
«Η ιδέα ήταν του Νίκου Κυπουργού, για έναν Ελληνα που μαθαίνει ότι είναι Τούρκος. Αλλά εν τω μεταξύ με τους Τούρκους έχουμε έρθει πολύ κοντά και δεν μου φάνηκε τόσο τραγικό. Αντίθετα το να μάθει ένας Ελληνας-ελληνάρας ότι είναι Αλβανός είναι μάλλον το χειρότερο που μπορεί να του συμβεί».
- Αρχικά η ταινία είχε τίτλο «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ». Γιατί το αλλάξατε; Θεωρήσατε πως το «Ακαδημία Πλάτωνος» δημιουργεί μια ειρωνική αντίστιξη σε σχέση με το αρχαιοελληνικό μας παρελθόν;
«Ακριβώς. Το "Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ" θα ήταν ίσως καλός τίτλος, αλλά μόνον αφού έχεις δει την ταινία και καταλάβεις την ειρωνεία του. Αν δεν έχεις δει την ταινία, σου δημιουργεί συγκεκριμένους συνειρμούς (γήπεδο, βία, μαχαιρώματα κ.λπ.) στοιχεία τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την υπαρξιακή δραματική κωμωδία που φτιάξαμε».
- Η ταινία σας βραβεύτηκε στο Λοκάρνο, αλλά ποια αίσθηση πιστεύετε ότι έδωσε για τη χώρα μας;
«Το κοινό του Λοκάρνο είδε μια ταινία με χαρακτήρες και πλοκή. Δεν είδε ένα ρεπορτάζ για την Ελλάδα. Ως εκ τούτου η αίσθηση που τους δημιουργήθηκε είχε να κάνει με την ιστορία την ίδια. Πέραν του ότι δεν γνώριζαν κάποια στατιστικά στοιχεία (π.χ. ότι στην Ελλάδα ζουν τόσοι πολλοί Αλβανοί), δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη χώρα μας. Τα θέματα αυτά τα γνωρίζουν και οι ίδιοι και σε μεγαλύτερο βαθμό από εμάς. Παντού συναντάς ρεμπεσκέδες σαν κι αυτούς της ταινίας. Αυτό που άρεσε στους θεατές εκεί, ήταν ότι η ταινία μιλάει για σοβαρά θέματα (ρατσισμός, κρίση ταυτότητας) με κωμικό τρόπο».
Ο Μαρενγκλέν
- Πού ανακαλύψατε τον αλβανό πρωταγωνιστή σας;
«Ο καλός Αναστάζ Κόζντινε ήταν ένας από τους (λίγους είναι η αλήθεια) Αλβανούς, ηθοποιούς και μη, που προσκαλέσαμε στο κάστινγκ. Ο Τάσος μάς κέρδισε αμέσως με την απλότητα, την ειλικρίνεια και το ήθος του. Είναι ηθοποιός, παίζει και σε μια θεατρική ομάδα στη Ραφήνα. Εργάζεται όμως στην οικοδομή».
- Το κινηματογραφικό του όνομα, το «Μαρενγκλέν», από τους Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν, είναι υπαρκτό όνομα;
«Ναι, το έδιναν επί κομμουνισμού. Μάλιστα ένας τύπος στη γειτονιά που γυρίζαμε την ταινία λεγόταν έτσι».
- Ο αλβανός «αδελφός» παρουσιάζεται σοβαρός, μετρημένος, αξιοπρεπής, ευγενής, διακριτικός. Υπεράνω. Κι όμως θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας αντιπαθής τύπος... Δεν σκεφτήκατε να τον υπονομεύσετε έστω και λιγάκι;
«Αξιοπρεπής και ευγενής είναι. Διακριτικός και υπεράνω όχι. Αν ήταν διακριτικός θα είχε φύγει με τη μία, μετά τη υποδοχή που του επεφύλαξε ο ήρωας. Και αν ήταν υπεράνω θα εξέφραζε εξ αρχής κάποιες αμφιβολίες για τη συγγένειά τους. Δεν είναι άγιος. Εχει τα καλά του και τα κακά του, όπως και ο Σταύρος».
- Το νυχτερινό κέντρο διασκέδασης των Αλβανών που δείχνετε είναι υπαρκτό;
«Οχι. Εμείς το φανταστήκαμε έτσι. Υπάρχουν τέτοια στην Αθήνα, αλλά όχι τόσο μεγάλα. Ξέρω σίγουρα πως νοικιάζουν μεγάλα κέντρα και κάνουν βραδιές, φέρνοντας αλβανικά συγκροτήματα και αλβανούς κονφερασιέ».
- Οι έλληνες ήρωες της ταινίας αντιμετωπίζουν με διαφορετικό τρόπο τους Κινέζους από τους Αλβανούς -αν και πρόκειται για αλλοδαπούς της διπλανής πόρτας και στις δύο περιπτώσεις. Πώς το εξηγείτε αυτό; Είναι κάτι που τονίζεται στην ταινία.
«Οι Κινέζοι έρχονται στη χώρα μας και κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να επιδιώκουν ιδιαίτερα να ανακατευτούν στη ζωή μας. Είναι ακόμα μακριά μας. Δεν τους ξέρουμε. Οι Αλβανοί νιώθουν πιο κοντά μας, είναι πιο κοντά μας, μοιάζουμε, έχουν γίνει μέρος της κοινωνίας μας, είτε το θέλουμε είτε όχι».
- Ο σκύλος, που υποτίθεται πως γαβγίζει μόνο Αλβανούς, έχει καθοριστικό ρόλο στην ταινία. Γιατί;
«Κάποιοι τύποι εμπιστεύονται έναν σκύλο για να κρίνουν αν κάποιος περαστικός είναι Αλβανός ή όχι. Αυτό λέει η ιστορία κι ο καθένας ας καταλάβει ό,τι θέλει».
- Μπορείτε να μου διηγηθείτε κάποιο απρόοπτο που δημιουργήθηκε στα γυρίσματα;
«Το Ντάτσουν του τσιγγάνου που πουλάει τις ελληνικές σημαίες πέρασε πραγματικά από τη γειτονιά μια μέρα που δουλεύαμε. Ο Σπύρος Λάσκαρης, ο σκηνογράφος μας, το είδε και ενθουσιάστηκε. Ετσι το αναδημιουργήσαμε για την ταινία. Πάντως όσοι ξένοι βλέπουν την ταινία είναι πεπεισμένοι ότι το ντάτσουν το οδηγεί Κινέζος. Δεν ξέρουν πως οι Κινέζοι στην Ελλάδα δεν οδηγούν ντάτσουν».
- Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα έχουν γίνει διάφορες ταινίες γύρω από την ξενοφοβία, τη λαθρομετανάστευση κ.λπ. Ομως το θέμα μοιάζει να απωθεί τον έλληνα θεατή, όπως έδειξαν τα εισιτήρια. Πώς το εξηγείτε;
«Η "Ακαδημία Πλάτωνος" έχει θέμα τους Ελληνες. Ο λόγος που μας κάνει να αισιοδοξούμε ότι θα πάει καλά στις αίθουσες είναι ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ένας Ελληνας.Οι ταινίες που δεν πήγαν καλά ήταν ταινίες με πρωταγωνιστές μετανάστες. Το ελληνικό κοινό δεν μπορεί ακόμα να ταυτιστεί με έναν μετανάστη πρωταγωνιστή. Πράγμα μάλλον λογικό, αφού δεν έχουμε ακόμα αποδεχτεί τους μετανάστες σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας μας».
- Εσείς πώς θα νιώθατε αν σας συνέβαινε αυτό που συμβαίνει στον ήρωα;
«Δεν ξέρω. Θα... ρωτήσω την αλβανίδα αδελφή μου».