(ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, ΒΗΜΑ, 28/8/2009)
Προκλητικές ενέργειες των Ιταλών εναντίον της Ελλάδας υπήρξαν πάμπολλες πριν από την επίδοση του τελεσιγράφου, όπως παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και επιθέσεις ιταλικών αεροπλάνων εναντίον ελληνικών πλοίων. Αποκορύφωμα, ο τορπιλισμός του καταδρομικού «Ελλη», στις 15 Αυγούστου του 1940, στο λιμάνι της Τήνου. Μολονότι η ελληνική κυβέρνηση γνώριζε ότι το πλοίο τορπιλίστηκε από ιταλικό υποβρύχιο, ανακοίνωσε ότι η «Ελλη» βυθίστηκε από πλοίο «αγνώστου εθνικότητος». Ο Μεταξάς δεν ήθελε τον πόλεμο· αλλά είχε φροντίσει να προετοιμάσει τη χώρα αν αναγκαζόταν να τον υποστεί.
Μare nostrum
Το καισαρικού τύπου καθεστώς του Μουσολίνι φιλοδοξούσε να καταστήσει εκ νέου την Ιταλία μεγάλη δύναμη, να δημιουργήσει μια νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτό εξέφραζε το δόγμα «mare nostrum», στο οποίο ο ιταλός δικτάτορας περιλάμβανε και τη χώρα μας. «Μare nostrum» οι Ρωμαίοι ονόμαζαν τη Μεσόγειο θάλασσα. Αλλά ως όρος χρησιμοποιήθηκε από τους ιταλούς εθνικιστές, μετά τη δημιουργία του νεότερου ιταλικού κράτους, το 1861, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι η Ιταλία ήταν η διάδοχος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μουσολίνι τον επανέφερε, ισχυριζόμενος ότι η Ιταλία θα είναι η μεγαλύτερη δύναμη στη Μεσόγειο και μετά τη «νίκη» του Αξονα θα προεκτεινόταν ως την Αίγυπτο και ως τις ακτές της Σομαλίας στον Ινδικό Ωκεανό. Για αυτό, όσες φορές αναφερόταν στη Μεσόγειο, ο ιταλός δικτάτορας την αποκαλούσε «ιταλική λίμνη».
Δεν είναι τυχαίο που μετά τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, τον Απρίλιο του 1941, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας δόθηκε στους Ιταλούς. Π ριν απ΄ όλα τα νησιά του Ιονίου βέβαια, που ως το 1797 υπήρξαν ενετική κτήση. Μαζί με τα Δωδεκάνησα, τα οποία ήδη κατείχε η Ιταλία, θα αποτελούσαν τα στολίδια της «ιταλικής λίμνης»...
Στη διάρκεια της Κατοχής, η Ελλάδα είχε χωριστεί σε τρεις ζώνες: οι Γερμανοί είχαν κρατήσει την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και μερικά νησιά του Αιγαίου, οι Βούλγαροι τη Δυτική Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ την υπόλοιπη Ελλάδα οι Ιταλοί. Η ιταλική κατοχή, στα Επτάνησα ιδίως, ήταν εξαιρετικά σκληρή. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι είχαν μια ευκαιρία να τα ενσωματώσουν στην Ιταλία· θεωρώντας τους εαυτούς τους συνέχεια των Ενετών. Στόχος τους ήταν η αποκοπή των τοπικών πληθυσμών από την υπόλοιπη Ελλάδα, γι΄ αυτό και τα κυριότερα μέτρα που έλαβαν αφορούσαν την εκπαίδευση και την οικονομία. Υποχρέωσαν τους κατοίκους να μάθουν ιταλικά και στις συναλλαγές εισήγαγαν ειδικό νόμισμα. Τον Νοέμβριο του 1941, επεβλήθη η κυκλοφορία των «μεσογειακών νομισμάτων».
Στις 22 Φεβρουαρίου της επόμενης χρονιάς, τα «μεσογειακά νομίσματα» αντικαταστάθηκαν από τα «ιόνια χαρτονομίσματα» ή από τη λεγόμενη «ιονική δραχμή» και ταυτοχρόνως απαγορεύτηκε η χρήση κάθε άλλου νομίσματος στις συναλλαγές, επί ποινή υψηλού χρηματικού προστίμου ή ακόμη και φυλακίσεως. Ετσι, καταληστεύτηκε ο πλούτος των νησιών του Ιονίου από τις δυνάμεις Κατοχής, οι ελληνικές τράπεζες στα Επτάνησα σχεδόν έπαψαν να υπάρχουν και η εξάρτηση των Επτανήσων από τη Ρώμη ήταν απόλυτη. Ταυτοχρόνως, οι Ιταλοί επιδόθηκαν συστηματικά στην προσπάθεια να εξαγοράσουν συνειδήσεις, ενώ συγχρόνως προέβαιναν σε κατασχέσεις περιουσιών.
Αν αναλογιστεί κάποιος ότι κάθε επικοινωνία με την κυβέρνηση και τις Αρχές στην Αθήνα ή την υπόλοιπη Ελλάδα ήταν απαγορευμένη, αντιλαμβάνεται την ουσία του εγχειρήματος να καταστούν τα Επτάνησα το συντομότερο δυνατόν οργανικό τμήμα της μουσολινικής «αυτοκρατορίας».
Πριγκιπάτο της Πίνδου και Ρωμαϊκή Λεγεώνα
Από τις δυνάμεις Κατοχής, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι ήταν εκείνοι οι οποίοι έπαιξαν το χαρτί των μειονοτήτων, για λόγους οι οποίοι ανάγονται σε διεκδικήσεις τμημάτων του ελλαδικού χώρου πολύ πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Χαρακτηριστικότερο επί του προκειμένου είναι το παράδειγμα των αλβανών Τσάμηδων, στη Θεσπρωτία, οι οποίοι προέβησαν σε πρωτοφανείς αγριότητες εναντίον του ελληνικού πληθυσμού. Ομως ένα άλλο εγχείρημα, που αφορά τους Βλάχους, φαντάζει σήμερα υπερρεαλιστικό. Βούλγαροι και Ιταλοί, λοιπόν, από κοινού, ίδρυσαν ένα κράτος-«μαριονέτα» που το αποκάλεσαν Πριγκιπάτο της Πίνδου.
Κινητήριος «μοχλός» στην προσπάθεια υπήρξε ο Βλάχος Αλκιβιάδης Διαμαντής, ο οποίος ζούσε στη Ρουμανία, αλλά καταγόταν από τη Σαμαρίνα. Οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι τον διόρισαν αρχηγό αυτού του ανύπαρκτου κράτους και τον ονόμασαν Πρίγκιπα Αλκιβιάδη Α ΄ και Δούκα της Μακεδονίας. Ο Διαμαντής περιφερόταν στις περιοχές των Βλάχων προσπαθώντας να τους προσεταιριστεί. Τον συνόδευαν πάντοτε ιταλοί στρατιώτες, γιατί οι Βλάχοι τηρούσαν εχθρική στάση παρά τις υποσχέσεις του ότι οι σιτοβολώνες της Ρουμανίας επρόκειτο να προμηθεύσουν με σιτάρι «μόνο» τους Βλάχους - και μάλιστα σε περίοδο πείνας.
Η δράση του Διαμαντή έφτασε ως τη Λάρισα, όπου το 1942 ίδρυσε μια οργάνωση που έφερε τον μεγαλοπρεπέστατο τίτλο Ρωμαϊκή Λεγεώνα, στόχος της οποίας ήταν να εντάξει στις τάξεις της τους Βλάχους της Θεσσαλίας και να συντρίψει το κίνημα της αντίστασης στην περιοχή. Η βασιλεία του έληξε άδοξα. Ο «πρίγκιψ» Αλκιβιάδης Διαμαντής εκθρονίστηκε από τους Ιταλούς το 1943 και επέστρεψε στη Ρουμανία.
Το πριγκιπάτο οι κατακτητές το χάρισαν στην ουγγρική οικογένεια Μιλβάνα Τζεσνέγι, ως ανταμοιβή της βοήθειας σε τρόφιμα που η οικογένεια αυτή είχε δώσει στον ιταλικό στρατό. Παρά ταύτα, οι διάδοχοί της δεν νοιάστηκαν ποτέ για το πριγκιπάτο και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήξεραν καν κατά πού έπεφτε. Ο θρόνος έμεινε ακέφαλος ως το τέλος της Κατοχής, οπότε το πριγκιπάτο και τύποις έπαψε να υφίσταται.