30 October 2009

Οθωμανικά οράματα

(ΒΗΜΑ, 26/10/2009)

Τα Βαλκάνια την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξαν πρότυπο συνεργασίας σε όλους τους τομείς, τόνισε ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, σύμφωνα τουλάχιστον με όσα μεταδιδουν σερβικά ΜΜΕ, επικαλούμενα δηλώσεις του σε διάσκεψη στο Σαράγεβο.

«Επιθυμούμε μία νέα Βαλκανική, που θα θεμελιώνεται στις πολιτικές αξίες, την οικονομική αλληλεξάρτηση, τη συνεργασία και την πολιτιστική αρμονία. Όλα αυτά εξασφαλίζονταν στα Οθωμανικά Βαλκάνια» ανέφερε ο Νταβούτογλου, μιλώντας σε διάσκεψη με θέμα Η οθωμανική κληρονομιά και οι μουσουλμανικές κοινότητες στα Βαλκάνια.

Ο Τούρκος υπουργός συμπλήρωσε: «Εμείς θα αναβιώσουμε την εποχή αυτή, τα Οθωμανικά Βαλκάνια ήταν μία πετυχημένη ιστορία και τώρα πρέπει να αναγεννηθούν».

Ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας διεύρυνε τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «Θα κάνουμε τα Βαλκάνια, τον Καύκασο, τη Μέση Ανατολή, μαζί με την Τουρκία, επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής. Αυτός είναι ο στόχος της εξωτερικής μας πολιτικής στο μέλλον και θα τον πετύχουμε.»

Τα σερβικά ΜΜΕ επισημαίνουν ότι η Τουρκία, τελευταία, έχει αναπτύξει έντονη διπλωματική δραστηριότητα στην περιοχή των Βαλκανίων και στο πλαίσιο αυτό εντάσσουν και τη σημερινή επίσκεψη του Τούρκου προέδρου, Αμπντουλάχ Γκιουλ, στο Βελιγράδι.



του Σπύρου Κουτρούλη, συγγραφέα

Με δυο επιφυλλίδες, που δημοσιεύθηκαν στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» στις 30/8/2009 και στις 6/9/2009, ο καθηγητής Χ. Γιανναράς προβάλλει ως μοναδική λύση για τον νέο-ελληνισμό, την υποταγή στον νέο-οθωμανισμό.

Σε ένα λόγο πλήρη αντιφάσεων και λογικών αδιεξόδων, που άλλοτε επιτίθεται στα μειωμένα πατριωτικά αντανακλαστικά της ελληνικής εκπαίδευσης και στις αδυναμίες των ελληνικών ένοπλων δυνάμεων και άλλοτε κατηγορεί τους «εθνικιστές κοραϊκούς που συγκροτούν το σημερινό πολιτικό σύστημα » καταλήγει στο παράδοξο συμπέρασμα : «Η Δύση διεκδικεί τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κληροδοτήματος, η Τουρκία τη συνέχεια του Βυζαντίου. Η υπαγωγή του σημερινού Ελλαδισμού υπό την οθωμανική επιρροή με παράλληλη τη μετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία να επανέλθει, με ενεργό μετοχή, στο ιστορικό γίγνεσθαι ο Ελληνισμός».

Θυμίζουμε ότι σχετικά πρόσφατα είχε διατυπώσει παρόμοιας οπτικής απόψεις για το Αιγαίο και το Κυπριακό, που όταν παλαιότερα τις είχαν διατυπώσει άλλοι, όπως ο Λ. Κύρκος , είχαν προκαλέσει δικαίως την ιερή αγανάκτησή του.

Παρότι τα συμπεράσματα του, που ισοδυναμούν με εθελοντική παράδοση μας στον νέο-οθωμανισμό, μπορεί να μας ξενίζουν, να μας εξοργίζουν ή και να προκαλούν την θυμηδία μας, έρχονται σε απόλυτη ταυτότητα με τις επιλογές των κυρίαρχων ελίτ, που μεταβάλλουν σταθερά την χώρα μας σε χώρα πολλαπλής κηδεμονίας : πολιτικά από ΗΠΑ και Τουρκία και οικονομικά από την Ευρωπαική Ένωση. Έτσι η νέα υποδούλωση του έθνους μας σερβίρεται με λίγη γεύση νεοφαναριωτισμού, ίσως για να μας γίνει πιο εύπεπτη. Οι πρώτοι διδάξαντες υπήρξαν ο δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος που οραματιζόταν μια ελληνοτουρκική ομοσπονδία και ο καθηγητής Δ. Κιτσίκης.

Ο Γιανναράς θεωρεί ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν την Τουρκία στην Δύση. Δεν μας εξηγεί όμως τους λόγους για τους οποίους οι νέο-οθωμανοί θα προτιμούσαν να εκπροσωπηθούν από την Ντόρα ή από τον Γιώργο και όχι από τον Νταβούτογλου. Γράφει λοιπόν «Με ποιες προϋποθέσεις η προτεραιότητα του πολιτισμού μπορεί να αναδείξει την Τουρκία άξονα μιας αυτοκρατορικής «ειρήνης» στον χώρο της άλλοτε οθωμανικής κυριαρχίας με όρους όχι αντιπαλότητας, αλλά συνεργασίας με τη Δύση; Αυτό μπορούν οι Έλληνες, για δεύτερη φορά στην Ιστορία, να το χειριστούν για λογαριασμό των Τούρκων αποτελεσματικά».


Επίσης δεν μπορεί να διατυπώσει κάποιους λόγους, που θα θεμελιώνουν την υπαγωγή του ελληνισμού στο άρμα της Τουρκίας. Ούτε κοινότητα συμφερόντων –οικονομικών ή άλλων– υπάρχει, ούτε κοινή θρησκεία, ούτε κάποιος κοινός αντίπαλος , που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν κάτι τέτοιο. Ο Γιανναράς αποκαλύπτει έναν και μοναδικό λόγο την «λαϊκή κουλτούρα της Ανατολής». Βεβαίως στον βαθμό που υφίσταται μία τέτοια κουλτούρα – πράγμα που από τίποτε δεν αποδεικνύεται- δεν είναι σε θέση να στηρίξει μία τέτοια σχέση ανάμεσα στα δύο κράτη.

Αντίθετα η υπαγωγή της Ελλάδος στην Τουρκία προϋποθέτει ολοκληρωτικό πόλεμο μεταξύ των δύο χωρών, στον οποίο η χώρα μας θα έχει ηττηθεί. Φυσικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο κανένας Έλληνας δεν το επιθυμεί. Επιπρόσθετα, μία διαρκή ειρήνη ανάμεσα στις δύο χώρες απαιτεί μια σχετική γεωπολιτική ισορροπία ανάμεσα στα δύο έθνη και αναγνώριση από την Τουρκία όλων των διακρατικών συνθηκών (συνθήκη Λωζάνης, συνθήκη παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, Δίκαιο της θάλασσας, άρση του casus belli).

Στα πλαίσια αυτά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, μπορεί να υποστηρίζεται λεκτικά από τις ΗΠΑ, ώστε η ορθόδοξη ανατολή να μην απορροφηθεί από το Ρώσικο Πατριαρχείο, όμως καμία αναγνώριση δεν τυγχάνει από το τουρκικό κράτος. Αντίθετα μετά το κλείσιμο της Σχολής της Χάλκης και την δραματική μείωση του ποιμνίου του στην Πόλη, κατόπιν των αλλεπάλληλων διωγμών, το μέλλον του είναι αβέβαιο. Βέβαια στους χώρους του, συνωθούνται διάφοροι (επιχειρηματίες, ηθοποιοί, πολιτευτές, τραπεζίτες) που καλλιεργούν παρόμοια ιδεολογήματα με αυτά του Γιανναρά.

Ένα καθοριστικό στοιχείο της σκέψης του Γιανναρά –αλλά και του έτερου των «νεορθοδόξων» του Ράμφου– είναι η απομάκρυνση της από την κοινωνική πραγματικότητα. Μία σπουδαία γαλλοεβραία φιλόσοφος η Σιμόν Βέιλ πήγε και δούλεψε μαζί με τους εργάτες στα εργοστάσια. Πιθανόν αν εργάζονταν και αυτοί για μερικές εβδομάδες σε ένα εργοστάσιο θα γινόντουσαν σοφότεροι. Για παράδειγμα, ο Γιανναράς γράφει ως οι εργαζόμενοι να μην αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα και όταν διαμαρτύρονται αυτό να οφείλεται αποκλειστικά στον κακομαθημένο και εγωιστικό χαρακτήρα τους. Επίσης, μετά την επίσημη λήξη του ψυχρού πολέμου, αρθρώνει έναν αντικομουνιστικό λόγο, που θυμίζει έναν συγγραφέα που ο ίδιος σε άλλα γραπτά του παλαιότερα έχει καταγγείλει, τον Α. Τσιριντάνη.

Αυτό που ξενίζει με τον Χ. Γιανναρά, αλλά και με τον Σ. Ράμφο είναι ότι οι κάθε φορά πνευματικοί ακροβατισμοί τους ακυρώνουν μία γόνιμη και ιδιαίτερα αναγνωρισμένη πνευματική τους πορεία. Όμως συμπτωματικά οι νέες επιλογές τους είναι αυτές, που ικανοποιούν την ιδεολογία των κυρίαρχων ελίτ.

O Σ. Ράμφος σε συνέντευξή του, παλαιότερα, στον Γ. Καραμπελιά δήλωνε τον θαυμασμό του για τον καπιταλισμό, ενώ θεωρούσε ότι η «Αμερική είναι πρώτη σε όλα!». Πολύ γρήγορα οι προσδοκίες του διαψεύσθηκαν και το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα έχασε την ελκτική του δύναμη και λάμψη. Στις ΗΠΑ όλος ο χρηματοοικονομικός κλάδος και μέρος της αυτοκινητοβιομηχανίας χρεοκόπησε, ενώ τα μεγάλα κρατικά ελλείμματα που καλύπτονται από επενδύσεις κυρίως της Κίνας σε αμερικάνικα ομόλογα, και η διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος δείχνουν τις δομικές αδυναμίες της αμερικάνικης οικονομίας .

Παρόμοια τα γραπτά του Γιανναρά ευχαριστούν κάποιους που κερδίζουν βραχυπρόθεσμα από τις επενδύσεις, και τα αλισβερίσια στην Τουρκία ή δια μέσου του νατοϊκού στρατηγείου στην Λάρισα θέτουν υπό ελληνο-τουρκική διοίκηση τον ελληνικό εναέριο χώρο.

Άλλο ένα πρόσφατο εντυπωσιακό στοιχείο των σκέψεων του Γιανναρά είναι ο ισχυρισμός, ότι ο νέο-ελληνισμός παρήγαγε πολιτισμό μόνο σε καθεστώς δουλείας και μάλιστα οθωμανικής. Μετά την απελευθέρωση, σύμφωνα με τον Γιανναρά ο ελληνισμός χάνει την γονιμότητα του και σταδιακά παύει να εμφανίζει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του, γίνεται ένα «ελληνόφωνο κοραϊστικό κρατίδιο». Έτσι συναντάται με εθνομηδενιστές της αριστεράς που προσπαθούν να αναιρέσουν τα αποτελέσματα της επανάστασης του 1821. Άραγε ο Γιανναράς αγνοεί τον Βιζυηνό, τον Ροΐδη, τον Παπαδιαμάντη, τον Θεοτοκά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ρίτσο, τον Βρεττάκο, τον Τσαρούχη, τον Μόραλη , τον Θεοδωράκη, τον Σαββόπουλο, τον Χατζηδάκη και τόσους άλλους; Όλοι αυτοί δεν αποτελούν πολιτισμό και αποτελούν πολιτισμό τα σκοτεινά χρόνια της δουλείας και του χριστιανικού μιλλιέτ;

Οι σκέψεις του αυτές –όπως και το ηττοπαθές και μοιρολατρικό ιδεολόγημά του ότι η Ελλάδα τέλειωσε– είναι προσβλητικές για το σύνολο των αγώνων του ελληνισμού, από τους βαλκανικούς πολέμους, και την εποποιία του πολέμου του '40 και της εθνικής αντίστασης. Επί αυτών όμως του απάντησε με άρθρο στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο ακαδημαϊκός Κ. Δεσποτόπουλος.

Tο κύριο στοιχείο της σκέψης του Γιανναρά, αλλά και του Ράμφου, σε αντίθεση με του Π.Κονδύλη και του Β.Μαρκεζίνη, είναι η πλήρης απουσία της ρεαλιστικής ανάλυσης της διεθνούς και περιφερειακής πραγματικότητας.

Τα γραπτά του Π. Κονδύλη, όπως το Επίμετρο στην «Θεωρία του Πολέμου» και άλλα άρθρα του (όπως το «Ιδεολογίες και Εθνική Στρατηγική» που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο του «Από τον 20ο στον 21ο αιώνα»), ως την αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσουμε τα ελληνοτουρκικά και να δώσουμε τις ορθές απαντήσεις. Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης, η επιλογή του πρώτου κτυπήματος στην Τουρκία λέγει το εξής: σε περίπτωση που από διάφορα γεγονότα προκύπτει ότι μια ελληνοτουρκική σύρραξη είναι αναπόφευκτη και βέβαιη, η Ελλάδα για να έχει μια πιθανότητα επιτυχίας, λόγω της μεγάλης διαφοράς ανάμεσα στους δύο στρατούς, θα πρέπει να κάνει το πρώτο κτύπημα ώστε να καταστρέψει την εχθρική αεροπορία και άλλους κρίσιμους τομείς άμεσα και αποτελεσματικά.

Ο Β.Μαρκεζίνης κατανόησε την υφή των ΗΠΑ και του αμερικάνικου επεκτατισμού. Επίσης κατάλαβε ότι τα ελληνικά σύνορα δεν τα εγγυώνται ούτε οι ΗΠΑ ούτε η Ε.Ε. Αν δεν λειτουργήσει ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη, η Ελλάδα θα εξαρτάται ενεργειακά από την Τουρκία. Συνεπώς θα πρέπει να επιδιωχθεί η προσέγγιση με την Ρωσία για πολλούς και κρίσιμους λόγους.

Τελειώνοντας, η σκέψη του Γιανναρά και του Ράμφου –αυτό που ονομάστηκε νεορθοδοξία– πρόσφερε πολλά στις δεκαετίες '80-'90, αλλά πλέον έχει εξαντληθεί. Θα πρέπει ίσως να περιοριστούν καλύτερα στα χωράφια τους –τη φιλοσοφία και τη θεολογία– που τα γνωρίζουν καλά.

Ως προς την «πεζή» ελληνική πραγματικότητα θα λέγαμε τα εξής: το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών δεν ακολούθησε την πολιτική που διακήρυξε ο Πρωθυπουργός Κ.Καραμανλής ως προς την Ρωσία, τα χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα δεν επιτρέπουν στις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να έχουν την αναγκαία αποτροπή, ενώ απαραίτητα μέτρα για την πύκνωση του ελληνικού στρατού, όπως η στράτευση στα 18 κατά το παράδειγμα της Κύπρου δεν θεσπίζονται, ώστε τελικά να μεταβάλλεται σε έναν ασθενή μισθοφορικό στρατό.