...
Ο φίλος μου ο Προκόπης πήγε επιτέλους στο Άγιον Όρος – για επίσκεψη, μην πάει το μυαλό σας αλλού. Τον πίεζε από καιρού ένας φίλος, λίγο θεούσος και ανασφαλής: «Πάμε να δεις, θα περάσεις καλά, είναι πανέμορφη η φύση εκεί…»
Ο Προκόπης ήταν διστακτικός, έψαχνε για δικαιολογία: «Ε καλά, να πάμε στη λίμνη Πλαστήρα για ομορφιά της φύσης, μετά συζύγων…» Μπα, επέμενε ο άλλος, καμιά σχέση, έλα και θα δεις, θα γυρίσεις άλλος άνθρωπος…
Ξεκίνησαν με τα πολλά οι δύο φίλοι και έφτασαν στο Άγιον Όρος, στη Μονή Κοντοβλέποντος. Τους υποδέχτηκαν 2-3 μοναχοί, γνωστοί τού φίλου από παλαιότερες επισκέψεις, τους έδειξαν τα «ιερά κειμήλια», εικόνες, σταυρουδάκια, τάματα, ανάμεσά τους και διάφορα κομμάτια από το πτώμα κάποιων «αγίων», το αυτί του τάδε, το δάκτυλο του τάδε, το νύχι του άλλου κι εδώ, το λαμπρότερο λείψανο της μονής, το χέρι του «μεγαλομάρτυρα αγίου Νικηφόρου». Ήταν ένα ασημένιο κιβώτιο που είχε στην οροφή μικρό τζάμι και μέσα βρισκόταν, μαυρισμένο βέβαια, ένα χέρι του «μεγαλομάρτυρα», ο πήχης, η παλάμη και όλα τα δάκτυλα, κάπου μισό μέτρο συνολικά.
Έσκυβε ο Προκόπης και προσκυνούσε, φιλιά στα τζάμια, φιλιά στα ξύλα, έκανε και ένα γρήγορο σταυρό κάθε φορά — να μας προστατεύει η Παναγία βρε αδελφέ, ποτέ δεν ξέρεις...
Η επομένη μέρα ήταν πρωτομηνιά, με το παλιό ημερολόγιο, και οι μοναχοί ανακοίνωσαν αποβραδίς στους επισκέπτες ότι θα γίνει πανηγυρικός αγιασμός. Σηκώθηκαν λοιπόν οι δύο φίλοι νωρίς (μεσάνυχτα ήταν) και πήγαν μαζί με τους άλλους επισκέπτες για τον όρθρο…
Καθώς παρακολουθούσαν από το στασίδι την ανιαρή τελετουργία «κουτούλαγαν», ασυνήθιστοι στο ξενύχτι, βλέπεις. Κάποια στιγμή πρέπει να τελέστηκε και ο αγιασμός! Ο Προκόπης πετάχτηκε από ένα υπνάκι που είχε πάρει στηριγμένος στο στασίδι, όταν κάποιος καλόγερος έψαλε με δυνατή φωνή, μάλλον για να ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι: «Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» Ταυτόχρονα ράντιζε δεξιά κι αριστερά, όπως διώχνουν με την πετσέτα τις μύγες...
Κάποτε τελείωσε κι αυτό –όταν νυστάζεις, σου φαίνεται το λεπτό αιώνας–, μπήκαν οι επισκέπτες στη σειρά για να πάρουν αγιασμό. Έπιναν με ένα πλαστικό ποτηράκι που γέμιζε από το καζάνι του αγιασμού ο γνωστός τους καλόγερος. Τους το έδινε χαμογελώντας και ψιθύριζε μια ευχή. Όταν πήρε ο Προκόπης τη δόση του –δίψαγε κιόλας– του λέει ο καλόγερος με ευχαρίστηση: «Είσαι ιδιαίτερα τυχερός, αγαπητέ μου, σήμερα αναδεύσαμε τον αγιασμόν με το ιερόν λείψανον του αγίου!»
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)Ο Προκόπης ήταν διστακτικός, έψαχνε για δικαιολογία: «Ε καλά, να πάμε στη λίμνη Πλαστήρα για ομορφιά της φύσης, μετά συζύγων…» Μπα, επέμενε ο άλλος, καμιά σχέση, έλα και θα δεις, θα γυρίσεις άλλος άνθρωπος…
Ξεκίνησαν με τα πολλά οι δύο φίλοι και έφτασαν στο Άγιον Όρος, στη Μονή Κοντοβλέποντος. Τους υποδέχτηκαν 2-3 μοναχοί, γνωστοί τού φίλου από παλαιότερες επισκέψεις, τους έδειξαν τα «ιερά κειμήλια», εικόνες, σταυρουδάκια, τάματα, ανάμεσά τους και διάφορα κομμάτια από το πτώμα κάποιων «αγίων», το αυτί του τάδε, το δάκτυλο του τάδε, το νύχι του άλλου κι εδώ, το λαμπρότερο λείψανο της μονής, το χέρι του «μεγαλομάρτυρα αγίου Νικηφόρου». Ήταν ένα ασημένιο κιβώτιο που είχε στην οροφή μικρό τζάμι και μέσα βρισκόταν, μαυρισμένο βέβαια, ένα χέρι του «μεγαλομάρτυρα», ο πήχης, η παλάμη και όλα τα δάκτυλα, κάπου μισό μέτρο συνολικά.
Έσκυβε ο Προκόπης και προσκυνούσε, φιλιά στα τζάμια, φιλιά στα ξύλα, έκανε και ένα γρήγορο σταυρό κάθε φορά — να μας προστατεύει η Παναγία βρε αδελφέ, ποτέ δεν ξέρεις...
Η επομένη μέρα ήταν πρωτομηνιά, με το παλιό ημερολόγιο, και οι μοναχοί ανακοίνωσαν αποβραδίς στους επισκέπτες ότι θα γίνει πανηγυρικός αγιασμός. Σηκώθηκαν λοιπόν οι δύο φίλοι νωρίς (μεσάνυχτα ήταν) και πήγαν μαζί με τους άλλους επισκέπτες για τον όρθρο…
Καθώς παρακολουθούσαν από το στασίδι την ανιαρή τελετουργία «κουτούλαγαν», ασυνήθιστοι στο ξενύχτι, βλέπεις. Κάποια στιγμή πρέπει να τελέστηκε και ο αγιασμός! Ο Προκόπης πετάχτηκε από ένα υπνάκι που είχε πάρει στηριγμένος στο στασίδι, όταν κάποιος καλόγερος έψαλε με δυνατή φωνή, μάλλον για να ξυπνήσουν οι κοιμώμενοι: «Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» Ταυτόχρονα ράντιζε δεξιά κι αριστερά, όπως διώχνουν με την πετσέτα τις μύγες...
Κάποτε τελείωσε κι αυτό –όταν νυστάζεις, σου φαίνεται το λεπτό αιώνας–, μπήκαν οι επισκέπτες στη σειρά για να πάρουν αγιασμό. Έπιναν με ένα πλαστικό ποτηράκι που γέμιζε από το καζάνι του αγιασμού ο γνωστός τους καλόγερος. Τους το έδινε χαμογελώντας και ψιθύριζε μια ευχή. Όταν πήρε ο Προκόπης τη δόση του –δίψαγε κιόλας– του λέει ο καλόγερος με ευχαρίστηση: «Είσαι ιδιαίτερα τυχερός, αγαπητέ μου, σήμερα αναδεύσαμε τον αγιασμόν με το ιερόν λείψανον του αγίου!»