(Επιμέλεια: ΦΟΙΒΟΣ ΣΑΚΑΛΗΣ, Athensvoice, 11/12/2008)
Έφτασα στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου του 1965, μόλις είχαν σκοτώσει τον Σωτήρη Πέτρουλα. Σοκαρίστηκα. Είχα πρωτογνωρίσει την Ελλάδα στο σχολείο, ήξερα τον Αριστοτέλη, τους προσωκρατικούς, τον Καζαντζάκη και τη μουσική του Σκαλκώτα απ’ έξω κι ανακατωτά πολύ πριν έρθω. Και στόχος μου από μικρός ήταν να γνωρίσω και τη σύγχρονη Ελλάδα. Πήγα στον Παύλο Μπακογιάννη, που ήταν τότε υπεύθυνος των ελληνόφωνων εκπομπών στη Γερμανία, και τον παρακάλεσα να στείλει το μήνυμα ότι όποιος ήθελε να γνωρίσει τη Γερμανία, και παράλληλα να μιλήσει για την Ελλάδα, το σπίτι μου ήταν ανοιχτό. Δεν ανταποκρίθηκε κανείς.
Ένα χρόνο μετά γνώρισα τη σύζυγό μου Σοφία Τζαμαλούκα, τον «ήλιο» μου. Η γνωριμία μας και ο ερχομός μου στην Ελλάδα ήταν τα δύο σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου. Όταν πρωτοήρθα εδώ το ’65, ήταν ακόμα νωπά τα αποτελέσματα του πολέμου και όλων αυτών που έκαναν οι Γερμανοί, για παράδειγμα στα Ανώγια και στη Φτέρη. Έζησα τα ερημωμένα χωριά που αργοπέθαιναν και το μεγάλωμα της Αθήνας. Έτσι έκανα μια ειδική σειρά που ήταν “Κριτική προσέγγιση ενός κόσμου που χάνεται”. Ήταν αφιερωμένη στην παράδοση και στη λαϊκή αρχιτεκτονική. Δεν ήταν μια ρομαντική προσέγγιση, αλλά η αποτύπωση ένας τρόπου ζωής που εξέλειψε.
Η Ελλάδα και οι εμπειρίες από τη μεταπολεμική περίοδο στη Γερμανία έχουν σημαδέψει βαθιά την προσωπικότητα και τη ζωγραφική μου. Ο πόλεμος, η κατοχή των Αμερικανών και η πείνα όταν ήμουν έξι ετών, τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν. Έχω μια φωτογραφία όπου όλα τα παιδιά της τάξης μου ήταν ξυπόλυτα. Για μένα το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι ένα παιδί έξι ετών αναγκάζεται να κλέψει για να ζήσει. Δεν μπορώ ακόμα να φάω βρεγμένο ψωμί, γιατί μου θυμίζει τα αποφάγια που ψάρευαν από τα σκουπίδια των Αμερικανών. Τον πατέρα μου τον έπιασαν οι σύμμαχοι στο Βέλγιο και λόγω του ότι ήταν αξιωματικός τον πήγαν σε στρατόπεδο στο Τέξας. Τον γνώρισα όταν ήμουν εννέα ετών. Φαντάζεστε τι ρόλο παίζουν όλες αυτές οι εμπειρίες για ένα παιδί. Διαμορφώνουν χαρακτήρες. Άλλους τους κάνουν πιο σκληρούς και άλλους πιο συναισθηματικούς. Εγώ νομίζω ότι έγινα αρκετά μαλακός. Έχω μια έντονη στάση ενάντια στον πόλεμο και στη βία. Δεν είναι περίεργο που από το 1965 είμαι μέλος της «Οργάνωσης εναντίον του πολέμου».
Αν πρωτοερχόμουν τώρα στην Αθήνα δεν είμαι σίγουρος αν θα με γοήτευε όπως τότε. Μέσα στα χρόνια άλλαξαν πολλά. Η Βασιλίσσης Σοφίας ήταν γεμάτη νεοκλασικά, στα Πατήσια, που ζούσαμε, οι άνθρωποι είχαν άλλου είδους σχέσεις, υπήρχαν μονοκατοικίες. Οι πολυκατοικίες εξ ορισμού δημιουργούν εχθρότητες, μια που περιορίζουν απελπιστικά το ζωτικό χώρο των ανθρώπων. Σε μια μεγάλη πολυκατοικία μπορεί να ζουν σαράντα οικογένειες. Ένα μικρό χωριό χωρίς πλατείες, δρόμους και κοινόχρηστους χώρους. Και στο εξωτερικό υπάρχει το θέμα του χώρου, αλλά ο Έλληνας έχει άλλο ένα χαρακτηριστικό που δημιουργεί προβλήματα, ότι αισθάνεται πάντοτε και λειτουργεί ως μονάδα. Δεν ομαδοποιείται ποτέ. Γι’ αυτό άλλωστε πιστεύω ότι μόνο στη Γερμανία θα μπορούσε να έχει συντελεστεί αυτό το θαύμα της οικονομίας, εκεί που οι άνθρωποι έχουν μάθει να ακολουθούν εντολές. Το 1973, στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση, ο καγκελάριος είπε από την τηλεόραση ότι πρέπει να υπάρξει μείωση της κατανάλωσης του πετρελαίου. Και οι Γερμανοί το έκαναν γιατί το είπε ο αρχηγός, χωρίς να ληφθεί κανένα συγκεκριμένο μέτρο. Λέω συχνά ότι αν ενώναμε τα καλά των Ελλήνων και τα καλά των Γερμανών θα είχαμε μια τέλεια ράτσα. Αλλά δεν ενώνονται…
O μεγαλύτερος κίνδυνος για έναν καλλιτέχνη είναι να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Έχω κάνει δεκαπέντε θεματολογικούς κύκλους. Άρχισα με τον κυβισμό, για να ξαναγυρίσω σ’ αυτόν τριάντα χρόνια μετά. Τον κυβισμό μού τον επέβαλε το τοπίο των ελληνικών νησιών, που είναι γεωμετρικό. Το γερμανικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό. Την τάξη και την οργάνωση που διαπνέει τη ζωή του ο Γερμανός την επέβαλε και στη φύση. Όταν ταξιδεύεις με το αεροπλάνο πάνω από την Ελλάδα, έχεις την αίσθηση ότι τα πάντα από κάτω είναι σαν ένα άτακτο παιδί να πέταξε και να σκόρπισε τα παιχνίδια του. Στη Γερμανία, πάλι, είναι όλα με το χάρακα βαλμένα.
Από τις πρώτες εκθέσεις που πραγματοποίησα στην Ελλάδα ήταν αυτή στην γκαλερί «Ώρα». Πήγα να δείξω τη δουλειά μου και συμπτωματικά μπήκε μέσα η Ελένη Βακαλό, η οποία είπε αμέσως στον Μπαχαριάν ότι θα έπρεπε να μου οργανώσει μία έκθεση. Ήταν ακόμα η εποχή που για να πάρω άδεια παραμονής στην Ελλάδα έπρεπε να δουλέψω στο Μινιόν, για να φαίνεται ότι έχω μόνιμη δουλειά. «Τι να σε κάνουμε, ρε;» μου είχε πει τότε ο αστυνομικός, «έχουμε εδώ τόσους καλλιτέχνες, όση είναι η άμμος». Παρόλα αυτά θεωρώ ότι την εποχή εκείνη οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν καλύτερες. Η οικονομική ανάπτυξη ήρθε πολύ ξαφνικά στην Ελλάδα και άλλαξε τον τρόπο ζωής και τις σχέσεις των ανθρώπων χωρίς να έχουν δημιουργηθεί πρώτα οι απαραίτητες κοινωνικές υποδομές. Με ενθουσιάζει το γεγονός ότι υπάρχει στην Ελλάδα ένα ζωντανό κοινό που παρακολουθεί την τέχνη και τις εκθέσεις. Παρότι δεν υπάρχει η απαραίτητη παιδεία. Η επόμενη έκθεσή μου θα έχει ως θέμα και πάλι το περιβάλλον με τίτλο «O κόσμος που χάθηκε». Θα είναι εικόνες ομορφιάς σε αντιπαράθεση με εικόνες ασχήμιας. Είμαι πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον.
Ένα χρόνο μετά γνώρισα τη σύζυγό μου Σοφία Τζαμαλούκα, τον «ήλιο» μου. Η γνωριμία μας και ο ερχομός μου στην Ελλάδα ήταν τα δύο σημαντικά γεγονότα στη ζωή μου. Όταν πρωτοήρθα εδώ το ’65, ήταν ακόμα νωπά τα αποτελέσματα του πολέμου και όλων αυτών που έκαναν οι Γερμανοί, για παράδειγμα στα Ανώγια και στη Φτέρη. Έζησα τα ερημωμένα χωριά που αργοπέθαιναν και το μεγάλωμα της Αθήνας. Έτσι έκανα μια ειδική σειρά που ήταν “Κριτική προσέγγιση ενός κόσμου που χάνεται”. Ήταν αφιερωμένη στην παράδοση και στη λαϊκή αρχιτεκτονική. Δεν ήταν μια ρομαντική προσέγγιση, αλλά η αποτύπωση ένας τρόπου ζωής που εξέλειψε.
Η Ελλάδα και οι εμπειρίες από τη μεταπολεμική περίοδο στη Γερμανία έχουν σημαδέψει βαθιά την προσωπικότητα και τη ζωγραφική μου. Ο πόλεμος, η κατοχή των Αμερικανών και η πείνα όταν ήμουν έξι ετών, τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν. Έχω μια φωτογραφία όπου όλα τα παιδιά της τάξης μου ήταν ξυπόλυτα. Για μένα το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι ένα παιδί έξι ετών αναγκάζεται να κλέψει για να ζήσει. Δεν μπορώ ακόμα να φάω βρεγμένο ψωμί, γιατί μου θυμίζει τα αποφάγια που ψάρευαν από τα σκουπίδια των Αμερικανών. Τον πατέρα μου τον έπιασαν οι σύμμαχοι στο Βέλγιο και λόγω του ότι ήταν αξιωματικός τον πήγαν σε στρατόπεδο στο Τέξας. Τον γνώρισα όταν ήμουν εννέα ετών. Φαντάζεστε τι ρόλο παίζουν όλες αυτές οι εμπειρίες για ένα παιδί. Διαμορφώνουν χαρακτήρες. Άλλους τους κάνουν πιο σκληρούς και άλλους πιο συναισθηματικούς. Εγώ νομίζω ότι έγινα αρκετά μαλακός. Έχω μια έντονη στάση ενάντια στον πόλεμο και στη βία. Δεν είναι περίεργο που από το 1965 είμαι μέλος της «Οργάνωσης εναντίον του πολέμου».
Αν πρωτοερχόμουν τώρα στην Αθήνα δεν είμαι σίγουρος αν θα με γοήτευε όπως τότε. Μέσα στα χρόνια άλλαξαν πολλά. Η Βασιλίσσης Σοφίας ήταν γεμάτη νεοκλασικά, στα Πατήσια, που ζούσαμε, οι άνθρωποι είχαν άλλου είδους σχέσεις, υπήρχαν μονοκατοικίες. Οι πολυκατοικίες εξ ορισμού δημιουργούν εχθρότητες, μια που περιορίζουν απελπιστικά το ζωτικό χώρο των ανθρώπων. Σε μια μεγάλη πολυκατοικία μπορεί να ζουν σαράντα οικογένειες. Ένα μικρό χωριό χωρίς πλατείες, δρόμους και κοινόχρηστους χώρους. Και στο εξωτερικό υπάρχει το θέμα του χώρου, αλλά ο Έλληνας έχει άλλο ένα χαρακτηριστικό που δημιουργεί προβλήματα, ότι αισθάνεται πάντοτε και λειτουργεί ως μονάδα. Δεν ομαδοποιείται ποτέ. Γι’ αυτό άλλωστε πιστεύω ότι μόνο στη Γερμανία θα μπορούσε να έχει συντελεστεί αυτό το θαύμα της οικονομίας, εκεί που οι άνθρωποι έχουν μάθει να ακολουθούν εντολές. Το 1973, στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση, ο καγκελάριος είπε από την τηλεόραση ότι πρέπει να υπάρξει μείωση της κατανάλωσης του πετρελαίου. Και οι Γερμανοί το έκαναν γιατί το είπε ο αρχηγός, χωρίς να ληφθεί κανένα συγκεκριμένο μέτρο. Λέω συχνά ότι αν ενώναμε τα καλά των Ελλήνων και τα καλά των Γερμανών θα είχαμε μια τέλεια ράτσα. Αλλά δεν ενώνονται…
O μεγαλύτερος κίνδυνος για έναν καλλιτέχνη είναι να επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Έχω κάνει δεκαπέντε θεματολογικούς κύκλους. Άρχισα με τον κυβισμό, για να ξαναγυρίσω σ’ αυτόν τριάντα χρόνια μετά. Τον κυβισμό μού τον επέβαλε το τοπίο των ελληνικών νησιών, που είναι γεωμετρικό. Το γερμανικό τοπίο είναι εντελώς διαφορετικό. Την τάξη και την οργάνωση που διαπνέει τη ζωή του ο Γερμανός την επέβαλε και στη φύση. Όταν ταξιδεύεις με το αεροπλάνο πάνω από την Ελλάδα, έχεις την αίσθηση ότι τα πάντα από κάτω είναι σαν ένα άτακτο παιδί να πέταξε και να σκόρπισε τα παιχνίδια του. Στη Γερμανία, πάλι, είναι όλα με το χάρακα βαλμένα.
Από τις πρώτες εκθέσεις που πραγματοποίησα στην Ελλάδα ήταν αυτή στην γκαλερί «Ώρα». Πήγα να δείξω τη δουλειά μου και συμπτωματικά μπήκε μέσα η Ελένη Βακαλό, η οποία είπε αμέσως στον Μπαχαριάν ότι θα έπρεπε να μου οργανώσει μία έκθεση. Ήταν ακόμα η εποχή που για να πάρω άδεια παραμονής στην Ελλάδα έπρεπε να δουλέψω στο Μινιόν, για να φαίνεται ότι έχω μόνιμη δουλειά. «Τι να σε κάνουμε, ρε;» μου είχε πει τότε ο αστυνομικός, «έχουμε εδώ τόσους καλλιτέχνες, όση είναι η άμμος». Παρόλα αυτά θεωρώ ότι την εποχή εκείνη οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν καλύτερες. Η οικονομική ανάπτυξη ήρθε πολύ ξαφνικά στην Ελλάδα και άλλαξε τον τρόπο ζωής και τις σχέσεις των ανθρώπων χωρίς να έχουν δημιουργηθεί πρώτα οι απαραίτητες κοινωνικές υποδομές. Με ενθουσιάζει το γεγονός ότι υπάρχει στην Ελλάδα ένα ζωντανό κοινό που παρακολουθεί την τέχνη και τις εκθέσεις. Παρότι δεν υπάρχει η απαραίτητη παιδεία. Η επόμενη έκθεσή μου θα έχει ως θέμα και πάλι το περιβάλλον με τίτλο «O κόσμος που χάθηκε». Θα είναι εικόνες ομορφιάς σε αντιπαράθεση με εικόνες ασχήμιας. Είμαι πολύ απαισιόδοξος για το μέλλον.