(από τον ΝΙΚΟ ΔΗΜΟΥ, Lifo, 24.01.2008)
Τι μπορεί να κάνει ένας μοναχικός άνθρωπος όταν ξεχειλίζουν μαζί όλοι οι βόθροι της χώρας και τον ζώνουν τα σκατά; Να κλείσει τη μύτη για να μη μυρίζει (αλλά κινδυνεύει να σκάσει), να κλείσει τα μάτια για να μη βλέπει (αλλά μέσα από το δέκτη της τηλεόρασης τα σκατά πλημμυρίζουν και το καθιστικό του), να κλείσει τα αυτιά του να μην ακούει... Να πολεμήσει εναντίον τους δεν μπορεί, μόνον ο Ηρακλής κατάφερε να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία, κι αυτός ήταν ήρωας από τα παλιά...
Απίστευτα αυτά που συμβαίνουν, ούτε η πιο βρομερή και κοπρολάγνα επιστημονική φαντασία δεν θα μπορούσε να τα επινοήσει. Κι αλίμονο, όχι στα οικονομικά, στα δημόσια έργα, στα πάρε δώσε των εμπόρων και των βιομηχάνων - αλλά στον πολιτισμό, στο χώρο όπου κατοικούν το πνεύμα, οι τέχνες, τα γράμματα... Κι έφτασαν οι κομπιναδόροι, οι κατασκευαστές και οι μεταπράτες να φαίνονται άκακα αρνιά μπροστά στους λύκους του πολιτισμού και των media.
Θέλω να γίνω στρουθοκάμηλος, να χώσω το κεφάλι στην άμμο για να μη βλέπω, να λείψω πολύν καιρό και να επανέλθω όταν η κόπρος θα έχει καθαρίσει. Όταν -τι όνειρο!- ο τόπος θα αναδυθεί καθαρός και λαμπερός από το ζόφο.
Η Ελλάδα ταξιδεύει, ρυπαρό καράβι, και θυμήθηκα το όραμα του Καζαντζάκη όπως το αποτύπωσε στον Ζορμπά: «Και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τα αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκούρδιστο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δύο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά-καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν -άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι- και να το ανεβάσεις πάλι απάνω από τα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο».
Ποιος θα μας δώσει μία Ελλάδα καθαρή και φρεσκοπλυμένη; Μια Ελλάδα όμορφη και λαμπερή, που σημαίνει αδειανή - χωρίς όλους αυτούς που τη λερώνουν;
Απίστευτα αυτά που συμβαίνουν, ούτε η πιο βρομερή και κοπρολάγνα επιστημονική φαντασία δεν θα μπορούσε να τα επινοήσει. Κι αλίμονο, όχι στα οικονομικά, στα δημόσια έργα, στα πάρε δώσε των εμπόρων και των βιομηχάνων - αλλά στον πολιτισμό, στο χώρο όπου κατοικούν το πνεύμα, οι τέχνες, τα γράμματα... Κι έφτασαν οι κομπιναδόροι, οι κατασκευαστές και οι μεταπράτες να φαίνονται άκακα αρνιά μπροστά στους λύκους του πολιτισμού και των media.
Θέλω να γίνω στρουθοκάμηλος, να χώσω το κεφάλι στην άμμο για να μη βλέπω, να λείψω πολύν καιρό και να επανέλθω όταν η κόπρος θα έχει καθαρίσει. Όταν -τι όνειρο!- ο τόπος θα αναδυθεί καθαρός και λαμπερός από το ζόφο.
Η Ελλάδα ταξιδεύει, ρυπαρό καράβι, και θυμήθηκα το όραμα του Καζαντζάκη όπως το αποτύπωσε στον Ζορμπά: «Και μέσα στο βαπόρι οι τετραπέρατοι Ρωμιοί, τα μάτια τα αρπαχτικά, τα ψιλικατζίδικα μυαλά, οι μικροπολιτικοί καβγάδες, ένα ξεκούρδιστο πιάνο, τίμιες φαρμακερές κυράτσες, μοχθηρή, μονότονη επαρχιώτικη μιζέρια. Σου ερχόταν να πιάσεις το βαπόρι από τις δύο άκρες, να το βουτήξεις στη θάλασσα, να το τινάξεις καλά-καλά, να φύγουν όλα τα ζωντανά που το μολεύουν -άνθρωποι, ποντίκια, κορέοι- και να το ανεβάσεις πάλι απάνω από τα κύματα, αδειανό και φρεσκοπλυμένο».
Ποιος θα μας δώσει μία Ελλάδα καθαρή και φρεσκοπλυμένη; Μια Ελλάδα όμορφη και λαμπερή, που σημαίνει αδειανή - χωρίς όλους αυτούς που τη λερώνουν;