Κάποιοι μύρισαν τη Μεγάλη Παρασκευή στην Κυπαρισσία τσίκνα από ψητά αρνιά και, ψάχνοντας, εντόπισαν συμπολίτες τους που είχαν στήσει σούβλες... Η συνέχεια έγινε σχόλιο στις εφημερίδες!
(Ελευθεροτυπία, 29/4/2008)
Κάποιοι στην Κυπαρισσία έψηναν αρνιά τη Μεγάλη Παρασκευή! Δεν θα πω ότι το έκαναν για να προκαλέσουν, όχι βέβαια, απλώς δεν θα έβρισκαν άλλη μέρα να το κάνουν και κατέληξαν στη Μεγάλη Παρασκευή. «Δεν πιστεύω στους άθεους», είναι ο τίτλος του βιβλίου του δημοσιογράφου των «New York Times» Κρις Χέτζες και στέκεται, όπως έγραφε ο Ρούσσος Βρανάς στα «ΝΕΑ», «ενάντια σε όλους εκείνους που έχουν βάλει στόχο της ζωής τους την κατάλυση της θρησκευτικής πίστης». Όσοι έχουν διαβάσει την αρθρογραφία του ξέρουν πως ο Χέτζες δεν είναι κανένας θρησκόληπτος. Το αντίθετο πιθανότατα. Γι' αυτό και κάπου αλλού εύστοχα γράφει πως «δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από εκείνους που πιστεύουν ή δεν πιστεύουν στον Θεό. Όμως θα πρέπει να μας φοβίζουν πολύ εκείνοι που δεν πιστεύουν στην αμαρτία».
Σωστά! Άλλο δεν πιστεύω και άλλο ψήνω αρνιά τη Μεγάλη Παρασκευή. Το πρώτο είναι σούπερ, το δεύτερο απλώς μαλακία. Το γεγονός πως κι εγώ τρελαίνομαι να ακούω τον Marilyn Manson και το άλμπουμ του «Αντίχριστος», δεν σημαίνει πως δεν τρελαίνομαι και με το «Αι Γεννεαί Πάσαι» που είναι καταπληκτικό και, ειρήσθω εν παρόδω, πολύ θα ήθελα να το άκουγα κάποια στιγμή και σε ρεμίξ. Το ότι η (δική μας) Εκκλησία αποτελεί έναν αναχρονιστικό θεσμό (με τον Άνθιμο πρωτοστατούντα) δεν αφαιρεί κάτι από τη μουσική χάρη των ύμνων της (οποιασδήποτε) θρησκείας... Το έγραφε και ο Αντώνης Καρκαγιάννης στην «Καθημερινή»: «Η Μεγάλη Εβδομάδα με τα πάθη της είναι για τους πιστούς και τους άπιστους».
Γιατί φάγαμε τ' αρνιά τη Μ. Παρασκευή
(Ελευθεροτυπία, 02/05/2008)
Λάβαμε και δημοσιεύουμε δύο απαντήσεις στο σχόλιο «Πάσχα, των απίστων Πάσχα» («Ε» 29/04/2008) του Δημήτρη Κανελλόπουλου, από εκείνους που έψηναν αρνιά τη Μεγάλη Παρασκευή στην Κυπαρισσία.
Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο μαθηματικός Δημήτρης Αβραμόπουλος: «Το πιο εύκολο είναι να μας αποκαλείτε άπιστους και αμαρτωλούς, γιατί σίγουρα είστε οπαδός του δόγματος ότι "μόνο οι χριστιανοί είναι πιστοί και αναμάρτητοι"! Εσείς λοιπόν να τρελαίνεστε με το "Αι Γενεαί Πάσαι" ακόμη και σε "ρεμίξ" και να μη σας νοιάζει που κάθε μέρα 35.000 παιδιά αναμάρτητα πεθαίνουν, τα μισά από την έλλειψη νερού και τα υπόλοιπα από την πείνα και τις επιδημίες! Να μη σας νοιάζει που αυτοί που έχουν σα μοναδικό καθήκον και υποχρέωση να κηρύττουν την αγάπη, την ταπεινότητα και να δίνουν τον ένα χιτώνα τους, μας κάνουν επίδειξη των χρυσοποίκιλτων ενδυμάτων και των πολύτιμων στολιδιών τους! Επίδειξη της μέγιστης υποκρισίας τους, που ενώ τις μέρες αυτές "Ο Ταπεινός άνθρωπος" θυσιάστηκε για τα αναμάρτητα παιδιά, αυτοί επιδιώκουν την κάθε μορφής εξουσία και χρήμα»! Και καταλήγει: «Επιτρέψτε μας, λοιπόν, να τρώμε ό,τι θέλουμε και όποτε θέλουμε και σεις να διαβάζετε ύμνους ξύνοντας τ' α.... σας και προσευχόμενοι να σκέφτεστε έναν δικό σας φτωχό και ανύπαρκτο παράδεισο».
Ο Μάκης Κατωπόδης, με τη σειρά του, εξομολογείται ότι είναι «ένας από τους αμαρτωλούς που έφαγαν αρνί τη Μεγάλη Παρασκευή στην Κυπαρισσία» και συμπληρώνει:
«Θα ήθελα να ζητήσω συγχώρεση ή έστω να αγοράσω ένα συγχωροχάρτι, πληρώνοντας όσο όσο, αλλά δεν ξέρω πού να απευθυνθώ. Είναι αρκετό να πάω στον συντάκτη σας, ή πρέπει να πάω πιο ψηλά, στον Ανθιμο ή ακόμα και στον Πάπα;»
Γράφει, ανάμεσα σε άλλα, ο μαθηματικός Δημήτρης Αβραμόπουλος: «Το πιο εύκολο είναι να μας αποκαλείτε άπιστους και αμαρτωλούς, γιατί σίγουρα είστε οπαδός του δόγματος ότι "μόνο οι χριστιανοί είναι πιστοί και αναμάρτητοι"! Εσείς λοιπόν να τρελαίνεστε με το "Αι Γενεαί Πάσαι" ακόμη και σε "ρεμίξ" και να μη σας νοιάζει που κάθε μέρα 35.000 παιδιά αναμάρτητα πεθαίνουν, τα μισά από την έλλειψη νερού και τα υπόλοιπα από την πείνα και τις επιδημίες! Να μη σας νοιάζει που αυτοί που έχουν σα μοναδικό καθήκον και υποχρέωση να κηρύττουν την αγάπη, την ταπεινότητα και να δίνουν τον ένα χιτώνα τους, μας κάνουν επίδειξη των χρυσοποίκιλτων ενδυμάτων και των πολύτιμων στολιδιών τους! Επίδειξη της μέγιστης υποκρισίας τους, που ενώ τις μέρες αυτές "Ο Ταπεινός άνθρωπος" θυσιάστηκε για τα αναμάρτητα παιδιά, αυτοί επιδιώκουν την κάθε μορφής εξουσία και χρήμα»! Και καταλήγει: «Επιτρέψτε μας, λοιπόν, να τρώμε ό,τι θέλουμε και όποτε θέλουμε και σεις να διαβάζετε ύμνους ξύνοντας τ' α.... σας και προσευχόμενοι να σκέφτεστε έναν δικό σας φτωχό και ανύπαρκτο παράδεισο».
Ο Μάκης Κατωπόδης, με τη σειρά του, εξομολογείται ότι είναι «ένας από τους αμαρτωλούς που έφαγαν αρνί τη Μεγάλη Παρασκευή στην Κυπαρισσία» και συμπληρώνει:
«Θα ήθελα να ζητήσω συγχώρεση ή έστω να αγοράσω ένα συγχωροχάρτι, πληρώνοντας όσο όσο, αλλά δεν ξέρω πού να απευθυνθώ. Είναι αρκετό να πάω στον συντάκτη σας, ή πρέπει να πάω πιο ψηλά, στον Ανθιμο ή ακόμα και στον Πάπα;»
Εγώ δεν καταλαβαίνω, γιατί μια θρησκευτική γιορτή ή ιστορική επέτειος κτλ. πρέπει να γιορτάζεται ομαδικά και σε κλίμα υστερίας. Προσωπικά κάνω δίαιτα για να χάσω βάρος, όσο μπορώ περισσότερο, κι έτσι συμπίπτω με τους "πιστούς" στην αποχή από κρέατα και άλλα συναφή τις ημέρες που αυτοί νηστεύουν. Αλλά, καθόλου δεν ενοχλούμαι όταν κάποιοι άλλοι καταβροχθίζουν δίπλα μου φαγητά, νηστίσιμα ή όχι! Μένω σταθερός στις δικές μου επιλογές χωρίς να αντιδικώ και να σχολιάζω. Όπως επίσης δεν καπνίζω, παρ' ότι διάφοροι στην παρέα μου το κάνουν (στο άλλο άκρο του τραπεζιού, εννοείται!)
Ενδιαφέρον είναι ότι ο συντάκτης του σχολίου (Δημήτρης Κανελλόπουλος) θεωρεί αναγκαίο να διαχωρίσει τη θέση του από "τη (δική μας) Εκκλησία που αποτελεί έναν αναχρονιστικό θεσμό" και από τον "πρωτοστατούντα Άνθιμο". Μόνο που η συγκεκριμένη εκκλησία και ο συγκεκριμένος Άνθιμος (παρατρεχάμενος των χουντικών, να μην ξεχνάμε!) έχει σαφείς και απαράβατους κανόνες, παραδόσεις που λένε, και δεν είναι δυνατόν να επιλέγει καθένας από αυτούς τους κανόνες ό,τι τον βολεύει. Αν του αρέσουν οι ύμνοι και το όποιο εκκλησιαστικό τυπικό, με γεια του και χαρά του, αλλά αυτό δεν επηρεάζει κανέναν άλλον, πέρα από τον εαυτό του.
Εγώ θεωρώ ότι ο συντάκτης του σχολίου αισθάνεται μειονεκτικά. Πολύ θα ήθελε να φάει κι αυτός οτιδήποτε και οποτεδήποτε, θέλει να επαναστατήσει κατά της "καταπίεσης" των παραδόσεων. Αλλά ταυτόχρονα δεν θέλει να διαφοροποιηθεί από το πλήθος, ίσως επειδή δεν θα ξέρει να τεκμηριώσει την επιλογή του ή δεν έχει πειστεί καν ο ίδιος γι' αυτή την επιλογή του. Φαίνεται αυτό από την επιχειρηματολογία του, ενώ ξεκινάει με τα "νηστίσιμα ψητά" αναφέρεται σε ύμνους. Κι επειδή ο ίδιος μένει εξαναγκασμένα στο μαντρί με το ποίμνιο, σχολιάζει αρνητικά και προσπαθεί να γελοιοποιήσει εκείνους που έχουν το θάρρος της μη συμμετοχής στις ομαδικές γιορτές και το δείχνουν, για να μην γίνει εμφανής η δική του υποταγή. Ζηλεύει τους απελευθερωμένους κι επειδή δεν μπορεί να τους μιμηθεί, τους καταγγέλλει.