(από τον Νίκο Δήμου, Lifo, 9/5/2008)
Τώρα που «έκλεισε» (έστω προσωρινά) το Ασφαλιστικό, ας γράψω ένα προσωπικό επίλογο.
Με ξαφνιάζει η «συνταξιο-λαγνεία» των Ελλήνων. Τρομάζω όταν βλέπω νέους, που μόλις άρχισαν να εργάζονται, να παθιάζονται για τη σύνταξη που θα πάρουν (αν ζουν) σε δεκαετίες. Ή να επιζητούν με κάθε μέσο την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Βλέπω τη σύνταξη σαν προθάλαμο του θανάτου. Πρώτα βγαίνεις από τη δουλειά, την παραγωγή, τη δημιουργία - και μετά από τη ζωή. Αλλά ήδη από τη στιγμή που δεν παράγεις, δεν ασχολείσαι, δεν φτιάχνεις, είσαι νεκρός.
Εδώ και πολλά χρόνια βρίσκομαι σε συντάξιμη ηλικία. Θα το θεωρούσα όμως προσωπική προσβολή να μου πει κάποιος ότι πρέπει να βγω στη σύνταξη. Θα είναι σαν να μου έλεγε πως είμαι ανίκανος, άχρηστος, ανύπαρκτος.
Θα μου πείτε: Εσένα σου αρέσει η δουλειά που κάνεις. Άλλοι τη νιώθουν σαν αγγαρεία. (Ποιοι άλλοι - σχεδόν όλοι. Η κακή σχέση του Έλληνα με τη δουλειά του τον κάνει να μη βλέπει την ώρα για σύνταξη.)
Εγώ επιμένω πως κάθε δουλειά είναι καλύτερη από το να καταλήξεις στο ευγηρίας, στο καφενείο ή στα παγκάκια του Ζαππείου.
Υποψιάζομαι πως η σύνταξη αποτελεί ιδεώδη συνθήκη για τον Έλληνα: Πληρώνεται χωρίς να εργάζεται. Γι' αυτό άλλωστε προσπαθούν όλοι να διοριστούν στο Δημόσιο. Είναι μία ανάλογη περίπτωση.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για σύνταξη. Όσο για το υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το θεωρώ πληγή. Μία ζωή πληρώνεις και εσύ και ο εργοδότης σου ένα κάρο λεφτά, που ποτέ δεν παίρνεις πίσω: Γίνονται μισθοί κηφήνων, έξοδα γραφειοκρατίας, μίζες και δομημένα ομόλογα.
Στη δική μου ιδανική πολιτεία ο εργαζόμενος θα ήταν ελεύθερος να διαχειρίζεται ο ίδιος αυτά τα χρήματα και να φτιάχνει το δικό του ασφαλιστικό πρόγραμμα. Να τα αποταμιεύει, να τα καταθέτει στην τράπεζα, σε ιδιωτική ασφάλιση - ή, αν προτιμάει, να τα ξοδεύει σαν αμέριμνος τζίτζικας.
Με ξαφνιάζει η «συνταξιο-λαγνεία» των Ελλήνων. Τρομάζω όταν βλέπω νέους, που μόλις άρχισαν να εργάζονται, να παθιάζονται για τη σύνταξη που θα πάρουν (αν ζουν) σε δεκαετίες. Ή να επιζητούν με κάθε μέσο την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Βλέπω τη σύνταξη σαν προθάλαμο του θανάτου. Πρώτα βγαίνεις από τη δουλειά, την παραγωγή, τη δημιουργία - και μετά από τη ζωή. Αλλά ήδη από τη στιγμή που δεν παράγεις, δεν ασχολείσαι, δεν φτιάχνεις, είσαι νεκρός.
Εδώ και πολλά χρόνια βρίσκομαι σε συντάξιμη ηλικία. Θα το θεωρούσα όμως προσωπική προσβολή να μου πει κάποιος ότι πρέπει να βγω στη σύνταξη. Θα είναι σαν να μου έλεγε πως είμαι ανίκανος, άχρηστος, ανύπαρκτος.
Θα μου πείτε: Εσένα σου αρέσει η δουλειά που κάνεις. Άλλοι τη νιώθουν σαν αγγαρεία. (Ποιοι άλλοι - σχεδόν όλοι. Η κακή σχέση του Έλληνα με τη δουλειά του τον κάνει να μη βλέπει την ώρα για σύνταξη.)
Εγώ επιμένω πως κάθε δουλειά είναι καλύτερη από το να καταλήξεις στο ευγηρίας, στο καφενείο ή στα παγκάκια του Ζαππείου.
Υποψιάζομαι πως η σύνταξη αποτελεί ιδεώδη συνθήκη για τον Έλληνα: Πληρώνεται χωρίς να εργάζεται. Γι' αυτό άλλωστε προσπαθούν όλοι να διοριστούν στο Δημόσιο. Είναι μία ανάλογη περίπτωση.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για σύνταξη. Όσο για το υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το θεωρώ πληγή. Μία ζωή πληρώνεις και εσύ και ο εργοδότης σου ένα κάρο λεφτά, που ποτέ δεν παίρνεις πίσω: Γίνονται μισθοί κηφήνων, έξοδα γραφειοκρατίας, μίζες και δομημένα ομόλογα.
Στη δική μου ιδανική πολιτεία ο εργαζόμενος θα ήταν ελεύθερος να διαχειρίζεται ο ίδιος αυτά τα χρήματα και να φτιάχνει το δικό του ασφαλιστικό πρόγραμμα. Να τα αποταμιεύει, να τα καταθέτει στην τράπεζα, σε ιδιωτική ασφάλιση - ή, αν προτιμάει, να τα ξοδεύει σαν αμέριμνος τζίτζικας.